Μάχη Αράχωβας (18 - 24 Νοεμβρίου 1826)

Παναγιώτης Ζωγράφος Πόλεμος των Ελλήνων εις Ράχοβα. (Πηγή: ΑΡΑΧΩΒΑ - ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ)

Ο Καραϊσκάκης από τό Δίστομο πού βρισκόταν, έστειλε επιστολές στούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς καλώντας τους νά σπεύσουν νά τόν ενισχύσουν. Ένα παγωμένο βράδυ τού Νοεμβρίου έφθασε στό σπίτι πού είχε καταλύσει, ένας καλόγερος από τή μονή Ιερουσαλήμ τής Δαύλειας καί τού έδωσε τήν πληροφορία ότι ο Μουστάμπεης θά έστελνε 500 άνδρες μέσω μονοπατιών από τόν Παρνασσό νά πιάσουν τήν Αράχωβα, ενώ ο ίδιος ο Αλβανός αρχηγός μέ τόν κεχαγιά τού Κιουταχή, τόν Ελμάνζ μπέη καί τόν αδελφό του Καριοφίλμπεη θά ακολουθούσαν μέ τό κυρίως σώμα τού στρατού από τόν κεντρικό δρόμο τού Ζεμενού.

Πώς όμως είχε μάθει ο καλόγερος αυτήν τήν πληροφορία; Ο Μουστάμπεης μέ τούς ανώτερους αξιωματικούς βρίσκονταν στή μονή Ιερουσαλήμ. Αφού ο ηγούμενος τόν βεβαίωσε ότι κανένας στό μοναστήρι δέν γνώριζε τουρκικά, έβαλε ένα τουρκομαθή μοναχό νά περιποιείται καί νά σερβίρει τό φαγητό στούς Τουρκαλβανούς αγάδες, πού οργάνωναν τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις τής επομένης ημέρας. Ο Μουστάμπεης είχε απειλήσει μέ κάψιμο τής μονής καί μέ σφαγή τών εικοσιδύο μοναχών σέ περίπτωση πού κάποιος από αυτούς εγκατέλειπε τό μοναστήρι εκείνο τό βράδυ. Ο ηγούμενος κατανοώντας τήν κρισιμότητα τών περιστάσεων έστειλε κρυφά τόν ανηψιό του νά ειδοποιήσει τόν Καραϊσκάκη γιά τήν άφιξη μεγάλου τουρκικού στρατεύματος. Ο ανηψιός του θά έπρεπε νά γυρίσει στή μονή πρίν ξυπνήσουν οι Τούρκοι, διότι αυτοί θά μετρούσαν τό πρωΐ τούς καλόγερους γιά νά διαπιστώσουν άν έλειπε κανένας. Αργοπορία τού μοναχού ισοδυναμούσε μέ θάνατο όλων τών καλογέρων.

Ο απεσταλμένος εξετέλεσε άριστα τήν αποστολή του καί ο Καραϊσκάκης μόλις πληροφορήθηκε γιά τά σχέδια τών Τουρκαλβανών, έστειλε αμέσως τούς Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα, Γεώργιο Δυοβουνιώτη καί τά αδέλφια Γεώργιο καί Μήτρο Βάγια μέ πεντακόσιους άνδρες νά προλάβουν νά οχυρωθούν στά σπίτια τής Αράχωβας. Ο ίδιος θά ακολουθούσε τό επόμενο πρωΐ μέ τούς άνδρες του. Ο Γαρδικιώτης Γρίβας έφθασε στήν Αράχωβα καί αφού διαπίστωσε ότι δέν υπήρχε εχθρική δύναμη, οχύρωσε τά μεγαλύτερα σπίτια τού χωριού, κτίζοντας τά παράθυρα καί φτιάχνοντας μασγάλια (πολεμίστρες), ενώ ο ίδιος ταμπουρώθηκε στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου.

Τό πρωΐ τής 18ης Νοεμβρίου 1826 ήταν τό πιό κρίσιμο καθώς σύσσωμος ο οθωμανικός στρατός αποτελούμενος από 3500 άνδρες, μέ επικεφαλής τόν ίδιο τόν Μουστάμπεη, επιτέθηκε στούς οχυρωμένους Έλληνες. Οι άνδρες τού Γαρδικιώτη κράτησαν τίς θέσεις τους στήν Αράχωβα καί όταν ο Καραϊσκάκης από τή μία μεριά τού χωριού καί οι Σουλιώτες τών Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Γεωργίου Ζήκου Τζαβέλα, Γιαννούση Πανομάρα καί Χριστόφορου Περραιβού από τήν άλλη μεριά έζωσαν τό χωριό, ο Μουστάμπεης αποσύρθηκε σέ ένα λόφο καί από εκεί παρακολουθούσε τήν εξέλιξη τής μάχης πού γινόταν μέσα στό χωριό καί από σπίτι σέ σπίτι.

Οι οπλαρχηγοί μέ τούς οποίους επικοινωνούσε ο Καραϊσκάκης άρχισαν νά καταφθάνουν στήν κατάλληλη ώρα καί ο Μουστάμπεης έδωσε εντολή σέ όλους τούς άνδρες του νά αποσυρθούν από τήν Αράχωβα καί νά ανέβουν στόν λόφο πού είχε καταφύγει ο ίδιος στό βόρειο μέρος τού χωριού. Από εκεί θά περίμενε καί αυτός μέ τή σειρά του τίς ενισχύσεις πού είχε παραγγείλει στόν Κιουταχή. Πράγματι τήν επομένη άρχισαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις, αλλά τά περάσματα ήταν όλα κλεισμένα από τούς άνδρες τών Λάμπρου Βεΐκου, Γεωργίου Τζαβέλα, Χατζηπέτρου, Γαρδικιώτη, Δημοτσέλιου, Βέρη, Αγαλλόπουλου καί Ρούκη. Στό στενό τού Ζεμενού ο Αμπντουλάχ μπέης πού ερχόταν μέ 1500 Τουρκαλβανούς δέχτηκε βροχή τά βόλια από τούς ταμπουρωμένους Έλληνες καί αναγκάστηκε νά υποχωρήσει, αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 100 νεκρούς καί 80 ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες, οι οποίες προορίζονταν γιά τόν στρατό τού Μουστάμπεη.

Ο Μουστάμπεης μέ τόν Κεχαγιάμπεη είχαν τή δυνατότητα νά εγκαταλείψουν τόν λόφο από τήν πρώτη νύκτα, αλλά δέν τό έκαναν. Δέν θά επέτρεπαν στά βασιλικά στρατεύματα νά υποχωρήσουν μπροστά σέ μία χούφτα κατσικοκλέφτες όπως αποκαλούσαν τούς Έλληνες. Ήταν όμως καί η οργή τού Κιουταχή πού τούς τρόμαζε, αφού τούς πλήρωνε λουφέδες (μισθούς) γιά 10000 στρατιώτες καί αυτοί είχαν στή διάθεσή τους μόλις τό ένα τρίτο. Πώς θά δικαιολογούσαν τήν φυγή τού μεγάλου στρατού τους;

Από τήν άλλη μεριά οι Έλληνες δέν είχαν αποκλείσει στενά τούς Τουρκαλβανούς καί τούς Αλβανομακεδόνες (Γκέκηδες), διότι τό κρύο ήταν σφοδρό καί γιά νά τό αντιμετωπίσουν κλείνονταν στά σπίτια πού είχαν εγκαταλείψει έντρομοι οι κάτοικοι τής Αράχωβας καί ζεσταίνονταν στό τζάκι πίνοντας άφθονο κρασί καί τρώγοντας ελιές καί ψωμί. Ο Καραϊσκάκης γύρναγε από σκοπιά σέ σκοπιά γιά νά ασφαλίσει τόν αποκλεισμό τών μουσουλμάνων καί νά τούς αποτελειώσει τό κρύο. Οι διαταγές του ήταν νά πυροβολούν διαρκώς ό,τι κουνιόταν.

Πάνω στόν λόφο λυσσομανούσε ο άνεμος καί τό ανυπόφορο κρύο μέ τήν ασταμάτητη βροχή ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τούς μουσουλμάνους. Ο Μουστάμπεης αποφάσισε νά ζητήσει διαπραγματεύσεις καί έστειλε τόν Χότο Λέγκα καί τόν Σουλεϊμάν Τόσκα νά συζητήσουν μέ τούς άπιστους. Ο Καραϊσκάκης έστειλε μέ τή σειρά του τόν Χριστόφορο Περραιβό καί τόν Γιάννη Ρούκη. Οι όροι τού Έλληνα αρχιστράτηγου ήταν τόσο ταπεινωτικοί γιά τούς Τούρκους, ώστε αυτοί αποφάσισαν χωρίς δεύτερη κουβέντα νά συνεχίσουν τίς εχθροπραξίες.

Η επόμενη νύκτα ήταν ακόμα χειρότερη γιά τούς Τουρκαλβανούς, καθώς άρχισαν νά πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού. Οι στρατιώτες τού Αλλάχ ξεπαγιάζανε, τά χέρια καί τά πόδια πρήζονταν καί δέν μπορούσαν νά κρατήσουν ούτε τό σπαθί ούτε τό τουφέκι. Γιά νά ζεσταθούν έκαιγαν τά σαμάρια από τά αλογομούλαρα πού ψοφούσαν κατά δεκάδες από τό κρύο καί τήν πείνα. Οι Έλληνες όπου έβλεπαν καπνό πυροβολούσαν κάνοντας τή ζωή τών αποκλεισμένων ανυπόφορη. Τό χιόνι πύκνωνε καί άρχισε νά καλύπτει μέ τό λευκό του στρώμα κάθε σπιθαμή γής. Καί ενώ οι Τουρκαλβανοί ήταν εκτεθειμένοι στά στοιχεία τής φύσης, οι άνδρες τού Καραϊσκάκη έβρισκαν θαλπωρή στά σπίτια τής Αράχωβας. Ο Μουστάμπεης ήλπιζε ακόμα σέ μεντάτι (ενισχύσεις) καί δέν αποφάσιζε νά κάνει έξοδο. Τίς επόμενες νύκτες ο κρύος αέρας, τό "κατεβατό" πού έφερνε ο Παρνασσός καί τό χιόνι πού συνέχιζε νά πέφτει προκαλούσε πολλούς θανάτους ανάμεσα στούς άνδρες του.

Οι πυροβολισμοί τών Ελλήνων έφεραν τελικά τό πιό απρόσμενο αποτέλεσμα αφού τραυματίστηκε θανάσιμα ο ίδιος ο Μουστάμπεης. Ένα βόλι, τό οποίο ήρθε από πολύ μακριά καί σύμφωνα μέ τούς ντόπιους προήλθε από τόν Αραχωβίτη Στεργίου, τού τρύπησε τό κρανίο. Ο Μουστάμπεης αποσύρθηκε στή σκηνή του καί πρίν ξεψυχήσει έδωσε εντολή στόν αδελφό του Καριοφίλμπεη, νά μήν επιτρέψει νά πέσει τό κεφάλι του στά χέρια τών γκιαούρηδων. Ο Αλβανός πού προκάλεσε τόσα δεινά στήν φρουρά τού Μεσολογγίου κατά τήν υποχώρησή της, έβρισκε τόν τιμωρό του. Πολλοί από τούς άνδρες τού Καραϊσκάκη ανήκαν στούς διασωθέντες τής εξόδου τού Μεσολογγίου καί περίμεναν ανυπόμονα νά αποτελειώσουν τούς Αλβανούς τού Μουστάμπεη μέχρι καί τόν τελευταίο. Οι Αλβανοί όταν αργότερα θά σήκωναν τά χέρια τους νά ζητήσουν έλεος θά φώναζαν: "Δέν ήμουν στό Μεσολόγγι! Δέν ήμουν στό Μεσολόγγι!".

Κάποιοι Αλβανομακεδόνες Γκέκηδες αποφάσισαν κρυφά από τόν Κεχαγιάμπεη νά κάνουν γιουρούσι (επίθεση) μέ τά σπαθιά στό χέρι καί νά διαφύγουν πρός τόν Παρνασσό. Πράγματι τή νύκτα τής 24ης Νοεμβρίου 1826, εξακόσιοι Γκέκηδες έσπασαν τόν κλοιό παρασύροντας πίσω τους καί τό υπόλοιπο τουρκικό στράτευμα. Μόλις ειδοποιήθηκε ο Καραϊσκάκης, πρόσταξε όλους τούς στρατιώτες του νά βγούν από τά σπίτια καί νά ακολουθήσουν τούς Τουρκαλβανούς. Πολλοί ήταν εκείνοι πού δίσταζαν νά αφήσουν τήν ζέστη τής φωτιάς, δυσπιστώντας στήν είδηση τής φυγής τών Τούρκων.

Τελικά οι φωνές τού αρχηγού καί η υπόσχεση γιά αμοιβή γιά κάθε κομμένο τούρκικο κεφάλι, έπεισαν καί τόν τελευταίο στρατιώτη νά πάρει τά όπλα του καί νά κυνηγήσει τούς Τούρκους. Τά ντουφέκια όμως δέν λειτουργούσαν από τό κρύο. Ό,τι γινόταν γινόταν αθόρυβα, καθώς οι παγωμένοι μουσουλμάνοι δέν μπορούσαν νά κινηθούν γρήγορα αφού υπέφεραν από τά κρυοπαγήματα καί η μάχη εξελίχθηκε σέ μία ανηλεή σφαγή. Τό γιαταγάνι καί τό χαρμπί (μαχαίρι) δούλευαν αδιάκοπα καί τά τούρκικα κεφάλια πότιζαν μέ τό αίμα τους τό κατάλευκο χιόνι. Πολλοί Τουρκαλβανοί έκαναν τούς πεθαμένους γιά νά γλυτώσουν τό μαχαίρι καί οι Έλληνες τούς έβγαζαν τά ρούχα, μέ αποτέλεσμα νά βρίσκουν αργό καί οδυνηρό θάνατο θαμμένοι μέσα στό χιόνι πού έστελνε ο Παρνασσός. Τό όρος πού δεσπόζει πάνω από τόν ιερό χώρο τών Δελφών δέν άντεχε άλλο τήν παρουσία τών βαρβάρων. Δέν άντεχε άλλο ούτε τή γλώσσα τους, ούτε τή θρησκεία τους, ούτε τή θηριωδία τους.

Ο Καραϊσκάκης πού δέν άκουγε πυροβολισμούς απελπίστηκε καί πίστεψε ότι οι εχθροί είχαν ξεφύγει. Κανένας δέν συνειδητοποίησε τήν έκταση τής σφαγής, καθώς οι Τουρκαλβανοί κρύβονταν μέσα στό χιόνι πού συνέχιζε νά πέφτει ασταμάτητα καί μή έχοντας τή δύναμη νά σηκωθούν, άφηναν εκεί τήν τελευταία τους πνοή. Τό χιόνι σκέπασε εκατοντάδες πτώματα, τά οποία θά τά ανακάλυπταν οι Αραχωβίτες τήν άνοιξη καί μαζί θά ανακάλυπταν καί οι υπόλοιποι Έλληνες τό μέγεθος τού μακελειού τών Οθωμανών. Ο Κεχαγιάμπεης, πού ήταν γέρος δέν μπορούσε νά τρέξει καί παρακάλεσε στά τουρκικά νά τού χαρίσουν τήν ζωή. Τέτοια ήταν καί η εντολή τού Καραϊσκάκη. Τούς αξιωματικούς τούς ήθελε ζωντανούς γιά νά τούς ανταλλάξει μέ Έλληνες αιχμαλώτους. Μά οι Έλληνες πού τόν συνάντησαν δέν γνώριζαν τά τούρκικα καί τού πήραν τό κεφάλι.

Γεώργιος Καραϊσκάκης, λιθογραφία του Karl Krazeisen (Πηγή: wikimedia)

«Ο Μουσταφάμπεης διαλύσας ταχύτατα τήν εις Ταλάντι εκστρατείαν τών Ολυμπίων, ενωθείς καί μέ τόν Κεχαγιάμπεην τού Κιουταχή, απεφάσισε νά διαβή εις Σάλωνα διά νά βοηθήση τούς εκεί πολιορκουμένους από τόν Γεώργιον Δυoβουνιώτην καί Νάκον Πανουργιά. Επ' αυτώ τώ σκοπώ ήλθε μέ όλον τό στράτευμα εις Δαύλειαν καθ' ην ημέραν έφθασαν καί τά υπό τόν Καραϊσκάκην στρατεύματα εις Δίστομον. Ο Μουσταφάμπεης έμεινε τήν νύκτα ταύτην εις τό επάνωθεν τής Δαύλειας μοναστήριον επονομαζόμενον τής Ιερουσαλήμ καί εκεί ομιλών μέ τούς περί αυτόν ανέφερεν ότι τήν επομένην ημέραν έμελλε νά διαβή από τήν Αράχωβαν διά νά υπάγη εις Σάλωνα. Ακούσας τούτο είς τών διακόνων τού μοναστηρίου, ειδήμων τής αλβανικής γλώσσης, μεταβαίνει τήν νύκτα εις Δίστομον καί τό αναγγέλλει εις τόν Καραϊσκάκην. Ολίγον πρό τού μεσονυκτίου έλαβεν ο Καραϊσκάκης τήν είδησιν ταύτην καί αμέσως διώρισε τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν καί Γεώργιον Βάιον μέ πεντακοσίους στρατιώτας νά υπάγωσιν εις Αράχωβαν, νά προκαταλάβωσι τά οχυρώτερα μέρη αυτής καί νά κτυπήσωσι τούς εχθρούς, άν επιχειρήσωσι νά διαβώσι. Συγχρόνως έστειλε καί καραούλια διά νά τόν ειδοποιήσωσι πότε καί πόθεν έμελλον νά διαβώσιν οι εχθροί, διά νά κινηθή εναντίον των.

Τήν επομένην ημέραν τό πρωί οι εχθροί διηρέθησαν εις δύω καί τό μέν πεζικόν διέβη διά τινος στενής οδού, η οποία φέρει από τό μοναστήριον εις Αράχωβαν, τό δέ ιππικόν καί τά φορτηγά διά τού Ζεμενού. Άμα ανήγγειλαν αι σκοπιαί τό κίνημα τών εχθρών, ο Καραϊσκάκης απέστειλε τόν Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου νά υπάγη εις βοήθειαν τών προαποσταλέντων εις Αράχωβαν από τινα δρόμον διά τού βουνού τού Διστόμου. Αυτός δέ μετ' ολίγον παραλαβών περίπου οκτακοσίους στρατιώτας χωρίς αποσκευάς εκίνησε πρός τόν Ζεμενόν, όθεν είχον ήδη διαβή οι εχθροί διευθυνόμενοι πρός Αράχωβαν.

Τό πεζικόν τών εχθρών, ενώ επλησίαζεν εις Αράχωβαν, ειδοποιήθη από τινας τών κατοίκων ότι φυλάττεται τό χωρίον από στρατιώτας Έλληνας, μαθών όμως συγχρόνως τήν ολιγότητα αυτών, έλαβε θάρρος καί ώρμησε πρός τό χωρίον. Οι Έλληνες κλεισμένοι εις τήν εκκλησίαν τού Αγίου Γεωργίου καί εις τάς οχυρωτέρας οικίας, αντέκρουσαν τήν ορμήν των καί επολέμησαν τρείς περίπου ώρας. Έμβαινον ήδη εις τήν Αράχωβαν καί οι διά Ζεμενού διαβάντες Τούρκοι, όταν οι μέν υπό τόν Χριστόδουλον επλησίαζον εις τό χωρίον από τό αντικρινόν μέρος, ο δέ Καραϊσκάκης είχεν ήδη διαβή τόν Ζεμενόν. Οι Τούρκοι είτε διότι δέν ήλπιζον νά υπάρχη εις τούτο τό μέρος τοιαύτη ελληνική δύναμις, είτε διότι δέν ήσαν εις καλήν τάξιν, εδειλίασαν. Μόλις αντεστάθησαν ολίγον εις τήν πρώτην προσβολήν τών Ελλήνων καί αμέσως ετράπησαν εις φυγήν πρός τό μέρος τών Σαλώνων. Απαντώσιν όμως καί εκείθεν ερχομένους τόν Γεώργιον Δυoβουνιώτην, Νάκον Πανουργιάν καί Γιαννούσην. Μή δυνηθέντες λοιπόν νά προχωρήσωσι καί καταδιωκόμενοι όπισθεν από τούς περί τόν Καραϊσκάκην, εστράφησαν πρός τό μέρος τού Παρνασσού καί συνήλθον όλοι ομού μέ τάς αποσκευάς των καί τά ζώα των εις ένα λόφον επάνωθεν τής Αράχωβας, ωχυρωμένον προχείρως πρό τινος καιρού παρά τών εντοπίων. Οι δέ Έλληνες καταλαβόντες τάς περί αυτό τό μέρος θέσεις έστησαν πολιορκίαν. Εις τήν μάχην ταύτην από μέν τούς Έλληνας δέν εφονεύθη κανείς, επληγώθησαν όμως έξ, από δέ τούς εχθρούς εφονεύθησαν έως δέκα, εν οις καί είς ευνοούμενος υπηρέτης τού Μουσταφάμπεη, επληγώθησαν δέ έως τριάκοντα.

Οι Έλληνες μή έχοντες αποσκευάς μαζύ των καί όντες γυμνοί, καθώς εκίνησαν από Δίστομον, δέν ημπόρεσαν διά τήν υπερβολικήν ψύχραν νά διαμείνωσιν εις τήν πολιορκίαν. Κατ' αρχάς εσυναλλάχθησαν, αλλ' έπειτα μή δυνάμενοι ν' απαντήσωσι τό κρύος ουδέ κατ' αυτόν τόν τρόπον, άφησαν διόλου τήν πολιορκίαν καί μετέβησαν εις τάς οικίας τής Αράχωβας, όπου διενυκτέρευσαν άγρυπνοι, απαντώντες τήν υπερβολήν τού κρύους μέ τάς φωτίας καί τόν οίνον. Οι Τούρκοι τήν νύκτα εκείνην ηδύναντο ν' αναχωρήσωσιν αβλαβείς ή μέ ολίγην ζημίαν πρός όποιον μέρος ήθελον αποφασίσει. Αλλ' οι αρχηγοί των δέν κατεδέχθησαν, έγραψαν δέ εις όλα τά πέριξ εχθρικά στρατόπεδα καί εις τόν ίδιον Κιουταχήν νά τούς πέμψωσιν όσον τό δυνατόν ταχύτερον νέας δυνάμεις διά νά διορθώσωσι τό συμβάν εις αυτούς ατύχημα. Πρό πάντων επέμεινεν ο Κεχαγιάμπεης, ών φιλότιμος καί επιστηριζόμενος εις τήν πρός αυτόν αγάπην τού Κιουταχή.

Τήν επομένην ημέραν, πρίν ακόμη ανατείλη ο ήλιος, ο Καραϊσκάκης ετοποθέτησε περί τούς εχθρούς όλον τό ελληνικόν στράτευμα, τό οποίον δέν τούς άφηνε πλέον ουδέ κεφαλήν νά προβάλωσιν έξω από τό οχύρωμά των. Αφ' ού δέ συνήχθησαν εις Αράχωβαν καί όσοι είχον απομείνη εις Δίστομον καί όσοι ήσαν εις τήν πολιορκίαν τών Σαλώνων καί ήλθε καί ο Δημήτριος Μακρής μέ τούς περί αυτόν, ο Καραϊσκάκης απέστειλε μέρος τού στρατεύματος εις Ζεμενόν καί μέρος εις τήν οδόν τήν φέρουσαν εις τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ διά νά εμποδίσωσι τάς βοηθείας, αι οποίαι έμελλον νά έλθωσιν εις τούς εχθρούς. Άμα έφθασεν εις τά διάφορα τουρκικά στρατόπεδα η είδησις τού αποκλεισμού τού Μουσταφάμπεη καί Κεχαγιάμπεη καί αι προσκλήσεις αυτών διά νά δράμωσιν εις βοήθειάν των, διάφορα σώματα εκίνησαν πρός Αράχωβαν, καί από μέν τό μέρος τού Ζεμένου ήρχοντο έως οκτακόσιοι Τούρκοι οδηγούμενοι από τινα Αμπτουλάν Αλβανόν. Οι φυλάττοντες τήν διάβασιν ταύτην Έλληνες αποσυρθέντες εις τάς δύω πλευράς, άφησαν τούς εχθρούς νά εισέλθωσιν εις τό στενόν, έπειτα εφορμήσαντες από τάς δύω πλευράς τούς έτρεψαν εις φυγήν, εφόνευσαν υπέρ τούς πεντήκοντα, ήρπασαν μερικά φορτία καί τούς λοιπούς κατεδίωξαν ικανόν διάστημα πρός τήν Δαύλειαν. Οι δέ διά τού μοναστηρίου τής Ιερουσαλήμ ερχόμενοι δέν ετόλμησαν, ουδέ κάν νά δοκιμάσωσι τήν διάβασιν, αλλ' ελθόντες εις λόφον τινά όπου ήτον δυνατόν να τούς ιδώσιν οι πολιορκούμενοι, επυροβόλησαν μόνον χωρίς νά προχωρήσωσιν. Όταν οι πολιορκούμενοι είδον τόν πυροβολισμόν, είτε διότι ήτον τούτο σύνθημα εξόδου, είτε διότι εμψυχώθησαν, εδοκίμασαν νά εξέλθωσιν από τό περίφραγμα των πρός τό μέρος τής Ιερουσαλήμ. Από τό κίνημα τούτο τών εχθρών εταράχθησαν τινές τών Ελλήνων, οι οποίοι εφύλαττον τό πρός τόν Παρνασσόν μέρος, καί ανακατώθησαν ως διά φυγήν. Αλλ' ο Καραϊσκάκης δραμών αυτοπροσώπως πρός τούτο τό μέρος, τούς μέν Έλληνας εμψύχωσε, τούς δέ πολιορκουμένους αντέκρουσε καί δέν άφησε νά εξέλθωσιν. Μετά τούτο διευθύνθη αμέσως μέ τινας στρατιώτας πρός τό μέρος όπου επυροβόλησαν οι εχθροί, διά νά απαντήση καί τούτων τήν ορμήν, αλλ' αυτοί δέν ετόλμησαν νά προχωρήσωσι.

Οι Τούρκοι στενοχωρούμενοι μεγάλως από τήν έλλειψιν νερού καί τροφών, απελπισθέντες τού νά λάβωσι βοήθειαν από τά πλησίον στρατόπεδα, επρόβαλον εις τόν Καραϊσκάκην νά τούς συγχωρήση τήν έξοδον. Αυτός εδέχθη μέν τό πρόβλημα τούτο, αλλ' εζήτησε νά παραδοθώσιν εις αυτόν αι πόλεις Λεβαδείας καί Σαλώνων καί διά τήν ασφάλειαν τής εκτελέσεως νά μείνωσιν ενέχυρα εις αυτόν οι δύο αρχηγοί τού εχθρικού στρατεύματος, ο Μουσταφάμπεης καί ο Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί τών Τούρκων ελπίζοντες ακόμη εις τήν βοήθειαν τού Κιουταχή δέν εδέχθησαν τούτο τό πρόβλημα, τό οποίον καί άλλως δέν εσυμβιβάζετο μέ τήν φιλοτιμίαν των καί μέ τήν πολιτικήν τής αυλής των.

Αλλ' η προσδοκωμένη βοήθεια τού Κιουταχή δέν εφαίνετο καί ο καιρός προχωρών κατέσταινεν αφορήτους τάς ελλείψεις των. Τό δέ χειρότερον, αι συμβάσαι βροχαί τήν 22αν, 23ην καί 24ην τού Νοεμβρίου καί η παρακολουθήσασα χιών τούς έφεραν εις τόν έσχατον βαθμόν τής απελπισίας. Καί άλλο όχι μικρόν δυστύχημα τούς κατετάραξε καθ' υπερβολήν. Ο Μουσταφάμπεης περιερχόμενος καί εμψυχώνων τούς Τούρκους, επήγεν εις έν μέρος, τό οποίον εκτυπάτο συνεχέστερον από τούς Έλληνας, καί διά νά ενθαρρύνη τούς εν αυτώ εκάθισε καί ετουφέκιζεν ο ίδιος, αλλά μή προφυλαττόμενος όσον έπρεπε πληγώνεται εις τήν κεφαλήν από βόλι ελληνικόν, τό οποίον, ως ερχόμενον από μακρινόν μέρος, δέν εφάνη κατ' αρχάς θανατηφόρον, τό κρύος όμως καί η έλλειψις τών αναγκαίων καί τής ανηκούσης περιποιήσεως τό κατέστησαν τοιούτον, ώστε οι Τούρκοι, άν καί ο Κεχαγιάμπεης τούς ενεθάρρυνεν, ότι είν' αδύνατον νά μήν φθάση βοήθεια παρά τού Κιουταχή, και τούς παρεκάλει νά επιμείνωσιν ολίγον ακόμη εις τά δεινά, δέν είχον πλέον προθυμίαν νά υπακούσωσιν, ήτον δέ τώ όντι τρομερά η κατάστασίς των.

Περιωρισμένοι εις στενώτατον τόπον, τού οποίου τό έδαφος αποκατέστη λασπωδέστατον διά τάς συνεχείς βροχάς καί διά τό πλήθος τών ζώων, τά οποία ήσαν κλεισμένα ομού μέ αυτούς, δέν ηδύναντο νά έχωσι κανέν είδος αναπαύσεως, ουδέ κάν νά καθίσωσι καί νά εξαπλωθώσι, στερημένοι τροφών, ποτών καί ξύλων, δέν είχον κανέν μέσον τού νά αποφύγωσι τήν υπερβολήν τής ψύχρας, η οποία από στιγμήν εις στιγμήν απέβαινε σημαντικωτέρα καί επαισθητοτέρα. Πολλών είχον ήδη βλαφθή οι πόδες από τόν παγετόν καί τήν υγρασίαν καί ο θάνατος, ο οποίος είχεν ήδη αρχίσει νά ολιγοστεύη τόν αριθμόν των, παρουσιαζόμενος ως απαραίτητος εις τά όμματα εκάστου, ενέπνεε τρομεράν αθυμίαν. Ό,τι όμως εκορύφωσε τάς δυστυχίας των ήτον η υπερβολική χιών, η οποία άρχισε νά πίπτη τήν 24ην τού Νοεμβρίου τού 1826 καί τούς επαπειλούσε νά τούς ενταφιάση ζωντανούς.

Τοιαύτα δεινά μήν ημπορούντες πλέον νά υπομείνωσιν, ώρμησαν εις φυγήν πρός τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ. Έγεινε δέ η αρχή από τούς Γκέκηδες. Η υπερβολή τού χειμώνος, η οποία ηνάγκασε τούς εχθρούς νά αποφασίσωσι τήν φυγήν, έκαμε καί τούς Έλληνας νά παραιτήσωσι τάς περί τό τουρκικόν στρατόπεδον θέσεις των καί νά συνέλθωσιν εις τάς οικίας τής Αράχωβας, ολίγοι δέ μόνον διέμεινον ως φυλακή. Συνέβη δέ πρίν τής εξόδου τών εχθρών νά κοινοποιηθή ψευδώς ότι έφυγον οι πολιορκούμενοι. Οι Έλληνες έδραμον αμέσως πρός τό εχθρικόν στρατόπεδον, αλλ' ιδόντες ότι οι εχθροί διέμεινον εις τάς θέσεις των, επέστρεψαν οπίσω εις τάς κατοικίας των. Όταν δέ συνέβη αληθώς η φυγή, πολλοί μή δίδοντες πίστιν δέν εξήλθον εις καταδίωξιν, μ' όλον ότι ο ίδιος Καραϊσκάκης εφώναξεν αναγγέλλων τήν φυγήν καί παρακινών ονομαστί τούς σημαντικωτέρους τού στρατεύματος διά νά εξέλθωσιν εις καταδίωξιν.

Ο Γαρδικιώτης Γρίβας καί ο Χριστόδουλος Χατζή Πέτρου, οι οποίοι ήσαν φυλακή κατ' εκείνην τήν ημέραν εις τό μέρος όπου έκαμαν τό κίνημα οι εχθροί, μή έχοντες περισσοτέρους τών τριάκοντα στρατιωτών, δέν ηδυνήθησαν ν' απαντήσωσι τήν ορμήν των. Υποχωρήσαντες λοιπόν ολίγον κατώτερον τής οδού καί αναγγείλαντες εις τόν Καραϊσκάκην τό πράγμα, έμειναν ούτως, έως ού διέβη τό πλειότερον μέρος τών εχθρών. Έπειτα δέ αφ' ού συνήλθον καί άλλοι πολλοί ομού μέ αυτούς, ώρμησαν εις τό μέσον τών εχθρών καί διεχώρισαν τούς όπισθεν ερχομένους. Καταδιώκοντες δέ τούς φεύγοντας, εφόνευον όχι κατά σειράν τόν πρώτον απαντώμενον, αλλ' όποιον έβλεπον ικανώτερον νά διασωθή, τούς δέ λοιπούς τούς άφηνον θύματα τών όπισθεν ακολουθούντων Ελλήνων. Δέν μετεχειρίσθησαν πυροβόλα διόλου εις ταύτην τήν συμπλοκήν, διότι αποκατέστησαν άχρηστα διά τήν υπερβολήν τής χιόνος. Δύο ώρας πρό τής δύσεως τού ηλίου έκαμαν αρχήν τής φονικωτάτης ταύτης καταδιώξεως οι Έλληνες, επέμειναν δέ έως μίαν ώραν τής νυκτός, καί τότε επέστρεψαν.

Άλλος όμως εχθρός σκληρότερος επέπεσεν εις τούς Τούρκους τούς διαφυγόντας τήν ελληνικήν μάχαιραν. Αδυνατισμένοι από τήν κακοπάθειαν καί αποκαμωμένοι από τήν βίαν τής φυγής καί τόν δρόμον, μόλις εκάθοντο διά ν' αναπαυθώσι, καί αμέσως επάγωναν καί δέν ήσαν πλέον ικανοί νά σηκωθώσι καί νά κινηθώσιν, αλλ' απέθνησκον εις τήν οποίαν ήθελον ευρεθή στάσιν. Ο Καραϊσκάκης, μή ακούων κρότον πυροβόλων εις τήν καταδίωξιν καί επειδή οι φυλάττοντες τόν πρός τό μοναστήριον δρόμον είχον πρό ολίγου αναχωρήσει από τάς θέσεις των διά τήν υπερβολήν τής ψύχρας, ενόμισεν ότι οι Τούρκοι διέφυγον αβλαβείς. Επαρακινούσε μ' όλον τούτο τούς Έλληνας καί τούς απέστελλεν εις τήν καταδίωξιν· ήτον όμως εις μεγίστην αθυμίαν καί λύπην. Τόσον δέ παράδοξος τού εφάνη η καταστροφή τών εχθρών, όταν επιστρέφοντες τινές μέ λάφυρα τήν ανήγγειλαν, ώστε επήγε καί ο ίδιος αρκετόν διάστημα διά νά ίδη μέ τά ίδιά τού όμματα άν τώ όντι ήτον τοιαύτη, οποίαν τήν επερίγραφον.

Οι φονευθέντες εκείνην τήν εσπέραν εχθροί ήσαν έως 600, επιάσθησαν δέ καί πολλοί ζώντες, αλλά μόλις έως πενήντα ημπόρεσε νά διασώση ο Καραϊσκάκης· οι λοιποί όντες βλαμμένοι εις τούς πόδας από τό υπερβολικόν κρύος απέθανον μετ' ολίγον· εχάθησαν δέ καί οι δύο αρχηγοί τού στρατοπέδου τών εχθρών, καί τάς κεφαλάς των έφερον οι στρατιώται εις τόν Καραϊσκάκην εις πίστωσιν. Ο Καραϊσκάκης ελπίζων πάντοτε ως ενδεχομένην τήν συμβάσαν καταστροφήν τών εχθρών, είχεν υποσχεθή σημαντικάς αμοιβάς εις τόν όστις ήθελε δυνηθή νά συλλάβη ζώντα κανένα από τούς δύο τούτους αρχηγούς, αλλά δέν επέτυχεν, επειδή ο μέν Κεχαγιάμπεης μή δυνάμενος νά κάμη γνωστόν τόν εαυτόν του εις τούς Έλληνας διά τήν άγνοιαν τής γλώσσης των, εφονεύθη ολίγον μακράν από τό οχύρωμα τών Τούρκων. Ο δέ Μουσταφάμπεης είχεν αποκεφαλισθή εις τόν καιρόν τής εξόδου από τόν ίδιον αδελφόν του, διά νά μήν συλληφθή ζών από τούς Έλληνας, μή ών εις κατάστασιν νά φύγη ομού μέ τούς λοιπούς, τήν δέ κεφαλήν του παρέδωκεν εις τινας τών οικείων του διά νά τήν λάβωσι μαζύ των καί νά μή γενή γνωστός εις τούς Έλληνας, αλλ' αυτοί μή δυνάμενοι, φαίνεται, νά τήν διασώσωσι, τήν έρριψαν καθ' οδόν, όπου τήν εύρον οι στρατιώται οι οποίοι τήν μετεκόμισαν εις τόν Καραϊσκάκην.

Απ' όλον τό εχθρικόν σώμα, τό οποίον υπερέβαινε τούς 1800, μόλις διεσώθησαν έως τριακόσιοι καί εκ τούτων όχι όλοι υγιείς. Εκυρίευσαν δέ οι Έλληνες είκοσι τρείς σημαίας, όλας τάς αποσκευάς καί όλα τά ζώα τών εχθρών. Μ' όλον ότι τρείς ημέρας κατά συνέχειαν οι Έλληνες διά τήν επιθυμίαν τών λαφύρων περιήρχοντο ερευνώντες εις τά μέρη όπου ήτον ελπίς ότι διεσπάρησαν οι εχθροί, πολλά πτώματα δέν ευρέθησαν, διότι εσκεπάσθησαν από τήν χιόνα, καί τούτο έδωκεν αιτίαν νά υποτεθή κατ' αρχάς η φθορά τών εχθρών όχι τόσον μεγάλη, όσον πραγματικώς ήτον. Ακολούθως όμως, λυομένης τής χιόνος καί ανακαλυπτομένων τών πτωμάτων, εγνώσθη τό μέγεθος τής φθοράς τών εχθρών. Από δέ τούς Έλληνας καθ' όλον τό διάστημα τής πολιορκίας καί τήν έξοδον τών εχθρών εφονεύθησαν μόνον δώδεκα καί επληγώθησαν έως είκοσι.

Ο Καραϊσκάκης αφ' ού διένειμεν εις τούς ανδραγαθήσαντας αναλόγους αμοιβάς ως πρός τά ολίγα μέσα τά οποία είχεν εις τήν εξουσίαν του, διέταξε νά εγερθή τρόπαιον εις Αράχωβαν από τάς κεφαλάς τών Τούρκων εν είδει πύργου. Τό έργον τούτο, λείψανον τής βαρβαρότητας τών ηθών, δέν έκρινε δι' άλλον λόγον αναγκαίον νά τό μεταχειρισθή, ειμή νά κάμη νά φανώσιν ένοχοι εις τούς Τούρκους οι κάτοικοι τού χωρίου καί νά χάσωσι τήν ελπίδα τού νά υποταχθώσι πάλιν εις τούς εχθρούς. Επέγραψαν δέ εις αυτό:

"Τρόπαιον τών Ελλήνων κατά τών βαρβάρων".»

Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης

 

«Μετά τήν εις τάς Θεσπιάς (Δόμβραινα) προρρηθείσαν μάχην, ενέκρινεν ο αρχηγός συναινέσει καί τών λοιπών στρατηγών ν' αφήσωσι τήν θέσιν εκείνην ως δυσάλωτον (δύσκολο νά αλωθεί), καί μικρόν συντείνουσαν εις τούς σκοπούς των, νά εισέλθωσι δέ εις τά ενδότερα παράλια τού Κορινθιακού Κόλπου, όπου η αλληλογραφία μετά τής Διοικήσεως εγίνετο ελευθερωτέρα, αι τροφαί καί πολεμοφόδια επέμποντο εις τό στρατόπεδον εγκαίρως καί ασφαλώς, καί οι κάτοικοι επρόσμενον ανυπομόνως τήν παρουσίαν τού αρχηγού διά τήν ξαναπόλαυσιν τής ελευθερίας των. Κατά τήν 14ην Νοεμβρίου 1826, καί δευτέραν ώραν τής νυκτός απήλθον εις τό χωρίον Χόστια, κείμενον κατά τούς μεσημβρινούς πρόποδας τού Ελικώνος, όπου εκοιμήθησαν εκείνην τήν νύκτα. Εγερθέντες τό πρωί διευθύνοντο διά τήν Άμβρωσον (Δίστομον) αφήσαντες εις τήν Μονήν τού Αγίου Σεραφείμ Δομπούς, εκατόν στρατιωτών φρουράν καί εξήκοντα, εις τήν τού Οσίου Λουκά έφθασαν πρό τής δύσεως τού ηλίου, καί τήν αυτήν νύκτα έπεμψεν ο αρχηγός διακόσιους πεντήκοντα στρατιώτας εις τήν Αράχωβαν, υπ' οδηγίαν τών οπλαρχηγών Αλέξη Γαρδικιώτου Γρίβα καί Γεωργίου Βάγια, υποπτευόμενος πάντοτε απροσδόκητον τινά επίθεσιν τών εχθρών, η οποία εσύγχιζεν έπειτα ουκ ολίγον τά σχέδια τών Ελλήνων.

Διέταξε πρός τούτοις τόν οπλαρχηγόν Γεώργιον Δυοβουνιώτην εις Δελφούς όντα νά υπάγη εις Αράχωβαν καί συσσωματωθή μετά τών προμνησθέντων οπλαρχηγών, κατά τήν 17ην Νοεμβρίου 1826, τετάρτη ώρα τής ημέρας, διέβη ο Μουστάμπεης μετά τού Κεχαγιάμπεη από τό Ζεμενόν μέ δύο χιλιάδας εκλεκτούς Τουρκαλβανούς καί διακόσιους ιππείς, διότι μετά τήν νίκην τής Αταλάντης, μαθών ότι ο Καραϊσκάκης εστράτευσε διά τά Σάλωνα, έδραμε νά προκαταλάβη τήν Αράχωβαν, τής οποίας η κράτησις εματαίωνε τάς ελπίδας τών Ελλήνων διά τά Σάλωνα. Μόλις εκοινοποιήθη η φήμη τής διαβάσεως πρός τούς Έλληνας παρά τίνος Διστομίτου, καί αμέσως διέταξεν ο αρχηγός νά κινηθώσιν οι Έλληνες, εκτός τριακοσίων, τούς οποίους εδιόρισε νά μείνωσιν εις φύλαξιν τού Διστόμου υπ' οδηγίαν τού οπλαρχηγού Σπύρου Μίλιου Χειμαρραίου.

Φθάσαντες μετά μίαν ήμισυ ώραν εις τήν πηγήν τού Ζεμενού, κειμένην πρός τό τέλος σχεδόν τής κοιλάδος, ήκουσαν τόν εις Αράχωβαν γινόμενον πόλεμον. Ο αρχηγός διέταξεν αμέσως τούς οπλαρχηγούς Γιώτην Δαγκλήν, Διαμάντην Ζέρβαν καί Χριστόφορον Περραιβόν νά διευθυνθώσι μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των εις τούς ανατολικούς πρόποδας τού Παρνασσού, καί προκαταλάβωσιν όσον τάχος μίαν στενωπόν φέρουσαν εις τήν Μονήν Ιερουσαλήμ. Αυτός λαβών τούς λοιπούς μετά τών οπλαρχηγών απήλθε διά τής δημοσίου οδού, πλησίον τής Αράχωβας επί τίνος λόφου παρ' οδόν, καί υπερκειμένου τών μύλων, ίσταντο κατά τήν διαταγήν πεντήκοντα ιππείς, τελούντες μάλλον χρέη σκοπιάς. Τούτους φθάσας ο αρχηγός μετά τινών ωκυπόδων (γρήγορων) στρατιωτών, εδίωξεν άνευ τινός αντιστάσεως. Εκεί εκάθησεν εωσού συναχθώσι καί αναπνεύσωσιν άπαντες, αναστάντες έπειτα εκινήθησαν μέ βήμα βραδύ, καί παράταξιν πολεμικήν κατά τού εχθρού.

Ο Μουστάμπεης διέταξεν εν σώμα πεντακοσίων καί επέκεινα Τουρκομακεδοναλβανών νά κτυπήσωσι τόν αρχηγόν, αυτός δέ μέ τό επίλοιπον τού στρατού, ιππικού, καί τών αποσκευών ωχυρώθη εις τινα λόφον υπερκείμενον τής Αράχωβας, καί κατασκευασμένον πρό τριών ετών παρά τού Οδυσσέως εν είδει περιβόλου. Εντεύθεν παρετήρει καί τόν έσωθεν τής Αράχωβας μετά τής φρουράς, καί τόν έξωθεν τών πεντακοσίων μετατεσκεύασαν υψηλότερον. Αλλ' εωσού νά τελεσθώσι ταύτα έδυ ο ήλιος, ο Παρνασσός άρχισε νά πνέη άνεμον ψυχρόν. Οι Έλληνες, διά νά επιταχύνωσι τήν πρός τούς συντρόφους των επικουρίαν, έδραμον χωρίς κάπες, χωρίς τροφήν, υγρότατοι από τόν ιδρώτα, απηυδισμένοι από τήν τρίωρον οδοιπορίαν καί επτάωρον πόλεμον. Ενέκριναν ν' αφήσωσι σκοπιάς μόνον περί τόν εχθρόν, αυτοί δέ νά εισέλθωσιν εις τάς οικίας διά νά αναπνεύσωσι καί θερμανθώσι καθ' όλην τήν νύκτα, άλλως έμελλον νά βλαφθώσι σημαντικώς διά τά ανωτέρω αίτια.

Κατά τήν δευτέραν λοιπόν ώραν τής νυκτός απέστησαν τής πολιορκίας μέ τόσην ησυχίαν καί αταραξίαν, ώστε οι εχθροί εστοχάζοντο τήν δι' όλης τής νυκτός έλλειψίν των διά στρατήγημα. Άν τήν ιδίαν νύκτα ανεχώρουν, δέν ήθελαν υποφέρη τήν παραμικράν ζημίαν παρά τών Ελλήνων, μέ τό νά ήσαν άπαντες εις τάς οικίας θερμαινόμενοι, πίνοντες οίνον χλιαρόν, τρώγοντες, δι' έλλειψιν άρτου, ελαίας προσφάτους, καί ως οψώνειον τήν ρήγανην. Ο Αρχηγός δι' όλης τής νυκτός, καταλύσας εις τόν ναόν τού Αγίου Γεωργίου, πλησίον όντα τού εχθρού, επαγρυπνεί φροντίζων διά τήν αδιάκοπον αλλαγήν τών σκοπιών, διατάττων αυτάς νά περιέρχονται φωνάζοντες πανταχόθεν τό "προσέχετε καλά, όλοι εις τά όπλα, όλοι έξυπνοι".

Κατά τό λυκαυγές όλοι οι οπλαρχηγοί μέ τούς υπό τήν οδηγίαν αυτών, διατάξαντος τού αρχηγού αφ' εσπέρας, παρευρέθησαν πολιορκούντες τόν εχθρόν τακτικώς. Έκαστος αυτών εφιλοτιμείτο νά φυλάξη τήν εμπιστευθείσαν αυτώ θέσιν μ' όλην του τήν προσοχήν, καί κίνδυνον τής ζωής του. Ο Μουστάμπεης καί Κεχαγιάμπεης, αν καί γνωστοί διά τήν ανδρείαν, έτρεφον μολαταύτα καί βεβαίας ελπίδας, έτι δέ μάλλον ο δεύτερος, ότι ο Κιουταχής έμελλε νά τούς σώση από τόν κίνδυνον καί μέ τήν προσωπικήν του παρουσίαν, άν η ανάγκη τό εκάλει κατά τούτο δέν ηπατήθησαν, διότι μεθ' ημέρας πέντε έπεμψε χιλίους πεντακόσιους Μακεδόνας καί Αλβανούς εις βοήθειάν των, καί υπ' οδηγίαν Αλβανού τινός, Αβδουλά Αγά, η εις τό στενόν τού Ζεμενού παραφυλάσσουσα ελληνική φρουρά, συγκειμένη εκ τριακοσίων στρατιωτών καί οδηγούμενη παρά τών οπλαρχηγών Διαμαντή Ζέρβα καί Λάμπρου Ζάρμπα Σουλιωτών, ιδούσα τήν εμπροσθοφυλακήν εισερχομένην διά τού στόματος τού στενού, ώρμησεν αμέσως κατ' αυτής· μή δυνάμενοι οι Τούρκοι νά παραταχθώσιν εις μάχην διά τήν στενότητα τού τόπου, μετά μικράν καί ανώμαλον ανθίστασιν ετράπησαν εις φυγήν, αφήσαντες τριάκοντα πέντε πτώματα, εκτός τών πληγωθέντων, καί ολίγα φορτηγά ζώα. Εκ τών Ελλήνων ουδείς επληγώθη.

Ακούσαντες οι πολιορκούμενοι τόν κρότον τού πυροβολισμού επρόσμενον ανυπόμονως καί τήν σωτηρίαν των, καί τήν φθοράν τών Ελλήνων. Πληροφορηθέντες δέ τήν παύσιν τού πολέμου καί τήν χαράν τών Ελλήνων διά τήν νίκην, απελπίσθησαν, διό καί εβίασαν οι στρατιώται τούς αρχηγούς αυτών νά ζητήσωσι συνθήκην μέ τούς 'Ελληνας. Δέν τούς έφερεν εις απελπισίαν μόνη η νίκη τών Ελλήνων τόσον, όσον τό υπερβολικόν ψύχος, η ακατάπαυστος βροχή, η πείνα, η δίψα, τό καταλασπωμένον έδαφος, τά οποία από στιγμήν εις στιγμήν εγνωρίζοντο επαισθητότερα εις αυτούς, καί επομένως αφόρητα.

Τό πρόβλημα τής συνθήκης εδέχθη εις τόν αρχηγόν, όστις καί αμέσως διέταξε τούς οπλαρχηγούς Χριστόφορον Περραιβόν καί Ιωάννην Ρούκην εκ μέρους τών Ελλήνων, ο δέ Μουστάμπεης τόν χιλίαρχον Χότον Λέγκαν Αλβανόν, καί εκατόνταρχον Σουλεμάν Τόσκα, διά νά πραγματευθώσι περί συνθήκης. Εξελθόντες οι δεύτεροι τού οχυρώματος κατήλθον πλησίον τής έξω τής κωμοπόλεως παρακείμενης πηγής. Εκεί καθήσαντες όλοι ομού, άρχισαν, μετά τόν συνήθη χαιρετισμόν, νά εμβαίνωσιν εις τήν υπόθεσιν. Πρώτος ο Λέγκας εξηγήθη ως εφεξής.

- "Ημείς εκινήσαμεν από τήν Λιβαδείαν μέ σκοπόν διά νά σάς χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δέν ήθελε καί χωρίς τό θέλημα του δέν γίνεται τίποτε εις τόν κόσμον. Διά τόν κακόν μας λοιπόν σκοπόν αρκετά μάς επαίδευσε, καί μάς εντρόπιασε. Τώρα η υπόθεσις αύτη εις ημάς τούς ιδίους στέκεται νά ισάσωμεν τέτοια ανακατώματα κοσμικά, επειδή ημείς οι ίδιοι τά κάμνομεν, καί άν σήμερον εσφάλλαμεν ημείς, αύριον σφάλλετε εσείς, ο κόσμος αυτά έχει πάντοτε. Σάς παρακαλούμεν λοιπόν νά μάς αφήσετε ελευθέρους μέ τά όπλα νά υπάγωμεν εις τό Ζητούνι. Όσα ζώα καί περιττά πράγματα έχομεν μαζί μας, όλα σάς τά δίδομεν μ' ευχαρίστησίν μας, καί διά πίστιν τής συμφωνίας μας ζητούμεν νά μάς δώσετε πέντε καπεταναίους καλούς, καί νά λάβετε καί σείς άλλους τόσους σημαντικούς Τούρκους, έως νά φθάσωμεν εις τό Ζητούνι ασφαλείς, καί τότε λαμβάνει καθείς οπίσω τούς ιδικούς του καί σιμά εις όσα σάς είπαμεν, σάς υποσχόμεθα καί φιλίαν παντοτινήν".

Τοιαύτα καί τοσαύτα ειπών ο Λέγκας, ήκουσεν επομένως τήν εφεξής απόκρισιν:

- "Αληθώς, φίλε Λέγκα, είπες ότι ο σκοπός σας ήτο κακός, ημείς σέ λέγομεν ακόμη ότ' είναι καί παράνομος, καί ασεβής, διότι τί κακόν σάς εκάμαμεν καί μας πολεμάτε; πότε ήλθαμεν εις τόν τόπον σας νά σάς βλάψωμεν; ημείς δέν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά τήν ελευθερίαν μας, τήν οποίαν ο Θεός εχάρισεν εις κάθε άνθρωπον νά τήν χαίρεται εν όσω ζή χωρίς νά βλάψη τόν γείτονά του. Σείς, αγωνιζόμενοι νά μάς τήν σηκώσετε δέν κάμνετε άλλο, παρά νά καταπατήτε τή Θεϊκήν απόφασιν. Όσον δέ διά τήν οποίαν ζητείτε συνθήκην, ημείς τήν δεχόμεθα, κατά τήν διαταγήν τού αρχηγού μας, μέ τά εφεξής κεφάλαια:

Η ζωή σας θέλει είναι ελευθέρα καί απείρακτος από μικρού έως μεγάλου επειδή ούτε η συνείδησίς μας, ούτε η θρησκεία μας συγχωρούσι νά βλάψωμεν τούς όσους μάς ζητούν συγχώρησιν. Πρό τής αναχωρήσεώς σας νά μάς παραδώσετε τά Σάλωνα καί Λειβαδείαν. Η αναχώρησίς σας δέν συγχωρείται έως εις τό Ζητούνι, αλλά νά υπάγη έκαστος εις τά ίδια. Όσα όπλα καί χρήματα, φέρετε επάνω σας από μικρού έως μεγάλου, φορέματα διπλά, ζώα παντός γένους καί όλα τά κινητά, θέλετε τά παραδώσει εις όποιον επιτροπήν διατάξη ο αρχηγός μας. Διά τήν ασφαλή εκτέλεσιν τών διαληφθέντων κεφαλαίων ζητούμεν εκ μέρους σας ομήρους τόν Καροφίλμπεην, αδελφόν τού Μουστάμπεη, καί τόν Κεχαγιάμπεην. Εσείς δέ έχετε τήν άδειαν νά ζητήσετε οποίους οπλαρχηγούς θέλετε. Αυτά είναι, φίλε Λέγκα καί Σουλεμάν Αγά, τά εκ μέρους τού αρχηγού μας καί λοιπών οπλαρχηγών ζητήματα, εις τά οποία δέν συγχωρείται καμία συγκατάβασις. Εάν τά δέχεσθε, ημείς είμεθα έτοιμοι νά τά εκτελέσωμεν αμέσως· τό εναντίον δέ πάλιν αρχίζομεν τόν πόλεμov καί ο Θεός, όποιον γνωρίζει άδικον, ας τόν παιδεύση".

Περίλυποι καί κατηφείς εγένοντο αμφότεροι, ακούσαντες τών Ελλήνων τά ζητήματα, πολύ περισσότερον αφού εβεβαιώθησαν ότι δέν τούς γίνεται καμία συγκατάβασις. Ο Λέγκας, έπειτα από ικανάς διαφιλονικήσεις, απεκρίθη ότι δέν έχει τήν πληρεξουσιότητα νά επικυρώση τά διαληφθέντα κεφάλαια, παρά νά τά προσφέρη εις τούς αρχηγούς του, εις τών οποίων τήν θέλησιν εξαρτάται η απόφασις. Κατ' αυτόν τόν τρόπον διελύθη η συνέντευξις αμφοτέρωθεν, καί οι μέν Τούρκοι επιστρέψαντες εις τό στρατόπεδόν των εξεφράσθησαν τά ωμιληθέντα, οι δέ Έλληνες ανέμενον τήν απόκρισιν τών Τούρκων, ήτις μετά δύο ωρών παρέλευσιν εδόθη βροντοφώνως διά τινός Τούρκου, ως εφεξής. "Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος".

Ο αρχηγός, ακούσας τήν απόκρισιν, διέταξεν ευθύς νά παρευρεθώσιν εις τάς θέσεις των όλοι οι οπλαρχηγοί, υποπτευόμενος τινά απηλπισμένην φυγήν τών εχθρών, η οποία καί τωόντι μετά τεσσάρας ημέρας έγινε, κατά τήν 23ην τού μηνός Νοεμβρίου 1826 καί περί δευτέραν ώραν τής νυκτός. Επισκεπτόμενος ο αρχηγός όλα τά ελληνικά οχυρώματα, διέταξε νά πυροβολήσωσιν εκ συμφώνου κατά τών Τούρκων. Η δίωρος σχεδόν διάρκεια τού πυροβολισμού έφερεν απροσδοκήτως τόν θάνατον τού Μουστάμπεη, διότι εκ τών ριπτομένων σφαιρών εκτύπησε μίαν τήν κεφαλήν του κατά μέτωπον, ήτις πάραυτα τόν ενέκρωσε, καί τό στρατόπεδόν του εδειλίασε.

Κρύψαντες τόν θάνατόν του αποφάσισαν τήν επιούσαν νά ζητήσωσιν εκ δευτέρου συνθήκην, επί συμφωνία, νά μήν τούς αφαιρέσωσιν, ει δυνατόν, τά όσα χρήματα φέρουσιν εις τήν ζώνην των, εις τά λεγόμενα κεμέρια (kemer = ζώνη), τά δ' άλλα νά τά λάβωσιν όλα, κατά τήν ρηθείσαν συνθήκην. Απέτυχον τής δεήσεως έπειτα από πολλάς ικεσίας, επιστρέψαντες εκοινοποίησαν εις τούς συντρόφους των τήν απόκρισιν, εκ τών οποίων τό πλείστον μέρος εγνωμοδότησε νά σώση μόνην τήν ύπαρξίν του, αλλ' οι Τουρκομακεδόνες, παρά τήν ζωήν, επροτίμησαν μάλλον τά χρήματα, διό αποσπάσαντες τά ξίφη εξήλθον τού οχυρώματος, διευθυνθέντες επί τάς κορυφάς τού Παρνασσού διά τής προμνησθείσης στενωπού. Τό παράδειγμα τούτων ηκολούθησεν καί όλος ο στρατός.

Πρίν διηγηθώ τά μετά τήν έξοδον αυτών συμβάντα, κρίνω σημειώσεως αξίαν τήν θύελλαν εκείνης τής ημέρας, γεγονυίαν μετά μίαν ώραν τής ισημερίας ως εφεξής. Όλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα καί μελανότατα νέφη. Μετά τούτο άρχισαν νά ρίπτωσι χιόνα μέ σφοδρότατον καί ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τά πλάγια καί κοιλάδας τού Παρνασσού απετέλει τήν χιόνα ως τόσα βουνά εις τήν ατμόσφαιρα, κατωθουμένη δέ εις τήν επιφάνειαν τής γής παρά τών ανέμων εσχημά τόσους σίφωνας καί λαίλαπας. Τά φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα καί τρομερά, ώστ' εβίαζον έκαστον νά ζητή προσωρινόν καταφύγιον. Ταύτην τήν κινδυνώδη στιγμήν έκλεξαν οι Τούρκοι αρμοδίαν τής σωτηρίας των, καθ' ην οι Έλληνες διέκειντο σχεδόν άπαντες εις τάς οικίας θερμαινόμενοι μολαταύτα ακούσαντες έτρεξαν κατόπιν σφάζοντες αυτούς μέ τά ξίφη καί μαχαίρας, επειδή τά πυροβόλα όπλα απεκατέστησεν η χιών άχρηστα, αλλά τό ψύχος καί η χιονοζάλη δέν εσυγχώρει νά τούς διώξωσι περισσότερον από τά έσχατα πλάγια τού Παρνασσού.

Άν εκ τής ρηθείσης περιστάσεως δέν ίσχυαν ν' αποπερατώσωσι τόν σκοπόν των, ο σύμμαχος αυτών χειμών ανεπλήρωσε τό υπόλοιπον τής ακορέστου επιθυμίας των διότι οι αποφυγόντες τήν μάχαιραν αυτών καί τήν δριμύτητα τού χειμώνος εις τά μεσημβρινά πλάγια τού Παρνασσού, οίτινες εσυμποσούντο υπέρ τούς χιλίους διακόσιους, φθάσαντες απηυδισμένοι καί κατυγραμμένοι από τόν ιδρώτα εις τάς κορυφάς του, καί μέλλοντες νά καταφύγωσιν εις τό κατά τάς βορείας υπωρείας τού Παρνασσού καί πλησίον τής Δαυλίδος κείμενον Μοναστήριον Ιερουσαλήμ, απήντησαν κατά πρόσωπον τόν διαληφθέντα άνεμον, συνοδευμένον μέ τάς πυκνοτέρας καί ψυχροτέρας νιφάδας τής χιόνος, αι οποίαι εκάλυπτον πού ολίγους, πού πολλούς συσσωματωμένους καί σφικτά ενηγκαλισμένους. Τούτων τά οστά εύρον σωρηδόν οι Αραχωβίται τήν άνοιξιν, σύν αυτοίς δέ όπλα χρυσά, αργυρά, καί χρήματα ουκ ολίγα. Απ' αυτό τό τραγικόν συμβάν μόλις εσώθησαν εις τό μοναστήριον έως διακόσιοι καί εκ τούτων ολιγότατοι σχεδόν έμειναν αβλαβείς, διότι τών μέν οι πόδες, τών δέ αι χείρες, άλλων οι οφθαλμοί καί ετέρων αι ρίνες υπέφερον ακρωτηριασμούς καθ' όλην τήν επταήμερον διάρκειαν τής πολιορκίας απέθανον εκ τών Ελλήνων τέσσαρες, καί εννέα επληγώθησαν ακινδύνως.

Τοιούτον τραγικόν τέλος έλαβεν η κατά τών Ελλήνων εκστρατεία τού Μουστάμπεη, όστις, ως προείρηται, πολλούς εκ τών τού Μεσολογγίου εξελθόντων εθυσίασε καί ηχμαλώτευσεν ασπλάγχνως. Ήτον ανήρ ωραίος, μετρίου αναστήματος, ανδρείος, δραστήριος καί χριστιανομάχος. Ο Καραϊσκάκης έπεμψε τήν επιούσαν στρατιώτας καί Αραχωβίτας καί έφεραν υπέρ τάς τριακοσίας τουρκικάς κεφαλάς, μεθ' ων ήσαν κ' εκείναι τού Μουστάμπεη καί Κεχαγιάμπεη. Εξ' αυτών ανήγειρε τρόπαιον εκτός τής Αράχωβας επί τινα λόφον ορώμενον παρά τού Μαντείου τών Δελφών, ήν δέ κατεσκευασμένον εις σχήμα κώνου, έχον καί τήν εξής γλυπτικήν επιγραφήν.

"Τρόπαιον τών Ελλήνων κατά τών βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά τό 1826 έτος Νοεμβρίου 24 εν Αράχωβα."»

Χριστόφορος Περραιβός - Η μάχη τής Αράχωβας

Τήν επόμενη ημέρα οι νικητές κουβαλούσαν κομμένα κεφάλια, τά οποία έφερναν στόν αρχηγό τους καί αυτός τούς έδινε γιά αντάλλαγμα χρήματα. Πάνω από 2000 ήταν οι νεκροί τής μάχης τής Αράχωβας καί ο θάνατός τους σήμαινε τήν ουσιαστική αναγέννηση τής επανάστασης στή Ρούμελη. Οι Έλληνες έχασαν μόλις οκτώ άνδρες. Ο Καραϊσκάκης γιά νά αναγκάσει τό προσκυνημένο χωριό νά μήν επιστρέψει ξανά στούς Τούρκους, φοβούμενο τήν εκδίκηση τού Κιουταχή, έστησε μέ τά κεφάλια τών Τούρκων μία πυραμίδα, μιμούμενος τό απαίσιο αυτό ασιατικό έθιμο.

Μία λεπτομέρεια άξια λόγου αξίζει νά μνημονευθεί. Ένας από τούς προκρίτους πού είχε προσκυνήσει τούς Τούρκους καί τόν χρησιμοποιούσε ο Κεχαγιάμπεης γιά νά μεταφέρει επιστολές στούς Έλληνες, ήταν ο Τάτσης Μαγγίνας ο οποίος υπήρξε καί ένας από τούς κατήγορους τού Καραϊσκάκη στήν περίφημη δίκη πού είχε στήσει ο Μαυροκορδάτος στό Αιτωλικό, γιά νά απαλλαγεί από τόν "ενοχλητικό" οπλαρχηγό. Ο Καραϊσκάκης τόν αναγνώρισε, αλλά δέν λέρωσε τά χέρια του μέ τό αίμα τού προδότη. Προτίμησε νά τόν στείλει στήν κυβέρνηση γιά νά τόν δικάσει. Τελικά ο προδότης αθωώθηκε καί αντί νά εκτελεστεί ...συμμετείχε ως πληρεξούσιος στήν Συνέλευση τής Τροιζήνας.

Η είδηση τής νίκης τού Καραϊσκάκη έφθασε στήν Αίγινα ύστερα από δύο ημέρες καί αμέσως λαός καί κλήρος συγκεντρώθηκαν στή μητρόπολη καί έκαναν δοξολογία γιά νά τήν γιορτάσουν. "Τήν κατά τήν Ράχοβαν μάχην ταύτην εωρτάσαμεν κατά τήν 28η τού παρελθόντος μηνός υπό τόν κρότον τών κανονίων καί εδοξολογήσαμεν τόν Ύψιστον τόν Μέγιστον Προστάτην τών ανθρωπίνων δικαιών εις τόν ναόν Του, ως Χριστιανοί".

Οι κυριότεροι θριαμβευτές τής Αράχωβας ήταν οι:

Γεώργιος Καραϊσκάκης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Γεώργιος Δαγκλής, Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Γεώργιος Μαλάμος, Δήμος Τσέλιος ή Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος, Γεώργιος Βάγιας, Κωνσταντίνος Βέρης, Νάκος Πανουριάς, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Βασίλειος Μπούσγος, Γιαννούσης Πανομάρας, Νικόλαος Καραμέτζος, Μήτρος Βάγιας, Λεώνης Δαγκλής, Ναστούλης Δαγκλής, Σπύρος Ξύδης, Μήτρος Τριανταφύλλου, Κώνστας Μάκος, Γιάννης Φαρμάκης, Τούλιος Πανομάρας, Σπύρος Μήλιος, Αναγνώστης Ροκάς, Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, Γαρδικιώτης Γρίβας, Παναγής Γαλάνης, Νικόλαος Βαρβιτσιώτης, Κωνσταντίνος Γρίβας (Γριβοκώστας), Τριαντάφυλλος Αποκορίτης, Ιωάννης Ρούκης, Κωνσταντής Καλύβας, Κωνσταντής Γιολδάσης, Κόμνας Τράκας, Αναγνώστης Καναβός, Γεώργιος Τζαβέλας, Διαμαντής Ζέρβας, Γεωργάκης Δράκος, Λάμπρος Βέϊκος, Φωτούσης Φωτομάρας, Αθανάσιος Δράκος, Νικόλαος Μπότσαρης, Γιάννος Δούλας, Γιάννος Μπαϊρακτάρης, Πάσχος Κασμάς, Κολιός Πασχούλης, Κώστας Τζαβέλας, Μπεκατσέλος Τζαβέλας, Γεώργιος Μπαϊρακτάρης Μπότσαρης, Χρήστος Μπέκας, Νικόλαος Κάσκαρης, Αθανάσιος Ζέρβας, Γεώργιος Ζέρβας, Γιάννης Βαργιαδίτης, Αναγνώστης Κραβαρίτης, Γιάννης Πιλάλας, Λάμπρος Τζαβέλας, Πάνος Τασούλας, Ναστούλης Δούκας, Νικόλας Διάκος, Γιάννος Περζεκιάς, Νάστος Κοντογιάννος, Κολιός Γερονούρης, Πίλιος Τζέχερης, Βασίλειος Αντωνόπουλος, Χήλιος Αθανάσης, Γιώτας Κάτζης, Κίτσος Ντούκας, Μήτρος Μεσολογγίτης, Κίτσος Τζάκος, Δημήτριος Μακρής, Κώστας Χόρμοβας, Αναστάσιος Χόρμοβας, Γιαννάκης Κίτσος, Μήτρος Σμπόκας, Βασίλειος Αργυροκαστρίτης, Γεώργιος Καδάς, Κωνσταντής Πασχάλης, Πάνος Δάρας, Αθανάσιος Κρικοχωρίτης, Σπύρος Λεβέρης, Γεωργάκης Λακάς, Χρήστος Μακρής, Χριστόφορος Περραιβός, Δημήτριος Καλλέργης, Χρήστος Βάρφης, Μήτρος Γρουμπογιάννης, Αντώνιος Στουρνάρης, Χαράλαμπος Παπαπολίτης, Νικόλαος Δραγαμεστηνός καί Αναγνώστης Κατζηκαπής.

Οι νεκροί τής Αράχωβας ήταν οι:

Αγγελόπουλος Ιωάννης (Γουριά), Αθανασίου Πέτρος (Αιτωλία), Γεωργίου Τριαντάφυλλος (Τριχωνίδα), Δαγκλής Πάνος (Κωνσταντινούπολη), Δαραβέρης Νικόλαος (Σμύρνη), Δοντάς Ιωάννης (Αθήνα), Ηλιόπουλος Διονύσιος (Ηλεία), Θιακός Βασίλειος (Ιθάκη), Καρασυνέλης Κώστας (Λεπενού), Κασάπης Κώστας (Ξηρόμερο), Κάσκαρης Παναγιώτης (Σούλι), Κίτζου (Μπουρλέσα), Μαλτέζος Γούλας (Καλαρύτες), Μεριάνος Γρηγόριος (Μποτίνου), Σαλαγιάννης Αθανάσιος (Κεράσοβο), Σιαμάς Δημήτριος (Ελευθέριανη), Σκαλτσάς Ιωάννης (Μπουρλέσα), Σπάτουλας Νικόλαος (Σούλι), Σώζου Αθανάσιος (Ιωάννινα), Φλούδας Δημήτριος (Βάλτος), Χαλβαντζής Θεόδωρος (Μαραζιά).

 

«Απάνω στήν Αράχωβα, ψηλά στόν Άϊ Γιώργη
πολλά ντουφέκια πέφτουνε καί σαματάς μεγάλος.
Μήνε σέ γάμους πέφτουνε, μήνε σέ πανηγύρι,
πόλεμος γίνεται εκεί καί σκοτωμός μεγάλος.
Έλληνες είν' πού πολεμάν μέ τόν Καραϊσκάκη
μέ Τούρκους πώχουν αρχηγό αυτόνε τό Μουστάμπεη
πόχ' Αρβανίτες διαλεχτούς τό όλο τρείς χιλιάδες.

- "Aφέντη Άϊ Γιώργη πολεμιστή καί γριβοκαβαλλάρη
αρματωμένε μέ σπαθί καί μέ χρυσό κοντάρι,
μάς ήρθε ο Μουστάμπεης, ψηλά στό κεφαλάρι."
- "Έβγα νά πολεμήσετε για νά μή μείνει ποδάρι."
- "Έχει πασάδες μπόλικους, ασκέρι τρείς χιλιάδες."
- "Βγάτε νά τούς μποδίσετε για νά μήν μπουν στήν πόλη
ίσως καί αύριο ταχύ, νά πέση καί τό χιόνι
καί τότε θά παγώσουνε, θά ξεραθούνε όλοι.
Καραϊσκάκη μ' αρχηγέ καί πρώτε καπετάνιε
έβγα στό κεφαλάρι μας νά μάς ελευτερώσεις."

Πάψε Γιώργο μ' τόν πόλεμο, μάσε τά γιαταγάνια
καί μέτρα τούς Αγαρηνούς, μέτρα τούς σκοτωμένους
κι' οι ράχες εγεμίσανε πό' τούρκικα κουφάρια.
Tόν πάγο έχουν σάβανο, τό χιόνι μαξιλάρι.
Κι' αυτός ο αρχηγός ο καπετάν Μουστάμπεης
σφαγμένος είν' κι αυτός, τού λείπει τό κεφάλι.
Μά τά κουφάρια είν' πολλά καί μετρημό δέν έχουν
μαζεύουν πούταν εύκολο αράδα τά κεφάλια.
Καί πύργο τότε στήσανε, πέρα εις τά Πλατάνια
κι' ο πύργος ήτανε τρανός, τρανός σάν κυπαρίσσι
καί γύρω του χορεύανε όλα τά παλληκάρια».


Μάχη Αραχώβης υπό Δημητρίου Αινιάνος

«Εσπέραν τινά κατά τάς τελευταίας ημέρας τού Νοεμβρίου πύρ ζωηρόν έκαιεν εις τήν γωνίαν οικίας, ήτις καί απ' αρχής τής κατασκευής αυτής δέν έδειχνεν ούτε αφθονίαν καταστάσεως ούτε αρχιτεκτονικήν ικανότητα τού κυρίου, έλαβε δ'ακολούθως καί ουσιώδεις επί τό χείρον αλλοιώσεις, ένεκα τού υπάρχοντος μεταξύ Τούρκων καί Ελλήνων πολέμου. Η οικία αύτη είχεν εξ αρχής πάτωμα, αλλ' εξ αυτού δέν έμενεν ουδέ μία σανίς πλέον, εκ δέ τής στέγης διετηρήθη μόνον όσον μέρος εσκέπαζε τόν περί τήν γωνίαν τόπον, διότι οι αλληλοδιαδόχως διαβαίνοντες Τούρκοι καί Έλληνες, διανυκτερεύοντες εν αυτή έκαιον όση εκ τής ξυλικής αυτής ήτο δυνατόν ν'αποσπάσωσι, διατηρούντες μόνον καί εκ τής στέγης αυτής τό κείμενον επί τής γωνίας μέρος, διότι επροφύλαττε τούς περί αυτήν καθημένους εν ώρα χειμώνος από τήν επήρειαν τής βροχής. Μικρός λύχνος εκ λευκοσιδήρου εκρέματο από τινος πασσάλου εμπηγμένου εις τόν τοίχον κατά τόν καιρόν τής οικοδομής αυτού, καί διέδιδεν αμυδρόν φώς εις τά ένδον τής οικίας, ώστε ο έξωθεν ερχόμενος αδύνατον ήτο νά διακρίνη ευκρινώς τά πρόσωπα τών εν αυτή ευρισκομένων. Επεκράτει όμως μεγίστη σιωπή, διότι εις τών εν αυτή έκειτο πλησίον τής γωνίας εξαπλωμένος επί μικρού τάπητος, έχων υπ' αυτόν κλώνους ελάτης υπεστρωμένους.

Όλως αντίθετος ήτον η σκηνή ήτις ελάμβανε χώραν εις τό προαύλιον. Υπήρχεν ενταύθα πυρά επιμήκης, καί εις τάς δύο πλευράς αυτής εσιγυρίζοντο δύο σφακτά σουβλισμένα καί περιεζωσμένα εις τήν μέσην των έκαστον μέ τό κατασκευασθέν σπληνάντερον, πλησίον δέ τών σφακτών καί χαμηλότερον, επί ελαφράς ανθρακιάς, εγυρίζοντο δύο μικρότεραι σούβλαι έχουσαι περιτυλιγμένον πάντοθεν περί εαυτάς τό κουκουρέτσιον. Τάς εργασίας αυτάς έκαμνον νέοι στρατιώται Έλληνες καθήμενοι πλησίον τής πυράς, περιρρεόμενοι από ιδρώτα, καί στρέφοντες συνεχώς τό πρόσωπον, πρός τά όπισθεν διά ν' αποφεύγωσι τήν μεγάλην θερμότητα τής πυράς. Πλησίον τού τοίχου τής οικίας ήσαν εξαπλωμένοι επί τών χόρτων δέκα έως δώδεκα στρατιώται Έλληνες, οίτινες άν καί εξαπλωμένοι κατά γής, έφερον εις τήν ζώνην των τά πιστόλια καί τό γιαταγάνι των καί τάς παλάσκας των ακουμβώντες τάς κεφαλάς των επί δύο ή τριών κεραμίδων, τεθειμένων επί γής αντιστρόφως, καί επεχόντων τόπον προσκεφάλου. Νέος δέ τις ωραίος καί υψηλού αναστήματος εκάθητο επάνω εις τόν ημικρημνισμένον τοίχον τής αυλής καί έπαιζε τό λιογκάριον, τραγουδών συγχρόνως καί διάφορα ηρωικά καί ερωτικά επιτόπια άσματα.

Η σκηνή αυτή διήρκει εις αυτήν τήν κατάστασιν έως ού εψήθησαν τά σφακτά, καί τά έστησαν όρθια επί τού τοίχου τής οικίας, τό δέ κουκουρέτσιον ως καί τό σπληνάντερον, αφού μετρηθέντα μέ αρχιτεκτονικήν ακρίβειαν διά ξυλίνου μέτρου, εκόπησαν εις τόσα ίσα κομμάτια, όσα ήταν καί τά άτομα, εμοιράσθησαν εις τούς παρευρισκομένους περιερχομένου τού ψήσαντος αυτά μέ τήν σούβλαν εις τήν χείρα καί παρουσιάζοντος αυτήν κατά σειράν εις άπαντας, έκαστος τών οποίων πιάνων μέ τήν χείραν τό κομμάτιον τό έσυρεν από τήν σούβλαν. Όλοι έτρωγον συγχρόνως, εις δέ τών ψυχουϊών περιέφερε κατά σειράν έν παγούριον μέ ρακήν, από τό οποίον ετράβα έκαστος μέ σφυριγμόν δυνατόν τό ρακίον, αφού προηγουμένως ηύχετο τήν υγείαν εις τούς συνεταίρους του. Μετά τήν διανομήν τού κουκουρετσίου επιχείρησαν τό λιάνισμα τών σφακτών, καί εγίνετο ετοιμασία τού δείπνου. Ο εξαπλωμένος παρά τήν γωνίαν εσηκώθη, όταν προσεφέρθη αυτώ κουκουρέτσιον, έμπροσθεν του δέ έστρωσαν ζυμώστραν (δέρμα τράγου επεξεργασμένο), καί επέθεσαν επ' αυτής κομμάτια κουλούρας λειψής εξ αλεύρου κριθής ακοσκινίστου, τήν πλάτην ενός τών καλυτέρων σφακτών, μέρος από τά κοντοπλεύρια καί τεμάχια τινα εκ τών λαγαρών τού παχυτέρου σφακτού.

Αλλ' ενώ έθεσαν πλησίον αυτού τήν τράπεζαν ταύτην καί ήρχισε νά τρώγη μηχανικώς καί χωρίς νά ομιλή, ως νά μήν ήθελε νά διακόψη τήν σειράν τών σκέψεων, από τάς οποίας κατείχετο, επαρουσιάσθη ενώπιόν του στρατιώτης εκ τής εμπροσθοφυλακής τού στρατού αναγγέλλων αυτώ ότι καλόγηρος τις ήλθε διά νυκτός πρός αυτούς προτείνων ότι έχει κατεπείγουσαν ανάγκην νά ίδει αμέσως τόν Καραϊσκάκην, ότι οδήγησε αυτόν, καί ευρίσκεται έξω εις τό προαύλιον. Αμέσως ο Καραϊσκάκης, διότι ούτος ήτο ο δειπνών, διέταξεν έναν τών παρισταμένων στρατιωτών νά φέρη τόν καλόγηρον ενώπιόν του, καί τήν αυτήν στιγμήν εισήλθεν ούτος. Ήτο μόλις τριακονταετής τήν ηλικίαν, καί υπό τό ράσον καί τόν μέλανα σκούφον διέλαμπε περισσότερον η καλλονή προσώπου μεγάλου καί αρμονικού.

- "Είμαι ανεψιός καί υποτακτικός τού ηγουμένου τού κατά τήν Δαύλειαν Μοναστηρίου Ιερουσαλήμ, καί εστάλην νά κοινοποιήσω πρός σέ έν μυστικόν, τό οποίον όμως κανείς άλλος παρά σέ δέν πρέπει νά ακούση."

- "Τραβηχθήτε όλοι σας έξω. Εσύ κάθησε πλησίον μου, νά δειπνήσωμεν, επειδή ευρέθεις εις ταύτην τήν ώραν."

Ο υποτακτικός εδίσταζεν, αλλ' ο Καραϊσκάκης τόν ηνάγκασε τρόπον τινά νά καθήση καί επερίμενε μέ ανησυχίαν νά ακούση τό μυστικόν. Αλλ' ο υποτακτικός εδίσταζε νά αρχίση, καί κοιτάζων διαρκώς πρός έναν νέον ιστάμενον έμπροσθεν μέ τό τάσι εις χείρας καί κερνώντας τόν Καραϊσκάκην, εφαίνετο ως νά έλεγε διά τού συμβολικού τούτου τρόπου πρός τόν Καραϊσκάκην, ότι δέν τολμώ νά εξηγηθώ ενώπιον τού παρόντος στρατιώτου.

- "Ωμίλεις ελευθέρως. Ο Ζαφείρης είναι ο πιστότερος τών υπηρετών μου." (Ο Ζαφείρης ήταν μία τουρκοπούλα, βαφτισμένη Χριστιανή, ντυμένη ανδρικά, πού συνόδευε πάντοτε τόν Καραϊσκάκη).

- "Μέ έστειλεν ο ηγούμενος νά αναγγείλω πρός σέ ότι εις τό μοναστήριον μας ευρίσκεται ο Κεχαγιάμπεης τού Κιουταχή καί ο Μουστάμπεης, μέ δύο ήμιση έως τρείς χιλιάδας Τούρκων σταθμευόντων εις Δαύλειαν καί άλλα χωρία, καί σκοπεύουν αύριον τό πρωΐ νά διαβώσι από Αράχοβαν καί νά υπάγωσιν εις Άμφισσαν νά λύσωσι τήν πολιορκίαν εν τώ φρουρίω αποκλεισμένων Οθωμανών".

- " Πώς έμαθε τό σχέδιον τούτο ο ηγούμενος, καί πώς εβεβαιώθει ότι τούτο πρόκειται νά τό ενεργήσουν κατ' αυτόν τόν τρόπον καί αύριον;"

- "Εις τών υποτακτικών τού μοναστηρίου, όστις έφερε τά διά τήν τράπεζαν τών αρχηγών τούτων αναγκαία, δειπνούντων αμφοτέρων ομού εις τό μοναστήριον, γνωρίζων τήν τουρκικήν γλώσσαν ήκουσε τό σχέδιον, τό οποίον έκαμεν ο Μουστάμπεης καί εκοινοποίει εις τόν Κεχαγιάμπεη, καί τό είπεν αμέσως πρός τόν ηγούμενον, όστις έσπευσε νά μέ πέμψει πρός σέ διά νά σού αναγγείλω τούτο εγκαίρως καί νά λάβης μέτρα πρός αντίκρουσιν."

- "Κατά ποίον τρόπον μέλλουν νά κάμουν τό κίνημα;"

- "Έως πεντακόσιοι Αλβανοί θά σηκωθώσι πρίν εξημερώσει καί θά μεταβώσι διά τού Παρνασσού εις Αράχοβαν, δία νά τήν πιάσωσιν, τό δέ λοιπόν στράτευμα νά διαβή διά τού Ζεμενού. Εάν τό στενόν τούτο απαντήσει αντίκρουσιν, οι προπορευθέντες εις Αράχοβαν θέλουν δράμει εις βοήθειαν τών κατά τό Ζεμενό, επιπίπτοντες από τά οπίσθια τών Ελλήνων, άν τυχόν υπάρχει κανένα σώμα φυλάττον τήν δίοδον."

- "Ηξεύρουν πού ευρισκόμεθα ημείς;"

- "Νομίζουν ότι είσθε ακόμη εις Δομπραίναν, καί ούτω τούς εβεβαίωσε καί ο ηγούμενος, μολονότι εγνώριζε τό φθάσιμόν σας εδώ μαθών τούτο από ένα τών υπηρετών τού μοναστηρίου, όστις ερχόμενος απήντησε καθ' οδόν στρατιώτας τινάς εκ τών εδικών σας."

- "Ευχαριστώ τόν ηγούμενον διά τήν πατριωτικήν πράξιν του. Επίστρεψον αμέσως πρός αυτόν, καί ειπέ του τάς ευχαριστήσεις μου, καί νά διορίσει νά κάμνωσιν ευχάς καί παρακλήσεις υπέρ ημών, οίτινες αγωνιζόμεθα διά τήν πίστιν καί τήν πατρίδα, μ' όλας τάς ελλείψεις καί τάς δυστυχίας, εις τάς οποίας υποκείμεθα ένεκα τής ερημώσεως τού τόπου."

Άμα ανεχώρησεν ο καλόγηρος, ο Καραϊσκάκης διέταξεν αμέσως νά προσκαλέσωσι τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν, τόν Γεώργιον Βάγιαν, καί τόν Χατζή Πέτρου. Όταν δέ ούτοι ήλθαν τούς εγνωστοποίησε τό σχέδιον τών εχθρών καί επρότεινεν εις τόν Γαρδικιώτην καί Βάγιαν νά αναχωρήσωσιν αμέσως διά τήν Αράχοβαν, καί νά προλάβωσι νά πιάσωσι τήν εκκλησίαν καί τάς οχυρωτέρας τών περί αυτήν οικιών, καί νά προσβάλωσι τούς Οθωμανούς, οίτινες έμελλον νά έλθωσι διά τού Παρνασσού εις αυτήν, κατά τό γνωστοποιηθέν αυτώ σχέδιον τών Τούρκων αρχηγών. Τόν δέ Χριστόδουλο Χατζηπέτρο διέταξε νά αναχωρήση ολίγον πρίν εξημερώσει καί νά διαβή διά τού μεταξύ Διστόμου καί Αραχόβης όρους καί νά διευθυνθή πρός τήν Αράχοβαν διά νά φθάση εις βοήθειαν τού Γαρδικιώτου καί Βάγια, άν τυχόν αρχίσει ο πόλεμος ερχομένων τών Τούρκων εναντίον του.

Άμα έδωκε τάς διαταγάς ταύτας ο Καραϊσκάκης, εκάλεσεν όλους τούς λοιπούς υπ' αυτόν σωματάρχας καί τούς διέταξε νά ετοιμάσωσι διά νυκτός άρτον, διότι, άμα ανατείλει τήν επιούσαν ο ήλιος, θέλουν αναχωρήσει πρός εκστρατείαν. Τό ίδιον μέτρον τής προετοιμασίας παρήγγειλε καί εις τούς μετ' ούτου ιδίως διαμένοντας στρατιώτας, ώστε όπου πρό ολίγου εψήνοντο τά σφακτά, άναψαν εκ νέου φωτίαν διά νά ψήσουν τό ψωμίον των οι στρατιώται. Τρείς στρατιώται έχων έκαστος έπροσθέν του τήν ζυμώστραν του, έριψαν τό άλευρον επ' αυτών, καί αφού εζύμωσαν τόν άρτον τόν έπλασαν εις κουλούραν επί τής ιδίας ζυμώστρας, καί ανοίξαντες τόπον εντός τής πυράς έβαλον τάς κουλούρας, καί εσκέπασαν αυτάς καί μέ ψιλήν σπρούχνην (χόβολη) πρώτον, καί έπειτα μέ θράκαν καί επρόσεχον παρατηρούντες έκαστος έως ού ψηθώσι καλώς αι κουλούραι.

Ενώ εγίνετο έξωθεν εις τό προαύλιον η εργασία αύτη, ο Καραϊσκάκης επροσκάλεσε τόν γραμματέα του νά γράψη γράμματα πρός διαφόρους αρχηγούς πολιορκούντας τό φρούριον τής Αμφίσσης, καί πρός άλλους ευρισκομένους εις διάφορα τών πέριξ χωρίων πρός εκτέλεσιν διαφόρων παραγγελιών. Ο γραμματεύς καθήσας σταυροπόδι, έμπροσθεν τού αρχηγού έβγαλε τό καλαμάριον από τήν ζώνην του καί ακουμβήσας τόν χάρτην εις τό γόνυ του έγραψε τάς επιστολάς, κρατούντος τόν λύκνον στρατιώτου τινός πλησίον εις τό γόνυ αυτού ταύτας υπογραφείσας εσφράγισε καί παρέδωκεν εις τόν αρχηγόν. Επειδή δέ ο Καραϊσκάκης, δέν εμπιστεύετο εις τούς χωρικούς όσοι είχον μείνει εις τό χωρίον εκουσίως, ή διότι δέν επρόλαβον νά φύγωσι, συντροφεύων ένα χωρικόν μ' ένα στρατιώτην τούς έπεμπεν αμέσως μέ τάς επιστολάς υποσχόμενος αμοιβήν αξιόλογον εις εκείνους, οίτινες ήθελον κατορθώσει νά φέρωσιν εγκαίρως τάς επιστολάς πρός ούς διευθύνοντο καί απειλών ούτους άν βραδύνωσιν, ή δέν τολμήσωσι νά κομίσωσιν εγκαίρως αυτάς.

Έως ού ενεργηθώσιν όλα ταύτα, επέρασε τό μεγαλύτερον μέρος τής νυκτός, ο δέ Καραϊσκάκης εξηπλώθη όπως εκάθητο, καί λαβών επάνω του τήν κάπαν έμεινε εις τοιαύτην κατάστασιν έως δύο ώρας καί πάλιν εσηκώθη. Εξελθών δέ ολίγον έξω καί παρατηρήσας τήν κατάστασιν τού καιρού εισήλθε πάλιν μέ πολλήν ευχαρίστησιν, παρατηρήσας ότι η ημέρα εκείνη έδειχνεν ότι έμελλε νά είναι εκ τών λαμπροτέρων τού φθινοπώρου. Διέταξε λοιπόν νά εξυπνήσωσι τούς περί αυτόν διά νά προπαρασκευάσωσι τά πάντα πρός αναχώρησιν.

Η νύξ ήτον ασέληνος, αλλ' αστροφεγγιά εσυγχώρει εις τούς οδοιπόρους νά βαδίζωσιν άνευ κινδύνου ν' αποπλανηθώσιν. 'Οταν ο Γαρδικιώτης επλησίασε πρός τήν Αράχοβα έδωκε παραγγελίαν καί εις τούς πρό αυτού καί εις τούς μετ' αυτόν πορευομένους νά σταματήσωσι τήν πορείαν των. Ο εις εσφύριζεν ελαφρά ώστε μόλις ν' ακουσθεί από τόν πλησίον του, κινουμένης δέ ως εκ τούτου τής προσοχής αυτού, τού έλεγε τήν παραγγελίαν του νά σταθεί ακολούθως δέ εις τινα οπωσούν ευρύχωρον θέσιν τής οδού διετάχθη κατ' αυτόν τόν τρόπον η συγκέντρωσις όλου τού σώματος. Γενομένης συσκέψεως, ενεκρίθη νά πλησιάσωσι εις τήν πόλιν εκ διαφόρων διευθύνσεων καί μέ προσεκτικήν καί ακριβήν παρατήρησιν μήπως η πόλις προκατελήφθη παρά τών Οθωμανών. Έν δέ απόσπασμα στρατιωτικόν διευθύνθη πρός τήν εκκλησίαν διά νά παρατηρήση άν δέν κατέχεται παρ' εχθρών καί νά δώση αμέσως είδησιν καί πρός τούς λοιπούς νά διευθυνθώσι πρός αυτήν.

Τό φώς τών αστέρων υπεχώρει ήδη εις τό ροδόχρουν τής ηούς φώς, καί τούτο διελύετο ήδη από τήν λαμπρότητα τών ηλιακών ακτίνων, όταν οι περί τόν Γαρδικιώτην επλησίαζον ήδη περί τήν Αράχοβαν καί από όλας τάς παρατηρήσεις των δέν εφαίνετο κανέν σημείον ότι υπήρχον εχθροί εις τό χωρίον. Αμέσως λοιπόν διευθύνθησαν πρός τήν εκκλησίαν, καί μόλις φθάσαντες επεχείρησαν τήν οχύρωσιν αυτής αποσπάσματα δέ τινα διευθύνθησαν πρός τάς πέριξ οικίας, τάς οποίας καί κατέλαβον εστάλησαν δέ καί τινες νά κατασκοπεύσωσι τούς εχθρούς από αμφοτέρας τάς οδούς όθεν έμελλαν νά έλθωσιν. Οι δέ τοποθετηθέντες εις τάς οικίας ετρυπούσαν τούς τοίχους μέ τά χαντζάρια των διά νά κατασκευάσωσι μασγάλια (πολεμίστρες), επί τής στέγης κατασκεύασαν πολεμίστρας ή σεριπόλια, στένοντες μίαν επάνω τής άλλης πολλάς κεραμίδας.

Μόλις παρήλθεν ολίγη ώρα μετά τήν εις τήν εκκλησίαν καί τάς οικίας τοποθέτησιν τών περί τόν Γαρδικιώτην καί Βάγιαν, καί οι σκοποί έφεραν τήν είδησιν ότι οι μέν διά τού Παρνασσού ερχόμενοι Τούρκοι επλησίαζαν ήδη πρός τό χωρίον, οι δέ διά τής πεδιάδος εφαίνοντο πλησιάζοντες πρός τόν Ζεμενόν. Αλλά συγχρόνως ανεφάνει καταβαίνουσα εις τά πλάγια τού αντίκρυ τής Αραχόβης βουνού καί η μετά τού Χατζή Πέτρου ελληνική δύναμις. Ο Γαρδικιώτης διέταξε νά μήν πυροβολήση κανείς, ουδέ νά δώσωσι σημείον τι πρός τούς Οθωμανούς δι' ού νά γνωρίσωσι τήν άφιξίν των εις τό χωρίον αλλ' οι προπορευόμενοι εκ τών Τούρκων, πλησιάσαντες μέχρι βολής τουφεκίου, εστάθησαν καί επερίμενον καί τούς όπισθεν ερχομένους. Τό μέτρον δέ τούτο ηναγκάσθησαν νά τό λάβωσιν, όχι τόσον λόγω στρατιωτικής προφυλάξεως, όσον διότι υπώπτευσαν εναντίον τι μή ιδόντες τούς κατοίκους νά δράμωσιν εις προϋπάντησιν αυτών. Τέλος συνελθόντες ικανοί Αλβανοί καί παρατηρήσαντες τάς επί τών οικιών πολεμίστρας, εξ ών εβεβαιώθησαν ότι τό χωρίαν κατείχετο παρ' εχθρών, ήρχισαν νά προβαίνωσι πρός αυτό πυροβολώντες καί προφυλαττόμενοι όπισθεν τών πετρών ή κοιλωμάτων τής γής, όπου ήσαν απρόσβλητοι από τό εχθρικόν πύρ. Ο αμοιβαίος πυροβολισμός κατέστη ικανώς δραστήριος, καί καθ' όσον επήρχοντο καί άλλοι Αλβανοί, κατά τοσούτον οι πρώτοι επλησίαζον πρός τούς Έλληνας, καί προέβαινον κατ' αυτών εκ διαφόρων θέσεων.

Αλλ' όσοι εκ τών κατοίκων έτυχον εις τήν πόλιν, ιδόντες άμα εξύπνησαν, τήν άφιξιν τών Ελλήνων, καί μετ' ολίγον τήν έφοδον τών Τούρκων, καί ακούσαντες καί τόν πυροβολισμόν, τοσούτον εταράχθησαν αναλογιζόμενοι τάς συνεπείας μάχης εξολοθρευτικής, τής οποίας ήθελεν είσθαι, εάν υπερίσχυον οι Οθωμανοί, άφευκτον αποτέλεσμα διαρπαγή τών πραγμάτων, αιχμαλωσία τών γυναικών καί παιδίων, καί θάνατος όλων τών εν ηλικία αρρένων, ώστε έκαστος συγκεντρώνων περί εαυτόν τήν οικογένειάν του, καί λαμβάνων εις χείρας ό,τι επρόφθανεν εκ τής περιουσίας του έφευγε μέ φόβον καί απελπισίαν. Αλλ' ως συμβαίνει εις τοιαύτας δεινάς καί επικινδύνους περιστάσεις, έκαστος έχων πρό οφθαλμών τήν ιδίαν του σωτηρίαν καί επεκτείνων τήν συμπάθειάν του εις μόνα τά προσφιλέστερα εις αυτόν όντα, καθίστατο άκαμπτος πρός τούς άλλους, καί έφευγε δρομαίως χωρίς νά δώση τινά συνδρομήν εις όσους ήθελεν απαντήσει καθ' οδόν πάσχοντας, κλείων πολλάκις τά ώτα καί εις αυτήν τήν φωνήν τής συγγενείας καί φιλίας. Γυναίκες έκλαιαν ανακαλούσαι μεγαλοφώνως τά τέκνα των, τά οποία είχον αποπλανηθεί, καί παιδία απολέσαντα τούς γονείς καί συγγενείς των προέβαινον κλαίοντα καί επικαλούμενα εξ ονόματος τούς γονείς καί τούς στενοτέρους αυτών συγγενείς απέβλεπον δέ μετ' ανησυχίας πρός τούς διαβαίνοντας, μήπως απαντήσωσιν εις αυτούς φιλικόν τι πρόσωπον, τού οποίου νά επικαλεσθώσι τήν συνδρομήν.

Εδώ ζώον τι βαρυφορτωμένον έπεσεν εις δύσβατόν τι μέρος τής οδού, καί ο κύριος αυτού ματαίως επικαλείται τήν συνδρομήν τών διαβαινόντων διά νά τόν βοηθήσωσι νά τό σηκώση. Όλοι διαβαίνουσι δρομαίως από τά πλάγια τής οδού χωρίς νά δώσωσιν ακρόασιν εις τάς παρακλήσεις του. Εκεί φήμη διαδίδεται ότι έφθασαν οι Τούρκοι φονεύοντες καί αιχμαλωτιζοντες, καί όλοι διά μιάς επιταχύνουν τήν πορείαν των, φιλόστοργος δέ μήτηρ, έχουσα μικρόν παιδίον, τού οποίου τά ασθενή βήματα δέν δύνανται νά εξομοιωθώσι μέ τά τών άλλων φευγόντων, ματαίως επικαλείται τήν συνδρομήν τών διαβαινόντων, αυτοί φεύγουν καί αυξάνουν τήν αγωνίαν καί τόν φόβον της, ματαίως επιζητεί μεταξύ αυτών φιλικόν πρόσωπον, εις τού οποίου τήν φροντίδα νά εναποθέσει τό φίλτατον αυτό κειμήλιον. Ματαίως βιάζει τό τέκνον της νά περιπατήσει, καί μεταχειρίζεται πρός αυτό αλληλοδιαδόχως παρακλήσεις, απειλάς, επιπλήξεις, όλα μένουν άνευ αποτελέσματος, διότι δέν υπάρχει η πρός εκτέλεσιν τής μητρικής θελήσεως αναγκαία φυσική δύναμις.

Εκεί διαιρουμένης τής οδού εις δύο καί διαχωριζομένων καί τών φευγόντων εις δύο, πατήρ, όστις προεκπέμψας τά τέκνα μετά τής συζύγου καί ενασχολούμενος νά λάβη τι τών αναγκαίων ή πολυτίμων πραγμάτων του μεθ' εαυτού έμεινεν ύστερος, παρατηρεί μετ' αδημονίας αμφοτέρας τάς οδούς, ερωτά μετ' ανησυχίας πρός ποίαν εκ τών δύο οδών διευθύνθησαν τά φίλτατα αυτώ πρόσωπα, καί μή δυνάμενος νά λάβη ουδεμίαν πληροφορίαν, διότι ουδείς ηδύνατο νά γνωρίζη ενώ όλοι έφευγον, κανείς δέ δέν επανήρχετο, όστις μόνος ηδύνατο νά δώση περί τούτου πληροφορίαν, κινείται πρός τήν μίαν οδόν, καί μετανοών μετ' ολίγου στρέφεται πρός τήν ετέραν, καί ταλαντευόμενος ούτως εκφέρεται εις δάκρυα φοβούμενος ότι δέν θέλει δυνηθεί, νά δώση συνδρομήν εις τήν σύζυγον καί τά τέκνα του, εις καιρόν καθ' όν έχουσι μεγαλυτέραν ανάγκην τής συνδρομής αυτού. Τοιούτος κίνδυνος, τοιαύτα περιστατικά, τοιούτος θόρυβος ήσαν ικανά νά εκπλήξωσι τόν νούν καί νά συγκινήσωσι τήν καρδίαν καί τού μάλλον αταράχου ανδρός, πολύ μάλλον γυναικών καί παιδίων.

Ευτυχώς όμως η παράτασις τής μάχης δέν εσυγχώρησεν εις τούς Αλβανούς νά επιχειρήσωσι τήν αιχμαλωσίαν καί λεηλασίαν, τάς οποίας υπώπτευον οι κάτοικοι τής Αραχόβης, καί ούτω διεσώθησαν άπαντες εις τά απότομα μέρη καί τά σπήλαια τού Παρνασσού. Αλλ' η μάχη εξηκολούθει ζωηρώς εις τήν εκκλησίαν καί τάς περί αυτήν οικίας, διότι καί οι εντός καί οι εκτός επερίμενον τάς βοηθείας των. Τέλος έφθασαν από τό Ζεμενό τό μέγα τών Οθωμανών σώμα υπό αμφοτέρους τούς αρχηγούς αυτού, τόν Κεχαγιάμπεην καί τόν Μουστάμπεην, καί τότε η ορμή αυτών υπήρξε μεγίστη. Έκαμαν πολλάκις έφοδον πρός τάς οικίας καί τήν εκκλησίαν, αλλ' οι εντός αυτών αντέχοντες ισχυρώς δέν διέκοψαν ολοτελώς τό πύρ. Κατά τήν ώραν έφθανεν ήδη καί τό υπό τόν Χατζή Πέτρον σώμα καί κατέλαβε λόφον τινά περί τό χωρίον, εφάνη δέ καί ο Καραϊσκάκης ερχόμενος από τό Ζεμενό κατόπιν τών Τούρκων. Σκοπεύων ούτος νά αποκλείση, ει δυνατόν, τούς Οθωμανούς, τούς άφησε νά διαβώσι τά στενά τού Ζεμενού, καί νά προβώσι πρός τήν Αράχοβαν κατά τό σχέδιόν των. Ερχόμενος δέ αυτός, κατόπιν των, καί ειδοποιήσας προηγουμένως καί τούς εις Άμφισσαν καί τά πέριξ διά νά έλθωσι πρός αυτόν εξ αντιθέτου οδού ήλπιζε νά κατορθώσει νά λάβη εις τό μέσον τούς εχθρούς περικλείων αυτούς πανταχόθεν.

Ο Καραϊσκάκης, άμα επλησίασε, διέταξεν αποσπάσματά τινα νά ανοίξωσιν πρός τό αριστερόν τής Αραχόβης μέρος, καί συγχρόνως ταύτα μέν εκείθεν, αυτός δέ κατά πρόσωπον, προσέβαλαν πανταχόθεν τόν εχθρόν, ώστε ούτος πολεμούμενος καί από τούς εντός τού χωρίου καί από τούς έξωθεν ερχομένους, άν καί πολυπληθέστερος αυτών, δέν ηδυνήθη νά ανθέξη μέχρι τέλους, καί ηναγκάσθη νά λάβη τήν πρός Άμφισσαν οδόν πολεμούμενος από τά οπίσθια, καί αποσυρόμενος καί αυτός μέ πόλεμον. Αλλά μόλις επροχώρησεν ολίγον καί απαντά μέγα ελληνικόν σώμα υπό τόν Δυοβουνιώτην καί Πανουργιάν ερχόμενον εναντίον του από τήν αυτήν οδόν, δι' ής έλπιζεν αυτός νά διαβή πρός Άμφισσαν. Οι Τούρκοι, ενώ υπεχώρουν από τήν Αράχοβα πολεμούμενοι από τούς περί τόν Καραϊσκάκην, απαντήσαντες έμπροσθεν τό σώμα τούτο δέν ηδύνατο πλέον ούτε νά διαμένωσιν εις Αράχοβα, ούτε νά προβώσι πρός Άμφισσαν, ηναγκάσθησαν λοιπόν νά διευθυνθώσι πρός θέσιν τινα κειμένην άνωθεν τής Αραχόβης τήν οποίαν καί κατέλαβαν. Οι δέ εκ διαφόρων διευθύνσεων ελθόντες Έλληνες ετοποθετήθησαν περί τό οθωμανικόν στρατόπεδον, καί τό απέκλεισαν πανταχόθεν πυροβολούντες κατ' αυτού, έως ού τό σκότος τή νυκτός κατέπευσεν τελείως τόν πόλεμον.

Μόλις έδυσεν ο ήλιος, καί άνεμος λεπτός πνέων από τάς χιονοσκεπείς κορυφάς τού Παρνασσού διέχεε μεγίστην ψυχρότητα, ήτις διαπέρα ταχύτατα καί τούς καλώς ενδεδυμένους, αλλ' όσοι δέν είχον επανωφόρια ήτον αδύνατον ν' ανθέξωσιν εις τήν μεγίστην τού ψύχους σφοδρότητα. Οι πλειότεροι δέ τών Ελλήνων, οίτινες είχον τοποθετηθεί περί τό οθωμανικόν στρατόπεδον, δέν είχον λάβει μεθ' εαυτών τάς κάπας των, ως ερχόμενοι άνευ αποσκευών, διά νά είναι έτοιμοι πρός μάχην. Ελθόντες δέ από μακράν οδοιπορίαν, καί πολεμήσαντες πολλήν ώραν άνευ διακοπής, υπαρχούσης κατά τήν ημέραν ζωηράς τής προσβολής τών ηλιακών ακτίνων, ήσαν οι πλειότεροι εις υπερβολήν ιδρωμένοι, όπερ κατέσταινε τό ψύχος αφόρητον εις αυτούς.

Δέν ήτο δέ δυνατόν ν' ανάψωσι φωτίας, διότι ηδύναντο νά φαίνωνται από τούς εχθρούς ποίας θέσεις κατέχουσι, καί πόσοι είναι κατά τόν αριθμόν, καί πρό πάντων διά νά μήν προσβάλωνται απ΄ αυτούς φαινόμενοι εις τήν λάμψιν τού πυρός. Διά ταύτα, άν καί ο αρχηγός διέταξε νά παραμείνωσιν άπαντες οι Έλληνες εις στενήν πολιορκίαν περί τό εχθρικόν στρατόπεδον, διά νά μήν αφήσουν τούς εχθρούς νά φύγωσι διά νυκτός εάν είχον τοιούτον σκοπόν, μόλις τό πέμπτον μέρος διέμεινε διαρκώς περί τό εχθρικόν στρατόπεδον, καί ούτοι αφού παρεδέχθησαν τό μέτρον τού νά διαδέχονται εναλλάξ αλλήλους. Άμα το ψύχος καθίστατο αφόρητον εις τινας εκ τών πολιορκούντων στρατιωτών, ούτοι μετέβαινον εις τό χωρίον, όπου είχον κατάλυμα οι στρατιώται των (η μάγκα των) καί εκεί εύρισκον άφθονον πύρ, όπερ έκαιε δι' όλης τής νυκτός, καί έπιναν ικανόν οίνον, τόν οποίον είχον εγκαταλείψει φυγόντες οι χωρικοί. Αναλαμβάνοντες ούτω τάς δυνάμεις των επανήρχοντο εις τήν θέσιν των.

Αλλ' ως συμβαίνει εις στρατεύματα άπειρα τακτικής πειθαρχίας, ούτε όλοι επανήρχοντο εγκαίρως εις τήν θέσιν, ούτε καί οι επανερχόμενοι διέμενον όσον έπρεπε. Πολλοί ευρόντες αφθονίαν οίνου έπιαν μέ τόσην υπερβολήν ώστε μεθυσθέντες δέν ήσαν πλέον εις κατάστασιν νά μεταβώσιν εις τήν πολιορκίαν, αλλ' έμενον εξαπλωμένοι κατά γής εις τάς οικίας καί βυθισμένοι εις βαθύτατον ύπνον. Εάν λοιπόν κατά τήν νύκτα ταύτην οι εχθροί ήθελον επιχειρήσει νά αναχωρήσωσιν, ήτο πολύ ενδεχόμενον νά διαφύγωσιν ακινδύνως, ή τουλάχιστον μέ ολίγην ζημίαν, αλλ' εις τήν γενομένην μεταξύ τών δύο αρχηγών τού οθωμανικού στρατού σύσκεψιν δέν ενεκρίθη τό μέτρον τούτο, διότι ο μέν Κεχαγιάμπεης στηριζόμενος εις τό αξίωμά του καί εις τήν εύνοιαν τού Κιουταχή, ήλπιζε ταχείαν βοήθειαν, ο δέ Μουστάμπεης, υψηλοφρονών, διά τάς έως τότε νίκας του, δέν κατεδέχετο νά φύγει διά νυκτός. Είχε δέ καί άλλην αιτίαν διά νά μήν παραδεχθεί τό μέτρον τούτο. Ελάμβανε μισθούς διά μέγαν αριθμόν στρατιωτών, ενώ πραγματικώς μόλις είχε τό τρίτον αυτών. Τό νά φύγει λοιπόν κρυφίως, εκτός τής προσβολής, τόν εξέθετε καί εις κίνδυνον ενώπιον τού Κιουταχή. Απεφασίσθη λοιπόν νά διαμείνωσι, καί κατόρθωσαν τήν αυτήν νύκτα νά πέμψωσι αγγελιοφόρους εις τά πλησιέστερα στρατόπεδα διά νά δράμωσιν εις βοήθειαν αυτών.

Οι Τούρκοι είχον διασώσει όλας τάς αποσκευάς των, συγκεντρωθέντες δέ εις μικράν έκτασιν τόπου, καί τοποθετήσαντες τά φορτηγά καί τάς αποσκευάς περί εαυτούς, δέν υπέφερον από τό ψύχος όσον οι Έλληνες. Αλλά τήν επιούσαν (επομένη), πρίν έτι ανατείλει ο ήλιος, οι Έλληνες ήσαν άπαντες εις τάς θέσεις των οχυρωμένοι εις μικρούς προμαχώνας, κατασκευασμένους εις απόστασιν μικράν απ' αλλήλων, ώστε νά μήν είναι δυνατόν νά εξέλθωσιν οι Οθωμανοί από τά μεταξύ αυτών μικρά διαστήματα. Ισχυρότατοι δέ προμαχώνες ανηγέρθησαν πρός τά μέρη, όθεν ήτον ενδεχόμενον νά δοκιμάσωσιν οι Τούρκοι τήν αναχώρησιν, καί αμέσως ήρχισεν αμφοτέρωθεν σφοδρός πυροβολισμός αλλ' η βλάβη τών Τούρκων δέν ήτο μεγάλη, διότι καί αυτοί κατασκεύασαν προμαχώνας καί εμάχοντο όπισθεν αυτών. Η αναχώρησις όμως αυτών καθίστατο ολίγον κατ' ολίγον αδύνατος, διότι όλα τά ελληνικά στρατιωτικά αποσπάσματα διετάχθησαν νά συγκεντρωθούν εις Αράχοβαν όσον τό ταχύτερον, εστάλησαν δέ καί ικανά σώματα διά νά κατέχωσι τάς θέσεις, όθεν έμελλε πιθανώς νά γένει η φυγή τών εχθρών. Συγχρόνως δέ τά σώματα ταύτα είχον εντολήν νά αποκρούσωσι πάσαν νέαν βοήθειαν, ήτις ήθελεν αποπειραθεί νά διαβή δι' αυτών. Καί προσέτι ικανόν σώμα στρατού ήτον έτοιμον νά δράμη εις τά στενά, άν τυχόν ήθελην επέλθει μεγάλη δύναμις εχθρική.

Τήν τρίτην ημέραν από τής πολιορκίας ταύτης, συσσωματωθέντες παλλοί των εις Δαύλειαν καί άλλας θέσεις κατεχόντων Οθωμανών, διηρέθησαν εις δύο σώματα, έν, τό μικρότερον καί ελαφρότερον, ήτον επιφορτισμένον νά υπάγη διά τής από τού Παρνασσού οδού, τό δέ διά τού Ζεμενού, όπερ εκόμιζε καί πλήθος φορτηγών. Φαίνεται δέ ότι τό σχέδιον αυτών ήτον, οι μέν διά τού Παρνασσού πηγαίνοντες νά προβώσιν εις μέρος φαινόμενον από τό άνω τής Αραχόβης τουρκικόν στρατόπεδον, καί νά πυροβολήσωσιν εκείθεν, δίδοντες είδησιν ούτως εις τούς οικείους των ότι έρχονται υπέρ αυτών, διά νά προπαρασκευασθώσι καί αυτοί πρός έξοδον. Συγχρόνως δέ νά κινήσωσι τήν προσοχήν τών Ελλήνων πρός εκείνο τό μέρος τού Ζεμενού, όθεν πραγματικώς εσκόπευον νά εξέλθωσιν. Οι δέ διά τού Ζεμενού, εάν δέν απαντήσωσιν ελληνικήν δύναμιν νά προβώσι μέχρι τής Αραχόβης, άν δέ ήθελον απαντήσει τοιαύτην, νά συγκροτήσωσι μάχην, καί νά διαμείνωσιν εις ταύτην όσον ένεστι πλειότερον διά νά ευκολύνωσιν ούτω τήν έξοδον τών κατά τήν Αράχοβαν αποκλεισμένων οικιών των.

Οι διά τού Παρνασσού εξερχόμενοι εξετέλεσαν τήν παραγγελίαν καί πυροβολήσαντες επί λόφου τινος καταφανούς έδωκαν τήν είδησιν. Οι δέ πολιορκούμενοι παρατηρήσαντες πανταχόθεν τούς περί εαυτούς Έλληνες, καί ιδόντες τό πρός τόν Παρνασσόν μέρος μή φυλαττόμενον μέ ικανόν αριθμόν Ελλήνων, διότι από αυτού ολιγότερον επίστευον νά κάμωσι έξοδον οι εχθροί, όρμησαν πρός τούτο τό μέρος. Αποσυρθέντων δέ τών Ελλήνων εις τήν πρώτην ορμήν, ούτοι εξήλθον καί πέραν τών προμαχώνων τών Ελλήνων, αλλ' αι φωναί καί ο θόρυβος αμφοτέρων τών στρατοπέδων έδωσαν αιτίαν εις τόν Καραϊσκάκην νά παρατηρήση τόν κίνδυνον κάι νά δράμη ταχέως πρός τό μέρος τούτο αυτοπροσώπως προσκαλών ονομαστί τούς σημαντικοτέρους εκ τών φυλαττόντων τούς προμαχώνας, αφ' ών διήρχετο, καί λαμβάνων αυτούς μεθ' εαυτού διά ν' αυξήση τήν υπ' αυτών δύναμιν.

Αλλ' οι Τούρκοι, είτε διότι αντεκρούοντο παρ' αυτών, είτε διότι δέν ήλθεν η από Ζεμενόν προσδοκωμένη δύναμις, δέν προόδευσαν περισσότερον, αλλ' επανήλθον εις τάς πρώτας θέσεις των. Όταν το κίνημα τούτο τών εχθρών εματαιώθη, ο Καραϊσκάκης έπεμψε δύναμιν καί πρός τούς διά τού Παρνασσού ερχομένους εχθρούς, καί πρός τούς διά τού Ζεμενού. Αλλ' οι μέν διά τού Παρνασσού πυροβολήσαντες, μόνον, ως ανωτέρω, επέστρεψαν εις Δαύλειαν, χωρίς ουδέ κάν νά αποπειραθώσι περισσότερον. Οι δέ εν Ζεμενώ ελθόντες εις τό στενόν καί ευρόντες τήν διάβασιν κενήν, διότι οι Έλληνες απεσύρθησαν εις τάς δύο πλευράς επί σκοπώ νά αφήσωσι τούς εχθρούς νά προοδεύσωσι περισσότερον εντός τού στενού καί νά τούς προξενήσωσι μεγαλυτέραν βλάβην εμπoδίζοντες τήν επάνοδον αυτών, προόδευσαν ολίγον διάστημα, αλλ' οι Έλληνες εξελθόντες από τάς δύο πλευράς, απέκοψαν όσους εύρον ήδη εισελθόντας εις τό στενόν, τούς οποίους εφόνευσαν σχεδόν άπαντας, κυριεύσαντες καί όλα τά μετ' αυτών φορτηγά. Οι μή εισελθόντες όμως εις τά στενά διέφυγον αβλαβείς όντες ως επί τό πλείστον ιππείς. Είχεν ήδη τελειώσει η μάχη όταν έφθασε καί η παρά τού Καραϊσκάκη σταλείσα βοήθεια.

Ματαιωθείσης τής αποπείρας ταύτης, οι Τούρκοι απέβαλαν τήν ελπίδα τού νά λάβωσι βοήθειαν από τά πλησίον στρατόπεδα, διά τούτο εζήτησαν από τόν Καραϊσκάκην νά τούς συγχωρηθεί νά εξέλθωσι διά συνθηκών, αλλ' ο Καραϊσκάκης, διά νά τούς συγχωρήσει τήν έξοδον, εζήτησε νά κενώσωσι καί παραδώσωσι εις αυτόν τό φρούριον τής Αμφίσσης καί τήν πόλιν τής Λεβαδείας, μέχρις ού δέ εκτελεσθεί η παράδοσις αυτών, νά μείνωσι παρ' αυτώ ως ενέχυρα οι δύο αρχηγοί τής οθωμανικής στρατιάς. Αλλά τούτο μέτρον δέν ήτο δυνατόν νά υποδεχθώσιν ούτοι φοβούμενοι τού Κιουταχή τήν αγανάκτησιν καί εκδίκησιν. Εκολακεύετο μόλο ταύτα ο Κεχαγιάμπεης ότι μανθάνων τόν κίνδυνον αυτού ο Κιουταχής ήθελε σπεύσει νά πέμψη δύναμιν ικανήν όχι μόνον νά απαλλάξη αυτούς τού επικειμένου κινδύνου, αλλά καί νά καταστρέψει ολόκληρον τό σώμα τού Καραϊσκάκη. Μέ τάς ελπίδας λοιπόν ταύτας απεφάσισαν νά διαμείνωσιν εις τήν θέσιν των καί η κατάστασίς των ήρχισε νά χειροτερεύει επαισθητώς καί ο κίνδυνος ν' αποβαίνη σημαντικότερος.

ΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΜΕΝΟΙ

Εντός σκηνής υπηρέται επροσπάθουν ν' ανάψωσι φωτίαν επί υγράς γής, θέτοντες επ' αυτής ξύλα τά οποία έλαβον από τά σαμάρια τών φορτηγών των. Εις τά ενδότερα δέ τής σκηνής εκάθητο σταυροπόδι μεσαίας ηλικίας άνθρωπος περιτυλιγμένος μέ παχυτάτην κοκκίνην γούναν. Είχε δέ τήν κεφαλήν ακουμβισμένην εις τήν χείρα του, τήν οποίαν καί αυτήν είχεν ακουμβισμένην εις τό γόνυ του. Δεινοί διαλογισμοί εκυρίευαν τήν κεφαλήν του, καί εφαίνετο ως νά μήν έδιδεν ολοτελώς προσοχήν εις τά περί αυτόν διατρέχοντα. Μόλα ταύτα ψιθυρισμός τις, γινόμενος έξωθεν τής σκηνής, τού οποίου ολίγον κατ' ολίγον ηύξανεν ο τόνος, ως ο ήχος τών κυμάτων, κατά τήν αρχήν τής τρικυμίας, τού εκίνησε τήν περιέργειαν. 'Εμαθε δέ ότι οι αρχηγοί καί οι αξιωματικοί τής υπ' αυτόν στρατιάς συνήλθον έξω τής σκηνής επί σκοπώ νά τού ομιλήσωσι επί τής ενεστώσης καταστάσεως τού στρατού. Καί τώ όντι ούτοι συνελθόντες πρό ικανής ώρας, καί ευρισκόμενοι εις διαφωνίαν περί τού τρόπου καθ' όν έμελλον νά προσφερθώσι πρός αυτόν, εφιλονίκουν μεταξύ των καί καθ' όσον διήρκει η διαφωνία κατά τοσούτον υψούτο ο τόνος τής φωνής τών θρασυτέρων αξιωματικών.

- "Ας εισέλθωσιν εντός", είπε ο Κεχαγιάμπεης, διότι ούτος ήτον ο ανωτέρω περιγραφόμενος. Καί αμέσως εισήλθον εντός τής σκηνής οι προκριτότεροι τής στρατιάς, άλλοι έμενον παρά τήν θύραν, πλήθος δέ στρατιωτών εκ τών συνοδευόντων τούς αξιωματικούς τούτους, καί εκ περιεργείας, διότι επρόκειτο ν' αποφασισθεί κατά τήν στιγμήν ταύτην μέγα ζήτημα, κατείχεν όλα τά πέριξ τής σκηνής συσφιγγόμενον περί αυτήν. Μεγάλη δέ προσοχή κατείχεν άπαντας καί οι απωτέρω τής σκηνής παρεκάλουν τούς πλησιάζοντας διά νά κοινοποιώσι προθύμως πρός αυτούς τά λεγόμενα εντός τής σκηνής, ώστε έκαστος λόγος, διαδιδόμενος από στόμα εις στόμα έφθανεν εv ακαρεί μέχρι τού εξωτέρου κύκλου τών περί τήν σκηνήν, καί εκείθεν ως αστραπή διεδίδετο εις άπαν τό στρατόπεδον. Εις τών συνελθόντων, ο προκριτότερος είπε:

- "Μπέη, περιμένομεν τόσας ημέρας βοήθειαν διά νά σωθώμεν από τόν κίνδυνον τούτον. Ιδού εματαιώθησαν οι ελπίδες μας. Τί έχομεν νά κάμωμεν διά νά μή χαθώμεν; Όλος ο στρατός είναι εις ανησυχίαν."

- "Η δύναμις τού μεγάλου ημών πατισάχ είναι μεγάλη, απεκρίθη ο Κεχαγιάμπεης, καί πρέπει νά έχομεν θάρρος. Ο δέ ένδοξος ημών αρχηγός, ο συνετότατος Κιουταχής, τού οποίου η ανδρεία είναι ακαταδάμαστος, θέλει καταφθάσει ο ίδιος μέ μεγάλας δυνάμεις, όχι μόνον ημάς ν' απαλλάξη από τόν κίνδυνον αλλά καί νά καταστρέψη ολίγον αριθμόν κλεπτών, οι οποίοι ετόλμησαν νά σηκώσωσι χείρα εις βασιλικά στρατεύματα."

Καθ' όσον οι λόγοι ούτοι εξηγούντο διά τού διερμηνέως, διότι οι πλειότεροι τών Αλβανών δέν εγνώριζον τουρκικά, κατά τοσούτον η δυσαρέσκεια καί η αγανάκτησις εζωγραφίζετο εις τά πρόσωπα τών αξιωματικών. Εις δέ εκ τών θρασυτέρων, Γκέκας τήν πατρίδα, έχων μεσαίαν ηλικίαν, αλλ' ανάστημα τόσον υψηλόν ώστε, άν καί μένων εις τά γόνατα, εφαίνετο ίσος μέ μετρίου αναστήματος άνδρα, εταράχθη πλειότερον τών άλλων, καί στρέψας οργίλον βλέμμα πρός τόν Κεχαγιάμπεη είπεν:

- "Δέν βλέπεις ότι κινδυνεύομεν νά πέσωμεν όλοι εις τάς χείρας τών Ρωμαίων, νά μάς φονεύσουν, ή, όπερ είναι τό χειρότερον, νά μάς πάρουν τά όπλα, νά μάς περιφέρουν από χωρίον εις χωρίον ως γυναίκας, καί νά μάς υβρίζουν ως καί τά μικρά παιδιά εις τάς οδούς;"

- "Τί λέγει;" ηρώτησεν ο Κεχαγιάμπεης τόν διερμηνέα μή γνωρίζων τά αρβανίτικα.

Ενώ δέ ο διερμηνεύς εξήγει ταύτα, ο Γκέκας εξηκολούθει νά λέγη επιτείνων κατ' ολίγον ολίγον περισσότερον καί τόν τόνον τής φωνής του αναλόγως μέ τήν αύξησιν τής αγανακτήσεώς του.

- "Περιμένομεν ημέρα τήν ημέρα τήν βοήθειαν, καί όσον προχωρεί ο καιρός, τόσον χειροτερεύει η κατάστασίς μας. Τροφαί δέν μάς έμειναν διόλου, τά ζώα μας εψόφησαν από τήν έλλειψιν τροφής καί από τό ψύχος ημείς καθήμεθα ημέραν καί νύκτα εκτεθειμένοι εις τήν βροχήν, καί οι πόδες μας μένουν βυθισμένοι μέχρι τού γόνατος εις τήν λάσπην, εκάψαμεν όλα τά σαμάρια καί δέν έχομεν πλέον μέ τί νά ανάψωμεν φωτίαν, καί άν ακόμη μείνωμεν καμίαν βραδιάν εδώ δέν θά έχωμεν τήν δύναμιν ούτε νά ταραχθώμεν από τόν τόπον μας, πολύ μάλλον νά πολεμήσωμεν μέ τόν εχθρόν, καί νά ελπίσωμεν νά σωθώμεν."

Τήν φωνήν τούτου, ήτις, ως εκ τού αυξάνοντος θυμού, εγίνετο εντονοτέρα, ήκουσαν οι περιιστάμενοι εις τήν σκηνήν, καί ούτοι τήν διέδωσαν ως αστραπήν έως εις τά άκρα τού στρατοπέδου, καί φωνή επιδοκιμασίας υψώθη πανταχού τήν οποίαν διεδέχθη ακολούθως υπόκωφος βοή καί ψιθυρισμός, προερχόμενος από τάς συνομιλίας τών στρατιωτών, οίτινες, σχηματίζοντες κύκλους, συνδιελέγοντο ζωηρώς περί τής ενεστώσης τών πραγμάτων καταστάσεως.

Μή έχων τί νά αντιτάξει εις ταύτα ο Κεχαγιάμπεης, απετάνθη πρός αυτούς μέ γλυκύτητα.

- "Παιδιά μου, είπε, βλέπω τόν κίνδυνον, όστις επαπειλεί όλους μας, καί έχω τήν επιθυμίαν καί τήν ευχαρίστησιν νά συντελέσω πρός σωτηρίαν τού στρατού, έστω καί μέ τήν ιδίαν μου ζωήν. Επειδή όμως δέν είναι ο Μουστάμπεης εδώ, ουδέ δυνάμεθα νά τόν προσκαλέσωμεν, ως ασθενή, ας συνέλθομεν όλοι εις τήν σκηνήν αυτού καί εκεί ας συγκροτήσομεν συμβούλιον, καί ότι αποφασισθεί είμαι έτοιμος νά τό παραδεχθώ καί εγώ."

- "Καλά λέγει καλά λέγει!" εφώναξαν τινές τών αφοσιωμένων ιδίως εις τόν Κεχαγιάμπεην, καί εκεί ας αποφασισθεί τό πράγμα.

Καί ούτως απεμακρύνθη τό πλήθος από τήν σκηνήν τού Κεχαγιάμπεη, καί διευθύνετο πρός τήν τού Μουστάμπεη, αλλ' εντός αυτής τά πράγματα ήσαν πολύ έτι χειρότερα. Ο Μουστάμπεης περιερχόμενος τήν προτεραίαν τούς εις τά άκρα τής στρατιάς μαχομένους διά νά τούς ενθαρρύνη εκτυπήθη από βόλιον ελληνικόν εις τό μέτωπον. Η πληγή κατ' αρχάς δέν εφάνη βαρεία, διότι ήτον από μακράν καί μόλις εμπήχθη εις τό κόκκαλον τού μετώπου, αλλά φαίνεται ότι τό ψύχος καί η έλλειψις τής αναγκαίας περιποιήσεως κατέστησαν αυτήν επικίνδυνον. Ο Μουστάμπεης λοιπόν συναισθανόμενος τήν δεινότητα τής πληγής του καί τήν αθλιότητα τού στρατού, καί προβλέπων τήν επικείμενην καταστροφήν, επροσκάλεσε πλησίον του τόν αδελφόν του Καρεμφίλμπεην. Τούτο δέ εγίνετο καθ' ήν ώραν ο περί τήν σκηνήν του Κεχαγιάμπεη θόρυβος είχε φθάσει εις τόν ανώτατον βαθμόν, ώστε κατήντησε καί εις τάς ακοάς τού Μουστάμπεη. Υποπτεύων δέ ούτος ό,τι πραγματικώς διέτρεχε, καί έχων στρατηγικήν ικανότητα ώστε νά εννοήσει ότι η διέξοδος από τοιαύτην πραγμάτων κατάστασιν ήτο σχεδόν αδύνατος, εσκέπτετο πώς νά μήν πέσει ζών εις τάς χείρας τώυ Ελλήνων. Ζητήσας νά τόν βάλωσι νά καθήση, καί ακουμβών τήν κεφαλήν εις τούς ώμούς τού αδελφού του, είπε:

- "Αδελφέ μου, η κατάστασίς μου είναι δεινή, αλλά καί η εδική σας δέν είναι πλειότερον ευχάριστος. Μόνον μέσον σωτηρίας μένει εις εσάς νά σωθήτε διά τής φυγής, καί κύριος οίδε πόσοι καί κατ' αυτόν τόν τρόπον θέλουν διαφύγει τόν θάνατον. Δι' εμέ όμως δέν υπάρχει ουδεμία ελπίς σωτηρίας τό νά σωθώ διά τής φυγής, ως υμείς, είναι απολύτως αδύνατον εις εμέ δέν πρέπει δέ ουδέ σείς νά κινδυνεύσετε εξ αιτίας μου. Εγώ θά αποθάνω, ότι δέ αφεύκτως θέλει γίνει αργότερον, κάμετέ τό σείς ταχύτερον. Μόνον τήν κεφαλήν μου απαιτώ καί από σέ, αδελφέ, καί από τούς πιστούς μου υπηρέτας νά μού διασώσετε. Δέν κατεδέχθην νά παραδοθώ ζών εις τόν Καραϊσκάκην, καί νά καυχάται ότι τόν επροσκύνησε τοιούτος αρχηγός, οποίος υπήρξα εγώ. Δέν θέλω δέ ούτε τήν κεφαλήν μου νά λάβη ποτέ εις χείρας, καί νά καυχηθή εις τούς παρόντας αξιωματικούς του ότι κατώρθωσε νά πάρη τήν κεφαλήν τού Μουστάμπεη, καί νά τήν δώση εις τούς χωρικούς του νά τήν εξυβρίσωσι κυλίοντες αυτήν εις τάς οδούς, καί λακτίζοντες αυτήν πρός εκδίκησιν των όσα έπαθαν από εμέ."

- "Μή βάλλεις τοιαύτας υποψίας", απήντησεν ο Καρεμφίλμπεης "εγώ θέλω σέ πάρει εις τόν ώμον μου, καί ή θέλω σέ διασώσει, ή θά χαθώμεν καί οι δύο ομού, αφού πληρώσουν ακριβά τό αίμα μας όσοι πρώτοι μας πλησιάσωσιν."

Ενώ εγίνοντο ταύτα εντός της σκηνής, συνήχθη μέγα πλήθος αξιωματικών καί στρατιωτών έξωθεν αυτής καί ανήγγειλαν εις τόν Καρεμφίλμπεην ότι ήρχετο ήδη καί ο Κεκαγιάμπεης. Αλλ' ο Καρεμφίλμπεης, γνωστοποιήσας εις τούς αξιωματικούς τήν επικίνδυνον καί απελπιστικήν θέσιν τού αδελφού του, τούς είπε νά σκεφθώσι μόνοι των περί τής σωτηρίας των, διότι αυτόν δέν πρέπει νά τόν θεωρώσι πλέον μεταξύ τών ζώντων. Τά αυτά ανήγγειλε καί εις τόν Κεκαγιάμπεην διά νά μήν λάβη τόν κόπον νά έλθει εις τήν σκηνήν του Μουστάμπεη.

Άμα από στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις αύτη, δεινή απελπισία εκυρίευσεν όλον τό στρατόπεδον. Γενική σιωπή καί κατήφεια επεκράτησε κατά πρώτον, ακολούθως δέ έτρεχον από τό ένα εις τό άλλο μέρος οι στρατιώται ευρίσκοντες τούς φίλους των καί συσκεπτόμενοι περί τού τρόπου τής σωτηρίας των, χωρίς όμως νά λαμβάνωσι κανέν οριστικόν μέτρον. Ο δέ Κεχαγιάμπεης μαθών τήν απηλπισμένην κατάστασιν τού Μουστάμπεη έμεινεν ως απόπληκτος διά τινάς στιγμάς, έπειτα επανελθών εις τήν σκηνήν του έπεσε κατά γής, χωρίς νά δύναται ούτε νά συλλογισθεί ούτε νά πράξει τι πρός σωτηρίαν τού στρατού του.

Καθ' ήν στιγμήν εγίνοντο ταύτα, έπιπτε σιγαλή βροχή, η οποία πρό δύο ημερών ηκολούθει σχεδόν αδιάκοπος, αλλά τήν βροχήν ταύτην διεδέχθη xιών, κατ' αρχάς μέν ολίγη καί αραιά, ακολούθως δέ πυκνοτέρα καί εις μεγάλους όγκους, ως σκαμάγκια βαμβακίου, όταν στοιβάζεται. Εις ολίγας στιγμάς όλος ο τόπος ελευκάνθη από τήν χιόνα, καί εις μίαν ώραν, τό βάθος αυτής εγένετο πλειότερον μιάς πιθαμής, ώστε οι Έλληνες, εκτός ολιγοτάτων διατηρούντων τάς θέσεις των, οι λοιποί μετέβησαν εις τάς οικίας διά νά ζεσταθώσιν.

Αίφνης ακούεται φωνή, ότι έφυγον οι Τούρκοι καί αμέσως εξέρχονται από τάς οικίας πρός καταδίωξιν αυτών. Αλλά μόλις έκαμαν ολίγα βήματα, καί ιδόντες τούς εχθρούς διαμένοντας εις τάς ιδίας θέσεις των, επανήλθον πάλιν εις τάς οικίας. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις τών πολιορκούντων όταν ο Γκέκας, περί ού προαναφέραμεν, απελπισθείς όλως τού νά επιτύχει άλλο μέσον σωτηρίας, συγκεντρώσας περί εαυτόν τούς ισχυροτέρους καί τολμηροτέρους τών φίλων του, όρμησε νά εξέλθη τών οχυρωμάτων. Επιπεσών δέ εις τούς φυλάττοντας τήν πρός Παρνασσόν οδόν, τούς ηνάγκασε νά ανοίξωσι δίοδον εις αυτόν.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Τό κίνημα τών Γκέκηδων επηκολούθησαν οι πλησιέστεροι καί ισχυρότεροι τών Οθωμανών, καί διέβησαν φεύγοντες πρός τό όρος, έως πεντακόσιοι ή εξακόσιοι οι λοιποί επηκολούθουν καθ' ας δυνάμεις είχεν έκαστος εξερχόμενοι τού στρατοπέδου. Είχον ήδη εξέλθει οι πλειότεροι, όταν οι υπηρέται τού Κεχαγιάμπεη επαρακάλουν αυτόν νά αναχωρήση. Εκίνησε καί αυτός μηχανικώς, περιφρουρούμενος από τούς μεθ' εαυτού, αλλά τό πράγμα είχε λάβει άλλην μορφήν μεταξύ τών στρατιωτών τής πολιορκίας. Οι αποσυρθέντες καί αφήσαντες τήν δίοδον ανοικτήν εις τούς Τούρκους ανήγγειλαν αμέσως τήν φυγήν εις τόν Καραϊσκάκην, καί εζήτουν βοήθειαν διά νά καταδιώξωσι τούς εχθρούς. Ο Καραϊσκάκης εξήλθε τής οικίας του μόνος καί διέταξε πολλούς τών στρατιωτών νά φωνάζωσιν ότι οι Τούρκοι έφυγον, καί νά εξέλθωσιν οι Έλληνες εις καταδίωξιν. Αλλ' οι στρατιώται, απατηθέντες πρό ολίγου διά τής ψευδούς περί φυγής τών Τούρκων φήμης, καί βλέποντες νά πίπτει κατά συνέχειαν καί μέ ορμήν η χιών, ως καί πρότερον, ούτε επίστευον, ούτε προθυμίαν είχον νά δράμωσιν εις καταδίωξιν, ώστε ο Καραϊσκάκης ηναγκάσθη νά φωνάζη καί νά καλή κατ' όνομα τούς σημαντικότερους καί τούς μάλλον φιλοτίμους τών σωματαρχών. Γεώργιος Καραϊσκάκης Αλλά δυστυχώς, καί οι ολίγοι εξερχόμενοι πρός καταδίωξιν, μή βλέποντες πλέον τούς Τούρκους, διότι από τήν υπερβολήν τής καταπιπτούσης χιόνος δέν ηδύνατο νά βλέπωσιν ούδε πεντήκοντα βήματα μακράν εαυτών καί μή ακούοντες κρότον πυροβόλου διά νά εικάσωσιν εκ τούτου κατά πόσον απείχον οι μαχόμενοι, διευθύνοντο πρός τό τουρκικόν στρατόπεδον διά νά λαφυραγωγήσωσι τά εν αυτώ.

Όλα ταύτα έκαμαν τόν Καραϊσκάκην νά νομiζη ότι οι Τούρκοι διέφυγον αβλαβείς, ή ολίγην υποστάντες ζημίαν, καί ήτον εις μεγίστην αδημονίαν. Διά νά ενθαρρύνη δέ επί πλέον τήν καταδίωξιν, υποσχέθη χρηματικήν αμοιβήν, εάν ήθελον φέρει τούς αρχηγούς ζώντας, ή κάν τάς κεφαλάς των, υποσχεθείς αμοιβήν καί δι' εκάστην κεφαλήν Οθωμανού κομιζομένην πρός αυτόν. Αλλ' ο Καραϊσκάκης ευρίσκετο εις άγνοιαν τών γινομένων διότι οι πρώτοι συγκεντρωθέντες Έλληνες, αφού άφησαν καί διέβησαν οι πρώτοι τών Οθωμανών, τών οποίων δέν ηδύναντο ν' αποκρούσωσι τήν ορμήν, διακόψαντες έπειτα τήν σειράν τών φευγόντων, κατεδίωκον εκ τών έμπροσθέν των τούς έχοντας ακμαιοτέρας τάς δυνάμεις των, καί εφόνευον όσους επρόφθανον, προτιμώντες καί εκ τούτων τούς προοδεύοντας. Όσους δέ άφηνον όπισθέν των, ερχόμενοι άλλοι κατόπιν εφόνευον ή ηχμαλώτιζον.

Πολλοί δέ βλαμμένοι εις τούς πόδας, καί μή δυνάμενοι νά βαδίσωσιν, ή πληγωθέντες κάθ' οδόν έπιπτον κατά γής καί επροσποιούντο τόν αποθαμένον, διότι οι πρώτοι απαντώντες αυτούς λαμβάνοντες τά όπλα καί τά κεμέρια των τούς άφηναν πάλιν εξαπλωμένους, νομίζοντες αυτούς νεκρούς. Εκ τούτων πολλοί απωλέσθησαν πλακωθέντες από τήν χιόνα, πολλοί όμως εσυλλήφθησαν αιχμάλωτοι, διότι ερχόμενοι κατόπιν όλων οι ψυχουιοί εκάστης μάγκας, καί οι συνήθως ονομαζόμενοι χαντζαρούλαι, καί μή ευρίσκοντες άλλα λάφυρα επεχείρουν νά λάβουν καί τά ενδύματα τών φονευμένων, όσα ήσαν έτι εις κατάστασιν νά δώσωσιν ωφέλειάν τινα εις αυτούς. Αλλ' όταν ούτοι επεχείρουν νά εκδύσουν τούς νομιζομένους ως νεκρούς, ούτοι ηναγκάζοντο νά δείξωσι πλέον ότι ζώσι, καί νά επικαλεσθώσι τήν συμπάθειαν τών εκδυόντων αυτούς. Πολλοί διά νά σώσωσι τήν ζωήν των, επρότειναν ότι έχουν κρυμμένα χρήματα, καί υπεσχέθησαν νά τά δώσωσιν εις αυτούς, όταν τούς διατηρήσωσι τήν ζωήν. Αλλά τό μέτρον τούτο επέτυχεν εις τούς ηξεύροντας ελληνικά Τούρκους, ή εις τούς γνωρίζοντας τήν αλβανικήν Έλληνας, δυστυχώς όμως δέν ωφέλησε τούς μετά τού Κεχαγιάμπεη.

Ούτος, μή έχων ελπίδα νά σωθή διά τής φυγής, εξελθών μέ ολίγους τών υπηρετών του, όσοι δέν ηδύναντο νά φύγωσιν, εκάθησεν επί τινος πέτρας, λέγων τουρκιστί εις τούς επερχομένους Έλληνας νά τόν ζωγρήσωσι (αιχμαλωτίσουν), διότι είναι ο Κεχαγιάμπεης. Τά αυτά εφώναζαν καί περί αυτόν υπηρέται του, αλλ' οι επερχόμενοι κατ' αυτού Έλληνες δέν εγνώριζον τουρκικά. Συνέπεσε δέ νά επέλθωσι κατ' αυτόν τινές εκ τών εξελθόντων από τό Μεσολλόγιον κατά τήν πτώσιν αυτού. Επειδή δέ ούτοι, παθόντες πολλήν φθοράν από τούς κατέχοντας τότε τούς πρόποδας τού όρους Αλβανούς τού Μουστάμπεη, δέν εφρόντισαν ούτε διά τούς λόγους, ούτε διά τάς παρακλήσεις αυτών, ούτε κάν εστοχάσθησαν ότι ζωγρούντες ηδύναντο νά ωφεληθώσι περισσότερον διά τούτο επιπεσόντες κατ' αυτών τούς κατέκοψαν.

Αφού προέβη τό σκότος ικανώς, τότε μόλις άφησαν οι Έλληνες τήν δίωξιν καί επανήλθον εις τό χωρίον. Αλλ' όλαι τών επανερχομένων αι πληροφορίαι δέν ήσαν ικαναί νά πείσωσι τόν Καραϊσκάκην περί τού μεγέθους τής φθοράς τών εχθρών. Μολονότι δέ άνθρωποι γνωρίζοντες καλώς τόν Κεχαγιάμπεην, εβεβαίωσαν τόν Καραϊσκάκην, ότι η κομισθείσα αυτώ κεφαλή ήτο πραγματικώς εκείνου, μολονότι εκομίσθη καί η κεφαλή τού Μουστάμπεη, τήν οποίαν φέροντες μεθ' εαυτών οι περί τόν Καρεμφίλμπεην φεύγοντες, έρριψαν παρά τήν οδόν καταδιωκόμενοι καί φοβούμενοι μή καταστραφώσι καί αυτοί, μόλα ταύτα ήτον εις αγωνίαν δι' όλης τής νυκτός, ότι δέν έπαθαν οι εχθροί όσα ήτο δυνατόν νά πάθωσιν. Αλλά τήν επιούσαν, πρίν έτι ανατείλει ο ήλιος, τό μεγαλύτερον μέρος τού στρατού διευθύνθει πρός τό μέρος, όθεν διευθύνθησαν φεύγοντες οι εχθροί, διά νά εύρη λάφυρα καί νά φέρη κεφαλάς, διότι, ως προείπομεν, ο Καραϊσκάκης είχεν υποσχεθεί αμοιβήν δι' εκάστην κεφαλήν. Έκαστος δέ τούτων λαμβάνων όσα εύρισκε λάφυρα καί μίαν κεφαλήν επανήρχετο, ώστε βλέπων ήδη τό πλήθος τών κεφαλών ο Καραϊσκάκης μόλις εβεβαιώθη περί τού μεγάλου τών Τούρκων ολέθρου, αλλά καί ούτως δέν εγνωρίσθη ακριβώς τό κακόν διότι πολλοί τών Τούρκων αποπλανηθέντες τήν νύκτα, ως μή ευρίσκοντες διέξοδον, εξαπλούντο επί τής χιόνος διά νά ξενυκτήσωσι καί εσκεπάζοντο από ετέραν, ήτι εξηκολούθει πίπτουσα δι' όλης τής νυκτός, ώστε πολλά πτώματα ανεκαλύφθησαν τήν επομένην άνοιξιν, καί πολλοί τών χωρικών έλαβαν σημαντικάς ωφελείας από τά όπλα καί τά χρήματα αυτών.»



Πηγή: Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΒ'

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *