Η Φάρμα των ζώων
«Και να θυμάστε επίσης ότι στον αγώνα μας εναντίον του ανθρώπου δεν πρέπει ποτέ να φτάσουμε στο σημείο να του μοιάσουμε.
Ακόμη κι όταν θα τον έχετε υποτάξει, μην υιοθετήσετε τα κουσούρια του.»
Γράφει ο Ερανιστής
Τα ζώα, μετά την επιτυχημένη επανάσταση εναντίον του ανθρώπου – ιδιοκτήτη της φάρμας, αρχίζουν σιγά σιγά ν’ αντιμετωπίζουν πολλά πρακτικά προβλήματα. Τα γουρούνια, ως «τα πιο έξυπνα ζώα» έχουν αναλάβει τη διοίκηση και δείχνουν σιγά σιγά τι αποτελέσματα μπορεί να έχει η εξουσία, σ’ όποιον την κατέχει σχεδόν απόλυτα. Με τη βοήθεια της προπαγάνδας και των άγριων σκύλων που ανέθρεψε από κουτάβια ο Ναπολέων, γουρούνι και αρχηγός της φάρμας, η εξουσία, μέρα με τη μέρα, επιβάλλεται σε όλα τα υπόλοιπα ζώα.
Ο Ανιμαλισμός επικράτησε τελικά, παρά τις επιφυλάξεις, τις ανόητες ερωτήσεις μερικών ζώων και την αγωνία της Θελξίππης, μιας ωραίας άσπρης φοράδας, η οποία τελικά το έσκασε απ’ τη φάρμα, και την είδαν ζεμένη σε μια άμαξα να φοράει τις αγαπημένες της κορδέλες:
«Μερικά ζώα μιλούσαν για το καθήκον της αφοσίωσης απέναντι στον κύριο Τζόουνς, τον οποίο αποκαλούσαν «Αφέντη», ή έκαναν αφελή σχόλια όπως: «Ο κύριος Τζόουνς μάς ταΐζει. Αν δεν υπήρχε αυτός, θα είχαμε πεθάνει απ’ την πείνα». Άλλα έκαναν ερωτήσεις όπως: «Και τι μας νοιάζει εμάς τι θα γίνει όταν θα έχουμε πεθάνει;» ή «Αν η Επανάσταση πρόκειται να γίνει ούτως ή άλλως, τι σημασία έχει αν θα την προετοιμάσουμε ή όχι;», και τα γουρούνια δυσκολεύτηκαν πολύ ώσπου να τους δώσουν να καταλάβουν ότι αυτό ήταν αντίθετο στο πνεύμα του Ανιμαλισμού. Τις πιο ηλίθιες ερωτήσεις τις έκανε η Θελξίππη, η άσπρη φοράδα. Η πρώτη ερώτησή της στον Χιονή ήταν η εξής: «Θα υπάρχει ζάχαρη μετά την Επανάσταση;»
«Όχι» απάντησε απότομα ο Χιονής. «Δεν έχουμε τα μέσα να φτιάξουμε ζάχαρη στη φάρμα. Εξάλλου, δε θα χρειάζεσαι ζάχαρη. Θα έχεις όσο σανό και βρώμη θέλεις».
«Και θα μ’ αφήνουν και τότε να φορώ κορδέλες στη χαίτη μου;» ρώτησε η Θελξίππη.
«Συντρόφισσα» είπε ο Χιονής, «αυτές οι κορδέλες, που τους είσαι τόσο αφοσιωμένη, είναι το σύμβολο της σκλαβιάς σου. Δεν μπορείς να καταλάβεις πως η ελευθερία αξίζει περισσότερο από τις κορδέλες;»
Καθώς τα πράγματα δυσκολεύουν, ο Ναπολέων παζαρεύει ένα φορτίο ξυλείας που είχε απομείνει στην αυλή από τον παλιό ιδιοκτήτη, προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα υλικά για την ανέγερση ενός ανεμόμυλου, που θα μπορούσε να ηλεκτροδοτήσει τη Φάρμα. Ο Χιονής, που είχε την αρχική ιδέα, έχει διωχθεί ως προδότης, πράκτορας και δολιοφθορέας, αν και κατά κοινή ομολογία πολέμησε με αυτοθυσία για να σώσει τη Φάρμα κατά την πρώτη επίθεση των ανθρώπων, κι ήταν ο πρώτος τιμήθηκε με παράσημο του «Ήρωα πρώτης τάξης». Ο Ναπολέων αλλάζει κάθε μέρα τις συμμαχίες του, ώσπου τελικά κλείνει συμφωνία με τον Φρέντερικ, άνθρωπο και ιδιοκτήτη ενός γειτονικού αγροκτήματος:
«Δυο μέρες αργότερα, κάλεσαν όλα τα ζώα σε έκτακτη συγκέντρωση στη σιταποθήκη. Κοκάλωσαν από την έκπληξη όταν τους ανακοίνωσε ο Ναπολέων ότι είχε πουλήσει την ξυλεία στον Φρέντερικ. Τα κάρα του Φρέντερικ θα έρχονταν την επόμενη μέρα και θ’ άρχιζαν τη μεταφορά. Όλο τούτο τον καιρό που ο Ναπολέων έκανε το φίλο στον Πίλκινγκτον, ταυτόχρονα έκλεινε κρυφές συμφωνίες και με τον Φρέντερικ. Κόπηκε κάθε σχέση με το Αλεπόδασος και στάλθηκαν υβριστικά μηνύματα στον Πίλκινγκτον. Τα περιστέρια πήραν εντολή να αποφεύγουν το Μοσχολίβαδο και ν’ αλλάξουν το μήνυμά τους από «Θάνατος στον Φρέντερικ» σε «Θάνατος στον Πίλκινγκτον». Την ίδια στιγμή, ο Ναπολέων διαβεβαίωνε τα ζώα πως οι διαδόσεις για την υποτιθέμενη επίθεση εναντίον της φάρμας ήταν ολωσδιόλου ανακριβείς, και πως οι φήμες για τη σκληρότητα του Φρέντερικ απέναντι στα ζώα του είχαν μεγάλη δόση υπερβολής. Όλα τούτα ήταν προφανώς παραμυθία του Χιονή και των πρακτόρων του. Κι αποδείχτηκε ύστερα απ’ όλα αυτά πως ο Χιονής όχι μόνο δεν κρυβόταν στο Μοσχολίβαδο, αλλά δεν είχε καν πατήσει το πόδι του εκεί. Αντίθετα, όπως ακούστηκε, περνούσε ζωή χαρισάμενη στο Αλεποδάσος κι ήταν οικότροφος του Πίλκινγκτον εδώ και χρόνια.»
Ο Ναπολέων, καπάτσος κι έξυπνος, αφού εξάντλησε τις διαπραγματεύσεις, δεν δέχεται να πληρωθεί μ” επιταγή και απαιτεί μετρητά πεντόλιρα και μάλιστα μπροστά:
«Τα γουρούνια ήταν εκστασιασμένα από την καπατσοσύνη του Ναπολέοντα. Με το να παριστάνει το φίλο στον Πίλκινγκτον, είχε αναγκάσει τον Φρέντερικ ν’ ανεβάσει την τιμή κατά δώδεκα λίρες. Αλλά η ευφυΐα του Ναπολέοντα, όπως είπε ο Γρυλής, αποδείχτηκε από το γεγονός ότι δεν εμπιστεύτηκε κανέναν, ούτε καν τον Φρέντερικ. Ο Φρέντερικ ήθελε να πληρώσει την ξυλεία με κάτι που το έλεγαν επιταγή, και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κομμάτι χαρτί, που είχε γραμμένη πάνω του την υπόσχεση πληρωμής. Ο Ναπολέων όμως ήταν εξυπνότερος και απαίτησε να πληρωθεί με αληθινά πεντόλιρα που έπρεπε να εισπραχθούν πριν γίνει η μεταφορά. Ο Φρέντερικ είχε ήδη προπληρώσει, και το ποσό ήταν αρκετό για ν’ αγοραστούν τα μηχανήματα του μύλου.
Τρεις μέρες αργότερα, ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο Ουάιμπερ, χλομός σαν το κερί, ανέβηκε αλαφιασμένος το μονοπάτι με το ποδήλατο, το πέταξε μες στην αυλή κι όρμησε στο σπίτι. Το επόμενο λεπτό, ένα πνιχτό μούγκρισμα ακούστηκε απ’ τα διαμερίσματα του Ναπολέοντα. Τα νέα διαδόθηκαν σαν αστραπή. Τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά! Ο Φρέντερικ είχε πάρει την ξυλεία τζάμπα!»
Τζώρτζ Όργουελ. Η φάρμα των ζώων, εκδ. γράμματα. Μετάφραση: Κατερίνα Χριστοδούλου.
Πηγή: Ερανιστής