Τ’ ορφανό

Ένα ορφανό στο Κισινάου, Victor Arseni

Ένα ορφανό στο Κισινάου, Victor Arseni

«Μήπως ο Θεός δεν ξέρει τη γλώσσα των μικρών;»

Μενέλαος Λουντέμης

Μέσα στη φασαρία του δρόμου, μέσα στο θόρυβο των αυτοκινήτων και τις φωνές των ανθρώπων, που και που ακούγεται σαν παραφωνία μια λεπτή λυγμική φωνή:

- Καλοί μου άνθρωποι! Βοηθήστε τ’ ορφανό...

Καθισμένο πάντα στη γωνιά του δρόμου, αμίλητο και μελαγχολικό, άπλωνε με φόβο το χεράκι στους περαστικούς και με τρεμουλιαστή φωνή ψιθύριζε:

- Ελεημοσύνη, καλοί μου άνθρωποι...

Πολλοί περνούσαν αλλά λίγοι βοηθούσαν. Η χλωμή όψη και τ’ αδύνατο κορμάκι του δεν ήταν αρκετά να τους συγκινήσουν. Εξάλλου εδώ στις πόλεις οι άνθρωποι είναι τόσο πολύ βιαστικοί. Πού να βρουν καιρό για συγκινήσεις;

Λένε πως ο δρόμος είναι το καλύτερο σχολείο. Διδάσκει χωρίς να σου μιλάει. Δείχνει μόνο, και συ αρκεί να έχεις μάτια να βλέπεις. Και πόσα παράξενα δε βλέπεις! Άλλοι να ’ναι χωμένοι στα βαριά μάλλινα κι άλλοι να σκεπάζουν τη γύμνια τους με κουρέλια. Άλλοι να πετάνε ασυλλόγιστα τα λεφτά τους κι άλλοι να παρακαλάνε για ένα μικρό ασήμαντο νόμισμα. Δυστυχισμένο ορφανό! Πόσο σκληρά σε βασανίζει η ζωή.

Ακόμη δε βγήκε, δε γνώρισε τη ζωή και γνώρισε λύπες και βάσανα. Την ώρα που άλλα παιδιά στην ηλικία του χαίρονται τη χαρά των παιχνιδιών, γελούν αμέριμνα και χορτάτα από φαγητό και χάδια, προστατευμένα από τη στοργή των γονιών τους, τούτο το άμοιρο εκλιπαρεί για ένα κομμάτι ψωμί.

Τ’ άταχτα μαλλιά του - ποιος ξέρει από πότε έχουν να δουν ψαλίδι κουρείου - κρύβουν τ’ αδύνατο προσωπάκι, όπου η δυστυχία έχει χαράξει βαθιά, πολύ βαθιά τα ίχνη της. Τα μαύρα του μάτια, μαύρα σαν κάρβουνα, κοιτάζουν βαθιά και λυπημένα. Τρυπούν την ψυχή μας, όπως ένα αυστηρό «κατηγορώ» διατρυπά μιαν ένοχη συνείδηση. Λείπει από τα χείλη του το χαμόγελο της παιδικής ξεγνοιασιάς. Οι γλυκές λέξεις, «πατέρας» και «μητέρα», που σ’ όλα τα παιδιά γεννούν αγαλλίαση, σ’ αυτό γεννούν πόνο. Η καρδιά του ραγίζει, όταν βλέπει γύρω του παιδιά ευτυχισμένα, κρατημένα από το χέρι της μάνας.

Είναι το τελευταίο απομεινάρι μιας οικογένειας που χάθηκε. Το περιμάζεψε κάποια φτωχή γειτόνισσα και τώρα ξεπληρώνει τη φιλοξενία με τη ζητιανιά. Σκέπτεται: «Αχ, τι θα ’λεγε ο πατέρας, αν μ’ έβλεπε;» Και δακρύζει. Και πάλι απλώνει το χέρι στην ευσπλαχνία των ανθρώπων.

Άμοιρο παιδάκι! Άδικα η πονεμένη καρδιά σου ζητάει τη μητρική τρυφερότητα και μάταια τα μελαγχολικά σου μάτια ζητούν την ευτυχία. Η λύπη σου δε μπορεί εύκολα να μπει στην καρδιά των ανθρώπων, γιατί είναι όλοι βιαστικοί. Κι όταν ακόμη σ’ ελεούν, δεν σταματούν να σε κοιτάξουν, να σε χαϊδέψουν, να σου πουν ένα λόγο αγάπης. Ίσως αυτό να σ’ έκανε πιο ευτυχισμένο παρά το κέρμα που σου δώσανε.

Άμοιρο παιδί, σήμερα λεφτά μπορείς να βρεις, αγάπη είναι δύσκολο να συναντήσεις.



"Αναγνωστικό Εκθέσεων για το Δημοτικό & το Γυμνάσιο"
Πηγή: Σαράντος Ι. Καργάκος

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *