Η Ελλάδα, είναι μεγάλος Έρωτας!

του ζωγράφου
Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Ντελακρουά: Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου (λεπτομέρεια)

Ντελακρουά: Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου
(λεπτομέρεια)


Είναι αλήθεια, καθώς λένε, πως όταν χάσεις κάτι, το αγαπάς πιο πολύ. Και η αγάπη αυτή, έχει κάτι από το βάσανο της ενοχής και από τη μεταμέλεια της ψυχής, που έχασε από υπαιτιότητα της αυτό που αγαπούσε και τώρα κλαίει. Σαν τον Πέτρο, που έκλαψε πικρά το ξημέρωμα, επειδή δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε να γίνει. Μεγάλος, αντί μικρός και γενναίος, αντί δειλός.

Κάπως έτσι, αισθάνομαι τώρα τελευταία, βλέποντας την αγάπη μου να χάνεται και να φεύγει, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι, για να την κρατήσω. Θυμάμαι ξανά και ξανά μια φράση, που μου είχε πει κάποιος άγνωστος, πριν από χρόνια σε μια διαδήλωση, και μου είχε κάνει ωραία εντύπωση ο λόγος του: «Η Ελλάδα, είναι μεγάλος Έρωτας!». Δεν είπε, ότι η Ελλάδα είναι μια μεγάλη ιδέα, ένας προσδιορισμός ή μια χώρα. Είπε, Έρωτας, και ο Έρωτας απευθύνεται σε ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο του ίδιου, ούτε καν το θυμάμαι πια. Ο λόγος του, όμως, έγινε από τότε αλυσίδα στην καρδιά, αφού με έδεσε με ένα πρόσωπο, που εγώ πάντα θεωρούσα πως ήταν μια ιδέα.

Απλόχερα για εκείνον, ο Έρωτας, είχε δώσει ένα πρόσωπο στο ιδανικό, στη μορφή της ιερής μάνας, ή μιας ακραφίλητης αγαπημένης. Όχι, δηλαδή, σε κάτι γενικό και αόριστο. Σε μια υψηλή ιδέα, σε μια απλή εμμονή ή σε μια θεωρητική σκέψη. Αλλά, σε μια αληθινή σχέση προς ένα πρόσωπο, που συντίθεται από όλα τα μορφοποιημένα συναισθηματικά χαρακτηριστικά του. Έτσι, βλέπει το ιδανικό του, με την λαχτάρα που ο εραστής κοιτάζει την αγάπη του και με την τόλμη, που δίνει στον υπασπιστή μιας εξαίσιας βασίλισσας, τη διάθεση να θυσιάσει για αυτήν, ακόμη και τη ζωή του.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να σκεφτώ, πως το πρόσωπο της Ελλάδας του, θα είχε ίσως και κάποια συγκεκριμένα μορφικά χαρακτηριστικά, περιτυλιγμένη στα γαλανόλευκα πέπλα της. Η ποιητική διάθεση, είναι δικαίωμα όλων, όπως είναι, άλλωστε, ο κυνισμός και η πεζότητα. Ζωγράφοι, γλύπτες και ποιητές την φαντάστηκαν σα μια όμορφη νέα γυναίκα και της αφιέρωσαν τόμους ολόκληρους και πινακοθήκες. Ο Ντελακρουά, την είδε χλωμή και μαυρομαλλούσα, να ανασταίνεται από τον τάφο της, στα ερείπια του Μεσολογγίου και ο Βρυζάκης σαν παρθένο με καστανά μαλλιά, αείφωτη και ακτινοβολούσα. Γιατί, λοιπόν, και αυτός, να μην τη βλέπει με τα μάτια της καρδιάς του; Σαν μια όμορφη αγαπημένη; Σαν ένα μεγάλο Έρωτα;

Έκλεισα τα μάτια και ταξίδεψα πάλι, με τα φτερά της μνήμης, σε όλους τους τόπους της Ελλάδας που έχω επισκεφτεί. Ανέβηκα στα δασωμένα βουνά με τις υψηλές κορυφές τους και με τα χωριουδάκια καλυμμένα από την πρωϊνή πάχνη. Ανοίχτηκα μεσοπέλαγα με χαραγμένη ρότα, για τα σμαραγδένια ακρογιάλια και προς το αδαμάντινο διάδημα των νησιών του Αιγαίου Αρχιπελάγους. Της Ελληνικής θάλασσας, από όταν άρχισε ο χρόνος να θυμάται. Και από εκεί, με το φύσημα της τσαμπούνας να μου φουσκώνει τα πανιά, βρέθηκα στους κάμπους με τα χρυσά τους κύματα, που ορμούν μέσα στις αργυροπράσινες θηλυκές αγκάλες των ελαιώνων. Χάθηκα μέσα στις μυρωδιές, στους ήχους και στις εικόνες.

Τι είναι η Ελλάδα; Έφερα στη μνήμη, όλα τα πρόσωπα που έχω γνωρίσει. Ας ήταν και για λίγο. Τον ταβερνιάρη με την «ηλεκτρική» φωνή από την Σκύρο, τον Βασίλη τον Κρητικό ποιμένα, στην «Ψαρί Φοράδα», την κυρά Ζωή με το ωραίο μέλι από κωνοφόρα στη Δίρφυ, και την κυρά Μαρία στην Ελαφόνησο. Πρόσωπα, πρόσωπα...Τι να γίνονται άραγε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Έπειτα, περπάτησα στην Κνωσό και στην Φυλακωπή της Μήλου, ανέβηκα στον Παρθενώνα και στο Άγιον Όρος, πήγα στην Ελευσίνα και στην Πέλλα, στο Μυστρά και στους Δελφούς. Μπήκα σε έρημα εξωκλήσια και άναψα μελισόκερα στο ημίφως. Θυμίασα και ευφράνθηκα. Τι είναι η Ελλάδα;

Αν την δει κανείς, σα μια όμορφη νέα, που κάποιοι τη σέρνουν στη δημοπρασία των σκλάβων, μπορεί να συγκλονισθεί. Αν, όμως, επιμένει να την βλέπει, σαν μια Εθνική Απρόσωπη Εταιρεία, σαν ΑΕΠ και σαν ανισόσκελους ισολογισμούς, τότε, πράγματι, αξίζει να τη χάσει. Χαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις...Και εμείς, λοιπόν, τη χάσαμε! Την χάσαμε, αφού, έσβησε η φωτιά που θέρμαινε τον Έρωτα μας για εκείνην. Γίναμε οι κυνικοί εκκλησιαστές του χρηματιστηρίου και οι άφρονες λάτρεις του Ευρώ. Και ως γνωστόν, τέτοιες συνήθειες εκπορνεύουν τον κάθε Έρωτα και σκοτώνουν την ψυχή. Να, γιατί, η επίγνωση αυτή, έδωσε στην αρχή του κειμένου μου, μια διάθεση λύπης και μεταμέλειας με αναφορά στον Πέτρο. Για το μεγάλο Έρωτα που χάθηκε, μέσα από τα αδρανή μας χέρια. Όπως το θάρρος χάθηκε, και από την καρδιά εκείνου, καθώς έβλεπε να σύρουν το Δάσκαλο του στον εξευτελισμό και στο θάνατο. Τώρα, που η Ελλάδα σύρεται στο μαρτύριο, μπορούμε να γίνουμε οι θλιβεροί θεατές της Σταύρωσης και του Πάθους της. Να θυμηθούμε, ότι δεν είναι πιστός, όποιος απλά φωνάζει «Κύριε, Κύριε!», ούτε πατριώτης, όποιος δυνατά φωνάζει «Ελλάδα, Ελλάδα!».

Πόσο μας πλήγωσε η Ελλάδα και πόσο την πληγώσαμε εμείς; Η συμπεριφορά μας τώρα, μοιάζει με εκείνον, που έχοντας εκφυλισθεί και απομυθοποιήσει τον έρωτα του, τον εκδίδει αδιάφορα και την εκπορνεύει στις «αγορές» του κόσμου. Χέρια ιδρωμένα και άπληστα ψαχουλεύουν τα κάλλη της αδιάντροπα, για να κοστολογήσουν την τιμή της. Οι πολιτικοί προαγωγοί, οι συγγενείς και άλλοι, κάνουν τα στραβά μάτια, αρκεί να βρεθεί η επόμενη δόση και να έρθουν λίγα Ευρώ στο σπίτι. Έτσι, θα μπορούν να μπεκροπίνουν ανενόχλητοι, στο καπηλειό της θλίψης και της απόγνωσης, της αυτολύπησης και της εθνικής αυτοχειρίας.

Το να αγαπάς όμως τόσο πολύ στις μέρες μας, δεν είναι επιθυμητό. Τα φτηνοτράγουδα μας το θυμίζουν καθημερινά. Πόσο μάλλον, το να αγαπάς το πρόσωπο της Ελλάδας. Σε μια εποχή σχετικότητας των μεγεθών και των αναλογιών, όπου οι σχέσεις μένουν στην επιφάνεια και όπου ο καθένας ή η καθεμιά, απλά ανταλλάσσει τον εαυτό του, στα πλαίσια του συμφέροντος, το να παραμένει κανείς πιστός στον αγνό και ανιδιοτελή Έρωτα του, θεωρείται αναχρονιστικό και γραφικό. Ο αληθής φασισμός, απεχθάνεται τον Έρωτα, απέναντι σε οτιδήποτε, διότι είναι επαναστάτης και απρόβλεπτος, φύσει αναρχικός και ανατρεπτικός, για αυτό και είναι θείος.

Έτσι, ο Έρωτας είναι ανίκητος στη μάχη, όπως αισιόδοξα μας μήνυσε ο παππούς μας ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του. Δεν νικιέται, από τον ολοκληρωτισμό κανενός Κρέοντα. Ο νόμος του έθνους, είναι υπεράνω της βούλησης ενός τυράννου, είναι, όμως, και νόμος θείος. Διότι, όπως και ο θείος νόμος, έτσι είναι και αυτός γραμμένος στα κόκκινα φύλλα της καρδιάς και όχι σε κάποια απόφαση τυράννου. Στην καρδιά, όχι μόνο ενός Έλληνα ή μιας Ελληνίδας, αλλά στις καρδιές όλων. Ώστε, δε μπορεί να νικηθεί η ίδια η φύση του ανθρώπου, ακόμη και αν γίνει αντικείμενο ψυχικών πειραμάτων. Ο Έρωτας, θα συνεχίσει πάντα να πλάθει μορφές και η Ελλάδα να αποκτά πρόσωπα, άξια να αγαπηθούν από τους εραστές της.



Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *