Ουαί υμίν τοις "εναρέτοις"...
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Κρίμα δέσποτα! Κρίμα στα σεβάσμια λευκά σου γένια!
Κάποιοι από τους «τέτοιους» που μας λες να φτύσουμε, αγαπούν τον Χριστό και ας παλεύουν σε όλη τους τη ζωή με τα «φαντάσματα» τους!
Κακό έκανες κι όχι καλό στην Εκκλησία, που είναι του Χριστού κι όχι δική σου!
Ακόμα και την πόρνη Εκείνος την δέχθηκε και την μεταμόρφωσε με την Αγάπη!
Ποιος είσαι εσύ, που θα ρίξεις πρώτος τον λίθο του αναθέματος; Πόσους έδιωξες μακριά από τον Χριστό με τα λόγια του μίσους, ξέρεις;;
Πόσες καρδιές σφάλισες για πάντα;
Πόσες αφορμές και αιτίες έδωσες τώρα στους εχθρούς του Χριστού, για να πετροβολούν την Εκκλησία Του, της οποίας είσαι ποιμένας; Δεν είναι το πνεύμα, αλλά είναι ο τρόπος της εκφοράς του λόγου, που κάνει τη διαφορά. Το πλεόνασμα της αγάπης, που δεν βγήκε από την καρδιά σου.
Αν θέλαμε ιμάμη και σαρία γινόμασταν και ισλαμιστές που είναι πιο ορίτζιναλ και που πετάνε τους ομοφυλόφιλους από το μπαλκόνι!
Αλλά εμείς είμαστε χριστιανοί δέσποτα και αυτή είναι η διαφορά μας. Δεν χτυπάμε τα πλάσματα του Θεού, αλλά τα συμβουλεύουμε και τα παρηγορούμε!
Και ως επιμύθιο στις πρόσφατες δηλώσεις σου δέσποτα Αμβρόσιε, προτείνω να διαβάσεις το παρακάτω μεγαλειώδες για μένα ποίημα του Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ. Και είναι μεγαλειώδες, διότι είναι το πιο βαθύ και το πιο προσωπικό απ΄όλα τα ποιήματα του. Μια εξομολόγηση γεμάτη πόνο και αγωνία. Ένα ανέκδοτο ποίημα, που ανθίζει μόνο στα βάθη της βασανισμένης ψυχούλας του τα εύοσμα άνθη της μεγάλης πίστης και της κατανόησης. Με την προσμονή της Θείας συγχώρεσης. Εκφραστικό της τιτάνιας πάλης ενάντια στον «άλλο» εαυτό του, στο πάθος και στις επιθυμίες του. Με την βεβαιότητα της νίκης του, όπως γράφει, με την βοήθεια του Χριστού.
Μά δέν θά νἄρθῃ πιά ποτέ˙ γιατί εἶμαι ἐγώ σωμένος,
εἰς τοῦ Χριστοῦ τ’ ὄνομα βαπτισμένος.
Όλοι γνωρίζουμε για την ερωτική ζωή του Καβάφη, αλλά δεν μας πειράζει. Τον αγαπούμε για την ποίηση του, που είναι το πιο σημαντικό. Διαβάζοντας το ποίημα του, αναρωτήσου δέσποτα, αν έχουμε το δικαίωμα να τον κρίνουμε εμείς. Αν, δικαιούμαστε εμείς, οι «ενάρετοι», να τον αποκλείσουμε από τη συγχώρεση και από την θεία μακροθυμία, για την οποία αγωνίζεται και ελπίζει εκείνος και οποιοσδήποτε άλλος....
«Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
Ἀπό τήν Συλλογή ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
(1877-1923)
Τήν νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
τόν νοῦ καί τήν ψυχή μου φύλαττέ μου
σάν γύρω μου ἀρχινοῦν καί περπατοῦνε
Ὄντα καί Πράγματα πού ὄνομα δέν ἔχουν
καί τ’ ἄσαρκα ποδάρια των στήν κάμαρή μου τρέχουν
καί κάμνουν στό κρεββάτι μου κύκλο γιά νά μέ διοῦνε –
καί μέ κυττάζουν σάν νά μέ γνωρίζουν
σάν νά καγχάζουν ἄφωνα πού τώρα μέ φοβίζουν.
Τό ξέρω, ναί, μέ καρτεροῦνε
σάν βδελυρούς καιρούς νά μελετούνε
ὁπόταν ἴσως σέρνομουν μαζύ των – μές τό σκότος
μέ τά ὄντα καί τά πράγματα αὐτά ἀνακατευμένος.
Κι ἀποφρενιάζουν ὁ καιρός νά
ξαναρθῇ ὁ πρῶτος.
Μά δέν θά νἄρθῃ πιά ποτέ˙ γιατί εἶμαι ἐγώ σωμένος,
εἰς τοῦ Χριστοῦ τ’ ὄνομα βαπτισμένος.
Τρέμω σάν αἰσθανθῶ τό βράδυ
σάν νοιώσω πού μές στό βαθύ σκοτάδι
ἐπάνω μου εἶναι μάτια καρφωμένα…
Κρύψε με ἀπό τήν ὅρασί των Δέσποτά μου.
Καί σάν μιλοῦν ἤ τρίζουνε, μή ἀφίσεις ὥς τ’ αὐτιά μου
κἀνέν’ ἀπό τά λόγια των ναρθῇ τά ἀφορεσμένα,
μήν τύχῃ καί μές στήν ψυχή μου φέρουν
κἀμμιά φρικώδη ἀνάμνησι ἀπ’ τά κρυφά πού ξέρουν.
[1894]
Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ