«Μονόλογος περί διαλόγου»
Πώς γίνεται σε μια εποχή τόσο παθιασμένη για διάλογο, να συνεννοούνται τόσο λίγο οι άνθρωποι μεταξύ τους;
«Διάλογος είναι να παραδεχθείς ότι η αλήθεια είναι πολλαπλή & ότι είναι ανέφικτη η πλήρης αλήθεια. Και πρέπει να φωτιστεί από πολλές πλευρές για να τη συλλάβει κανείς. Επομένως έχει ανάγκη από τον έλεγχο του άλλου και τον χρειάζεται τον άλλο η αλήθεια. Και δεύτερο, πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι για να πλησιάσει τον άλλο, ένας μόνο τρόπος υπάρχει: να τον πείσει. Στο διάλογο δεν πάμε να σώσουμε τις ιδέες μας: πάμε να σώσουμε την αλήθεια» (Ε.Π. Παπανούτσος).
α. ΔΟΚΙΜΙΟ του Άγγελου Τερζάκη
1η […] Όλοι σήμερα μιλάνε για διάλογο, στην κυριολεξία του και μεταφορικά& στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο κανένας δεν βρίσκεται που να μην τον διεκδικεί και να μην εξαίρει τις αρετές του. Φτάνει έτσι ν’ αναρωτιέται ο γεμάτος καλή θέληση αφελής, πώς διάβολο γίνεται σε μιαν εποχή τόσο παθιασμένη για διάλογο, να συνεννοούνται τόσο λίγο οι άνθρωποι μεταξύ τους. Είναι σαν να ξεχνάμε την πασίδηλη ανθρώπινη διπροσωπία: όποιος διατυμπανίζει την επιθυμία του για διάλογο, δεν θα πει και πως τον επιθυμεί& μεταμφιέζει έτσι την εγωλατρική του προσήλωση στον μονόλογο. Προτείνω το διάλογο μπορεί να σημαίνει: γυρεύω, με πρόσχημα την συνδιάλεξη, ακροατές& έχω πεποίθηση στη ρητορική μου δεινότητα ή στη δικολαβική μου ευελιξία και δεν μου κακοφαίνεται να εξασφαλίσω μιαν εύκολη νίκη& σ’ αποκαλώ συνομιλητή μου αλλά σε κρατάω κάτω από την απειλή της εξουσίας μου: αν σου βαστάει, πες ό,τι πιστεύεις! Η τελευταία τούτη ποικιλία είναι η πασίγνωστη στο διεθνές επίπεδο «συνεννόηση» όπου ο ένας από τους δύο συνομιλητές εκφράζεται από «θέσεως ισχύος», όπως λένε. Ισάριθμες εκδοχές του φαινομένου κακή πίστη. Ο σύγχρονος κόσμος δεν κατορθώνει να συνεννοηθεί γιατί κάνει κατάχρηση αυτής της τακτικής. Είναι ένας κακόπιστος κόσμος […]
2η Διάλογος δεν υπάρχει παρά μόνον ανάμεσα σε ίσων δικαιωμάτων συνομιλητές. Όταν ο ένας κρατάει στο χέρι του τον κεραυνό κι ο άλλος βρίσκεται όρθιος, ελάχιστος σαν υπόδικος μπροστά στο βάθρο της εξουσίας, ο διάλογος, κι αν προτείνεται, είναι φενάκη. Ο εξουσιαστής, στην χειρότερη περίπτωση, ξεγελάει τον εαυτό του αν νομίζει πως θ’ ακούσει την αλήθεια. Η θέση του άλλωστε είναι διπλά ψεύτικη: αν τύχει να βρει αντίκρυ του έναν παλαβό, έναν άνθρωπο παράτολμο, που θα του την πει, θα είναι υποχρεωμένος, για λόγους κύρους, να τον κατακεραυνώσει. Στην περίπτωση τούτη, ο ειλικρινής καταδικάζεται ως αυθάδης. Αν πάλι ο σε μειονεκτική θέση συνομιλητής το γυρίσει, για λόγους άμυνάς του, στην πονηρή κολακεία, ο σε πλεονεκτική θέση δεν θα μάθει ποτέ την αλήθεια. Δέσμιος της εξουσίας του, θα χρειαστεί τότε, για να ξέρει πού βρίσκεται να χρησιμοποιεί επαγγελματίες πληροφοριοδότες, ν’ ακούει καταδότες, διαβολείς, συκοφάντες, ή αντίθετα κόλακες που τον ξεγελάνε, για να του φαίνονται αρεστοί. Όπου δεν υπάρχει φυσικός διάλογος, υπάρχει όργιο κατασκοπίας…. Ακόμα και σε καθεστώτα φιλελεύθερα, όταν ιδίως είναι «ισχυρά», ο κυβερνήτης δύσκολα μαθαίνει την αλήθεια για το λαϊκό φρόνημα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του 1920, ενώ το κομματικό του περιβάλλον τον διαβεβαίωνε πως θα τις κερδίσει με τρόπο θριαμβευτικό ύστερα από τόσες εθνικές νίκες.
3η Αυτά στο επίπεδο της εξουσίας. Έχουμε, όμως, και το ανεπίσημο επίπεδο, όχι το ιδιωτικό, αλλά το δημόσιο! Διάλογος ιδεολογικός, διάλογος διαπραγματευτικός, διάλογος πνευματικός, άλλα ακόμα τέτοια. Καμία εποχή δεν έχει οργανώσει τόσους διαλόγους όσους η δική μας. Είναι μια έμμεση ομολογία πόσο δύσκολο το βρίσκει να συνεννοηθεί. Αν εξαιρέσουμε τους ανεγνωρισμένα περιττούς διαλόγους, που γίνονται για λόγους διακοσμητικούς, ελαφρούς, αργόσχολους (συνέδρια, σεμινάρια κτλ.), οι άλλοι έχουν σκοπό να προβάλουν πανηγυρικά οι ομιλητές τις ιδεολογικές τους θέσεις, χωρίς καμιά διάθεση να διαφωτιστούν ή να τις ελέγξουν. Διάλογοι διαφημιστικοί δογμάτων, προορισμένοι να πείσουν εκείνους που δεν χρειάζεται να πειστούν, τους οπαδούς τους, σκληραίνουν παρά που απαλύνουν το διάχυτο κλίμα της διαφωνίας. Ο κόσμος μας εμφανίζεται γεμάτος καλή θέληση κι αδυναμία να ομονοήσει. Φτάνει κανένας ν’ αναρωτιέται αν πρόκειται για ζήτημα χρόνου, αν δηλαδή βρισκόμαστε ακόμα σ’ ανωριμότητα, ή αν αντιμετωπίζουμε έτσι κάποιαν οργανική αδυναμία κι ατέλεια του ανθρώπινου γένους.
4η Η ζωή εμφανίζεται ως πεδίο διαμάχης. Χωρίς αυτόν της τον αντιθετικό χαρακτήρα, που ορίζει τον συστατικό δυναμισμό της, θα έφτανε στην αυτοαναίρεση. Ο διάλογος είναι μια ειρηνική προστριβή, συμφωνημένα πλαισιωμένη, περιορισμένη από μερικούς κανόνες, καθώς μια αθλοπαιδιά. Αν παραβώ τους κανόνες του ποδοσφαίρου, αυτό που θα διεξαχθεί στο γήπεδο δεν θα είναι μια ποδοσφαιρική συνάντηση, θα είναι συμφυρμός και συμπλοκή άμορφη, πρωτόγονη, χωρίς το παρα-αισθητικό ενδιαφέρον της αθλοπαιδιάς. Αλλά η αθλοπαιδιά δεν αποβλέπει σε τίποτα πέρα από τον εαυτό της, δεν είναι μέσο, είναι σκοπός. Ο διάλογος εμφανίζεται ως μέσο: θέλω, με μέσο το διάλογο, να φτάσω κάπου, σε κάτι που τον υπερβαίνει: σε μια συνεννόηση των ανθρώπων μεταξύ τους, ή, πολύ περισσότερο, στην από κοινού αποκάλυψη κάποιας αλήθειας. Εδώ είναι που ορθώνεται το αντικειμενικό ερώτημα για την ορθότητα του διαλόγου. Κι εδώ είναι που διαγράφεται η διαφορά του από τη διαλεκτική. Η διαλεκτική είναι πρόβαση, αλλιώς δεν είναι τίποτα. Ο διάλογος, πρώτο στοιχείο της διαλεκτικής στην αρχαία της σημασία, αλλά και μέσο ενανθρωπισμού της στην νεώτερη, ξεχωρίζει την περιοχή της φυσικής διαλεκτικής από της ανθρώπινης. Αν είμαστε μόνον όργανα μιας διαλεκτικής κι όχι φορείς της, τότε το οντολογικό πρόβλημα τίθεται διαφορετικά: πλαστήκαμε για να συνεννοούμαστε μόνο στο βασικό, στο χαμηλότατο επίπεδο, εκεί που η λαλιά είναι κενολογία. Το θέατρο του παραλόγου επιβραβεύεται, γιατί το πρόσεξε αυτό και το υπογράμμισε.
5η Σε κάπως υψηλότερο επίπεδο, ο διάλογος αρχίζει να γίνεται «διάλογος κουφών». Άρα κλήρος μας η μοναξιά. Στο κάπως προηγμένο στάδιο όπου έχουμε φτάσει, ή στο κάπως διδαγμένο από μακριά πείρα, ανακαλύπτουμε ξαφνικά, αυτή τη συγκλονιστική πραγματικότητα. Ως τώρα νομίζαμε πως γεννιόμαστε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι. Όταν λέμε πως συνεννοούμαστε, εννοούμε πως συμπλέουμε πάνω σε χωριστά μονόξυλα, μέσα σ’ έναν ωκεανό δίχως όρια. Συνεννοούμαστε αλληλοπαρεξηγούμενοι – αυτός είναι ο καλοπροαίρετος διάλογός μας.
6η Δεν επιτρέπεται να θεωρήσουμε το αίσθημα τούτο απόληξη. Κανένας μας δεν έχει το δικαίωμα να προεξοφλήσει το μέλλον. Διαλεγόμαστε και θα διαλεγόμαστε επίμονα, ασταμάτητα, γιατί αυτό μας είναι ανάγκη ζωτική, συστατικό μας πάθος. Ο πλησίον δεν είναι μόνο κόλαση, όπως το είχε πει ο Σαρτρ, είναι και Παράδεισος: ο μόνος μας απτός Παράδεισος. Ποιος ποτέ φαντάστηκε τον Παράδεισο σαν ερημιά, δίχως συγκατοίκους; Αρμονική κατανομή φυσικού και ανθρώπινου στοιχείου ορίζει το παραδεισιακό μας όραμα, κι αυτό δεν είναι τυχαίο: ξεκινάει από τα βάθη της συλλογικής μνήμης, τότε που η Φύση δεν ήταν καταργημένη από τον άνθρωπο, αλλά εμψυχωμένη από την διακριτική του παρουσία.
Άθλημα που μας έχει προταθεί ο διάλογος, θα εμπνέει πάντοτε κάθε ευγενική προσπάθεια να ξεπεραστεί η φυλάκιση μέσα στον εαυτό μας.
[Άγγελος Τερζάκης, Κρίση κι έλεγχος της εποχή μας]