"Ο Χαλεπάς"

Γιαννούλης Χαλεπάς

Ἀπό τό Μελετήματα γιὰ τὸν Χαλεπᾶ καὶ τὴν ἐποχή του,
ἐπιμ. Στρατῆ Φιλιππότη, ἐκδ. ΕΡΙΝΝΗ, Αθήνα 1999.

Προχθὲς πρωΐ-πρωΐ, ἐνῶ τὸ πρωτοβρόχι, ἐπότιζε τὰ πεῦκα τοῦ Λυκαβηττοῦ, καὶ εἰς ὁλόκληρον τὸν γαλάζιον οὐρανὸν εἶχε κρεμάσει ἡ βαρειὰ συννεφιὰ τὰ πένθιμα πέπλα της, στὴ γειτονιά μου ἔκλεινε γιὰ πάντα τὰ μάτια ἕνα ὡραῖο γεροντάκι, μὲ κεφάλι πλούσια χιονισμένο ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ ἀφθόνως κατηυγασμένο ἀπὸ τὸν φωτοστέφανο τῆς Δόξης.

Ὁ ἥμερος νεκρὸς ἦταν ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς, ὁ μεγάλος γλύπτης τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπολυτρωτικὴ σπαθιὰ ποὺ κατέβασε ὁ Ἄγγελος τοῦ Θανάτου στὴ γειτονιὰ τοῦ Ἅη-Νικόλα τῶν Πεύκων, αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἀντηχεῖ ὀδυνηρὰ πέρα γιὰ πέρα σ' ὅλες τὶς Ἑλληνικὲς χῶρες καὶ σ' ὅλα τὰ νησιά. Κι' ἀκόμη πέρα. Σ' ὅλο τὸν κόσμο τῆς Ὀμορφιᾶς καὶ τῆς Τέχνης, στὰ πέρατα τῆς Γῆς. Ὅσο κι' ἂν ἀντικρύζουμε ἀστραποκαμένο ἀπὸ τὴ Μοῖρα τὸ δέντρο τῆς ζωῆς αὐτοῦ τοῦ ἁπλοϊκοῦ καὶ μεγαλοφυοῦς καλλιτέχνου, πάντα τὸ ἀνάστημά του πρόφθασε νὰ ξεπεράσει τὸν οὐρανὸ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὅταν μιὰ μέρα ἡ προσφορά του θὰ ἀξιολογηθεῖ δίκαια ἀπὸ τὴν ἀπρόσωπη κριτική, ἡ κρίσι της θὰ εἶναι νομίζω ἐκπληκτικωτέρα ἀπὸ ὅ,τι τὸ φανταζόμεθα ἐδῶ γύρω.

Ἔτσι ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Γιαννούλη. Ὁ θάνατος ἐπῆγε καὶ τὸν εὑρῆκε νὰ μαλάζει τὸν ἐμψυχωμένο πηλό του. Τοῦ ἐνέκρωσε τὰ πλαστουργὰ δάχτυλα,ποὺ δὲν ἔπαυσαν νὰ δημιουργοῦν οὔτε μέσα στὸ λυκόφως τῆς διανοίας, ὅταν οἱ φανταστικοὶ ἐφιάλτες τῆς τρέλλας ἀνεμιγνύοντο μπρὸς στὰ ἀγαθὰ μάτια του μὲ τοὺς ζωντανοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκινοῦντο γύρω του τὰ σχήματα τῆς Ὀπτασίας μὲ ἐκεῖνα τῆς Ζωῆς.

Κάποτε ὁ γλυκύτατος Πορφύρας ἐτραγούδησε τὸν Θάνατον ὡς μεγάλον ζωγράφον. Προχθές, ἂν ἐζοῦσε, θὰ ἠμποροῦσε νὰ τὸν ἀντικρύσει καὶ ὡς δημιουργὸν πλαστικῶν μορφῶν. Θὰ ἔβλεπε τὸν Χαλεπᾶν ἀκίνητον, ψυχρὸν ὅπως ὁ πηλὸς ποὺ δὲν ἐστέγνωσε ἀκόμη ἀπὸ τὸ ζύμωμα τῶν ἐμπνευσμένων του χεριῶν, νὰ κεῖται τριγυρισμένος ἀπὸ ἕνα πλῆθος μορφὲς γύψινες καὶ μαρμαρένιες, ποὺ ἐμόρφαζαν καὶ χαμογελοῦσαν, ποὺ ἐσπαράζοντο καὶ ἐθρηνοῦσαν γύρω του, ὁλοζώντανα παιδιὰ ἀπὸ μάρμαρο, ποὺ ἐμοιρολογοῦσαν τὸν πλάστη τους, νεκρὴ σάρκα, μὲ μάτια βασιλεμένα, χωρὶς βλέμματα, ὅπως τὰ μάτια τῶν ἀγαλμάτων.

Διατηρῶ τὴ μορφή του, ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὸν ἀντίκρυσα ζωντανό. Ἦταν στὸ μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ του, τὴ νύχτα τοῦ τελευταίου Ἐπιταφίου. Ἔτσι ποὺ περάσαμε μὲ τὴν πάμφωτη λιτανεία τοῦ Ἅη-Νικόλα, τὸν εἴδαμε ἀνάμεσα στὶς χαριτωμένες μικρὲς ἀνηψιές του μὲ τὸ μαῦρο σκουφάκι στὰ λευκὰ μαλλιά, μ' ἕνα λεπτὸ κεράκι στὰ ἐμπνευσμένα χέρια.

Προχθὲς ἔσβυσε τὸ κεράκι μέσα στὴ βουὴ τῆς πρώτης φθινοπωρινῆς βροχῆς, ἔκλεισαν τὰ ἥμερα ματάκια, πέτρωσαν οἱ ἀρθρώσεις στὰ σοφὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ.

Μέσα ἀπὸ τὰ βρεγμένα πεῦκα τοῦ Ἅη-Νικόλα, κάτω ἀπὸ τὴν ψιλὴ βροχούλα τῆς Ἀττικῆς, ξεκίνησε ἕνα σεμνὸ καὶ συγκινητικὸ ξόδι, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ ἄλσος τοῦ Ἀ' Νεκροταφείου, ὅπου ἡ πολιτεία ἔθαψε τὸ μεγάλο καὶ δυστυχισμένο της τεχνίτη.

Ἔβρεχε καὶ κεῖ πάνω, οἱ ψιχάλες ἐψιθύριζαν στὰ νεκρικὰ φυλλώματα, καὶ τὰ δέντρα τῶν τάφων ἐμύριζαν βαρειὰ πάνω ἀπὸ τὰ μάρμαρα καὶ τοὺς σταυρούς. Ἡ θλῖψις ἐστάλαζε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀνεδίνετο ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἀπὸ τοὺς θάμνους, ἐσιωποῦσε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια, ἔψαλλε μελαγχολικὰ τὴν ματαιότητα τῆς ζωῆς μέσα στὰ τροπάρια τῶν παπάδων τῆς κηδείας.

Μόνο Ἐκεῖνος, ὁ Γιαννούλης ὁ Χαλεπᾶς, δὲν εὑρίσκετο εἰς τόπον θλίψεως καὶ δακρύων καὶ θανάτου. Ἐχαμογέλασε τὸ φωτεινὸ πρόσωπο τοῦ μεγάλου Γέρου, χαμόγελο εἰρήνης καὶ στοργῆς ἐκεῖ πάνω.

Διότι μέσα στὸ μουσκεμένο ἄλσος τῶν νεκρῶν δὲν ἐπρόκειτο οὔτε στιγμὴ νὰ μείνει μόνος. Τὸν ἐπερίμενε ἐκεῖ ἡ ὡραιότερη Κόρη του, ἡ πρωτογέννητή του, ἡ Κοιμωμένη. Τοῦ ἐχαμογέλασε ἡ πάγκαλη Κυρὰ μέσα στὸν μαρμαρένιον ὕπνο της, καὶ ὁ νεκρὸς ἀπήντησε μὲ τὸ ἥμερο χαμόγελό του στὸ μειδίαμα τοῦ ζωντανοῦ μαρμάρου.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ



Πηγή: ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΝ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *