Τ' Ἅη Γιωρκοῦ
Δευτέρα ἤτουν τῆς Καθαρᾶς ποὺ κάμνουν τὴν νομάδαν
Μὲς τὸ καράβιν ἔμπηκεν τὴν πρώτην ἐφτομάδαν
Τζαὶ τρεῖς ἡμέρες ἔκαμεν νὰ ρέξει τὸ Βερούτιν
Ψουμίν, νερὸν ἐν ἐβρέθηκεν μεσὰ στὴν χώραν τούτην
Ψουμὶν νερὸν εἶχεν πολλὺν κάτω μακρὰ στὸ πλάτος
Τζειμέσα ἐκατώκησεν ἕνας μεάλος δράκος
Τζαὶ δὲν τ' ἀφήνει τὸ νερὸν στὴν χώραν τους νὰ πάει
Ταΐνιν τοῦ ἐκάμνασιν...
'π' ὀναν παιδὶν νὰ φάει
Νὰ ξαπολύσει τὸ νερό, στὴν χώραν γιὰ νὰ πάει
Ἄλλοι εἶχαν ἔξι καὶ ὀκτὼ τζὶ ἐπέμπαν τοῦ τὸν ἕναν
τζὶ ἦρτεν γῦριν τ' ἀφέντη μας, τ' ἀφέντη βασιλέα
Εἶχεν μίαν κόρην μοναχὴν τζὶ εἶχεν νὰ τὴν παντρέψει
Θέλοντας τζαὶ μὴ θέλοντας τοῦ δράκου νὰ τὴν πέψει.
Παντήσκει κόρη ἐν ἅγιος, Χριστὸς τζὶ ἀπάκουσεν τὴν
Τὸν Ἄη Γιώρκην νὰ σοὺ τὸν 'που πάνω κατεβαίνει
τζαὶ μὲ τὴν σέλλαν τὴν γρουσὴν τζαὶ τὸ γρουσὸν ἀππάριν
Στέκεται συλλοΐζεται πῶς νὰ τὴν σιαιρετήσει
-Γιὰ νὰ τὴν πῶ μουσκοκαρκιά, μουσκοκαρκιὰ ἔσιει κλώνους
Γιὰ νὰ τὴν πῶ τρανταφυλλιά, τρανταφυλλιὰ ἔσιει ἀγκάθια
Ἄτε ἂς τὴ σιαιρετήσουμε σὰν σιαιρετοῦμεν πάντα
-Ὥρα καλή σου λυερή, ὥρα καλὴ τζαὶ γειά σου
Μουσκοὺς τζαὶ ροδοστέμματα στὰ καμαρόφρυά σου
τζὶ εἴντα γυρεύκεις Λυερὴ στοῦ δράκου τὸ πηγάδιν
Τοῦ δράκοντα τοῦ πονηροῦ, νὰ βκεῖ τζαὶ νὰ σὲ φάει
-Ἀφέντη μου τὰ πάθη μας νὰ σοὺ τὰ πῶ δὲν φτάνω
Ἄθρωποι 'που τὴν πεῖναν τοὺς τρῶσιν ἕνας τὸν ἄλλον
Ἔτσι ἔθελεν ἡ τύχη μου, ἔτσι ἤτουν τὸ γραφτό μου
Μὲς στὴν τζοιλιᾶν τοῦ δράκοντα νὰ κάμω τὸ θαφκειόν μου
Νὰ σοὺ ποτζεῖ τὸν δράκοντα 'που κάτω τζὶ ἀνεβαίνει
τζὶ ὅταν τοὺς εἶδε τζὶ ἦταν τρεῖς κρυφὲς χαρὲς παθαίνει
-Μπουκκωμαν τρώω τὸν ἄδρωπον, τὸ γιομαν τὴν κοπέλλαν
τζαὶ ὡς τὰ λιοβουττήματα ἀππαρὸν μὲ τὴν σέλλαν
Μίαν χατζιαρκᾶν τοῦ χάρισεν τζὶ ἡ πόλις οὔλλη ἐσείστην
τζαὶ τὸ σκαμνὶν τοῦ βασιλιᾶ ἐππεσεν τζὶ ἐτσακκίστην
Βκάλλει 'που τὸ δισσάτζιν τοῦ μεάλον ἁλυσίδιν
τζὶ ἐπκιασεν τζὶ ἐχαλίνωσεν τζειν' τὸ μεάλον φίδιν
-Τράβα τὸ κόρη λυερὴ στὴν χώραν νὰ τὸ πάρεις
Γιὰ νὰ τὸ δοῦν ἀβάφτιστοι νὰ πᾶν νὰ βαφτιστούσιν
Γιὰ νὰ τὸ δοῦν ἀπίστευτοι νὰ πᾶν νὰ πιστευτούσιν
Ἄνταν τοὺς βλέπει ὁ βασιλιὰς κρυφὲς χαρὲς παθθαίνει
-Ποιὸς εἰν' αὐτὸς πού μου 'καμεν τούτην τὴν καλοσύνην
Νὰ δώκω τὸ βασίλειόν μου τζὶ οὖλλον τὸν θησαυρόν μου
Νὰ δώκω τζαὶ τὴν κόρην μου τζαὶ νὰ γενεῖ γαμπρός μου
Τζὶ ἐπολοήθην Ἅγιος τζαὶ λέει τζαὶ λαλεῖ του
-Ἓν θέλω τὸ βασίλειόν σου μήτε τὸν θησαυρόν σου
Μίαν ἐκκλησιὰν νὰ χτίσετε, μνήμην τ' Ἄη Γιωργίου
Ποῦ ἔρκεται ἡ μέρα τοῦ κοστρεῖς τοῦ Ἀπριλλίου
Ποῦ ἔρκεται ἡ μέρα τοῦ κοστρεῖς τοῦ Ἀπριλλίου
Παραδοσιακό Κύπρου
Ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό