Ο ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ

Φώτης Κόντογλου

Βιβλίο παράξενο γραμμένο ἀπὸ τὸ
Φώτη Κόντογλου ἀπ' Ἀϊβαλὶ τῆς Μ. Ἀσίας.

Ἐδῶ μέσα βρίσκει κανένας ἱστορίες γιὰ διάφορα μέρη τῆς Σφαίρας, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὶς τέχνες τους, γιὰ τὰ συνήθεια τους καὶ γιὰ νησιὰ ἔρημα, γιὰ τοὺς ἀνέμους, γιὰ τὰ βουνὰ κι' ὅ,τι ἄλλο. Ποὺ τὰ σύναξε μὲ πόθο ὁ συγγραφέας ἀπ' ὅσα ἀφήσανε γραμμένα οἱ ταξειδευτὲς κι' ἀπ' ὅσα εἶδε κι' ἀπὄσα ἄκουσε ἀτός του. Καθὼς καὶ ἔργα τῆς φαντασίας καὶ ἄλλα τεχνικά.
Στολισμένο μὲ ζουγραφιὲς σκεδιασμένες ἀπὸ τὸν ἴδιον κι' ἀπὸ τὸ μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη


Ἡ Γῆς εἶναι ἡ μητέρα μας, ἀπ' αὐτήνα βγήκαμε καὶ πάλε σὲ δαύτη θὰ γυρίσουμε. Ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα τούτη τὰ θρέφει, κάθε σπέρμα τούτη τὸ βλασταίνει στὴ στεριὰ καὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνες. Στὰ σπλάχνα της πάλε βαστᾶ ἄλλα τόσα ἄψυχα, λογῆς λογῆς πετράδια, ἀσήμια, μαλάματα, σίδερα, ἁλάτια κι ἄλλα πράματα μυστικὰ ποὺ δὲν τὰ ξέρει κανένας.

Σὰν ἕνα σπειρὶ θὲ νἆναι ἀνάμεσα στ' ἄλλα τ' Ἄστρα, κι ἂς εἶναι τὸ πειὸ μεγάλο πρᾶμα ποὺ ξέρουμε. Ἀπορεῖ ἄνθρωπος μὲ τί τρόπο σηκώνει τὰ βαρειὰ βουνά, τὶς θάλασσες, τὶς πολιτεῖε, καὶ γυρίζει μέσα στ' ἀπέραντο πέλαγο τοὐρανοῦ, γιὰ τοῦτο οἱ παλαιοὶ πιστεύανε πὼς στέκεται δίχως νὰ σαλέψει, θεμελιωμένη στὸν αἰῶνα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν κάθουνται νὰ στοχαστοῦνε ποτὲ καλὰ τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ μᾶς τριγυρίζει κι ἀπορῶ πῶς μποροῦνε καὶ ζοῦνε, μάλιστα λογαριάζουνε τὸν ἑαυτό τους φτυχισμένον στεκάμενοι διψασμένοι μακρυὰ ἀπὸ τούτη τὴ χρυσὴ βρύση π' ἀναβρύζουνε ὅσα γλυκὰ αἰστήματα ἀναπάβουνε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουνε νὰ φχαριστᾶ τὸ Θεὸ γιατὶ γεννήθηκε σ' αὐτόν τὸν κόσμο. Ὅποιος δὲν ἢπιε ἀπὸ τοῦτο τ' ἁγιασμένο νερὸ τοῦ Μπαλουκλῆ, νὰ μὴ λέγει πὼς εἶναι φτυχισμένος, ἂς πάει νἄχει καὶ τὰ πλούτη τοῦ Κροίσου.

Τὴν πλάση οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴ λέγανε Κόσμο ποὺ θὰ πεῖ Στολίδι, μὰ ἰδιαίτερα Κόσμο εἴπανε ὅσα βρίσκουνται ἀπάνου στὴ Γῆς καὶ τὴ στολίζουνε σὰ νἆναι τὸ πλουμισμένο ροῦχο της. Τὸν παλιὸν καιρὸ οἱ κοπέλλες κεντούσανε στὰ ροῦχα τους ξόμπλια ποὺ παρασταίνανε ἀλλοῦ τὸν Οὐρανὸ μὲ τἄστα, ἀλλοῦ τὴ Γῆς μὲ τὰ λουλούδια, ἀλλοῦ τὴ Θάλασσα μὲ τὰ ψάρια. Καὶ τὰ πειὸ πολλὰ ἀγάλματα παρασταίνουνε ἀλληγορικὰ μὲ πρόσωπα πότε τὴ Θάλασσα, πότε τὸν Ἥλιο, πότε τὸ Φεγγάρι κι ἄλλα.

Τὰ πειὸ μεγαλόπρεπα στολίδια τῆς Γῆς εἶναι τὰ Βουνά, ποὺ πολλὰ ἀπὸ δαῦτα φτάνουνε σ' ἕνα ψῆλος νὰ ζαλιστεῖ ἄνθρωπος, 4 χιλιάδες μπόγια καὶ παραπάνου, θεμελιωμένα στὸν αἰῶνα. Ἀπάν' ἀπάνου οἱ κορφές τους εἶναι καπλαντισμένες μ' ἀτσαλένια βράχια, φαγωμένα ἀπὸ τὰ δρολάπια κι ἀπ' τ' ἀστροπελέκια. Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὸν τόπο μας βουνὰ τόσο ψηλὰ ὅσο σὲ εἶναι σὲ ἄλλες χῶρες, μολαταῦτα τὰ βουνὰ τῆς Ἑλλάδας πολλὲς φορὲς φαντάζουνε σὰν πειὸ μεγαλόπρεπα καὶ πειὸ ἁψηλὰ παρὰ κεῖνα τὰ θεόρατα Ἰμαλάγια τῆς Ἰντίας, ἐπειδὴς τὸν περισσότερον καιρὸ ὁ ἀγέρας εἶναι καθαρὸς καὶ κρουσταλλιασμένος καὶ τὰ δείχνει καθαρά, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι πέτρες κειτάμενες στὸν κάμπο, νὰ τὶς ἀγγίξεις μὲ τὸ χέρι σου. Ἐνῶ τὰ μεγάλα Βουνὰ τὰ ζώνουνε ἀντάρες καὶ σύννεφα καὶ τὰ κρύβουνε ὁλοχρονὶς ἀπὸ τὰ μάτια μας, κ' ἔχουνε πολὺ μάκρος καὶ πολλὲς κορφές, ποὺ δὲν εἶναι πειὰ βουνὰ μονοκόμματα, παρὰ ἕνα χάος ἀληθινό. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νὰ μπορεῖ νὰ νοιώσει ὅ,τι πρᾶμα εἶναι στὰ μέτρα του καὶ στὶς δυνάμεις του, πειὸ πολὺ παρὰ ὅ,τι εἶναι ὄξω ἀπ' ὅσο φτάνει τὸ μάτι του κι ἀπ' ὅσο αἰσθάνεται ἡ καρδιά του. Τὸ ἴδιο εἶναι κι ὁ μέρμηγκας, τριγυρίζει γύρω ἀπὸ μιὰ πέτρα καὶ θαμάζεται καὶ λέει μέσα του τί θεόρατο βουνὸ εἶναι τοῦτο, γιατὶ κείνη ἡ πέτρα εἶναι σὲ ἀναλογία μὲ τὸ μπόϊ του, ἐνῷ ἡ Γκιόνα καὶ τ' Ἄγραφα εἶναι γι' αὐτὸν ἀκατανόητα, ἐπειδὴς δὲν εἰμπορεῖ νὰ τὰ τηράξει καὶ νὰ τὰ θαμάξει.

Ἕνα τέτοιο πρᾶμα γίνεται καὶ στὴ Θάλασσα, μονάχα πὼς ὁ ταξιδευτὴς τραβῶντας μὲ τὸ καράβι του πολλὰ μερόνυχτα δίχως νὰ βρεῖ στεριά, τὰ χάνει κι ἀπορεῖ ποῦ βρίσκεται τόσο νερὸ ποὺ λὲς καὶ δὲν ἔχει ἄκρια καὶ πάτο, ἐπειδὴς στὴ θάλασσα δὲν εἶναι μονάχα τὸ μάτι ποὺ τὸν κάνει νὰ θαμάζει, μὰ κι ὁ καιρὸς ποὺ περνᾶ ὥς ποὺ νὰ βρεῖ στεριά. Ἔχουνε νὰ ποῦνε πὼς οἱ Ἕλληνες τραγουδήσανε κ' ἱστορήσανε μὲ πειότερο αἴστημα ἀπ' ἄλλους τὰ φυσικὰ χτίσματα καὶ σὲν ἀφήσανε τίτοτα νὰ μὴν τὸ στολίσουνε μὲ τὴ φαντασία τους, εἴτε Βουνό, εἴτε Θάλασσα, Ποτάμια, Νησιά, Βρύσες, ἐπειδὴς μὲ τὸ νἆναι μικρὴ ἡ χώρα τους κ' ἡ θάλασσά τους γιομάτι μπουγάζια καὶ κόρφους καὶ πλουμισμένη ἀπὸ πλῆθος νησιά, λὲς κ' εἴτανε ἐπιταυτοῦ καμωμένα ὅλα τὰ φυσικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο κι ἀγαπημένα ἀπὸ δαῦτον, κι ὄχι φοβερὰ κι ἀπέραντα ποὺ νὰ τὸν τρομάζουνε καὶ νὰ τὸν βουβαίνουνε. Καὶ τὰ παραστήσανε ὅλα τὰ φυσικὰ μὲ σκέδιο ἀνθρώπινο, τὶς Θάλασσες, τὰ Ποτάμια, τὰ Βουνὰ, τὶς Βρύσες, τοὺς Ἀνέμους καὶ τἄλλα τῆς Γῆς.

Ἡ θάλασσα ἡ δική μας εἶναι μικρὴ γοῦρνα μπροστὰ στὸν Ὠκεανό, θέλω νὰ πῶ γιὰ τ' Ἀρχιπέλαγο καὶ γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Μὰ κ' ἡ λεγόμενη Μεσόγεια Θάλασσα, ποὖναι τὸ μεγάλο πέλαγο γιὰ τὰ καράβια μας, εἶναι κι ἐκείνη μιὰ μικρὴ λίμνη ἂν τὴ βάλεις κοντὰ στὸν Ὠκεανό. Γιὰ τοῦτο ὁ σοφὸς Πλάτωνας λέγει πὼς ἡ θάλασσα ποὺ βρίσκεται μέσα ἀπὸ τὶς Κολόνες τοῦ Ἡρακλέα φαίνεται σὰ λιμάνι μὲ μιὰ στενὴ μπούκα κ' οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε γύρω της εἶναι ἴδια μερμήγκια ἢ βαθράκοι γύρω ἀπὄναν βάλτο.

Στὰ σημερινὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι πετᾶνε στὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἀεροπλάνα καὶ ταξιδεύουνε μὲ μεγάλη γληγοράδα, ὥστε νἄρχεται ἡ μιὰ χώρα κοντὰ στὴν ἄλλη καὶ φαίνεται ἡ Γῆς ἴσα μ' ἕνα πορτοκάλι. Μὲ τοῦτο δὲν πάει νὰ πεῖ πὼς ὁ κόσμος μίκρυνε. Πολλὰ μυστήρια εἶναι ἀκόμα, πλῆθος τόποι κρυμμένοι και μυστικοί. Κι οἱ χῶρες οἱ ἀρχαῖες ἔχουνε πράματα ποὺ δὲν ἱστορηθήκανε, γιατὶ χιλιάδες χρόνια πατιοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ χτίζουνε ὁλοένα χτίρια, φτιάνουνε καράβια κι ἄλλα χειροτεχνήματα, πλέκουνε ἱστορίες, ποὺ κάθε ἄνθρωπος μερακλῆς καὶ περίεργος θέλει νὰ τὰ μάθει καὶ νὰ τὰ σπουδάξει. Ἄλλη γνώση φχάριστη κ' αἰσθηματικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο σὰν τὴν ἱστορία τῆς Γῆς λέγω νὰ μὴν ὑπάρχει.

Τὰ πειὸ πολλὰ ἔθνη ζοῦνε δίχως νὰ βρεθεῖ κανένας ἄνθρωπος ἀπ' αὐτὰ νὰ γράψει τὴν ἱστορία τους, ὅπως οἱ ἄγριοι ἄνθρῶποι ποὺ ζοῦνε στὴν Ἀφρική, στὴν Ἀσία καὶ στ' ἄλλα μέρη τῆς σφαίρας. Ὅμως ὅπου κατοικοῦνε ἄνθρωποι, τὸ κάθε βουνό, νησί, εἴτε ποτάμι ἔχει τὄνομά του, πρᾶμα ποὺ δείχνει πὼς ἡ Γεωγραφία εἶναι παλαιότερη παρὰ ἡ Ἱστορία.

Σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο θέλησα κ' ἐγὼ νὰ γράψω κατὰ τὸ αἴστημά μου τὰ λίγα ποὺ γνωρίζω κ' ἴσως φχαριστηθεῖ καὶ κανένας ἄλλος ποὺ θὰ τύχει νὰ τὸ διαβάσει καὶ συχωρέσει τὸν πατέρα μου. Πολλοὶ ἱστορικοὶ γράφουνε τάχα τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου γράφοντας ὁλοένα πολεμικὰ καὶ πολιτικὰ πράματα, γιὰ ρηγάδες καὶ γιὰ βασιλιάδες, σὰ νἆναι αὐτοὶ μονάχα ἀνθρῶποι κ' οἱ ντροπὲς καὶ τὰ αἵματα ποὺ χυθήκανε ἡ μονάχη προκοπή μας. Αὐτὰ τὰ βιβλία ἔπρεπε νὰ καίγουνται σὰν τῶν αἰρετικῶν.

Ἐμένα τὸ μεράκι μου εἶναι νὰ κάνω μιὰ ζωγραφιὰ ἁπλὴ καὶ καλοδουλεμένη ποὺ νὰ φραίνεται ὅποιος τὴ βλέπει. Ὅ,τι μ' ἀρέσει σὲ κάθε χώρα τὸ στορίζω μὲ τὴν τέχνη μου, πολλὴ εἴτε λίγη, δίχως νὰ κάνω μηδὲ φιλοσοφία μηδὲ τίποτα. Γιατὶ τὸ μεγαλύτερο κέρδος στὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ νὰ φχαριστιέται μὲ ἁπλὰ κι ὄμορφα πράματα. Αὐτὰ ποὺ λένε πολλοὶ πὼς σήμερα τὸ μυαλὸ μας ἄλλαξε κι ἀποζητᾶ φιλοσοφίες καὶ μηχανικὲς δὲν τὸ παραδέχουμαι· στὸ χέρι τ' ἀνθρώπου στέκεται νὰ πονηρέψει ἢ νἀπομείνει ἁπλός.

Δὲν κρατῶ καμμιὰ σειρά, μιὰ ποὺ δὲν κάνω μάθημα κανενός, μόνο τὰ γράφω ἀνάκατα, θὲς κοντινὰ ἢ μακρυνά, θὲς παλιὰ ἢ καινούρια. Δόσε προσοχή, αὐτὰ ποὺ θὰ πῶ εἶναι κι ἁπλὰ καὶ σπουδαῖα, καὶ φανταστικὰ κι ἀληθινά. Ἕνα πρᾶμα νὰ ξέρεις, πὼς ὅλα εἶναι ὄμορφα πράματα, σὲ τοῦτο ἔβανα μεγάλη ἔγνοια. Πολλὰ βλέπουνε τὰ μάτια μας, πολλὰ ἀκοῦνε τ' ἀφτιά μας, μὰ λίγα ξεχωρίζουμε, λιγοστὰ δίνουμε θροφὴ στὴν καρδιά μας· κι ἄνθρωπος ποὺ δὲ δίνει θροφὴ στὴν καρδιά του δὲν τὸν λογαριάζω γιὰ ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἔκανε ἕνα κεντίδι τὸ ντουνιᾶ, ὅπου νὰ γυρίσεις νὰ δεῖς μπορεῖ νὰ φχαριστηθεῖ τὸ πνέμα σου, φτάνει νὰ μὴν ἔχεις σφαλίξει τὴ φλέβα π' ἀναβρύζει μέσα σου.

Τὰ ὅσα λοιπὸν γράφω ἐδῶ μέσα τὰ γράφω γιὰ φχαρίστηση δική μου καὶ τῶν ἀλλουνῶν, μ' ἕναν τρόπο ἁπλὸν κι αἰσθηματικόν. Παίρνω ἀπὸ δῶ, παίρνω ἀπὸ κεῖ σὰν τὴ μέλισσα. Κι ἂν τὰ πιπερώνω καὶ λιγάκι, αὐτὸ νὰ μὴ σὲ παραξενέψει, γιατὶ τὸ σωστὸ δὲν εἶναι μὲ κεῖνον ποὺ βάζει στὸ χαρτὶ τὰ περιστατικὰ ἀπαράλλαχτα ὅπως γινήκανε, μὲ μὲ κεῖνον ἴσα ἴσα ποὺ χαίρεται νὰ τὰ στολίζει. Αὐτὸ τὸ δείχνουνε καὶ τὰ λόγια τοῦ Στράβωνα ποὺ βάζω παρακάτου. «Φιλειδήμων γὰρ ὁ ἄνθρωπος. Προοίμιον γὰρ τούτου τὸ φιλόμυθον. Ἐντεῦθεν οὖν ἄρχεται τὰ παιδία ἀκροᾶσθαι καὶ κοινωνεῖν λόγων ἐπὶ πλεῖον· αἴτιον δ' ὃτι καινολογία τις ἐστιν ὁ Μῦθος οὐ τὰ καθεστῶτα φράζων, ἀλλ' ἕτερα παρὰ ταῦτα. Ἡδὺ δὲ τὸ καινὸν καὶ ὃ μὴ πρότερον ἔγνω τις. Τοῦτο δ' αὐτὸ ἐστι καὶ τὸ ποιοῦν φιλειδήμονα. Ὅταν δὲ προστῇ καὶ τὸ θαυμαστὸν καὶ τερατῶδες, ἐπιτείνει τὴν ἡδονήν, ἥπερ ἐστὶ τοῦ μανθάνειν τὸ φίλτρον».

Κ' ἐγὼ σπουδασμένος εἶμαι, μὰ κατάλαβα πὼς δὲν εἶναι σωστὸ ἡ σπουδὴ νὰ ξεραίνει τὴν καρδιά μας, παρὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ δίνουμε πνοὴ καὶ γλυκύτητα στὴ γνώση μας. Ἡ πεθυμιά μου μὲ δυὸ λόγια εἶναι νὰ μοιάζει τοῦτο τὸ βιβλίο μὲ κείνη τὴ φημισμένη Πηγὴ ποὺ βρισκότανε τὸν παλιὸν καιρὸ στὸ Ταίναρο ἀκρωτήριο, κι ὅποιος κύτταζε μέσα στὸ νερό της ἔβλεπε ἕνα θέαμα θαυμαστό, τὰ καράβια νἀρμενίζουνε καὶ τὰ διάφορα λιμάνια τοῦ κόσμου σὰ ζουγραφιὰ μπροστὰ στὰ μάτια του.



Πηγή: Φώτη Κόντογλου, Ο ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *