Παιάν Πασχάλιος - Κωνσταντῖνος Σ. Γανωτῆς
Ἰησοῦς ἀναστὰς
πανσθενὴς ἇλτο ἐκ τάφου
καὶ βροτοῖς ἀρήξας
ἐῤῥύσατο ἐγγὺς παραστὰς
ἀπτέροις πωτήμασι
ἐν ᾍδα μυχοῖς ἀνηλίοις.
Ἡμῖν ἀλιτοῦσιν ὑπ᾿ ἄφρονι λύμᾳ
ἤλυθε σαωτὴρ
καὶ παραφθορὰ φρενοδαλὴς πέπαυται.
Διὸ ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψομεν,
ὡς ἂν ἡγῆται Θεός,
Χριστὸν σὺν κρότοις ἁζόμενοι.
Ἄνακτος ἀνεστηκότος ἐκ τάφου
οὐκέτι μάταν χορεύομεν,
ὅτι μοῖραν ἔπαυσε διανταίαν θανάτου
καὶ βροτοὺς ἐῤῥύσατο
ἐξ ἔργων μελέων.
Οὐκέτι οὖν φρένες δύσαρκτοι
ἀλιταίνουσιν,
ἀλλὰ πυριδάπτῳ λαμπάδι ἀγόμενοι
στείχομεν πρὸς φαιδρὸν σέλας Ἡλίου,
ὅς ἐστιν μερόπων σωτήρ.
Ἄκτορος Χριστοῦ ἀναστάντος
προμοις γεέννης κοτέομεν
καὶ βροτοκτονοῦντας οὐκέτι
σπαρτῶν γένος ταρβεῖ,
ὅτι αὐτόπρεμνον λοιγὸν μερόπων
καθεῖλε πρόπυλον
μοιροκράντου λάμπης ἀνηλίου.
Ὅθεν καὶ νεόθηλα βρέφη
ᾍδην βροτολοιγὸν ἀτίουσιν,
Ὅτι τὸν πάλαι δελτογράφον ἀλάστορα
Θεὸς ὤλεσεν
καὶ δεσμίων πενόμενον ἔθηκε
τὸν βδελύκτροπον Κωκυτόν.
Ἁρμάστωρ γὰρ ταγοῦχος Χριστὸς
ἄντροις ἐν λογίοις ἐκμαιεύσας
ἄιστον ἔθηκεν ἐγκατιλλώψας.
Οὐκέτι νῦν ἐν δύαις ἁλώμεθα,
ἀλλὰ δέμας ἀκταίνοντες
ὀρχησμὸν ἁψώμεθα
αὐχοῦντες, συνδαίτορες.
Οὐκέτι γὰρ ἀνάρχετοι
οὐκέτι τετυμμένοι
οὐκέτι ἀλαοὶ καὶ δυσόμματοι,
αἰχμάλωτα χρήματα Κηρῶν ἀντιδίκων,
ἀλλ᾿ ἀτρύτῳ ποδὶ βαίνοντες
ἐξ αὐονᾶς ἀφορμίγκτου
ἀγαλλώμεθα σελασφόροι
καὶ φέγγος ὁρμάσθω πυρός.
Χαίρετε δ᾿ ὦ πολισσοῦχοι
Κραναοῦ παῖδες Ἀθηναῖοι,
χαίρετε δυσοδοπαίπαλα βένθεα
λιπόντες θαλάμων στυγερῶν,
χαίρετε, χαίρετε δ᾿αὖθις,
ἐπεὶ διπλοΐζω,
πάντες οἱ κατὰ πτολιν
κατ᾿ οὔρέα τε καὶ νάπας
καὶ θάλασσαν ἀπειρεσίην,
χαίρετε ὄντως ἐλεύθεροι
καὶ λελυτρωμένοι,
χαίρετε Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον.
Ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη
παντοδύναμος ἀπ᾿ τὸν τάφο
καὶ ἦρθε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους βοηθὸς
μὲ ἄπτερο πέταγμα
στὰ ἀνήλια ἄντρα τοῦ Ἅδη.
Σὲ μᾶς ποὺ ἁμαρτήσαμε ἀπὸ βλάβη
τοῦ νοῦ μας ἦρθε ὁ σωτήρας
καὶ ἡ παραφθορὰ τῆς ψυχῆς καταργήθηκε.
Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἄντε νὰ πιάσουμε χορό,
ὅπως μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Θεός, προσφέροντας
μὲ κρότους στὸν Χριστὸ τὴν λατρεία.
Τώρα ποὺ ὁ βασιλέας μας ἀναστήθηκε
ἀπ᾿ τὸν τάφο, μάταια πιὰ δὲν χορεύουμε,
γιατὶ τὴν μοίρα, ποὺ ἁπλωνόταν
πέρα ὡς πέρα τοῦ θανάτου,
τὴν ἔπαψε καὶ τοὺς θνητοὺς
ἐλύτρωσε ἀπ᾿ τὰ ἔργα τοῦ σκότους.
Δὲν ἁμαρτάνουν πιὰ οἱ καρδιὲς ἀνυπότακτες
ἀλλὰ μὲ ἀναμμένη τὴν λαμπάδα γιὰ ὁδηγὸ
πορευόμαστε πρὸς τὸ φῶς τὸ λαμπρὸ
τοῦ Ἡλίου, ποὺ εἶναι τῶν ἀνθρώπων σωτήρας.
Τώρα, ποὺ ὁ ἀφέντης ἀναστήθηκε,
στοὺς ἄρχοντες τῆς κόλασης ἀντιστεκόμαστε
μὲ θάρρος καὶ τοὺς ἀνθρωποκτόνους δαίμονες
τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων πιὰ δὲν τοὺς φοβᾶται.
Γιατὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου μέσ᾿ στοὺς
ἀνθρώπους ἀπ᾿ τὰ θεμέλια τὸ γκρέμισε,
ποὺ στέκονταν μπροστὰ στὶς πύλες τοῦ Ἅδη
τοῦ σκοτεινιασμένου, ὁποὺ μᾶς ὁδηγοῦσε
ἀπαραίτητα ἡ μοίρα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ βυζανιάρικα βρέφη τώρα
τὸν συφοριασμένο τὸν Ἅδη τὸν περιφρονοῦν,
γιατὶ τὸν παλιὸ κουρσάρο τῶν ψυχῶν,
τὸν δαίμονα, ὁ Θεὸς τὸν ἀφάνισε
καὶ τὸν ἀπαίσιο Κωκυτο ἄδειασε ἀπὸ δεσμίους.
Γιατὶ ὁ ἀφέντης, ὁ ἄρχοντας Χριστός,
τὸν ζήτησε μέσα στὰ ἄντρα τοῦ θανάτου
καὶ τὸν ἐξευτέλισε, τὸν ἀφάνισε.
Δὲν σερνόμαστε πιὰ μέσα στὰ μαῦρα
τὰ σκότη καὶ ψηλώνοντας τὸ κορμὶ
ἂς πιάσομε χορό,
σύντροφοι, μὲ καμάρι.
Γιατί δὲν εἴμαστε πιὰ ἀκυβέρνητοι,
δὲν εἴμαστε κάτω πατημένοι, τυφλοί,
πεθαμένοι, παίγνια τῆς μοίρας
τῆς ἀπάνθρωπης, ἀλλὰ μ᾿ ἀκούραστο πόδι
τώρα ποὺ βγαίνομε ἀπ᾿ τὴν ξεραΐλα
τὴν ἄχαρη, ἂς χαιρόμαστε μὲ λαμπάδες
στὸ χέρι καὶ ἂς τρέχει μπροστὰ
τῆς φλόγας τὸ φῶς.
Χαίρετε σεῖς πολίτες τουτης τῆς γῆς,
παιδιὰ τοῦ Κραναοῦ Ἀθηναῖοι.
Χαίρετε, ποὺ ἀφήσατε πιὰ τὰ ἄραχλα βάθη
τοῦ μισητοῦ ᾍδη, χαίρετε, καὶ πάλι χαίρετε,
(γιατὶ τὸ ξαναλέω)
ὅλοι ὅσοι στὴν πόλη,
στὰ βουνὰ καὶ στοὺς κάμπους
καὶ στὴν ἀπέραντη θάλασσα βρίσκεστε,
χαίρετε, ποὺ εἶστε ὄντως ἐλεύθεροι
τώρα καὶ λυτρωμένοι,
χαίρετε καὶ βροντήξετε
ἕνα Πάσχα αἰώνιο.
Πρόλογος ποιητοῦ: Σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, ποὺ ζοῦμε, διαρκῶς τὰ μάτια μας πέφτουν στὰ μνημεῖα τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ μας, ποὺ ἀστράφτουν στὸν ἥλιο μὲ τὴν κλασσικὴ καλλονή τους. Ἕνα μεγάλο μνημεῖο ὅμως, ποὺ μᾶς λέει πάρα πολλά, εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν προγόνων μας. Εἶναι μιὰ γλῶσσα φτιαγμένη, γιὰ νὰ ἐκφράζει σωστὰ καὶ μὲ χάρη τὴν ἀλήθεια. Καὶ μᾶς μαρτυρεῖ ἡ ἀρχαία μας γλῶσσα αὐτά, ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ μᾶς ἐξομολογηθοῦν τὰ σκληρὰ καὶ ἀστραφτερά μας μάρμαρα. Μᾶς μαρτυρεῖ ἡ ἀρχαία μας γλῶσσα τὸν καημὸ τῶν προγόνων μας, γιατὶ δὲν θὰ βροῦν γιατρικὸ τοῦ θανάτου, γιατρικὸ τῶν γηρατειῶν. Ὀνειρεύτηκαν ἀπελπισμένα ἕναν κόσμο ἀγέραστον κι ἀῤῥυτίδωτον. Γι᾿ αὐτὸ δέχτηκαν μὲ προθυμία κι ἀγκάλιασαν μὲ πόθο τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὕμνησαν μὲ τὴν γλῶσσά τους τὴν Ἀλήθεια, ποὺ τοὺς εὐαγγελίστηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Μέσα στὶς καρδιές μας τώρα ἀφουγκραζόμαστε τὸν παιᾶνα τῆς νίκης ἐπάνω στὸ θάνατο, ποὺ ἔψαλε μέσα τους ἡ Ἑλληνική μας γλῶσσα, αὐτὴ ἡ γλῶσσα, ποὺ τόσες φορὲς ἐθρήνησε γοερὰ τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα τοῦ γένους τῶν θνητῶν. Ὁ παιάνας τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, τοῦ Χριστοῦ ποὺ οἱ πρόγονοί μας τὸν ἐβάφτισαν στὴν γλῶσσά μας καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομά του ἑλληνικά, αὐτὸς ὁ παιάνας ἀκούγεται καθαρὰ μέσα στὰ κείμενα, ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πρόγονοί μας. Αὑτὰ τὰ κείμενα μὲ πρῶτο τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀποτερλοῦν τὴν πολιτιστική μας ταυτότητα πλέον. Γι᾿ αὐτὸ παρασταίνουμε τώρα τὸ πανηγύρι τῆς Ἀναστάσεως μὲ λέξεις διαλεγμένες ἀπὸ τὴν γλῶσσα τοῦ Αἰσχύλου, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι οἱ ἀρχαῖοι σοφοί μας θὰ τὸ ὑπέγραφαν. Κ.Γ.
Ἐκδόσεις Πηλός, Ἀπρίλιος 2005. Εἰκονογράφηση: Ἰωάννα Σ. Δερβίση.
Πηγή: www.nektarios.gr