ΖΕΥΣ ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΣ
Σύνορο δρόμου ἡ διάφεγγη ἀστροσύναξη χαράζει
στὸν κόρφο τῆς δειλῆς Ἑκάτης·
ἔρχεται ἡ φλόγα ἡ χαραυγή· ὁ ἀπόδημος περάτης
τὸ σπιτικὸ ὀνειρεύεται κι ἀνατριχιάζει.
Σὲ λίγο ρόδο ἡ κυματούσα θάλασσα θ' ἀνθίσει
κι ὁ κάμπος τὴ ζεστὴ ἀνεμώνη·
καὶ θάναι ἡ μοίρα κ' ἡ ἄνοιξη, τὸ πετροχελιδόνι,
ποὺ θἄρθει ἐδῶ τὸ ἡλιόφωτο νὰ πιεῖ καὶ νὰ μεθύσει.
Ἵμερος νέος ἀνθοβολεῖ στὸ ἀρχαῖο τὸ κατόπι,
ποὺ γαληνὸς τὸ διαφεντεύει ὁ Δίας·
Κεραύνιος ὄχι· τῆς χλωρῆς θησαυριστὴς εὐδίας.
Μέσ' στὴ μεγαλοσύνη του περνοῦν καιροὶ καὶ ἀνθρώποι,
Μὰ ἡ πέτρα τοῦ πελασγικοῦ κορμιοῦ του δὲ ραγίζει.
Καὶ πάντα νιόνυφη ἡ καρδιά του
σπέρνει στὴ γῆς τὸ νέο βλαστὸ κι ὀπώρα νέα καρπίζει
μέσ' στὴν πυκνή του στόχαση καὶ στὴν ἀνασαιμιά του.
Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 400, 1944
Ἑλληνων Φῶς