Φτηνή, ανέξοδη «επανάσταση»

Ιωάννης Λάμπρου

Φαίνεται ότι δεν μπορεί η ελλαδική κοινωνία συντεταγμένα, με σοβαρότητα και με συναίσθηση του χρέους να τιμήσει εθνικές επετείους και θυσίες παλαιότερων γενεών το μέγεθος των οποίων παραμένει ασύλληπτο για τα σημερινά μέτρα και σταθμά. Πάντα προκύπτει ένα γεγονός, το οποίο αφ’ ενός διχάζει, αφ’ ετέρου καταδεικνύει το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο δημοσίου διαλόγου και πολιτικού προσωπικού της χώρας. Οι δηλώσεις δημοσίων προσώπων, μεταξύ άλλων, περί εθελοντισμού και άρνησης στα ορυκτά καύσιμα καταδεικνύει ότι σχεδόν 80 χρόνια από την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν έχει υπάρξει συναίνεση για τα πλέον στοιχειώδη και αδυνατούμε συγκροτημένα και συντεταγμένα ως κοινωνία να μνημονεύσουμε την τελευταία μεγάλη μας στιγμή ως έθνος (η τελευταία το 1955-1959). Δεν υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο και το κάθε δημόσιο πρόσωπο δεν αισθάνεται δεσμευμένο με αποτέλεσμα να προβαίνει σε δηλώσεις άσχετες σε περιεχόμενο με το νόημα της επετείου ή να προχωρά σε άστοχες συγκρίσεις που δεν βρίσκουν αντιστοίχιση με το παρόν.

Παράλληλα, δεν θα μπορούσαν να παραλείψουν, οι καθιερωμένες πλέον ανιστόρητες πατερναλιστικές παραινέσεις μιας ανθυπομέτριας «διανόησης» περί κατάργησης των παρελάσεων με την τελευταία να αγνοεί ότι οι δύο παρελάσεις, της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου, ενισχύουν την γεωπολιτική ταυτότητα και συνείδηση της χώρας -και του Ελληνισμού ευρύτερα- του διαχρονικού διμέτωπου αγώνα, σε Ανατολή και Δύση, για τη διατήρησης της πολιτικής ανεξαρτησίας της ελλαδικής πολιτείας αλλά και αυτής της εθνικής μας ταυτότητας.

Όσοι στήριξαν την εν λόγω «παρέμβαση» μερικών «καλλιτέχνιδων» στην παρέλαση του δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας εξύμνησαν, μεταξύ άλλων, και το νεαρό της ηλικίας τους το οποίο δεν αποδείχθηκε τελικά. Η νεότητα αναδεικνύεται ως αυταξία. Η ορθότητα ή μη μιας πράξης πιστοποιείται, αποκλειστικά, με ηλικιακό κριτήριο και στον/ην νέο/α αποδίδονται αγνά κίνητρα που τολμά να σηκώσει ανάστημα απέναντι σε μια καταπιεστική κοινωνία. Μια τέτοια κίνηση, όμως, δεν αψηφά τον κίνδυνο αλλά συνιστά μια καλά υπολογισμένη κίνηση εκ του ασφαλούς έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο προοδευτικοί ζηλωτές θα προστρέξουν σε βοήθεια σε οποιονδήποτε τολμά να επιτεθεί στο «συντηρητικό» κατεστημένο της χώρας. Μια κοινωνία εθισμένη στον ανέξοδο ηρωισμό, στον άκρατο συναισθηματισμό και στην υπερβολή έτοιμη να αναδείξει τον οιοδήποτε. Άρα και «καλλιτέχνιδες» σε αναζήτηση αντισυμβατικών ενσήμων. Τα κινήματα διαμαρτυριών/ανυπακοής του εικοστού αιώνα αντίθετα, αφ’ ενός ενείχαν την έννοια του κόστους, αφ’ ετέρου δεν χαρακτηρίζονταν από μηδενισμό θέτοντες στο επίκεντρο τις προοπτικές του μέλλοντος, σε αντίθεση με τις πάσης φύσεως κινήσεις της τωρινής ελλαδικής πραγματικότητας και την πατροκτονική προσέγγιση των τελευταίων απέναντι στην έννοια της εθνικής ταυτότητας και τα στοιχεία που τη συγκροτούν.

Το λεγόμενο μανιφέστο των «καλλιτέχνιδων» βρίθει από κοινότυπες αναφορές «προοδευτικού» καταγγελτικού λόγου. Αντίσταση απέναντι στις «διαταγές, στα παραγγέλματα» και στους στρατούς «που κάνουν πολέμους, βομβαρδισμούς, επεμβάσεις». Κατά ειρωνικό τρόπο οι κατηγορίες αυτές απευθύνονται σε μια χώρα όπου έχει χαθεί κάθε έννοια πειθαρχίας και η οποία, διαχρονικά, αντιδρά νωθρά και αναιμικά σε προκλήσεις γειτονικών κρατών. Ίσως στόχος είναι να απονομιμοποιηθούν ακόμα και αυτές οι χλιαρές αντιδράσεις. Θα ήταν όντως γενναίο σε μια χώρα με εμφανή μιλιταριστικά χαρακτηριστικά όπως η γείτων Τουρκία να λάμβανε χώρα, από μια ομάδα νέων Τούρκων, η συγκεκριμένη κίνηση. Στη σημερινή Ελλάδα, όμως, με μια αναιμική θητεία εννέα μηνών όπου η ιστορία και η εθνική ταυτότητα της χώρας δέχεται τα καθημερινά πλήγματα μιας ρηχής «διανόησης» σε τι αποσκοπεί μια τέτοια δήλωση;

Παρέλαση μάλιστα, η οποία λαμβάνει χώρα εις ανάμνηση ενός αμυντικού πολέμου απέναντι σε δύο πανίσχυρες στρατιωτικές δυνάμεις η συμμαχία των οποίων ιστορικά βαρύνεται με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός και αν οι «καλλιτέχνιδες» θεωρούν ότι η αντίσταση σε εισβολέα φανερώνει μιλιταρισμό και πολεμοκάπηλα αισθήματα. Η λογική συνέπεια ενός τέτοιου επιχειρήματος είναι ο πλήρης αφοπλισμός, ενέργεια που θα ενισχύσει τον μιλιταρισμό αναθεωρητικών γειτονικών κρατών υπονομεύοντας τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ίσως οι «ιδέες που ενσαρκώνονται σε όλα αυτά» (διαταγές, παραγγέλματα, εμβατήρια), όπως αναφέρουν στο κείμενο τους, δεν τους πείθουν. Δεν πείθουν και δεν συγκινούν λοιπόν τις «νέες καλλιτέχνιδες» με ανησυχίες το αντιστασιακό φρόνημα ενός λαού ούτε η απόρριψη διπλού τελεσιγράφου (28.10.1940, 6.4.1941) έναντι υπέρτερων εισβολέων ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Προσπάθησαν δε να διευρύνουν την απήχηση της παρέμβασης τους ισχυριζόμενες πως δήθεν θεωρήθηκαν από τρίτους ως «προβληματικά παιδιά». Γνώριμη τακτική κάθε ομάδας, κατ’ επάγγελμα αντισυμβατικής, που αξιώνει αγωνιστικές δάφνες προοδευτικών αγώνων, να χρησιμοποιεί με δόλιο τρόπο ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας με στόχο τη σφυρηλάτηση – έτσι το προσλαμβάνουν στο αρρωστημένο τους μυαλό – ενός αρραγούς μετώπου απέναντι στη βάρβαρη κανονικότητα που συνθλίβει την κάθε διαφορετικότητα… Εξυμνείται η εξαίρεση, η δε διαφοροποίηση από την πλειονότητα, αδιαφορώντας για το πλαίσιο και τον λόγο αυτής, μαρτυρά γενναιότητα και θαρραλέα στάση ζωής… Η σύνδεση, επίσης, των προσφυγικών ριζών της Ν. Φιλαδέλφειας- Ν. Χαλκηδόνας και των τωρινών πληθυσμιακών ροών προς την πατρίδα μας μαρτυρεί ιδεοληπτικές εμμονές παραβλέποντας συνειδητά ότι οι πρόσφυγες του 1922 ήσαν ομοεθνείς των Ελλαδιτών. Αλλά μάλλον, για τις κυρίες δεν υφίσταται καμία διαφοροποίηση μεταξύ ομοεθνών και αλλοδαπών αναδεικνυομένων των ανθρωπιστικών ιδεωδών και της ανωτερότητας ψυχής που διαθέτουν οι γενναίες αυτές «καλλιτέχνιδες»…

Δυστυχώς, ένα μέρος των συμπατριωτών μας φαίνεται να έχει διακόψει τους δεσμούς – ελπίζουμε όχι μόνιμα – με τον Ελληνισμό και ότι αυτός πρεσβεύει διαχρονικά. Διαφορετικά τα αίτια. Προσωπικά βιώματα, κομματική στράτευση, άγνοια. Η αντίδραση σε αυτήν την νοοτροπία δεν πρέπει να εμπεριέχει μίσος, οφείλει να είναι αταλάντευτη και συνειδητή αλλά όχι διχαστική. Όσοι αρνούνται σήμερα την Ελλάδα να «αναγκαστούν» να την αγαπήσουν ξανά. Η άρνηση της πατρίδας εντοπίζεται στην παρακμή των τελευταίων δεκαετιών. Υπάρχει, σε ένα σημαντικό βαθμό, ακριβώς λόγω αυτής. Η αδυναμία γεννά περιφρόνηση και αυτή με τη σειρά της μίσος. Μίσος όχι τόσο για την ίδια την Ελλάδα αλλά για την παρακμή της. Η χώρα αποδοκιμάζεται εξαιτίας της τωρινής κατάστασης ώστε η ταύτιση με αυτήν να μην αποτελεί για κάποιους επιλογή. Κατά πόσο οι επίσημοι αυτού του τόπου μπορούν να αξιώνουν συνέχεια με ενδόξους προγόνους και ανείπωτες θυσίες του παρελθόντος με την ασυνεπή ως προς τις θυσίες αυτές πολιτική τους; Σε ποιο βαθμό θεσμοί και ηγεσία έκαναν χρήση των θυσιών των προγόνων μας και κατά πόσο το πνεύμα του διπλού ΟΧΙ, προσωποποιείται στο Κοινοβούλιο, στις αρχές του τόπου; Σε ποιο βαθμό μπορούν να εμπνεύσουν αγώνα και θυσίες αντίστοιχους του παρελθόντος; Τέλος, σε ποιο βαθμό με τον πολιτικό τους βίο κατευθύνουν τους συμπατριώτες μας σε στάση άρνησης κατά της ίδιας τους της χώρας;

Η σοβαροφάνεια, ο καθωσπρεπισμός και η υποκρισία, από την άλλη πλευρά, δεν δικαιολογούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για την άρνηση της πατρίδας. Η αναξιοσύνη ή μη των επίσημων, κάθε επιπέδου, στην εξέδρα δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχουν αναδειχθεί μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Η δε επίσημη παρουσία της ελλαδικής πολιτείας στην παρέλαση συμβολίζει την ανεξαρτησία της χώρας. Η εναλλακτική θα ήταν αρχές ξένου κράτους…

Η αποστροφή για το ανάξιο παρόν δεν πρέπει να συμπαρασύρει μαζί θυσίες και αγώνες χιλιετιών. Δεν είναι δίκαιο για όσους έχουν προσφέρει απλόχερα τη μια και μοναδική ζωή τους για αυτόν τον τόπο.



Στην εικαστική πλαισίωση του άρθρου, συν-παράθεση δύο ζωγραφικών πινάκων του Γιάννη Γαΐτη.


Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *