ΝΑ ΖΗΣ*
Νὰ ζῇς μὲ θαυμασμό, μ' ἐλπίδα καὶ μ' ἀγάπη.
Wordsworth.
—Ἀκόμα, ἀκόμα οἱ θαυμασμοί; Ἄ! τῆς λατρείας ὡς πότε τὸ λιβάνι στὰ πόδια τῶν εἰδώλων ποὺ θεοὶ μεγαλοδύναμοι εἶναι ἡ ἀρχὴ κι ἀγάλια ἀγάλια τοῦ καιροῦ τὰ φίδια τοὺς τρῶνε, γίνονται παιγνίδια γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ ἀποτρυγίδια καὶ ὑψώνονται, καπνοί; Ἡ ζωή σου δὲν ἔμαθε νὰ ζῇ; Ἀκόμα, ἀκόμα οἱ θαυμασμοί;— —Ἀκόμα, ἀκόμα οἱ θαυμασμοί! Χέρια πλασμένα εὐγενικά, δυὸ χέρια, ποὺ νὰ πετάξουν τὰ ἐμποδίζει πρὸς τ' ἀστέρια, χτυσὴ ἁλυσίδα ἑνὸς κορμιοῦ, στῆς σάρκας μου τὰ μάτια καὶ στοῦ νοῦ δυὸ χέρια εἶναι μπροστὰ ὡς νὰ θέλουν σ' ἓνα βωμὸ φωτιὰ νὰ φέρουν, δυὸ χέρια ἁπλώνονται ὡς νὰ μέλλουν ἀχτιδοστέφανα νὰ γίνουν γιὰ τὸ κεφάλι τοῦ ἐκλεχτοῦ ποὺ ξέρουν. Καὶ πλέκονται δυὸ χέρια γιὰ νὰ μείνουν ἀνάερο θόλωμα, οὐρανὸς ἀποπάνω ἀπὸ τ' ἄγαλμα τοῦ Ἑνὸς ποὺ εἶναι θνητός, μὰ ὑψώνεται Μεσσίας μὲ τὸ θυμίαμά σας, χέρια τῆς λατρείας, εὐγενικὰ πλασμένα χέρια, ἐσεῖς, τραγούδι, κι ἂς μὴν ἔχετε τὴ χάρη τῆς φωνῆς, γλυκὰ μὲ ἀράζεις, τραγούδι, σ' ὅ,τι τραγουδεῖς. Νὰ ζῇς. Νὰ ζῇς γιὰ νὰ θαυμάζῃς!— Ἀκόμα σὲ γελοῦν οἱ ἐλπίδες; Δολερὲς ξωτικὲς γαλανοφρύδες, ἀκόμα, ἀκόμα θὰ κρατᾶτε καρφωμένα τὰ μάτια πρὸς ἐσᾶς τ' ἄθλιου θνητοῦ ποὺ τὸν πλανᾶτε γιὰ κάλεσμα νὰ παίρνῃ ἐρωτικὸ τὸ τρεμοσάλεμα μιᾶς σκιᾶς; Δὲν ἔμαθες ἀκόμα νὰ τολμᾶς νὰ τὴ ζῇς τὴ ζωή σου σὰν ἐμᾶς, τὴ δαρμένη ζωή σου νὰ τὴ ζῇς μέσα στὰ βαλτονέρια τῆς βαργεστισιᾶς μόνο γιὰ μιὰ σταλιὰ μιᾶς ψεύτρας ἡδονῆς; Δὲν ἔκλεισες τὰ μάτια σου μπροστὰ στὶς ποὺ παίρνουν μιλιὰ καὶ λογικὰ ξωθιὲς γαλανοφρύδες; Ἀκόμα σὲ γελᾶν οἱ ἐλπίδες;— —Ἀκόμα μοῦ γελοῦν οἱ ἐλπίδες. Μέσ' ἀπὸ βάθια φωτερὰ δυὸ μάτια, καὶ τοῦ μετώπου εἶν' ἀποπάνου τους τὰ πλάτια, καὶ λάμπουν, μάτια, μέτωπο,-δὲν εἶδες;- οὐράνιου τόξου ἑφτάχρωμες ἀχτίδες. Τὸ φεγγοβόλημά τους ἀρραβώνας πρὸς τὴν ψυχή μου μυστικῆς βουλῆς ὑπόσχεση· ἡ ζωὴ κι ἂν εἶναι ἀγώνας, ἀγωνίσου τον, καὶ θὰ πλερωθῇς. Δυὸ μάτια κι ἕνα μέτωπο, τροπάρι κάποιας χαρᾶς ποὺ μέλλεται μοῦ ψέλνουν, μιὰ γλώσσα, ἕνα προμήνυμα, μιὰ χάρη χίλια κρυφὰ φιλήματα μοῦ στέλνουν. Τρία, μιὰ φωνή· σ' ἀκούω, μὲ μαγνητίζεις. -Νὰ ζῇς. Νὰ ὑπάρχῃς γιὰ νὰ ἐλπίζῃς!— Ἀκόμα σὲ ρουφᾶν οἱ ἀγάπες; Οἱ ἀγάπες εἶναι ἀφρόνερα ἢ σατράπες. Στοῦ πλανεροῦ τὴν ἀπεραντωσύνη ποὺ τ' ὄνομά της κόσμο θὰ τὸν πῇς, ὁ πόθος εἶναι μιὰ πνοούλα ποὺ ἔχει μείνει ἀπὸ λιγόζωου γιασεμιοῦ εὐωδιά, ἡ νύχτα μέρα ἀφέντης καὶ βασανιστής. Σκέψη σου ἀκόμα, θέληση, καρδιά, καὶ μ' ὅλες τῆς ζωῆς σου τὶς σβυσμένες λάβες, μαθήματα, φαρμάκια, ἀκόμα σκλάβες πουλημένες γιὰ πάντα στὶς ἀγάπες; Οἱ ἀγάπες εἶναι ἀφρόνερα ἢ σατράπες. —Ἄς εἶναι οἱ ἀγάπες εὐλογητές! Δὲν εἴδατ' ἕνα στόμα πῶς μιλεῖ; Δὲν εἴδατε στὰ δυό του ροδοχείλια πῶς στάζει μέλι ἕνα φιλὶ καὶ ἀπρόσφερτο καὶ ἀνέγγιχτο, μὰ ἐμπρός μου πάντα σὰν ἕτοιμο νὰ δοθῇ γιὰ τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου; Ἀπ' τὰ φτωχὰ τῆς ἄνοιξης τριφύλλια ὡς τὸν ἄνθρωπο τὸ δημιουργὸ δὲν εἶν' ἡ ἀγάπη ποὺ ὅλα τ' ἀνασταίνει; Κι ὅταν ἀκόμα σὲ τραβάῃ πρὸς τὸ χαμό, καὶ μόνο τὸ ἄγγισμά της δὲ βαραίνει σὰν ἀνάσταση, σὰν τὸ λυτρωμό; Ὦ στόμα ποὺ ἢ σωπαίνεις ἢ μιλᾶς πρωϊνὸ πότε ὄνειρο, πότε κελάδημα, ὤ! ἀπ' τοὺς κόρφους μιᾶς ἄφεγγης νυχτιᾶς, ἴδιο τραγούδι, στὴν αὐγὴ μὲ πᾶς: Νὰ ζῇς. Νὰ ζῇς γιὰ ν' ἀγαπᾶς!
Πηγή: ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΕΝΑΤΟΣ. Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΔΕΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ (ΠΑΛΜΟΙ ΚΑΙ ΡΥΘΜΟΙ), σελ. 109-111
*ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ εἶναι ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος.
Φωτογραφία: pinterest.com
Ἀντιγραφή: Ἑλλήνων Φῶς