Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Ἐτεῇ δὲ οὐδὲν οἶδομεν, ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀληθείη
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Ἀλήθεια, δίψα τῶν σοφῶν παντοτεινή, γιὰ σένα
τὰ πλήθη δὲν ταράζονται καὶ ζοῦνε ξεγνοιασμένα
καὶ λίγοι βγάζουν μιὰ φωνὴ λαχτάρας:—Φανερώσου,
ἀνέβ' ἀπὸ τὰ Τάρταρα, κατέβ' ἀπὸ τἀστέρια,
Ἀλήθεια, ἰδές! γονατιστοὶ σοῦ ἁπλώνουμε τὰ χέρια
δὲν ἔχουμ' ἄλλο πιὸ βαθὺ καημὸν ἀπ' τὸν καημό σου.

Μᾶς φαίνεται πὼς ἄλλοτε σε ξεχασμένη χώρα
καθάρια σ' ἀντικρύζαμε, σ' ἐγγίζαμε, καὶ τώρα
γιὰ σὲ γυρνῶντας ψάχνουμε στοῦ κόσμου τὸ σκοτάδι
παρόμοια μὲ τὴ Δήμητρα, μὲ τὴ θεϊκὴ μητέρα,
ποὺ μαυροφόρα ἔτρεχ' ἐδῶ κ' ἐκεῖ νύχτα καὶ μέρα
κ' ἐγύρευε τὴν κόρη της κλεμμένη ἀπὸ τὸν Ἅδη.

Καὶ πάντα ἐλπίζουμε σ' ἐσὲ πὼς θὰ μᾶς βγάλῃ ὁ δρόμος·
καμιὰ φορὰ μᾶς ἔρχεται πὼς εἶσ' ἐμπρός μας. Ὅμως
ὅλα τὰ μάτια κι ἂν θωροῦν, ὅλα δὲν βλέπουν ἴσια·
καὶ τόσον εἶσαι ἀχνόπλαστη, τέτοια σὲ κρύβει σκέπη,
ποὺ λές, θαμπώνεται κανεὶς καὶ βλέπει καὶ δὲ βλέπει
στὸ πρόσωπό σου τἄγγιχτο τὴν ὀμορφιὰ περίσσια.

Ἐσὺ δὲν εἶσαι τἄγαλμα ποὺ τοῦ τεχνίτη ἡ χάρη
τὸ σκάλισε χειροπιαστὸ σὲ παριανὸ λιθάρι,
κάλλιο εἶσ' ἐσὺ τὸ σύγνεφο ποὺ τὸ κοιτάει τὸ μάτι
στοῦ ἣλιου τὸ βασίλεμα χίλιες θωριὲς ν' ἀλλάζῃ,
κ' εἶν' ἀπὸ ρόδο, μάλαμα καὶ γιούλι καὶ τοπάζι,
κ' εἶν' ἄγγελος καὶ δράκοντας καὶ δέντρο καὶ παλάτι.

Ὅ,ρρι κι ἂν εἶσαι, ὁ πόνος σου μᾶς καίει καὶ μᾶς παιδεύει...
Μὴν εἶσαι τἄστρο τἄφταστο ποὺ ἀκόμα ταξιδεύει,
ποὺ ἀκόμα δὲν κατέβηκεν ἐδῶ στὴ γῆ τὸ φῶς του;
Ὁ μαῦρος ἄνθρωπος τρελά, χωρὶς νὰ σὲ γνωρίζῃ,
σὲ θέλει, καὶ μὲ τῆς ψυχῆς τὰ μάτια σ' ἀντικρύζει
κι ὅμοια σὲ πλάττει μὲ τὸ νοῦ κι ὅμοια σὲ φέρνει ἐμπρός του.

Ὁ Ἀρχιμήδης σὲ ζητᾷ στοὺς κύκλους του, ὁ Σωκράτης
σ' ἀκούει σὲ μιὰ κρυφὴ φωνή, σὲ βρίσκει ὁ Σπαρτιάτης
ὅταν ὁρμάῃ στὸν πόλεμο καὶ στέκῃ καὶ πεθαίνῃ·
σὲ βλέπει ὁ γέρος θλιβερὰ στοῦ μνήματος τὰ σκότη
καὶ στὴν ἀφρόντιστη ζωὴ καὶ στὴν ἀγάπη ἡ νιότη,
κι ὁ δίκαιος μέσ' στὴν ἀρετὴ ποὺ ζῇ συχνὰ κρυμμένη.

Ἀλήθεια, δίψα τῶν σοφῶν, ὀνειρευτὴ παρθένα,
ποὺ καὶ ποτὲ οἱ στενόμυαλοι δὲ λαχταροῦν γιὰ σένα,
κι ὄνειρ' ἂν ἔχουν, δὲ θωροῦν ἐσένα στὰ ὄνειρά τους,
γιὰ μένα εἶσαι ἡ Ὀμορφιά! καὶ μόνη αὐτὴ ποὺ νοιώθω
καὶ μόνη αὐτὴ ποὺ κυνηγῶ μ' ἕναν αἰώνιο πόθο
σὲ στίχους αἰθερόπλαστους, νοῦ καὶ καρδιὰ γεμάτους.



Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Α΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ (ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ)


Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *