Μακεντόν Ορτοντόξ…

Η εκκλησία της Θεοτόκου Ελεούσας στη Βελούσινα.
(Wikipedia)

Στην αρχή το διάβασα σε μια προκήρυξη κάποιας ομαδούλας της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 90. Μετά, σε πιο κυριλέ έντυπο της και «Aνανεωτικής» αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς. Τα χρόνια πέρασαν, η φήμη διαδόθηκε, πέρασε και σε κείμενα της «Ριζοσπαστικής» Αριστεράς. Από εκεί τσουπ, φώλιασε δειλά- δειλά και στις σελίδες «Φιλελεύθερων» εντύπων και τώρα -ω του θαύματος- τρύπωσε και στο BBC. Η ταχύτητα εξάπλωσης εντυπωσιακή. Το εύρος της αποδοχής εντυπωσιακότερο.

Ο λόγος για μια παράγραφο από το αντιπολεμικό αριστούργημα του Στρατή Μυριβήλη, με τίτλο «Η Ζωή εν Τάφω». Περιγράφοντας o συγγραφέας την ανάρρωση του ήρωα του έργου του, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο σπίτι μιας αγροτικής οικογένειας σε κάποιο χωριό βορείως των συνόρων μας, έγραψε για τους κατοίκους του χωριού ότι «δὲ θέλουν νάναι μήτε «Μπουλγκάρ», μήτε «Σρρπ» μήτε «Γκρρτς». Μοναχὰ «Μακεντὸν ὀρτοντόξ».

Ορίστε η απόδειξη, μας λένε, πως στην Μακεδονία υπάρχουν – υπήρχαν Σλάβοι! Και μάλιστα Σλάβοι που δε θέλουν να ναι ούτε Έλληνες, ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι! Και τι κάνει, μας λένε, νιάου νιάου στα κεραμίδια; Ορίστε που υπάρχουν αυτοί οι Μακεντόν που δεν τους αναγνωρίζετε εσείς οι εθνικιστές ως τέτοιους. Το είπε και ο δικός σας ο Μυριβήλης!

Αλλά τί πραγματικά λέει ο Μυριβήλης; Οι εκφράσεις είναι ζυγιασμένες προσεκτικά, λέξη - λέξη, γραμμή - γραμμή, πρόταση στην πρόταση. Όχι μόνο στο επίμαχο σημείο, αλλά σε όλο το κείμενο. Προσέξτε τις λέξεις, «μήτε Βούλγαροι, μήτε Σέρβοι, μήτε Έλληνες, μοναχά Μακεδόνες Ορθόδοξοι». Γιατί στην περίπτωση των «Μακεδόνων» προσθέτει το επίθετο Ορθόδοξοι; Γιατί δεν το κάνει και για τους υπόλοιπους; Μήπως δεν είναι όλοι οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι ή μήπως υπάρχουν και «Μακεδόνες» που δεν είναι Ορθόδοξοι και συνεπώς χρειάζεται να γίνει αυτός ο διαχωρισμός;

Η απάντηση είναι απλή εάν γνωρίζεις Ιστορία. Οι κάτοικοι του χωριού δεν έχουν καμία «μακεδονική εθνική συνείδηση». Η συνείδησή τους δεν είναι εθνική, είναι η συνείδηση των Χριστιανών στην Οθωμανική αυτοκρατορία, πριν την εθνική αφύπνιση των Λαών. Για να το πούμε πιο επιστημονικά είναι συνείδηση προνεωτερική. Δηλώνουν δηλαδή οι άνθρωποι τον τόπο κατοικίας και το θρήσκευμά τους. Είναι η συνείδηση του μιλλέτ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σα να λέμε Γιαννιώτες Μουσουλμάνοι και Γιαννιώτες Χριστιανοί, Κρήτες Χριστιανοί ή Κρήτες Μουσουλμάνοι. Τι εθνική συνείδηση είχαν αυτοί οι άνθρωποι είναι μια άλλη ιστορία.

Τότε γιατί δε λένε «Μακεδόνες Χριστιανοί» και λένε «Μακεδόνες Ορθόδοξοι»; Και εδώ η απάντηση είναι απλή. Στη Μακεδονία η δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας πίεζε αυτούς τους Σλαβόφωνους να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο και να ενταχθούν στην Εξαρχία. Δηλώνοντας οι κάτοικοι του εν λόγω χωριού ότι είναι «Μακεντόν Ορτοντόξ» μας λένε ότι είναι πιστοί στο Πατριαρχείο και όχι στην Εξαρχία. Μας λένε επίσης ότι υπάρχουν και «Μακεδόνες» Εξαρχικοί, αλλά αυτοί δεν κατονομάζονται ως τέτοιοι, γιατί αυτοί νοούνται ως Βούλγαροι ακόμη και γι’ αυτούς τους «Μακεντόν Ορτοντόξ». Τέτοια «Μακεδονική συνείδηση» προκύπτει από τα γραφόμενα του Μυριβήλη!

Το ίδιο προκύπτει και από την καταγεγραμμένη Ιστορία. Ευχαριστούμε τον κύριο Μυριβήλη που μας παραδίδει και το όνομα του χωριού στο οποίο διαδραματίστηκε το γεγονός. Και το όνομα αυτού είναι Βελούσινα. Η Βελούσινα βρίσκεται περίπου έξι χιλιόμετρα βόρεια των συνόρων της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ, στους πρόποδες του όρους Μπάμπα στην πεδιάδα της Πελαγονίας. Ετυμολογικά το όνομα του χωριού προκύπτει από το Σλαβο-Ελληνικό, Βέλικα Ελεούσα (Μεγάλη Ελεούσα) που κατέληξε σε Βελιούσα-Βελούσινα. Η εκκλησία της Θεοτόκου Ελεούσας που βρίσκεται στο χωριό, είναι αφιερωμένη στην κοίμηση της Θεοτόκου και χτίστηκε τον 4ο-5ο αιώνα, επί βασιλείας Θεοδοσίου του Β, δυο με τρεις αιώνες δηλαδή πριν την κάθοδο των Σλάβων. Είναι κατάφορτη με αγιογραφίες εκπληκτικής ομορφιάς. Όλα δε τα ονόματα των Αγίων είναι γραμμένα στα Ελληνικά. Λέω τώρα εγώ ο αδαής πως κάποιοι θα ζούσαν εκεί πριν από την κάθοδο των Σλάβων, οι οποίοι είτε εκτοπίσθηκαν, είτε παρέμειναν και εκσλαβίστηκαν. Εάν υπάρχει και άλλο ενδεχόμενο να το συζητήσουμε.

Πάντως, κατά την Οθωμανοκρατία ολόκληρος ο Χριστιανικός πληθυσμός του χωριού ήταν Σλαβόφωνος και προσκείμενος φανατικά στο Πατριαρχείο. Όπως μας πληροφορεί και ο γραμματέας της Βουλγαρικής Εξαρχίας Ντίμιταρ Μίσεφ, το 1905 κατέγραψε στη Βελούσινα 880 κατοίκους, όλοι τους «Βούλγαροι πατριαρχικοί ελληνίζοντες» (γαλλικά: «Bulgares Patriarchistes Grécisants»). Υπήρχε δε μόνο ένα σχολείο με είκοσι μαθητές και αυτό ήταν Ελληνικό. Η Βελούσινα είναι επίσης ο γενέθλιος τόπος του Έλληνα δασκάλου και Μακεδονομάχου Πέτρου Χρήστου. Αυτή λοιπόν είναι η περίφημη «Μακεδονική συνείδηση» των κατοίκων της Βελούσινα, με βάση και τα Ιστορικά στοιχεία.

Η θέση της Ελλάδας διαχρονικά ήταν πως αυτοί οι πληθυσμοί, στο βαθμό που επιμένουν ότι είναι γηγενείς ή τουλάχιστον προ-Σλαβικοί, θα μπορούσαν να συνδεθούν με τον Ελληνισμό και να θεωρούνται ως Μακεδόνες Σλαβόφωνοι Έλληνες. Στην περίπτωση που επιμένουν στον Σλαβισμό τους, τότε δεν μπορούν να κουβαλούν όνομα που ανήκει σε μη Σλαβική πολιτιστική κληρονομιά, η οποία εξακολουθεί να είναι ζωντανή, όπως είναι η Ελληνική. Γι’ αυτό, τόσο ο Παύλος Μελάς όσο και η Πηνελόπη Δέλτα, τους Σλαβόφωνους με Ελληνική συνείδηση τους ονομάζουν Μακεδόνες και δεν τους διακρίνουν από τους Ελληνόφωνους Μακεδόνες.

Δεν προέβλεψε η Ελλάδα τα παιχνίδια της Ιστορίας, δηλαδή να αμφισβητηθεί η Ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονικής Ιστορίας. Και κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να προβλεφτεί, γιατί το αποτύπωμα αυτής της κληρονομιάς ήταν Ελληνικό και κυρίαρχο σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο για πολλούς αιώνες. Η πραγματικότητα δε αυτή ήταν και είναι γνωστή σε όλους. Συνδέονται πράγματι και οι Σλάβοι φίλοι μας με αυτό το νήμα, όχι με την εγκατάστασή τους σε Ελληνόφωνες περιοχές, αλλά με την προσχώρησή τους στην Ορθοδοξία, η γλώσσα της οποίας ήταν και είναι η Κοινή Ελληνική των Ελληνιστικών χρόνων. Από κει και πέρα μπορούμε να συζητήσουμε οτιδήποτε. Από τη στιγμή που εντάσσονται στον Βυζαντινό κόσμο, είτε ειρηνικά, είτε σε αντιπαράθεση με αυτόν είναι μέρος πλέον της κοινής των Βαλκανίων Ιστορίας. Γι’ αυτήν την κοινή μας πορεία μπορούμε να συζητήσουμε, να αντιπαρατεθούμε ή και να συμφωνήσουμε. Κάτι τέτοιο είναι θεμιτό και γι’ αυτό έχει και ιστορικά προηγούμενα. Για παράδειγμα, τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί ερίζουν για τον Καρλομάγνο. Λογικό, αφού η πορεία των δύο Λαών ήταν κοινή την εποχή του Καρλομάγνου. Τι είναι λοιπόν ο Φράγκος βασιλιάς, Γάλλος ή Γερμανός; Έχει νόημα το ερώτημα σε μια εποχή του οι δύο Λαοί δεν ήταν διαφορετικά έθνη;

Το παράδειγμα είναι οικείο και στους φίλους μας τους Σκοπιανούς. Διεκδικούν την κληρονομιά του Βούλγαρου βασιλέα Σαμουήλ τόσο αυτοί όσο και οι Βούλγαροι. Λογικό, γιατί ανατρέχοντας πίσω στην Ιστορία τους, δεν μπορούν παρά να ανακαλύψουν τη στενή πολιτιστική τους σχέση με τους Βουλγάρους κατά τον Μεσαίωνα. Αυτό όμως δείχνει ότι ακόμη και εάν είναι γηγενείς Μακεδόνες, έχασαν το νήμα της Ιστορίας δύο φορές, μία με τον εκσλαβισμό τους και μια ακόμη φορά με την ταύτισή τους με το Βουλγαρικό βασίλειο. Για να αποφύγουν το σκόπελο της Α-νοησίας προχώρησαν στην αμφισβήτηση της Ελληνικότητας της Μακεδονικής κληρονομιάς. Ήταν ένας τρόπος αυτός και το όνομα «Μακεδόνας» να διεκδικήσουν και το Σλαβισμό τους να διατηρήσουν. Αυτό είναι το ουσιώδες και αυτή είναι η διαφωνία μας. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΪΝΗΣ



Πηγή: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *