Κάποτε στὸ Ζάλογγο…
«…Ἡ φάλαγγα εἶχε φθάσει αὐτοῦ, τσακισμένη ἀπὸ τὴν κούρασι – τὸ Ζάλογγο ἀπέχει ὀκτὼ ὥρες ἀπὸ τὸ Σούλι-, στὶς δεκαπέντε (15) τοῦ Δεκέμβρη, τὸ ἡλιόγερμα.
Ὁ Κίτσος Μπότσαρης κι ἄλλοι ἀρχηγοί, ὁ Κουτσονίκας, ὁ Κολέτσης, ὁ Φωτομάρας κι ὁ Παλάσκας, γιὰ νὰ εἶναι καλλίτερα φυλαγμένοι, σκέφτηκαν νὰ ἀνεβοῦν στὸ βουνό, στὸ μοναστήρι. Μὲ ὅλην τὴν κούρασί τους, σκαρφάλωσαν τὸ ἴδιο βράδυ. Μὰ δὲν εἶχαν κοιμηθῇ λίγες ὧρες, ποὺ φθάνουν ἀπὸ τὸν κάμπο, κάποιοι ποὺ βραδυποροῦσαν, γιὰ νὰ τοῦς ποῦν πὼς σῶμα δυνατό, ἀπὸ Ἀρβανιτάδες, ἐρχόταν ἀπὸ κόντα, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Μπεκὴρ Τζογαδῶρο. Τὸ εἶδαν πρωΐ-πρωΐ, νὰ ἔρχεται βιαστικὸ κατὰ τὸ Ζάλογγο.
Οἱ Σουλιῶτες, βάζοντας τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους στὸ μοναστήρι, ταμπουρώθηκαν γερά, μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ δώσουν κάθε δικό τους κεφάλι γιὰ ἐκατὸ ἀρβανίτικα. Εἶχε ψηλώσῃ καλὰ ὁ ἥλιος, ζύγωνε κι ὅλας τὸ σῶμα τοῦ Μπεκῆρ κι ἄνοιγε μανιασμένο, τὴν φωτιὰ τῆς μάχης, μὲ ξεφωνητά, βρισιές, ἀλαλαγμούς, ἄγριες φοβέρες. Δύο μερόνυκτα, δεκάξι (16) καὶ δεκαεπτὰ (17) τοῦ Δεκέμβρη, κρατεῖ γερὰ ἡ μάχη. Μὰ στὸ τέλος, ἀρχίζουν νὰ λείπουν τὰ φυσέκια. Οἱ ἀρχητοὶ κουβεντιάζουν, νὰ ἰδοῦν τὶ θὰ ἀποκάμουν. Ὁ Μπεκήρ, θέλοντας νὰ σπάσῃ τὴν ἄμυνα, εἶχε μηνύσῃ κρυφά, μὲ ἕναν καλόγερο, στὸν Κουτσονίκα, παλιό του ἀδελφοποιητό, πὼς ἐὰν παραδινόταν δὲν εἶχε νὰ φοβᾶται τίποτα. Ἔτσι τοὺς εἶπε στὸ συμβούλιο:
-Ὁ ἀγώνας εἶναι χαμένος, ἀδέλφια. Ὁ Μπεκὴρ εἶναι ἀδελφοποιητός μου. Θὰ βγῶ μὲ τοὺς δικούς μου νὰ πᾶμε σὲ αὐτὸν νὰ γλυτώσουμε.
Καὶ τὸ ἔκαμε.
Οἱ ἄλλοι ἀπέμειναν χωρὶς αὐτόν. Ἐὰν εἶχαν σωθῇ στὰ φυσέκια, τὰ σπαθιά τους ἦταν ἀκόμη στὴν μέσι τους.
Ὁ Κίτσος καὶ ὁ Νότης Μπότσαρης, ἀπεφάσισαν νὰ σπάσουν τὶς γραμμὲς τοῦ ἐχθροῦ, μὲ ἀγώνα σκληρό. Ὁ Κίτσος φώναξε τὴν Ἑλένη, τὴν θυγατέρα τοῦ Νότη Μπότσαρη.
– Ἀπόψε, σουρουπώνοντας καλά, τῆς εἶπε, θὰ βγοῦμε μὲ τὰ σπαθιά. Θὰ μάσῃς τὶς γυναῖκες, θὰ μπῇς μπροστά, θὰ σᾶς βάλουμε στὴν μέσι.
Ἦταν ἡ Ἑλένη, πρώτη κόρη τοῦ Νότη, κοπέλα εἴκοσι χρονῶν. Ἄσπρη, μεγάλα γαλάζια μάτια, καστανόξανθα μαλλιά, μέτριο μὰ τέλειο κορμί, ἄστραφτε στὸ πρῶτο ξεπέταγμα τῆς νιότης. Ἀπὸ τὴν πιὸ ἀγγελικὴ ὀμορφιά. Ὁ λόγος γιὰ τὰ κάλη της εἶχε φθάσῃ ἔως τὰ αὐτιὰ τοῦ Ἀλῆ. Κι ἔταξε χάρες καὶ παρᾶδες, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὴν τραβοῦσε στὸ χαρέμι του. Μά ποιός μποροῦσε νά βάλῃ χέρι ἀπάνω της; Ὄχι πὼς ἦταν Μποτσαροπούλα, μὰ γιατὶ ἡ λαϊκὴ μοῦσα-εἶναι πάντοτε καλὰ πληροφορημένη- μᾶς τὴν λέει ἀρματωμένη μὲ τὴν πιὸ τέλεια πανοπλία τοῦ καιροῦ: κρατεῖ ντουφέκι, σισανέ – τὰ πρῶτα ῥαβδωτὰ ὅπλα τοῦ καιροῦ – καὶ στὴν λυγερή της μέσι, ζωσμένη σπαθὶ μαλαματοκαπνισμένο, ἔχει κουμπούρια ἐγγλέζικα.
Ἀπὸ μικρὴ πάλαιβε μὲ τὰ ἅρματα. Καὶ τὸ καλλίτερο παλληκάρι δὲν τῆς ἔβγαινε στὸ σημάδι καὶ στὸ σπαθί. Κι ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Μάρκο, τὸν ἥρωα τοῦ ’21 – ἦταν ἐπτὰ χρόνια μεγαλύτερή του – γιὰ νὰ τὸν πάῃ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό τους, νὰ τοῦ μάθῃ νὰ συλλαβίζῃ τὴν τέχνη τοῦ πολέμου. Αὐτὴν τὸν ἔμαθε νὰ πιάνῃ τὸ ντουφέκι, νὰ σημαδεύῃ, νὰ βάζῃ ταμπούρι τὸ λιθάρι καὶ νὰ ῥίχνῃ.
Ἦλθε τώρα ἡ ὥρα τῆς Ἑλένης νὰ τὸ δείξῃ. Εἴκοσι χρονῶν καπετάνισσα. Ἡ πολεμική της δόξα, ξαφνική, σύντομη, ἀστραποβολίδα λαμπερή, ἔγραψε ἀπὸ τὴν ἔξοδο ἐτούτη τοῦ Ζαλόγγου, ἔως τὴν ἄλλην τοῦ Σέλτσου, ποὺ θὰ ἰδοῦμε παρακάτω, τὸ παρήγορο τόξο της τὴν μαύρη νύκτα τοῦ σουλιώτικου ἀφανισμοῦ.
Εἶχε σουρουπώσῃ καλά, κι ἡ νύκτα τοῦ Δεκέμβρη, κατέβαινε βαρειὰ στὸ βουνό, ποὺ τὸ ‘δερνε χιονιὰς καὶ τὸ σκέπαζαν ἀντάρες, ἅμα ξεκίνησε ἡ φάλαγγα τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὸ μοναστήρι: Ὅτι ἄναβαν οἱ καλόγεροι τὰ φῶτα. Οἱ ἀρχηγοί, ἀφοῦ ἄκουσαν, γονατιστοί, τὴν δέησι στὴν ἐκκλησιά, μπῆκαν μπροστά. Ἡ Λένω, καπετάνισσα, στὴν μέσι, μὲ τὶς γυναῖκες, ποὺ κρατοῦσαν κι αὐτὲς σπαθιὰ ξεγυμνωμένα, σὰν τὰ παλληκάρια. Οἱ πιὸ γερὲς καὶ οἱ πιὸ δεμένες εἶχαν ζαλωθῇ στὴν πλάτη κι ἀπὸ ἕναν βαρειὰ λαβωμένο ἤ ἀνάπηρο. Μιλιά, οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά. Κι ἀλαφρὸ περπάτημα.
Ἔτσι γλίστρησαν, αὐτὴν τὴν ὤρα, ποὺ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχουν συνηθίσει ἀκόμη καλὰ στὸ σκοτάδι τῆς νύκτας. Μὰ ἔπεσαν τέλος στοὺς Ἀρβανιτάδες, ἄξαφνη βουή, ἀστραπὲς καὶ βρόντοι ντουφεκιῶν στὸ σκοτάδι, βλαστήμιες, ἄγριες βρισιές, φωνὲς γυναικῶν ποὺ σπαθίζουν σὰν ἄντρες, ξεφωνητὰ καὶ κλάματα παιδιῶν.
Ἀγώνας σῶμα μὲ σῶμα, φοβερὸ ἀνακάτωμα, κανένας δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἐχθρός καὶ ποιὸς ὁ δικός του, ὅλοι κτυποῦν στὸν σωρό, στραβοὶ ἀπὸ λύσσα, μὲ τὰ κορμιὰ κολυμπιστὰ σ’ ἱδρώτα καυτερό, ποὺ σὲ λίγο παγώνει ὀ βοριὰς ἤ ὁ θάνατος.
Ἡ Λένω ἀνοίγει δρόμο μὲ τὸ σπαθί της. Βάφει στὸ αἷμα τὴν ἄσπρη πουκαμίσα της, τὴν κεντητή. Μὰ πίσω-σηκώνεται μεγάλος θρῆνος. Δὲν μποροῦν ὅλες νὰ ἀκολουθήσουν. Ἀπομένουν πολλές, στὰ χέρια τῶν Ἀρβανιτάδων, γυναῖκες, κορασιές, παιδιά, ποὺ πέφτουν σὰν τὰ στάχυα κάτω, ἀπὸ τὸ δρεπάνι τῶν θεριστάδων. Οἱ ἄλλοι, μπροστά, ὁ Κίτσος Μπότσαρης, ὁ Νότης, ὁ Κολέτσης, ὁ Φωτομάρας, ὁ Παλάσκας, δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν. Ἀλλοίμονο, αὐτὴν τὴν ὥρα, σὲ ὅποιον γυρίζει πίσω.
Ἅμα κατακαθίζῃ τὸ κακὸ καὶ βρίσκονται, χιλιοματωμένοι, τσακισμένοι, ἔξω ἀπὸ κίνδυνο, μετροῦν τὸν ἀφανισμό τους. Ἐκατὸν ἐξήντα (160) ψυχὲς ἔχουν μείνει ἀπὸ τὶς χίλιες (1000). Ἀπὸ τοὺς ἄλλους, οἱ πιὸ τυχεροί, πῆραν ἕνα βόλι, δέχτηκαν μία σπαθιὰ θανατηφόρα, οἱ πιὸ ἄτυχοι σκλαβώθηκαν, τέλος μερικοὶ σκόρπισαν στοὺς λόγγους, γιὰ νὰ κτυπηθοῦν σὰν τὰ ἀγρίμια. Γυναῖκες μὲ μωρά, κρυμμένες μέσα σὲ σύδενδρα ἤ σὲ σπηλιές, τὰ ἔπνιγαν στὸν κόρφο τους, γιὰ νὰ μὴν προδοθοῦν. Κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς Ἀρβανιτάδες, περνῶντας ἀπὸ γιδόστρατες μέσα στὰ δάση, σουρωμένοι ἀπὸ τὶς ἀδιάκοπες πορεῖες, ξεπνοϊσμένοι ἀπὸ τὴν πείνα, παγωμένοι ἀπὸ τὸν χιονιά, τραβοῦσαν, αὐτοὶ ποὺ γλύτωσαν κατὰ τὸ Βουλγαρέλι.
Ὡστόσο, δεκατρεῖς (13) ἄνδρες καὶ πενήντα ἕξι (56) γυναῖκες, ἄλλες παρθένες κι ἄλλες μικρομανάδες, μὲ μωρὰ στὸ μαστάρι, ὅσες δὲν ἀκολούθησαν τὴν Λένω στὴν ἔξοδο, εἶδαν τὸ πρωΐ τοὺς Ἀρβανιτάδες νὰ ἀνεβαίνουν κατὰ τὸ μοναστήρι. Ξεφρενιασμένες ἀπὸ τὴν λαχτάρα, θέλουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ νύχια τους. Μά κατά ποῦ νά πᾶνε; Κοντὰ στὸ μοναστήρι στηλώνει βράχος ἀπότομος, ποὺ τελειώνει σὲ γκρεμό, μὲ ἄκρια κορφή, τὸ Στεφάνι. Κάτω χάσκει μαῦρο βάραθρο. Ὅρμησαν κατὰ ‘κεῖ. Οἱ Ἀρβανιτάδες πάτησαν τὸ μοναστήρι, χασομέρησαν κομμάτι, σκοτώνοντας τοὺς λίγους κρυμμένους καὶ κάνοντας πλιάτσικο. Κι ἐτοιμάζονταν τώρα νὰ ῥιχτοῦν στὸ Στεφάνι. Ἐκεῖ, στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, σφικταγκαλιασμένες, ξεφωνίζοντας, κλαίγοντας, μοιρολογῶντας, ἀντίκρυζαν τὸ φοβερὸ δίλημμα, ζωῆς ἀτιμασμένης ἤ θανάτου.
Τὸ ἡρωϊκὸ δαιμόνιο τοῦ Σουλιοῦ μίλησε μέσα τους, ἅμα ὁ πρῶτος Ἀρβανίτης φάνηκε στὸ ξάγναντο.
Τὸ μοιρολόι γυρίζει λίγο λίγο σὲ τραγούδι, τὰ κορμιὰ μπαίνουν σὲ ῥυθμό, ἀνοίγουν σὲ χορό, σὲ μεγάλο γύρο, ποὺ ἀγγίζει σὲ ἕνα σημεῖο τὰ χείλη τοῦ βαράθρου. Μία-μία, περνᾶ μὲ τὴν σειρά της καὶ ῥίχνει τὴν ματιά της κάτω…
Καμμία συνεννόησι δὲν ὑπάρχει. Καμμία δὲν λέει στὴν ἄλλην τὶ πρόκειται νὰ κάνουν. Τὸ ξέρουν, τὸ βλέπουν ἡ κάθε μία σὲ ὅλων τὰ πρόσωπα.
Ἄξαφνα ἡ πρώτη σέρνει τὸν χορό, φτάνοντας γιὰ δεύτερη φορά, στὰ χείλη τοῦ βαράθρου, πετᾶ τὸ παιδί της στὸ μαῦρο στόμα του: ἀρρεβώνα στὸν Χάρο. Κι εὐθὺς τὸν παντρεύεται κι αὐτὴ μὲ ἔνα πήδημα. Ἔτσι καθιερώνει τὴν διαδικασία τῆς τραγικῆς τούτης θυσίας: Πρῶτα τὸ σπλάχνο τους στὸ γκρεμό. Γιατὶ ἅμα πέσῃ τὸ παιδί, πῶς μπορεῖ νά μήν γκρεμιστῇ καί ἡ μάνα; Ἁπλοϊκό, μὰ βαθὺ κι ἀποτελεσματικὸ στρατήγημα, ποὺ βάζει τὴν στοργὴ τῆς μάνας νὰ νικήσῃ τὸ φυσικὸ δείλιασμα τῆς γυναίκας.
Ἔτσι πέφτουν μία-μία δίνοντας ἕνα φιλὶ στὴν δεύτερη, ποὺ θὰ σύρῃ τὸν χορὸ τοῦ θανάτου. Κι ὁ ἴδιος βάρβαρος ἐχθρός, στέκει βουβὸς μπροστὰ σὲ τέτοιο θέαμα. Παύουν οἱ ἀλαλαγμοί, τὰ ντουφέκια, οἱ σπαθιές. Δὲν ἀκούγεται παρὰ τὸ τραγούδι τῶν γυναικῶν. Καὶ σὲ λίγο, οὔτε κι αὐτό. Ὅλες τὶς εἶχε φάει ὁ γκρεμός. Μία μονάχα ζεῖ ἀκόμη. Εἶναι αὐτὴ ποὺ σκάλωσε τὸ φουστάνι της σὲ ἕνα δένδρο, καὶ μένει κρεμασμένη ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ γῆς. Καὶ κανεῖς δὲν κοτᾶ νὰ τὴν ξεκρεμάσῃ.
Σὲ λίγο τὸ χιόνι πέφτει πυκνὸ καὶ σκεπάζει, σιγά-σιγά, τοὺς γκρεμούς, τὰ ματωμένα κουφάρια καὶ τὴν σκαλωμένη, ποὺ ἀργοπεθαίνει, στὴν παράξενη κρεμάλα της, βλέποντας τὰ ὄρνια νὰ πετοῦν, κοπαδιαστά, ὁλόγυρά της, καὶ νὰ προσμένουν τὴν ὥρα, γιὰ νὰ χυμίξουν, νὰ σπαράξουν τὶς σάρκες της…»
Κεφάλαιον: «Τὸ Ζάλογγο», Τὸ λιοντάρι τῆς Ἠπείρου, Σπύρου Μελᾶ, ἐκδόσεις Μπίρη, Ἀθῆναι 1969.
Ἀφιερωμένον στὴν μεγάλη μάχη τῶν Σουλιωτῶν, 16 καὶ 17 Δεκεμβρίου 1803 καὶ στὴν μεγάλη θυσία τῶν Σουλιωτισσῶν, 18 Δεκεμβρίου 1803.
Μὲ ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴν μνήμη τους, ζητῶντας μίαν μεγάλη συγγνώμη, ποὺ κάποιοι ἀπόγονοί τους, ὄχι μόνον δὲν τίμησαν τὰ ὀνόματα ποὺ φέρουν, ἀλλὰ ἀπέδειξαν κι ἀποδεικνύουν πὼς μᾶλλον συγγενεῖς μὲ τοὺς Ἀρβανιτάδες τοῦ Ἀλῆ πρέπει νὰ ἦταν.
Εὐτυχῶς, κάποιες ἄλλες, μόλις ἑπτὰ δεκαετίες νωρίτερα, τίμησαν τὴν ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ ποὺ τοὺς ἄφησαν, στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο.
Ἴδια ἐποχή, ἴδιο ἦθος, ἴδια αὐτοθυσία!
Μένουμε ἐμεῖς, μόνοι καὶ ἀδαεῖς, ἀνίκανοι νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς οἱ θυσίες γιὰ τὴν ἐλευθερία δὲν ἔχουν ὅρια, ἀλλὰ συμβαίνουν μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ ὑπάρχῃ ἐλευθερία στὶς καρδιές μας.
Θὰ ἀναγκαστοῦμε… Ἀλλὰ ὄχι ἀκόμη.
Ἔως τότε τιμὴ καὶ σεβασμό!
Ἀθάνατες!
Σημείωσις:
Κατὰ τὸν Ἀλέξη Πολίτη, τὸ τραγούδι «ἔχε γειὰ καημένε κόσμε» δημιουργήθηκε τὸ 1908.
Πηγή: Φιλονόη καὶ φίλοι