Ἡ προσευχή τῶν κορασίων (Ἀνδρέας Μαρτζώκης)
Γλυκὸ τοῦ κόσμου στήριγμα,
Ἀθάνατη Μαρία,
Ἐσὺ π' ἀκοῦς τὴ δέησι
Ποῦ ὑψώνουν τὰ παιδία,
Ἄκου κ' ἑμᾶς ποῦ ὑψώνουμε
Σ' ἐσὲ τὴν προσευχή μας
Ποῦ ἀπ' τὴν πιστὴ ψυχή μας
Βγαίνει γιὰ σὲ θερμά.
Ἔχε, Κυρά, 'ς τὴ σκέπη σου
Τὴν πικραμένη χήρα,
'Σ τὸν πεινασμένο ἄνοιγε
Ἐσπλαχνικὴ τὴ θύρα,
Δόσε τοῦ σκλάβου, Δέσποινα,
Ἐλεύθερη πατρίδα,
Τοῦ ναύτη τὴν ἐλπίδα,
Ποῦ πλέει 'ς τὴν ξενειτιά.
Εὐλόγησε τὰ ὀνείρατα
Τοῦ βρέφους ποῦ κοιμάται,
Ὁδήγησε τὰ βήματα
Τῆς κόρης ποῦ φοβάται·
Στεῖλε δροσιὰ κι' ἀνάπαυσι
'Σ τοῦ ἀῥῤώστου τὸ κλινάρι,
Ἔχε 'ς τὴ θεία σου χάρι
Τὰ μαῦρα τὰ φτωχά.
Τὴ μάννα παρηγόρησε,
Πὤχει παιδὶ 'ς τὰ ξένα,
Καὶ χύσε μίαν ἀκτῖνά σου
Εἰς τὸν τυφλό, Παρθένα.
Κράτει τὸ γάλα ἀμίαντο
Τοῦ βρέφους ποῦ βυζαίνει.
Στρέψε 'ς τὴν οἰκουμένη
Τὸ βλέμμα ἐσπλαχνικό.
Στεῖλε, σεμνὴ βασίλισσα,
'Σ τὸ πλάσμα σου γαλήνη,
Χύσε εἰς τὰ στήθη τ' ἄκαρδα
Ἀγάπη, ἐλεημοσύνη·
Χάρισε τὸ χαμόγελο
'Σ τὰ μαραμμένα χείλη,
Κάμε νὰ γίνουν φίλοι
Ὁ ἐχθρὸς μὲ τὸν ἐχθρό.
Τ' ἀνδρόγυνο ποῦ ἐχώρισε,
Ἐσὺ, Κυρὰ, ἕνωσέ το,
Διῶξε μακρυὰ τὴν ἔχθρα του,
Καὶ πάλι εὐλόγησέ το.
Ἀνάπαυσε τὰ κόκκαλα,
Ποῦ κλεῖ βαθειὰ τὸ χῶμα,
Καὶ ζέστανε τὸ στρῶμα,
Τῆς μάννας, τοῦ παιδιοῦ.
Δέξου 'ς τὰ οὐράνια στήθη σου
Τ' ἀνήλικα, Παρθένα,
Ποῦ παραιτοῦν τὴ μάννα τους
Γιὰ νἄλθουνε σὲ Σένα.
Τὸ χέρι 'κεῖνο ἀντάμειψε
Ποῦ τ' ὀρφανὸ χορταίνει,
Ποῦ τὸ κορμὶ θερμαίνει
Τοῦ μαύρου τοῦ γυμνοῦ.
Εὐλόγησε τὰ δάκρυα,
Καλή μας Παναγία,
Ὅπου μὲ πάθος χύνονται
Ἐμπρὸς 'ς τὴ δυστυχία.
Συχώρεσε καὶ φώτισε
Ἐκεῖνον ποὺ 'πλανήθη,
Καὶ χύσε του εἰς τὰ στήθη
Τὴν Πίστι τὴ γλυκειά.
Λυπήσου τὴν Ἑλλάδα μας,
Τὴν ἄτυχη Πατρίδα,
Πάλι 'ς τὸν κόσμο δεῖξέ τη
Μὲ σκῆπτρο καὶ χλαμύδα!
Κάμε νὰ σφίξῃ ἐλεύθερα
Εἰς τὴ θερμὴ ἀγκαλιά της
Τὰ μαῦρα τὰ παιδιά της,
Ποῦ κλαῖνε 'ς τὴ σκλαβιά!...
Καὶ ἀξίωσε τὰ τέκνα σου,
Ποῦ σὲ παρακαλοῦνε,
Μὲ τῆς Λαμπρᾶς τὸ φόρεμα
Τὴν Ἤπειρο νὰ ἰδοῦνε!
Νὰ πλέξουν τὴν Εἰκόνα σου
Μ' ἐλεύθερα λουλούδια,
Κ' ἐλεύθερα τραγούδια
Νὰ ψάλλουνε γλυκά.1
Ἐν Ζακύνθῳ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ
ΕΣΤΙΑ Τεύχος 7 (Έτος Α΄) 1876
Πηγή: Ψηφιακή Συλλογή Πλειάς
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς
- Ἀττικὸν Ἡμερολόγιον 1876 ↩