Ἐξιλέωση - Μελισσάνθη
Κάθε φορὰ ποὺ ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα
κ' οἱ ἄγγελοι, ποὺ δὲν μὲ εἶχαν βρεῖ στὴν ἀρετή μου ὡραία,
τῶν ἄνθινων τους ἔγερναν ψυχῶν τὸν ἀμφορέα,
κάθε φορὰ ποὺ ἁμάρταινα λὲς κι ἄνοιγε μιὰ πόρτα...
Καὶ στάζανε τῶν οἰκτιρμῶν τὰ δάκρυα μὲς στὰ χόρτα.
Μ' ἀπ' τὰ οὐράνια ἂν μ' ἔδιωχνε τῆς τύψης μου ἡ ρομφαῖα
κάθε φορὰ ποὺ ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα,
μὲ βλέπαν οἱ ἄνθρωποι ἄσχημη κ' οἱ ἄγγελοι μόνο ὡραία.
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.