Λορέντζος Μαβίλης (6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912)
Βιογραφία
Ο Λορέντζος, [Λαυρέντιος], Μαβίλης, Έλληνας εθνικιστής λυρικός ποιητής, εθνικός αγωνιστής, πολιτικός που εκλέχθηκε βουλευτής, μανιώδης παίκτης σκακιού και δημιουργός σκακιστικών προβλημάτων [1], γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη και σκοτώθηκε πολεμώντας στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος στο νομό Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Η σορός του αρχικά ενταφιάστηκε σε γειτονικό μοναστήρι, όμως το 1933, στο σημείο που σκοτώθηκε, κατασκευάστηκε μνημείο και εκεί τοποθετήθηκαν τα οστά του. Το 1967 το μνημείο [2] καταστράφηκε από κεραυνό και το 1976 κατασκευάστηκε νέο, μέσα στο οποίο τοποθετήθηκαν τα οστά του. Δεν παντρεύτηκε και ούτε απέκτησε απογόνους, όμως διατηρούσε, για χρόνια, ερωτική σχέση με την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Μυρτιώτισσα», η οποία έγραψε και του αφιέρωσε τους στίχους «Σ’ αγαπώ/ δεν μπορώ/ τίποτ’ άλλο να πω/ πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!».
Κατάγονταν από αστική και οικονομικά εύπορη οικογένεια. Ο παππούς του Δον Λορέντζο Μαβίλη, [Don Lorenzo Mabili y Boulligny], ήταν Ισπανός και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε Κερκυραία κι εγκαταστάθηκε στο νησί. Ο πατέρας του Παύλος Μαβίλης ήταν πρόεδρος δικαστηρίου της Ιονίου Πολιτείας στην Ιθάκη, μητέρα του ήταν η Ιωάννα Σούφη, με καταγωγή από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, ήταν ανιψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και θεία του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη. Ο Λορέντζος είχε μία αδελφή, την Εσθήρ, που πέθανε λίγα χρόνια μετά το δικό του θάνατο, στην Κέρκυρα και την έθαψαν με μαύρες πέρλες και κρόσινα γάντια.
Σπουδές
Φοίτησε στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» του Λεωνίδα Βλάχου και είχε δάσκαλο τον Ελληνιστή και Ιστοριογράφο Ιωάννη Ρωμανό ο οποίος τον σύστησε στη λέσχη της «Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας», όπου γνώρισε τον Ιάκωβο Πολυλά, εκδότη των έργων του Διονυσίου Σολωμού, το Γεράσιμο Μαρκορά, το Γιώργο Κολοσγούρο, το Νίκο Κογεβίνα, το Στέλιο Χρυσομάλλη, το Νίκο Κονεμένο, και έμαθε το παιχνίδι του σκακιού. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών ήρθε σε πρώτη επαφή με την ποίηση και το 1877 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, ενώ μέσω του Ιάκωβου Πολυλά, γνωρίστηκε με τον Χαρίλαο Τρικούπη.
Σύντομα απογοητεύθηκε από τους δασκάλους του και το 1879 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου σπούδασε ξένες γλώσσες, σανσκριτικά, γλωσσολογία. Έζησε έντονα ως φοιτητής, συμμετείχε σε σωματεία, με σκοπό τη μόρφωση ιπποτικού χαρακτήρα και κανόνες αυστηρής πειθαρχίας, καθώς και με σωματικές σκληραγωγίες. Συμμετέχοντας σε μονομαχία στη Γερμανία, απέκτησε χαρακιά στο μάγουλο από φοιτητική μονομαχία, και έκτοτε άφηνε γένια για να την καλύπτει. Ταξίδεψε στην Κέρκυρα το 1884, έπειτα από πρόσκληση των οικείων του, όμως τον επόμενο χρόνο επέστρεψε εκ νέου στο Μόναχο.
Η διδακτορική του διατριβή είχε θέμα τον βυζαντινό χρονογράφο Ιωάννη Σκυλίτση και τη σύγκριση βυζαντινών κειμένων. Τη συνέγραψε με τη βοήθεια ενός Γερμανού φίλου του από τη σκακιστική ομάδα του Πανεπιστημίου, ενώ έζησε για ένα χρόνο στο Μπρεσλάου, και μελέτησε βυζαντινά κείμενα. Στις 16 Ιουνίου 1890 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Έρλαγκεν, [Erlangen], της Βαυαρίας και την ίδια χρονιά κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλητή Βαυαρίας στο σκάκι.
Το 1886 έγινε ο ιδρυτής του Σκακιστικού Συλλόγου του Πανεπιστημίου στο Μόναχο. Ασχολήθηκε επίσης με την σύνθεση σκακιστικών προβλημάτων [3] που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα, ενώ το 1887 συμμετείχε στο τουρνουά της Φραγκφούρτης και το 1889 με το όνομα Sillibam πήρε μέρος στο σκακιστικό τουρνουά του Βρότσλαβ, [Breslau ], της πρωτεύουσας της νότιας Σιλεσίας. Αγωνίστηκε εναντίον καλών σκακιστών της εποχής του καθώς και με τον Εμανουήλ Λάσκερ, μετέπειτα μελλοντικό Παγκόσμιο Πρωταθλητή.
Κοινωνική δράση
Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μακριά από κοινωνικές επαφές, όμως εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε φιλικά με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, ενώ έγινε γραμματέας και συντήρησε το σκάκι στην «Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας». Το 1896 έγινε μέλος της «Εθνικής Εταιρείας», ίδρυσε παράρτημα της στην Κέρκυρα και έγινε πρόεδρος του ενός από τα πέντε τμήματά της. Την ίδια χρονιά έφυγε για την Κρήτη, μαζί με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, ανιψιό του Ιάκωβου Πολυλά, τον παλιό του συμφοιτητή και μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη αλλά και πολλούς στρατιωτικούς, για να ενισχύσουν το εκεί επαναστατικό κίνημα και πήρε μέρος ως εθελοντής στην επανάσταση της Κρήτης. Σάλπαραν με το πλοιάριο «Μίνα» από το Λαύριο με προορισμό τα Χανιά, όμως στα Αντικύθηρα τους πρόλαβε πλοίο του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού, που προσπάθησε να τους εμποδίσει. Τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι και έφτασαν σε ένα όρμο κοντά στη Σούδα και από εκεί βρέθηκαν στα Λευκά Όρη.
Το 1897 συγκρότησε σώμα από 70 Κερκυραίους το οποίο όπλισε και συντηρούσε με δικά του έξοδα και ξεκίνησε για την Ήπειρο, όπου πήρε μέρος σε διάφορες μάχες. Στη φονική μάχη των Πέντε Πηγαδιών τραυματίστηκε στο χέρι, ενώ σκοτώθηκε ο Άγγλος φίλος του Κλέμμενς Χάρρις. Πολέμησε στον ατυχή πόλεμο εκείνου του έτους και στη συνέχεια σχεδόν αποσύρθηκε από τα κοινά ως το το 1902, που τον συναντάμε να πρωταγωνιστεί να μην εγκατασταθεί καζίνο για τυχερά παιχνίδια στο νησί της Κέρκυρας. λίγα χρόνια αργότερα εκλέχθηκε μέλος της Επιτροπής του Μοτσενιγείου Κληροδοτήματος.
Πολιτική δράση
Το 1910 εκλέχθηκε βουλευτής Κέρκυρας στη Β' Αναθεωρητική Βουλή με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μιλώντας στη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 1911, για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του Συντάγματος, όπως δημοσιεύεται στα «Άπαντά» του κατέληξε λέγοντας «..Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν». Η ομιλία του κατέληγε, «Αφέτε, κύριοι, ελευθερίαν, μόνον ελευθερίαν ζητούμεν, εις τα διάφορα ρεύματα ιδεών. Εκ της συγκρούσεως αυτών θέλει γεννηθεί ο σπινθήρ, ο οποίος βαθμηδόν μεγενθυνόμενος θα είναι ο ποιητής της φυλής, ο συνενών εν εαυτώ πάσαν την θερμότητα και όλον το φως του παρελθόντος της φυλής. Και δι’ αυτής της θερμότητος και δι’ αυτού του φωτός θα καταυγάσει και θα θερμάνη την φυλής εις τον δρόμον της προς τον πανύψιστον προορισμόν της»
Στις εκλογές που ακολούθησαν δεν επανεξελέγη, καθώς έμεινε συνεπής στις ηθικές του αρχές, όπως τις είχε περιγράψει σε επιστολή που έστειλε προς τον Ανδρέα Κεφαλληνό, «..Ό,τι κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’ απαρνηθώ ούτε μια μόνο πράξη, ούτε μια μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε». Ήδη από το 1911 σε επιστολή του στο Σπύρο Θεοτόκη έγραφε, «..Έχεις δίκιο εις όσα γράφεις, μα η πολιτική του Βενιζέλου είναι εθνική, για τούτο πρέπει να παραβλέψουμε τις αδυναμίες ή τις ασυνέπειες που παρουσιάζει. Όσο για με, αποφάσισα να μην πολιτευθώ άλλο. Θα αποτραβηχθώ απ’ την πολιτική και θα περιμένω. Όταν σημάνει η σάλπιγγα θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας Ηπείρου». Η επιμονή του Σωτηριάδη να τον διορίσει Γυμνασιάρχη στη Θεσσαλονίκη, μετά την απελευθέρωση της τον Οκτώβριο του 1912, και όχι δημοδιδάσκαλο σε χωριό της Μακεδονίας, όπως ζητούσε ο Μαβίλης, στάθηκα αιτία να διακόψουν τις φιλικές τους σχέσεις.
Το τέλος του
Το 1912 όταν κηρύχθηκαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι ζήτησε να καταταγεί στρατιώτης αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω ηλικίας. Κατατάχτηκε ως εθελοντής λοχαγός των ερυθροχιτώνων στα σώματα των Γαριβαλδίνων του Κόντε Αλέξανδρου Ρώμα, Ζακυνθινού πολιτικού που διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής και υπουργός, θέλοντας να αγωνιστεί για την ελευθερία της Ηπείρου, όπως περιέγραψε σε σονέτο του,
«Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
Σ' εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου
Το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου
Νάστραφτε από το "εν τούτω νίκα" ο αιθέρας,
Και σα σε λάμψη παρουσίας δευτέρας
Μ' αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
Νάβλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
Να γκρεμιστή η Τουρκιά, το ανίερο τέρας».
Λαχταρούσε να φτάσει «στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει/ της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας/ και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας/ η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει…». Πολεμώντας καταλαμβάνει το όρος Δρίσκο και απωθεί τους Τούρκους μέχρι την Ανατολική όχθη της λίμνης των Ιωαννίνων. Στη μάχη του υψώματος στο Δρίσκο, την ώρα που οι Τούρκοι εξαπέλυσαν αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών εθελοντών, και ο ίδιος μάχονταν επικεφαλής των στρατιωτών του, μια σφαίρα πέρασε τα δύο του μάγουλα.
Σύμφωνα με το συμπολεμιστή του Νίκο Καρβούνη, με γεμάτο το στόμα του από αίμα, θα πει, «...Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου». Την ώρα που μεταφέρονταν στο νοσοκομείο τον βρήκε μια δεύτερη σφαίρα στο λάρυγγα.
Στο πρόχειρο χειρουργείο συναντήθηκε με τον επίσης τραυματισμένο αρχηγό του, τον Αλέξανδρο Ρώμα, ο οποίος του έδωσε το χέρι και του είπε «..Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου!», ενώ ο ποιητής σε στάση προσοχής, ανταπέδωσε τη χειραψία. Το αίμα από τις πληγές, έτρεχε και πάγωνε στο λαιμό του εμποδίζοντας τον να μιλήσει και ζήτησε χαρτί για να γράψει, όμως δεν πρόλαβε κι έπεσε νεκρός. Την ώρα που ξεψυχούσε ο Αλέξανδρος Ρώμας , συμπλήρωσε, «...Αγαθή η μοίρα σου λοχαγέ Μαβίλη», ενώ ο παπα-Φώτης του έκλεισε τα μάτια και ο Πιπίνος Γαριβάλδης, τον αποχαιρέτησε σε στάση προσοχής, την ώρα που οι υπόλοιποι έκαναν την προσευχή τους. Ξεψύχησε στο πεζούλι του ναού της Αγίας Παρασκευής σκεπασμένος με τον κόκκινο μανδύα που φορούσε, και ταξίδεψε να συναντήσει «..δώρα άγια τρία: Θάνατο, Αθανασία κ’ Ελευθερία». Διασώθηκε φωτογραφία που απεικονίζει τον ποιητή να να κείτεται στο χώμα και οι γύρω του, σκυφτοί, να τον φροντίζουν.
Τιμές
Η Ειρήνη Δενδρινού μιλώντας το 1915 στην Ένωση Ερασιτεχνών Κερκύρας αναφέρθηκε στις τελευταίες ώρες του, «..η μάχη του Δρίσκου εστάθηκε καταστροφή για το Γαριβαλδινό σώμα. Ο ίδιος ο αρχηγός εσυμβούλεψε το βράδυ της 28 Νοεμβρίου 1912 την υποχώρηση- στο πολεμικό συμβούλιο όμως ο Μαβίλης αντιστάθηκε όσο εδυνότουν και εξαιτίας του μόνο αποφασίστηκε να ακολουθήσει και την άλλη μέρα η απελπισμένη μάχη για την τιμή των όπλων. Ήταν ακόμη αυγή. Το σώμα αποδεκατιζότουν από τα τουρκικά κανόνια, κ’ ένας έπειτα από τον άλλο έπεφταν νεκροί οι αξιωματικοί του. Κι’ ο ποιητής επροχωρούσε άφοβος και αγέρωχος προς την κορφή του βουνού, μέσα σ’ ένα χαλάζι από σφαίρες και ανάμεσα στες οβίδες που έσπαιναν ολόγυρά του. Κ’ ένα βόλι του πέρασε πέρα – πέρα το πρόσωπο, χαλώντας του τα δύο μάγουλα και πολλά δόντια. Υποχρεώθηκε τότες να αποτραβηχτεί. Σ’ένα εξωκλήσσι του Δρίσκου ήταν το προσωρινό νοσοκομείο. Και φτάνοντας εκεί ο λαβωμένος ανάγυρε το βλέμμα για να ιδεί ακόμα μια φορά τον κάμπο του πολέμου, και τότες ένα δεύτερο βόλι τον εύρηκε στο στόμα. Τα τελευταία του λόγια λένε πως στάθηκαν: ‘επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου’. Κι έτσι εσβύστηκε η ευγενικιά ύπαρξή του...».
Η πόλη των Ιωαννίνων τον τίμησε με πλατεία που έχει το όνομα του, όπου στήθηκε μαρμάρινος οβελίσκος που στην κορυφή του φέρει τη προτομή του. Το έργο κατασκευάστηκε το 1914 από τον Πέτρο Ρούμπο, και είναι βασισμένο σε πορτραίτο του ποιητή, λίγο πριν αυτός ξεκινήσει για την Ήπειρο. Η προτομή κατασκευάστηκε σε τέσσερα αντίγραφα, ένα από τα οποία βρίσκεται στην Κέρκυρα και τα άλλα δυο στην Αθήνα.
Εργογραφία
Όπως ήταν φυσικό λόγω των σπουδών του, επηρεάστηκε από τους Εμμανουήλ Καντ, [Immanuel Kant], Γιόχαν Φίχτε, [Fichte], Φρειδερίκο Νίτσε, [Friedrich Nietzsche], και τον απαισιόδοξο Αρθούρο Σοπενχάουερ, [Arthur Schopenhauer]. Στο έργο του, το οποίο δεν είναι μεγάλο σε όγκο, υπάρχει έντονη επίδραση από το Διονύσιο Σολωμό, η οποία εκφράζεται με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας και με το διάχυτο πατριωτικό συναίσθημα. Στην ποίηση του συναντώνται ο γερμανικός συμβολισμός και το γερμανικό σοσιαλιστικό πνεύμα παράλληλα με τη υπέρμετρη αγάπη του για την πατρίδα. Υπερασπίστηκε με ιδιαίτερα θερμό τρόπο τη μετάφραση της Οδύσσειας στη Δημοτική από τον Ιάκωβο Πολυλά, όταν το 1884 επιτέθηκαν εναντίον του «...φιλολογίσκοι...{...}...νάνοι τον νουν και την αίσθησιν».
Στη διάρκεια της ζωής του δημοσίευσε ελάχιστα ποιήματα σε περιοδικά, συχνά με ψευδώνυμα, όπως «Λάμπρος Γραικός», όμως δεν εξέδωσε καμία ποιητική συλλογή. Στα ποιήματα του εφάρμοζε αυστηρή ομοιοκαταληξία και καθώς έπαιζε πιάνο από νεαρή ηλικία τα μετέβαλε σε μουσικά κομμάτια. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Κωστή Παλαμά στον οποίο έστελνε στίχους ζητώντας του να τους κρατήσει στο συρτάρι του. Το πρώτο ποίημα του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μεσσηνιακός Τύπος», την 1η Απριλίου 1884 με τίτλο «Εις τον γυρισμό της». Ποιήματα και μεταφράσεις του δημοσιεύθηκαν το 1885 στον «Έσπερο» της Λειψίας, την περίοδο 1890-91 στο «Αττικόν Μουσείον», και από το 1889 έως το 1899 στην «Τέχνη» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και αργότερα στο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας.
Ποιητικό έργο
Αντιπροσωπεύεται κυρίως απ` τα σονέτα του, που χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής. Το 1878 γράφει το πρώτο του σονέτο, αφιερωμένο στην Ελλάδα,
«Μάννα μου Ελλάδα, τί δεν είσαι τώρα
Σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη
Με δάφνες, τί δεν είσαι με τα δώρα
Της αθάνατης Νίκης στολισμένη.»
Το 1886 έγραψε σονέτο με τίτλο «Στον φίλο Γ. Καλοσγούρο» και το τελευταίο του βρέθηκε στη χλαίνη του μετά το θάνατό του με τίτλο «Του κάκου». Τα 58 σονέτα του είναι γραμμένα σε 11σύλλαβο, 13σύλλαβο και 15σύλλαβο και χρησιμοποίησε όλα τα είδη της ομοιοκαταληξίας. Περισσότερο γνωστά είναι η «Λήθη», η «Καλλιπάτειρα», η «Ελιά», το «Μούχρωμα» και «Υπεράνθρωπος», το οποίο καταλήγει: «… Στης Ομορφιάς στης Δύναμης τη γλύκα,/ με αλαλητό χαράς και περηφάνειας/ Γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα».
Μεταφράσεις
Γνώριζε από τον οικογενειακό του κύκλο την Ισπανική, έμαθε ακόμη την Ιταλική, Λατινική, Ισπανική, Αγγλική και Γερμανική γλώσσα. Μετέφρασε έργα από τα γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά, Λατινικά, όπως τον τον Σαούλ του Ρ. Μπράουνιγκ, αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου και από έργα των Schiller, Goethe, Βύρωνα, Φώσκολου, αλλά και τα σανσκριτικά, από τα οποία μετέφρασε φιλοσοφικά κείμενα και το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη» από το Ινδικό έπος «Μαχαμπχαράτα».
Πεζά
Έγραψε επίσης λόγους, δοκίμια, μελετήματα και λογοτεχνικές σελίδες πάνω σε διάφορα θέματα. Στη γλώσσα του ακολουθεί πιστά το Διονύσιο Σολωμό και υποστηρίζει με φανατισμό τη δημοτική, που τη θεωρεί βασικό στοιχείο της εθνικής ιδέας. Στο μέτρο πέρασε από διάφορα στάδια για να καταλήξει στο 15σύλλαβο.
Κριτική
Η ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, η Μυρτιώτισσα, αναφέρει για την τελευταία τους συνάντηση, «… Ζητούσε μες στα ιδανικά την απολύτρωση κι αναζητώντας στάθηκε στο μεγαλύτερο: την Πατρίδα. Έγινε πατριδολάτρης μέχρι μανίας. Από εκεί άντλησε το τελευταίο, το υπέρτατο ιδανικό του: το θάνατο. Η λατρεία της Πατρίδας και του θανάτου! Ν’ αγκαλιάσει το θάνατο πολεμώντας για την Πατρίδα! Κι άδραξε την ευκαιρία, μιαν ακόμη φορά, γιατί καθώς ξέρουμε κι άλλες φορές είχε πολεμήσει για την Πατρίδα του με την ίδια πάντα λαχτάρα. Κείνο τον καιρό είχε χαθεί ένας απ’ τους πρώτους αεροπόρους μας, ένα αξέχαστο παλικάρι, ο Καραμανλάκης. Ο Μαβίλης που πάντα ζήλευε ένα τέτοιο τέλος, σαν το έμαθε σκυθρώπιασε και είπε: ‘Ο Καραμανλάκης πέθανε κι εμείς ειμάστενε ακόμα εδώ;’ Τέτοιος πόθος του θανάτου τον κρατούσε. Όταν ο Ρώμας τον ζήτησε για συμπολεμιστή δέχτηκε με χαρά και περηφάνια. Ήρθε να μας αποχαιρετήσει το βράδυ. Φορούσε την κόκκινη στολή του Γαριβαλδινού. Δεν κάθισε καθόλου, σεργιανούσε πάνω κάτω σαν τ’ ανυπόμονο τ’ άτι που βιάζεται να ορμήσει. Απ’ τα λόγια του νιώθαμε πως δεν πίστευε κι ούτε που το ‘θελε να γυρίσει πίσω…….Η ψυχή μας ήταν πολύ βαριά. Σηκώθηκε να φύγει, βιαζόταν γιατί θα ξεκινούσαν χαράματα. Μας αποχαιρέτησε έναν, έναν. Φαινόταν ανέκφραστα ευτυχισμένος. Μες απ’ το παραθύρι τον κοιτάζαμε αμίλητοι ώσπου χάθηκε. Κάτω απ’ το φως του φαναριού ο πορφυρός του χιτώνας φάνταζε σαν αίμα, σύμβολο του θανάτου προς τον οποίο βάδιζε με τόσο καμάρι! Σε λίγες μέρες αρχίσαμε να λαβαίνουμε δελτάρια που μας έστελνε απ’ τα διάφορα μέρη που περνούσαν, απ’ το Βόλο πρώτα, έπειτα απ’ τον Τύρναβο, απ’ τη Σιάτιστα, απ’ τα Γρεβενά. Κι ύστερα τίποτα, τίποτα πια...».
Κατά τον Μιχάλη Περάνθη, «...Οι αρχές που εμόρφωσαν από παλιά το χαρακτήρα τού Μαβίλη έμειναν ακλόνητες. Επάνω τους έσπασαν οι αντίθετες παρορμήσεις της ζωής, σ’ αυτές προσαρμόστηκαν όλες οι πράξεις πού επετέλεσε. Και η ποιητική του διάθεση στις αυτές αρχές, τις προγενέστερες από την ποίησή του, αναγκάστηκε να υποταχθεί. Τέτοιος στην ζωή και στην τέχνη του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δέθηκαν στα νιάτα τους με μια ιδεολογία που την λησμόνησαν στις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Ο Μαβίλης της έμεινε πιστός ως το τέλος. Ο θάνατός του ήταν η ολοκλήρωση του ψυχικού του προορισμού, ίσως και το καλύτερο πατριωτικό του τραγούδι». Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε ότι «..ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους». Τα «Άπαντα» του τα κυκλοφόρησε ο προσωπικός του φίλος Κωνσταντίνος Θεοτόκης το 1915 στην Αλεξάνδρεια, ενώ ποιήματα του δημοσιεύθηκαν και από την Ειρήνη Δενδρινού.
Πηγή: Scripta Manent