Διδάγματα από τα βάθη των Αιώνων.

Θουκυδίδης

Έτσι, θα μιλήσουμε πρώτα για το δίκαιο και την τιμιότητα μας, αφού άλλωστε ζητάμε συμμαχία, γιατί ξέρουμε πως ούτε φιλία σταθερή ανάμεσα σε ιδιώτες μπορεί να υπάρξει ούτε συμμαχία ανάμεσα σε πόλεις, εάν δεν συμπεριφέρονται μεταξύ τους με τρόπο προφανώς έντιμο και δεν έχουν γενικότερα παρόμοιες αντιλήψεις. Διότι από τις διαφορετικές αντιλήψεις προκύπτουν και οι διαφορές στη δράση. Συμμαχήσαμε με τους Αθηναίους, όταν εσείς αποσυρθήκατε από τον Περσικό πόλεμο ενώ εκείνοι παρέμειναν για να φέρουν εις πέρας τον αγώνα. Σύμμαχοι τους όμως είχαμε γίνει όχι για να υποδουλωθούν οι Έλληνες στους Αθηναίους αλλά για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Μήδους. Και όσο ασκούσαν την αρχηγία με όρους ισότητας, εμείς τους ακολουθούσαμε πρόθυμα' όταν όμως είδαμε να μετριάζουν την εχθρότητα τους προς τους Μήδους και να επιδιώκουν ενεργητικά την υποδούλωση των συμμάχων τους, αρχίσαμε πια να φοβόμαστε. Κι επειδή οι σύμμαχοι, λόγω της πολυγνωμίας τους αδυνατούσαν να αντισταθούν ενωμένοι, υποδουλώθηκαν, εκτός από εμάς [τους Μυτιληναίους] και τους Χίους. Γιατί εμείς βέβαια συμμετείχαμε στις εκστρατείες τους ως αυτόνομοι και ελεύθεροι που υποτίθεται ότι ήμασταν' δεν είχαμε πια όμως καμία εμπιστοσύνη στους Αθηναίους ως ηγέτες, διότι παραδειγματιζόμασταν από όσα είχαν προηγηθεί' δεν ήταν πιθανό ότι αυτοί, που όσους έγιναν σύμμαχοί τους μαζί με εμάς τους καθυπόταξαν, δεν θα έκαναν το ίδιο και με τους υπολοίπους, εάν ποτέ τους δινόταν η δυνατότητα.

Και εάν μεν εξακολουθούσαμε να είμαστε όλοι αυτόνομοι θα τους εμπιστευόμασταν περισσότερο, ότι δεν θα μας έκαναν κακό. Καθώς όμως τους περισσότερους τους έχουν κάτω από την εξουσία τους ενώ με εμάς έχουν σχέση ισότητας, ήταν φυσικό να δυσανασχετούν αφού στη σχεδόν γενική υποταγή εμείς μόνο διατηρήσαμε σχέση ισότητας μαζί τους και μάλιστα όταν εκείνοι γίνονταν διαρκώς ισχυρότεροι και η δική μας απομόνωση διαρκώς μεγαλύτερη. Μόνον όμως ο αμοιβαίος φόβος αποτελεί ασφαλή βάση μιας συμμαχίας' διότι όποιος θέλει με κάποιον τρόπο να την παραβιάσει δεν το αποφασίζει, επειδή δεν έχει την υπεροχή. Και εάν μας άφησαν αυτόνομους, αυτό δεν έγινε για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο επειδή νόμιζαν ότι την ηγεμονία τους θα την επέβαλλαν με εύσχημα επιχειρήματα και ηθική πίεση μάλλον παρά με την ισχύ των όπλων. Γιατί μας χρησιμοποιούσαν συνάμα και ως απόδειξη ότι τους ισότιμους συμμάχους τους δεν τους υποχρέωναν να εκστρατεύουν παρά τη θέληση τους, εάν εκείνοι εναντίον των οποίων θα γινόταν η επίθεση δεν είχαν πράξει κάτι άδικο' κι από την άλλη, παρέσυραν πρώτα τους ισχυρότερους εναντίον των ασθενέστερων ώστε αφήνοντας τους ισχυρούς τελευταίους, όταν όλοι οι άλλοι θα έχουν εξουδετερωθεί, να τους αντιμετωπίσουν αποδυναμωμένους. Ενώ, εάν άρχιζαν από εμάς, όταν όλοι αυτοί είχαν ακόμη τις δυνάμεις και τα στηρίγματα τους, δεν θα τους υπέτασσαν με την ίδια ευκολία. Επίσης το ναυτικό μας τους προξενούσε κάποιο φόβο μήπως ενωθεί με το δικό σας ή με κάποιο άλλο και αποτελέσει κίνδυνο γι' αυτούς. Και το ότι διατηρήσαμε την ανεξαρτησία μας το οφείλουμε εν μέρει στις εκδουλεύσεις που προσφέραμε στον Αθηναϊκό λαό και στους ηγέτες που είχε κάθε φορά. Δεν νομίζουμε όμως ότι, εάν δεν ξεσπούσε τούτος ο πόλεμος, θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό για πολύ, εάν αναλογιστούμε τη συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντι στους άλλους.

Τι λογής φιλία λοιπόν ήταν αυτή ή τι λογής ελευθερία που να την εμπιστεύεσαι, όταν ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον παρά τα αντίθετα αισθήματα μας, και εκείνοι μεν μας καλόπιαναν τον καιρό του πολέμου, επειδή μας φοβούνταν, εμείς πάλι κάναμε το ίδιο σε εκείνους τον καιρό της ειρήνης. Έτσι, αυτό που εξασφαλίζει στους άλλους προπαντός η φιλική διάθεση σε εμάς το στήριζε ο φόβος, και μέναμε σύμμαχοι μάλλον επειδή μας κυρίευε ο φόβος παρά από φιλία' κι όποιος από τους δύο αισθανόταν πριν από τον άλλο ασφαλής, αυτός θα παραβίαζε πρώτος τη συμμαχία. Έτσι εάν νομίζει κανείς ότι έχουμε άδικο που αποστατήσαμε πρώτοι από τη συμμαχία, επειδή οι Αθηναίοι δίστασαν να ασκήσουν βία εναντίον μας και δεν περιμέναμε να δούμε αν θα εκδηλωνόταν πραγματικά κάτι τέτοιο από μέρους τους, δεν κρίνει σωστά. Γιατί εάν είχαμε τη δύναμη να απαντήσουμε με ίσους όρους στις επιβουλές τους, θα είχαμε επίσης χρέος να μη σπεύσουμε να τους επιτεθούμε' αφού όμως είναι πάντοτε στη δύναμη τους να μας επιτεθούν, θα έπρεπε να είναι και στη δική μας δύναμη να προλαβαίνουμε τις επιθέσεις τους.

Τέτοιες ήσαν οι αιτίες και οι αφορμές Λακεδαιμόνιοι και σύμμαχοι, που μας έκαναν να αποστατήσουμε, αρκετά σαφείς για να πείσουν όσους τις ακούνες ότι σωστά πράξαμε, και αρκετά ισχυρές για να μας κάνουν να φοβηθούμε και να αναζητήσουμε κάποια ασφάλεια.

Θουκυδίδης
Ἱστοριῶν γʹ (9,1–13,1)

.~`~.



Πηγή: Δ`~. Κοσμοϊδιογλωσσία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *