«Εκδικηθήκαμε για τον Τσομάκη» – Κύπρος 1974 η αφήγηση της εισβολής (μέρος Ζ’)
Η συγκλονιστική αφήγηση Παπαγιάννη για τις ημέρες της τουρκικής εισβολής συνεχίζεται.
Διαβάστε τα προηγούμενα μέρη του κειμένου:
- Πρώτο μέρος
- Δεύτερο μέρος
- Δεύτερο μέρος (συνέχεια)
- Τρίτο μέρος
- Τέταρτο μέρος
- Πέμπτο μέρος
- Έκτο μέρος
Την επομένη ημέρα Δευτέρα 22 Ιουλίου, από το πρώτο φώς άρχισαν τρομεροί βομβαρδισμοί από την Τουρκική αεροπορία, η οποία εξουδετέρωσε τις επίγειες δυνάμεις μας πέριξ του προγεφυρώματος, και μεγάλος αριθμός αρμάτων και στρατευμάτων που είχαν αποβιβασθεί την προηγουμένη, διέσπασε τις αμυντικές γραμμές μας προς ανατολάς και άρχισε να κινείται προς την Κυρήνεια γύρω στις 11.30. Η αντίσταση της Ε.Φ. λόγω των καταστροφών που είχε υποστεί από την αεροπορία, ήταν σπασμωδική αλλά ηρωική, χωρίς όμως επιτυχία.
Περί ώρα 14.00 τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, εισήλθαν στην Κυρήνεια, η οποία είχε εγκαταληφθεί από τις δυνάμεις της Ε.Φ. πλην του Φρουρίου της Κυρηνείας στο λιμάνι, όπου ευρίσκετο ο Ναυτικός σταθμός. Ήλθα αμέσως σε επαφή με τον επί κεφαλής αρχικελευστή Γαλιατσό, και του εγνώρισα ότι έπρεπε να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι, συνιστώντας του να αποχωρήσουν, και να κινηθούν ανατολικά ώστε να ενωθούν με τις εκεί ευρισκόμενες δυνάμεις των καταδρομέων. Έκπληκτος, αλλά και υπερήφανος για το προσωπικό μου και τους υπαξιωματικούς μου, τον άκουσα να μου λέει. Όχι, κύριε διοικητά, δεν θα εγκαταλείψουμε αμαχητί το Φρούριο, που είναι το μόνο κτίριο στην Κυρήνεια που κυματίζει ακόμα η Ελληνική σημαία. Θα το υπερασπιστούμε, με οποιοδήποτε κόστος και θα εκδικηθούμε για τον χαμό του διοικητού μας του Τσομάκη. Πάντως, μου εδήλωσε γελώντας στο τηλέφωνο, δεν πρόκειται να μας πιάσουν αιχμαλώτους, και σοβαρά μου προσέθεσε, ”εδώ θα γίνει νέο Σούλι“. Με συγκίνηση τον συνεχάρην για την απόφασή του, και του συνέστησα να καταστρέψει από τώρα όλους τους κώδικες και οδηγίες μάχης που υπήρχαν στον Σταθμό, και του είπα ότι θα είμαστε σε συνεχή ραδιοτηλεφωνική επαφή, διότι δυστυχώς δεν μπορώ να του προσφέρω άλλης φύσεως βοήθεια.
Στις 15.00 εγνώστει από το ΓΕΕΘΑ ότι Ελληνικά αεροσκάφη θα αποστέλοντο προς βοήθεια μας. Κάπως αργά βέβαια, αλλά και αυτά τελικά δεν ήλθαν. Σε λίγο με νέο σήμα το ΓΕΕΘΑ ακύρωσε το προηγούμενο. Εν τω μεταξύ το ΓΕΕΦ με σήμα του είχε δεσμεύσει τα αντιαεροπορικά, ώστε να μη βληθεί Ελληνικό αεροσκάφος, και η Τουρκική αεροπορία επωφελουμένη του γεγονότος εξαπέλυσε αριθμό επιθέσεων σε διάφορα σημεία του νησιού με βόμβες ‘ναπάλμ’. Στην ΝΒΧ ο Παπαδάκης και οι αξιωματικοί του, πλήν του Ντάνου, όταν άκουσαν για βομβαρδισμούς με ‘ναπάλμ’ έτρεξαν προς την θάλασσα και μπήκαν μέσα ώστε να προφυλαχτούν σε περίπτωση επιθέσεως στην Βάση. Οι υπαξιωματικοί και οι ναύτες παρέμειναν στα αντιαεροπορικά μόνοι τους και με πρωτοβουλία τους, για να αποκρούσουν τυχόν επιτιθέμενα αεροσκάφη. Το ίδιο και ο υποπλοίαρχος Ταβλαρίδης, και το πλήρωμα του στο περιπολικό Λεβέντης που ευρίσκετο εκείνη την στιγμή στην ΝΒΧ.
Τελικά επίθεση δεν έγινε αλλά (…..), ξεφτιλίστηκαν στα μάτια των υφισταμένων τους.
Στις 16.00 ο Γεωργίτσης εκάλεσε όλους τους αξιωματικούς στο γραφείο του. Εκεί ευρίσκετο και ο Ινδός στρατηγός επικεφαλής των δυνάμεων του ΟΗΕ στην Κύπρο, που μας εγνώρισε ότι ο ΟΗΕ είχε διατάξει διακοπή των εχθροπραξιών από ώρας 16.00, την οποίαν είχαν αποδεχθεί και η Ελλάς και η Τουρκία, και μας ζήτησε να διακόψουμε και εμείς τις εχθροπραξίες, διότι και οι Τούρκοι θα τις διέκοπταν. Ο Γεωργίτσης επικοινώνησε με το ΓΕΕΘΑ, από όπου του είπαν να διακόψουμε τις εχθροπραξίες. Ο Ινδός με ανακούφιση άκουσε το ‘ναί’ του Γεωργίτση, και έφυγε για να συντονίσει την επίβλεψη του ΟΗΕ στη απόφαση. Με γενικό σήμα του ΓΕΕΦ γνωστοποιήθηκε σε όλες τις μονάδες η διακοπή των εχθροπραξιών.
Ήταν 16.20 της δευτέρας 22 Ιουλίου. Με ανακούφιση την δεχτήκαμε διότι τα πυρομαχικά μας, μόλις έφθαναν για μία ακόμη ημέρα. Το είπαμε στο ΓΕΕΘΑ, που μας εγνώρισε (τότε σκέφτηκε να μας πληροφορήσει) ότι είχε αποπλεύσει προ διημέρου ένα ‘Μότορσιπ’ γεμάτο πυρομαχικά που θα έφθανε το βράδυ στο λιμάνι της Λεμεσού. Ο Γεωργίτσης με κοίταξε. ”Γιώργο θα το αναλάβεις και αυτό” με ερώτησε. Του απάντησα ‘ναί, διότι τα λιμάνια είναι στην ευθύνη μου’. Γύρισα στον θάλαμο επιχειρήσεων και ανέθεσα στον Παπαργύρη και σε “αγγαρεία” να πάνε με αυτοκίνητα στην Λεμεσό να ξεφορτώσουν το πλοίο και να μεταφέρουν τα πυρομαχικά στις αποθήκες της Ε.Φ.
Στις 18.00 ο Γαλιατσός από την Κυρήνεια μου αναφέρει ότι προσέγγισαν την πύλη του Φρουρίου, που την είχαν κλείσει, ένα άρμα και ένα τεθωρακισμένο μεταφοράς προσωπικού, με 15 περίπου Τούρκους και δύο αξιωματικούς, και τους εκάλεσαν, να υποστείλουν την Ελληνική σημαία, και να παραδοθούν. Οι υπαξιωματικοί και οι ναύτες του σταθμού, τους απήντησαν με καταιγισμό πυρών και με ρίψη χειροβομβίδων από τις επάλξεις του φρουρίου, και εφόνευσαν περί τους 10 άνδρες, καταστρέφοντας το τεθωρακισμένο. Το άρμα απεμακρύνθει αφήνοντας τα πτώματα των φονευθέντων μπροστά στην πύλη του φρουρίου. Τον συνεχάρην και πάλι, και μου απάντησε ”Εκδικηθήκαμε για τον Τσομάκη”.
Ο Παπαργύρης με την ομάδα του έφυγε γύρω στις 19.00 για την Λεμεσό ξεφορτώσαν όλη την νύκτα τα πυρομαχικά, και στις 6 το πρωί της επομένης τα πυρομαχικά ήταν στις αποθήκες της Ε.Φ. Οι μάχες είχαν σταματήσει, και μόνο στην πράσινη γραμμή στην Λευκωσία, κάθε βράδυ είχαμε ανταλλαγές πυροβολισμών καθώς και οι δύο προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε τις θέσεις μας.
Την επομένη όλο το ΓΕΕΦ επέστρεψε στα κανονικά γραφεία του στην Λευκωσία. Γυρίσαμε και εμείς και διέταξα τον κινητό θάλαμο επιχειρήσεων την ‘κλούβα’ όπως την λέγαμε, με την γεννήτρια και το αντιαεροπορικό να παραμείνουν για κάθε ενδεχόμενο στον περίβολο του ΓΕΕΦ. Με χαρά είδα το ΙΧ αυτοκίνητό μου, που το είχα εγκαταλήψει στον περίβολο του ΓΕΕΦ, να είναι εντάξει, χωρίς σημάδια από σφαίρες ή βλήματα. Η περιοχή γύρω από το ΓΕΕΦ είχε βομβαρδιστεί, το δε σπίτι του Αζίνα, (αυτό που με κατηγόρησαν αργότερα ότι… είχα λεηλατήσει!!!) με τις μεγάλες κεραίες στην ταράτσα του είχε ισοπεδωθεί από τις βόμβες. Προφανώς τα Τουρκικά αεροσκάφη είχαν θεωρήσει ότι ήταν σταθμός επικοινωνιών του ΓΕΕΦ.
Τότε που η μεγάλη ένταση είχε πια περάσει θυμήθηκα ότι είχα και …οικογένεια, που δεν ήξερα που βρισκόταν εκείνη την στιγμή. Είπα στον οδηγό μου να πάει με το αυτοκίνητο στο Όρος Τρόοδος και να βρή που είναι η Λίλυ, ο Παναγιώτης και η Μάρω του Παπαργύρη. Εφυγε κατά τις 11 το πρωί. Γύρισε από το βουνό στις 6 το απόγευμα αφού τους είχε ανακαλύψει εκεί που τους είχε κρύψει ο δάσκαλος ενός χωριού, που ευτυχώς ήταν ‘ενωτικός’ και έτσι δεν είχαν φόβο από τυχόν αντεκδικήσεις Μακαριακών. Μου είπε ότι είναι καλά και ότι η Λίλυ θέλει να της στείλω μερικά κουτιά γάλα για τον Παναγιώτη, και μερικά χρήματα για να έχει να ψωνίσει διάφορα μικροπράγματα που ήταν απαραίτητα. Τόσο η Λίλυ όσο και η γυναίκα του Παπαργύρη χαρήκανε που έμαθαν ότι δεν ήταν …χήρες !!
Από το πρωί προσπαθούσα να έλθω σε επικοινωνία με τον Ν.Σ. Κυρηνείας χωρίς επιτυχία, και είχα αρχίσει να ανησυχώ πάρα πολύ. Έπαιρνα λίγο κουράγιο από τις υποκλοπές των σημάτων των Τούρκων στα οποία ουδέν ανάφεραν για κατάληψη του φρουρίου, ενώ την προηγουμένη είχαν αναφέρει τις απώλειες που τους είχε προκαλέσει το προσωπικό του ΝΣΚ. Με μεγάλη ανακούφιση υποδέχτηκα στις 18.30 ένα φορτηγό της Ε.Φ. που αφίχθη στο ΓΕΕΦ με όλο το προσωπικό του Σταθμού, με τον οπλισμό του. Τους βάλαμε στα γραφεία όπου τους δώσαμε κάτι να φάνε, και ο Γαλιατσός μου ανέφερε ότι μετά την χθεσινή μάχη οι Τούρκοι είχαν εξαγριωθεί, και ολόκληρη την νύκτα με μεγάφωνα τους απειλούσαν και τους καλούσαν να παραδοθούν, ενώ αυτοί απαντούσαν με πυροβολισμούς στις απειλές.
Το πρωί εκκινήθησαν όλοι μέσω των στοών του φρουρίου που τις εγνώριζαν καλά, και εξήλθαν από την ανατολική πλευρά του, αποφεύγοντας τους Τούρκους, και μετά από πορεία πέντε ωρών, καλυπτόμενοι συνεχώς μέσα σε ξεροπόταμους και δένδρα, συναντήθηκαν με τους καταδρομείς της Ε.Φ. και από εκεί με το φορτηγό που τους διέθεσαν στην Λευκωσία. Ένας μόνο υπαξιωματικός ο κελευστής Γιαβρούτας χάθηκε μέσα στις στοές, και δεν τους ακολούθησε. Αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Επειδή δεν είχα χώρο να τους κοιμήσω, τους έστειλα με αυτοκίνητα στην ΝΒΧ.
Ρώτησα τον Γαλιατσό εάν γνωρίζει τίποτα για τις τρείς- τέσσερεις οικογένειες των υπαξιωματικών που κατοικούσαν στην Κυρήνεια, και μου απάντησε ότι όλες οι Ελληνικές οικογένειες ήταν σε ξενοδοχείο της Κυρηνείας υπό την προστασία του ΟΗΕ. Κάτι ήταν και αυτό. Το βράδυ ύστερα από 9 ημέρες κοιμήθηκα συνεχώς για 8 ώρες στο ‘ράντζο’ του γραφείου μου.
Το πρωί της Τετάρτης 24 Ιουλίου μάθαμε τα νέα από την Ελλάδα, για την μεταπολίτευση που είχε γίνει την προηγουμένη, χωρίς να μας αγγίζουν τόσο τα γεγονότα, γιατί ζούσαμε σε πολεμική ατμόσφαιρα, επειδή οι Τούρκοι όλο και προκαλούσαν και εμείς τους απαντούσαμε. Επίσης και στην Κύπρο έγινε αλλαγή προέδρου Δημοκρατίας, και ανάλαβε πρόεδρος ο Κληρίδης αντικαθιστώντας τον Σαμψών.
Έστειλα τον οδηγό μου και αγόρασε μερικά κουτιά γάλα, και του έδωσα και χρήματα για να τα πάει στην Λίλυ και να της πεί ότι το βράδυ θα πήγαινα και εγώ να τους δώ. Εν συνεχεία κάλεσα τον Παπαδάκη να έλθει από την ΝΒΧ στην Λευκωσία στο γραφείο μου. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω τι είχε γίνει με τις τορπιλλακάτους. Ήλθε κατά το μεσημέρι με κολλαρισμένη λευκή στολή Νο 8, σε αντίθεση με εμάς στο επιτελείο που φορούσαμε ακόμη τις σκονισμένες χακί στολές μας. Το προσωπικό του επιτελείου μου που ήξερε τα γεγονότα τον κοίταζε με περιφρόνηση.
Με φοβισμένο ύφος (…..), μου είπε ότι την ημέρα της εισβολής, ακούγοντας τον Τσομάκη να λέει ‘με βομβαρδίζουν, με βομβαρδίζουν, κλπ’ φοβήθηκε και τα έχασε τόσο πολύ που έχασε κάθε έλεγχο για τους υφισταμένους του, με αποτέλεσμα ο Τσαταλός να δηλώσει ψευδώς βλάβη, να επιστρέψει στην ΝΒΧ, και να εγκαταλείψει την Τ/Α του, και μάλιστα πήγε κατευθείαν στην οικία του, ο δε Κανδαλέπας, κυβερνήτης της τορπιλλακάτου που επέβαινε και ο ίδιος, ακόμη πιο φοβισμένος, να του ζητάει να πάνε στο λιμάνι της Αμμοχώστου δήθεν για να πάρουν τσιγάρα, όπου θα εγκατέλειπαν την τορπιλλάκατο πηγαίνοντας σπίτια τους. Τελικώς αποφάσισαν να προσαράξουν την τορπιλλάκατο στην ακτή βορρείως της Αμμοχώστου, να την εγκαταλείψουν εκεί και να γυρίσουν στην βάση δια ξηράς. Όταν την προσάραξαν αντελήφθησαν ότι η περιοχή ήταν ναρκοπέδιο της Ε.Φ. και με το ραδιοτηλέφωνο της Τ/Α ειδοποίησαν την βάση που έστειλε πλωτό μέσο και τους μάζεψε.
Βέβαια ύστερα από αυτό δεν ήτο δυνατόν να εξασκήσει διοίκηση διότι οι υπαξιωματικοί, κυρίως, αλλά και οι ναύτες (…..), πίσω από την πλάτη του, τους δε δύο υποπλοιάρχους, κυβερνήτας των Τ/Α ούτε που ήθελαν να τους ξέρουν.
Μου ανέφερε επίσης ότι ο υποδιοικητής της βάσεως υποπλοίαρχος Δούκας δεν ήταν στην βάση τις τρεις ημέρες του πολέμου αλλά στο σπίτι του, λόγω στομαχικών διαταραχών, όπως είχε δηλώσει. Ο διοικητής βατραχανθρώπων υποπλοίαρχος Γουλέας και ο βοηθός του ανθυποπλοίαρχος (ΠΥ), ήταν στην βάση (…..). Ο υποπλοίαρχος (μηχ) Ντάνος ήταν ενεργός στα συνεργεία και σε ολόκληρη την βάση και αυτά εν μέσω συνεχών αεροπορικών επιθέσεων.
Το προσωπικό της βάσης εξόπλιζε αντιαεροπορικά. Στην ουσία δηλαδή την βάση την υπερασπίζοντο οι υπαξιωματικοί και ναυτοδιόποι, και ο Κυβερνήτης του περιπολικού ‘Λεβέντης’ υποπλοίαρχος Ταβλαρίδης με το πλήρωμά του. Τα αναφερθέντα από τον Παπαδάκη ήταν σοβαρότατα (…..) σύμφωνα με τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα, και ήμουν αναγκασμένος να το αναφέρω στον Γεωργίτση. Αυτός ήθελε να συλλάβει αμέσως και να φυλακίσει τους Παπαδάκη, Κανδαλέπα και Τσαταλό, και να τους παραπέμψει στο στρατοδικείο (με προβλεπόμενη, εν πολέμω, μέχρι και την ποινή του θανάτου!). Τον απέτρεψα διότι δεν είχα αξιωματικούς να τους αντικαταστήσω, και του είπα ότι θα κάνω εγώ πρώτα ένορκη διοικητική εξέταση, και θα τους παραπέμψω σε τακτικό ανακριτή για περαιτέρω παραπομπή τους στο ναυτοδικείο στην Ελλάδα. Συμφώνησε διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Είπα στον Παπαδάκη να φύγει και ότι θα κάνω ΕΔΕ για το θέμα. Έφυγε σαν βρεγμένη γάτα. Εν συνεχεία συνέταξα και απέστειλα στο ΓΕΝ τηλεφωνικώς σήμα στο οποίο ανέφερα τις απώλειες μας (νεκρούς), τους τραυματίες, και τον αγνοούμενο (αιχμάλωτο) από το Ελλαδικό προσωπικό για να ειδοποιηθούν οι οικογένειές των, και πήρα στο τηλέφωνο την μητέρα μου, στην Αθήνα που έκλαιγε μόλις με άκουσε, και της είπα ότι είμαι ζωντανός, καθώς και τους γονείς της Λίλυς, που και αυτοί συγκινημένοι άκουσαν ότι και οι τρείς μας είμαστε καλά.
Κατά το μεσημέρι ο ΟΗΕ με αυτοκίνητό του έφερε στο ΓΕΕΦ Ελληνικές οικογένειες από την Κυρήνεια, μεταξύ αυτών και τις οικογένειες των τριών υπαξιωματικών του Ναυτικού σταθμού που έμεναν εκεί, που τις κράτησα για λίγο στο γραφείο μου, και επικοινώνησαν με τους άνδρες τους που ήταν όλοι τραυματίες και ευρίσκοντο στην ΝΒΧ, όπου είχαν πάει μετά την νοσηλεία τους στο νοσοκομείο Λευκωσίας. Τις έστειλα με αυτοκίνητα της ΝΔΚ σε ξενοδοχείο που είχε επιτάξει η Ε.Φ. στην Λεμεσό για τις οικογένειες, και είπα και στους άνδρες τους να πάνε και αυτοί και να μείνουν στο ξενοδοχείο έως ότου επαναπατριστούν στην Ελλάδα.
Εξέδωσα μία διαταγή εκτελέσεως Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως για τις ενέργειες των αξιωματικών της ΝΒΧ, με την οποία ώριζα ως εξεταστή τον πλωτάρχη (μόλις είχε προαχθεί) Παπαργύρη, που ήταν ο τρίτος σε αρχαιότητα αξιωματικός της ΝΔΚ μετά από εμένα και τον Παπαδάκη, στον οποίο έδωσα εντολή να μην εξετάσει τον Παπαδάκη διότι ήτο αρχαιότερός του, αλλά το κενό θα το συμπλήρωνα εγώ ζητώντας από τον Παπαδάκη να μου υποβάλει έγγραφη αναφορά, για όσα μου είχε αναφέρει προφορικά. Εάν χρειαζόταν θα του έπαιρνα εγώ ένορκο κατάθεση.
Το απόγευμα κατά τις 17.00 με αυτοκίνητα που ζήτησα από την Ε.Φ. ανεφοδίασα όλες μου τις υπηρεσίες με πυρομαχικά, και έτσι συμπληρώθηκε πάλι ο “φόρτος πολέμου’, που είχε ελαττωθεί με τις επιχειρήσεις σε επικίνδυνο βαθμό. Επίσης διέταξα τον Παπαργύρη και τον αρχικελευστή ηλεκτρονικό Οικονομίδη να πάνε με το LAND ROVER της ΝΔΚ στον Κορμακίτη διότι το εκεί ραντάρ παρουσίασε βλάβη, και έπρεπε να φτιαχτεί.
Κατά τις 6 ξεκίνησα με τον οδηγό μου και το υπηρεσιακό αυτοκίνητο για το Τρόοδος για να συναντήσω την Λίλυ και τον Παναγιώτη. Τους είδα με χαρά όπως και εκείνοι. Ο Δάσκαλος του χωριού τους είχε πλέον πάρει στο σπίτι του υπό την προστασία του, όπως και την γυναίκα του Παπαργύρη. Κάθησα μαζί τους περίπου μία ώρα, τους ξαναφίλησα και έφυγα. Η γυναίκα του Παπαργύρη με ρωτούσε συνεχώς για τον άνδρα της, που δεν τον είχε δεί καθόλου από την ημέρα της εισβολής, διότι φοβόταν ότι είναι τραυματίας και της το έκρυβα. Της είπα ότι είναι μιά χαρά, και ότι θα τον στείλω αύριο να τους πάρει όλους και να τους πάει στην Λεμεσό στο ξενοδοχείο που έχει επιτάξει η Ε.Φ. για τις οικογένειες των αξιωματικών. Γύρισα στο γραφείο μου κατά τις 21.30.
Βλέπω τον υποπλοίαρχο Τζεφεράκο να μιλάει με συνομωτικό τρόπο με τον Παπαργύρη, που μόλις είχε γυρίσει από τον Κορμακίτη. ‘Τι συμβαίνει’ ; τους ερώτησα και απευθυνόμενος στον Παπαργύρη, τον ερωτώ ‘Εν τάξει το ραντάρ Γιώργο’; Ζωηρός όπως πάντοτε μου λέει ‘ Το ραντάρ εντάξει……το…..LAND ROVER……δεν είναι εν τάξει….ελάτε να το δείτε’. Καταβαίνουμε στον περίβολο του ΓΕΕΦ και βλέπω το αυτοκίνητο να έχει γίνει ‘σουρωτήρι’ από σφαίρες. Δισταχτικά, ο Παπαργύρης μου εξηγεί ότι για να κερδίσει χρόνο πηγαίνωντας στον Κορμακίτη, δεν ακολούθησε το ασφαλές δρομολόγιο στην ελεύθερη περιοχή της Κύπρου, αλλά ένα πιο σύντομο δρόμο που περνούσε μέσα από τουρκοκυπριακή περιοχή, βαλλόμενος από τους Τούρκους, και ανταποδίδοντας τα πυρά από το αυτοκίνητο. Παρορμητικός όπως ήταν πάντοτε, δήλωνε υπερήφανος, διότι είχε δεί Τούρκους να πέφτουν κάτω μετά τους πυροβολισμούς του, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που εξετέθει χωρίς λόγο, τόσο αυτός όσο και οι δύο άλλοι που ήταν μαζί του. Τον επέπληξα για την πράξη του και του είπα ότι έχω υποσχεθεί στην γυναίκα του ότι θα κάνω ότι μπορώ για να μην μείνει χήρα, και του ανέθεσα να φροντίσει στην Ε.Φ. να μας αντικαταστήσουν το LAND ROVER.
Την επομένη ημέρα, επειδή το προσωπικό της ΝΔΚ λόγω της επιστρατεύσεως που είχε γίνει την ημέρα της εισβολής, και διετηρείτο ακόμη, ήταν αρκετό – έφθανε τους 350 άνδρες- με διαταγή μου δημιουργήθηκαν δύο Ναυτικοί Σταθμοί ανά ένας στα λιμάνια της Λάρνακος και της Λεμεσού, με επί κεφαλής έφεδρους Σημαιοφόρους.
Το νησί ευρίσκετο ακόμη σε ναυτικό αποκλεισμό από τους Τούρκους, η δε αεροπορική επικοινωνία με το εξωτερικό είχε διακοπεί, το δε διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας – το μοναδικό τότε στο νησί – ήταν ανενεργό, και φυλασσόταν από την ΕΛΔΥΚ και τους Έλληνες καταδρομείς, οι οποίοι και το υπερασπίστηκαν όταν μία ημέρα μετά την κατάπαυση του πυρός οι Τούρκοι προσπάθησαν να το καταλάβουν, και ήλθαν και σε αντιπαράθεση με Βρετανικές δυνάμεις που ήταν εκεί, υπό την σημαία του ΟΗΕ. Το αεροδρόμιο αυτό απήχε περί τα 500-600 μέτρα από τα σύνορα του Τουρκικού θύλακα εκεί, και βεβαίως δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Ο από θαλάσσης αποκλεισμός που είχαν διακηρύξει οι Τούρκοι στις 20 Ιουλίου δεν είχε ανακληθεί παρά την κατάπαυση του πυρός, και έτσι δεν κατέπλεαν επιβατικά πλοία στο νησί. Ήθελα να έχω έλεγχο στα δύο και μοναδικά πλέον εμπορικά λιμάνια τις Κύπρου, διότι το λιμάνι της Αμμοχώστου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πια διότι ευρίσκετο εντός ακτίνας βολής και ελαφρών ακόμη όπλων από το Φρούριο που είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι. Πήγα αυθημερόν και στα δύο λιμάνια με τους ορισθέντας σημαιοφόρους-διοικητάς, τους καθόρισα τις αποστολές τους, επιτάξαμε οικήματα για την εγκατάσταση των σταθμών, καθωρίσαμε τα της τροφοδοσίας του προσωπικού από τις πλησιέστερες στρατιωτικές μονάδες, και ζητήσαμε την τοποθέτηση τηλεφώνου στα κτίρια που έγινε εντός της ιδίας ημέρας.
Πριν φύγω από το γραφείο μου είχα πεί στον Παπαργύρη, να πάει με ένα LAND ROVER στο χωριό που ήταν η γυναίκα του με την Λίλυ και τον Παναγιώτη, και να τους μεταφέρει στο ξενοδοχείο της Λεμεσού που έμεναν οι οικογένειες των Αξιωματικών. Πήρε μαζί του και τον έφεδρο Σημαιοφόρο Ασημένιο (Κύπριο) που διέμενε στην Λεμεσό για να τον βοηθήσει στην διαδρομή, και να μη βρεθεί … σε Τούρκικες πάλι περιοχές. Τελικά μετέφερε την γυναίκα του και τους δικούς μου, όχι στο ξενοδοχείο, αλλά στο σπίτι του Ασημένιου, διότι οι γονείς του σημαιοφόρου με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να πάνε σε ξενοδοχείο και θεωρούσαν υποχρέωσή των να τους φιλοξενήσουν στο σπίτι τους. Έτσι εγκαταστάθηκαν εκεί όπου ήταν πολύ πιο ασφαλείς και επι πλέον υπήρχε και τηλέφωνο για να μιλάμε.
Οι νέοι ναυτικοί σταθμοί άρχισαν από την επομένη να λειτουργούν κανονικά και υπήρχε πλήρεις έλεγχος των δύο λιμανιών πλέον. Εκείνη την ημέρα το ΓΕΕΦ έλαβε και την πρώτη διαταγή από την νέα κυβέρνηση της Ελλάδος, που μας απαγόρευε, οιανδήποτε πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους έστω και εάν προκληθούμε, και να τηρούμε αυστηρά την εκεχειρία.
Την επομένη ημέρα οι Τούρκοι κινήθηκαν προς τα Δυτικά του προγεφυρώματος, προς τις κωμοπόλεις Λάπηθος και Καραβάς, τις οποίες και κατέλαβαν, σχεδόν αμαχητί διότι μας απαγόρευσαν να τους αντιμετωπίσουμε (Η προδοσία συνεχιζόταν). Έτσι διεύρυναν πολύ προς Δυσμάς το προγεφύρωμά των. Από τα ραντάρ μου τα οποία ήταν σε συνεχή λειτουργία συνεχώς μου έδιναν αναφορές για Τουρκικά πλοία που έπλεαν ανενόχλητα μεταξύ Κυρηνείας και Μερσίνας, μεταφέροντα ενισχύσεις στους Τούρκους, και πολύ επιτυχώς ο σημαιοφόρος διοικητής στον Απόστολο Ανδρέα, μου είπε ότι η συχνότης των δρομολογίων του θυμίζει τα δρομολόγια Αίγινα-Μέθανα-Πόρο την θερινή περίοδο.
Εμείς με διαταγές της κυβερνήσεώς μας, δεν επιτρέπετο να αντιδράσουμε, αλλά και καμία βοήθεια σε στρατιωτικό επίπεδο περιμέναμε.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας έφεραν στο ΓΕΕΦ ένα Τούρκο αντισυνταγματάρχη των τεθωρακισμένων που είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, όταν το άρμα που επέβαινε, είχε βληθεί επιτυχώς από αντιαρματικό βλήμα και είχε ακινητοποιηθεί, ανατολικά της Κυρήνειας. Τον ανέκριναν αξιωματικοί του 2ου Ε.Γ. του ΓΕΕΦ, και με φώναξαν και εμένα για να τον ερωτήσω και εγώ εάν ήθελα καμία πληροφορία. Μπήκα στο γραφείο που τον είχαν, με την χακί στολή μου, και τα διακριτικά του αντιπλοιάρχου στον γιακά μου. Του είπα Τουρκικά “Γκουναϊντίν Γιαρμπάι” δηλαδή ‘καλημέρα αντισυνταγματάρχα’ και τον είδα να τα χάνει για λίγο. Εν συνεχεία του είπα. ‘Πες μου, σε ποία Μεραρχία ανήκεις’, και μου απάντησε το όνομά του και τον βαθμό του.
Κοίταξε του λέω, ξέρουμε τα πάντα για εσάς, ξέρουμε ότι ανήκεις στην 6η τεθωρακισμένη Μεραρχία (το ξέραμε από υποκλοπές), που εδρεύει στην Άγκυρα. Να σου πώ και κάτι άλλο, να σου πώ που είναι ο φούρνος της Μεραρχίας σου που παίρνετε το ψωμί σας στην Άγκυρα. Είναι στο δεύτερο στενό μετά το πολυκατάστημα GIMA στην Attatourk Boulvari καθώς κατεβαίνουμε προς το ULUS αριστερά. (Το ήξερα από τότε που υπηρετούσα ως βοηθός Ναυτικού Ακολούθου στην Άγκυρα). Κατέρρευσε. Σκέφτηκε ότι για να γνωρίζουμε τέτοιες λεπτομέρειες, ήταν περιττό να μας λέει μόνο τον όνομά του και τον βαθμό του, και έγινε πιό συνεργάσιμος.
Τον ερώτησα με τι είδους αποβατικά αποβιβάστηκε στην Κύπρο και από που. Μου απήντησε, από την Μερσίνη με ένα LCU του Τουρκικού στρατού, όχι του Ναυτικού. (Ο Τουρκικός Σ.Ξ. διέθετε 6 LCU, τα οποία δεν ήταν εντεταγμένα στο ΝΑΤΟ). Όταν τον ερώτησα με ποίο νομικό έρεισμα εισέβαλαν στην Κύπρο μου απήντησε ότι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του νομίμου προέδρου της Κύπρου Μακαρίου. Εν συνεχεία τον ερώτησα, πως μετακινήθηκε η Μεραρχία από την Άγκυρα στην Μερσίνα, και πότε. Μου απήντησε ότι μετακινήθηκε σιδηροδρομικώς, (και τα άρματα επίσης), και ότι έφυγαν από την Άγκυρα στις 10 Ιουλίου. Νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά και τον ξαναερώτησα. Είπες 10 Ιουλίου, και μου απήντησε, ναι, φύγαμε πριν δύο εβδομάδες. Όλοι οι αξιωματικοί που είμαστε εκεί μείναμε έκπληκτοι, με αυτό που μας είπε.
Ξεκίνησε δηλαδή η Μεραρχία, σχεδόν την ημέρα που το ΓΕΕΘΑ μας εγνώρισε την απόφασή του για ανατροπή του Μακαρίου, και πέντε ημέρες πριν την υλοποίηση του εγχειρήματος. Και βεβαίως διερωτώμεθα. Οι Τούρκοι εγνώριζαν ότι θα γίνει ανατροπή του Μακαρίου πριν από εμάς; Ο στρατιωτικός ακόλουθος στην Άγκυρα, δεν πήρε είδηση ότι είχε μετακινηθεί ολόκληρη Μεραρχία, και μάλιστα σιδηροδρομικώς; Εάν το είχε αντιληφθεί και είχε ειδοποιήσει το ΓΕΕΘΑ, γιατί εμείς μείναμε στο σκοτάδι; Στο μυαλό μας άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά η εικόνα της προδοσίας, που κάποιοι είχαν προσχεδιάσει, με ποιος ξέρει τι είδους ανταλλάγματα. Γύρισα στο γραφείο μου σκεπτικός, και δεν είπα τίποτα σε κανένα από τους αξιωματικούς μου. Το μόνο που ζήτησα από τους αξιωματικούς του 2ου Ε.Γ. ήταν όταν θα γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων να ανταλλαγεί ο αξιωματικός αυτός με τον αιχμαλωτισθέντα στο φρούρειο της Κυρηνείας Κελευστή Γαβρούτα.