Πώς έζησα το Πραξικόπημα, του 1974
Συνέχεια παράθεσης γεγονότων και αποκαλύψεων
Β΄
ΔΕΥΤΕΡΑ 15 Ιουλίου 1974, κι εγώ στο σπίτι που νοίκιαζα – μεταξύ Αγίου Δομετίου και Αγίου Παύλου στη Λευκωσία – ξυριζόμουν, για να πάω στη δουλειά. Εργαζόμουν ως δημοσιογράφος στην καθημερινή εφημερίδα «Εθνική», εκφραστικό όργανο της Ενωτικής Παράταξης του στρατηγού Γρίβα Διγενή. (Είχε πεθάνει από τον Γενάρη και πολλές καταστάσεις μέχρι τον Ιούλιο είχαν αλλάξει).
ΔΙΠΛΑ μου ένα πόκετ ραδιόφωνο έπαιζε μουσική, ενώ σε λίγο άρχισε η καθημερινή πρωινή εκπομπή της Μαίρης Κοντογιάννη, μιας από τις βασικές εκφωνήτριες του ΡΙΚ. Δεν πέρασαν και πολύ οι οκτώμισι, όταν άκουσα συνεχόμενες ριπές όπλων, προερχόμενες από δυτικά. Προς τα εκεί ήξερα πως ήταν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, όμως προβληματίστηκα για τις ριπές, σκεπτόμενος ότι ναι, μπορούσε να ήταν βολή, όμως ήταν ασύνηθες αυτό να γίνεται μέσα στο στρατόπεδο.
ΔΕΝ πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, κι ενώ από το ΡΙΚ μεταδιδόταν το δημοφιλές για την εποχή τραγούδι του Νταλάρα «Το πουκάμισο το θαλασσί», ξαφνικά το ραδιοφωνάκι σταμάτησε:
«Το πουκάμισό το θαλασσί,
μια φορούσα εγώ και μια εσύ,
χρυσή κλωστή και βελονιά
ποιος θα δικάσει τον φονιά…
ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ως εκεί, κάτι που εγώ εξέλαβα σαν πρόβλημα, γι’ αυτό και πήρα το ραδιόφωνο και μετακίνησα το σταθμό, για να δω αν πράγματι δουλεύει. Και ναι, δούλευε σε άλλους παραπλήσιους σταθμούς, οπότε στον προβληματισμό μου προστέθηκε και πολλή ανησυχία: Ριπές, διακοπή στην εκπομπή του ΡΙΚ, τι μπορούσε να γίνεται με βάση αυτά;
Βρισιές, απειλές, κίνδυνοι
ΝΑ ΤΟΝΙΣΩ, βέβαια, ότι το πολιτικό κλίμα εκείνης της εποχής ήταν περισσότερο από τεταμένο, αλλά το μυαλό μου δεν πήγαινε σε κάτι μεγάλο γεγονός. Στην εφημερίδα μας – ως αντιπολιτευόμενη τον Μακάριο που ήταν – ζούσαμε δύσκολες μέρες, με συνεχείς έρευνες στα γραφεία μας από την Αστυνομία, με παρακολούθηση του κτηρίου, με τηλεφωνήματα «αγνώστων», που μας ύβριζαν πατόκορφα, μας απειλούσαν με θάνατο και το’ κλειναν πριν προλάβουμε να πούμα οτιδήποτε!.. Τα βράδια ειδικά, που πηγαίναμε στο τυπογραφείο Κυριακίδη, στην περιοχή πίσω από την Αρχιεπισκοπή για τη νυκτερινή βάρδια και την έκδοση της εφημερίδας, τα πράγματα ήταν για μας ακόμα πιο δύσκολα, με εμφανείς τους κινδύνους, ακόμα και για τη ζωή μας.
ΕΝΑ χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης αυτής, ήταν ότι στην ταράτσα του τυπογραφείου περιπολούσαν μόνιμα ένοπλοι αστυνομικοί, μέλη του «Εφεδρικού», οι οποίοι φρόντιζαν πάντα, είτε όταν μπαίναμε είτε όταν , διατρέχοντας τη μεγάλη στοά από τον κύριο δρόμο προς την είσοδο του τυπογραφείου, να μας «στολίζουν» με παντός είδους βρισιές, αλλά και απειλές: «Σκουλίκια θα πεθάνετε», «κάμετε την προσευχή σας», «θα σας εύρουν μέσα στ’ αυλάτζια», και πολλά άλλα, στην ίδια «πολιτισμένη» φρασεολογία και με άγριο ύφος πάντα.
- ΣΕ ΔΥΟ περιπτώσεις, μάλιστα, μέλη της Αστυνομίας και του μακαριακού παρακράτους έκαμαν επιδρομή στο τυπογραφείο, ξυλοκόπησαν και συνέλαβαν το προσωπικό την πρώτη και η εφημερίδα της επομένης δεν κυκλοφόρησε και έκλεψαν τις μολυβένιες σελίδες και πάλι δεν κυκλοφόρησε η εφημερίδα, τη δεύτερη.
(Οι λεπτομέρειες των επιδρομών αυτών, σε ειδικό κεφάλαιο προσεχώς).
Η «ΕΘΝΙΚΗ», επίσης, συρόταν συνεχώς στα δικαστήριο, με την ίδια πάντα κατηγορία: Ότι, με δημοσιεύματά της, «έτεινε να λοιδορήσει και να πλήξει την τιμή του Προέδρου της Δημοκρατίας», με βάση το άρθρο 46Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο εγκρίθηκε επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη στη Βουλή. Με βάση αυτό, η απόδειξη της αλήθειας δεν αποτελούσε υπεράσπιση για τον Μακάριο!
ΤΟ ΚΑΚΟ κλίμα της εποχής και το μένος των υποστηρικτών του Μακαρίου εναντίον παντός «μη δικού τους», ήταν φανερό και από τα λεγόμενα των μελών των «δυνάμεων (υποτίθεται) ασφαλείας» και ειδικά εκείνων του «Εφεδρικού» και της προεδρικής φρουράς. Είχα συγγενείς και φίλους από αυτούς και πολύ συχνά τα βράδια έρχονταν και στο σπίτι μου και έβλεπα με τι μίσος μιλούσαν για τους αντιπολιτευόμενους. Από την πλευρά μου, νηφάλιος όπως ήμουν πάντα, εξέφραζα συνεχώς φόβους για το τι μπορούσε να γίνει στον τόπο, που θα ζημίωνε και τις δυο πλευρές. Δεν είχα καμιά σχέση με την ένοπλη διαμάχη που μεσουρανούσε τότε. «Ούτε με τη βία, ούτε με την αντιβία», όπως λεγόταν.
«Η Εθνική Φρουρά είναι κυρία της καταστάσεως»
ΕΙΧΑ τελειώσει βιαστικά το ξύρισμα, με τους συνειρμούς στη σκέψη μου να δίνουν και να παίρνουν, όταν από το ραδιοφωνάκι ακούστηκε ο Εθνικός ύμνος. Κοκάλιασα. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο και στο κεφάλι, κτενίστηκε πρόχειρα και έτρεξα αμέσως να βγω από το σπίτι, για να πάρω το αστικό λεωφορείο για τη Λευκωσία. Προτού προλάβω να κλείσω το ραδιόφωνο, ακούστηκε μια ανακοίνωση, που υποδηλούσε καθαρά το τι γινόταν:
«Η Εθνική Φρουρά επενέβη σήμερον την πρωίαν, δια να σώσει τον τόπον από τον αδελφοκτόνον σπαραγμόν. Η Εθνική Φρουρά είναι ήδη κυρία της καταστάσεως..»
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ εμβατήρια. Κατάλαβα: Πραξικόπημα! Οπότε, και αυτόματα, το ερώτημα στο τραγούδι του Νταλάρα «ποιος θα δικάσει τον φονιά;» είχε πάρει μια εντελώς διαφορετική διάσταση και εξήγηση, αφού, ήδη, δικάστηκε και καταδικάστηκε ο «φονιάς», με διαδικασία εξπρές!.. Ποια η κατηγορία, ποιος ο κατηγορούμενος, οι δικαστές και οι μάρτυρες, δεν είχε και τόση σημασία. Σημασία είχε, ότι από τη «δίκη» θα υπόφερε ο τόπος. Η ελληνική Κύπρος, που επιβίωσε αιώνες αιώνων, και τώρα ήταν γραφτό στη μοίρας της να βρεθεί ανάμεσα σε αφρισμένα, μανιασμένα, κύματα.
ΜΕ βάση αυτά, λοιπόν, η σκέψη μου δεν μπορούσε να πάει οπουδήποτε αλλού την ώρα εκείνη, παρά μόνο στο αίμα που έβλεπα πιθανό ότι θα χυνόταν και στα άλλα κακά που θεωρούσα βέβαιο ότι θ’ ακολουθούσαν. Πότε βγήκα από το σπίτι και έκλεισα πίσω μου το χαμηλό κάγκελο, δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήμουν, στην ουσία, σε κατάσταση πάνω από τον κόσμο και την πραγματικότητα…
Φώτα τροχαίας, θρύψαλα από άρμα!..
ΔΕΝ περίμενα και πολύ στη στάση, που ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου. Το λεωφορείο «23» του Αγίου Παύλου είχε φτάσει, με τον οδηγό μόνο του σ’ αυτό. Ανέβηκα και ξεκίνησε αμέσως, χωρίς να μου κόψει εισιτήριο, όπως συνηθιζόταν. Κάθισα δίπλα του και τον είδα πολύ συννεφιασμένο και σκεφτικό. Οδηγούσε με εμφανή νευρικότητα, χωρίς να βγάζει μιλιά. Ούτε κι εγώ του είπα κάτι, παραμένοντας βυθισμένος στις σκέψεις μου.
ΚΑΠΟΙΑ στιγμή το λεωφορείο πέρασε μπροστά από το Γενικό Νοσοκομείο και τη Βουλή, κι ενώ πλησίαζε προς την «Πλατεία Στυλιανού Λένα», στη διασταύρωση της Λεωφόρο Ομήρου με την Οδό Μουσείου, ένα ερπυστριοφόρο όχημα μεταφοράς προσωπικού της Ε.Φ., που ερχόταν από την πλευρά της Ελληνικής Πρεσβείας, σάρωσε κυριολεκτικά κάτω από τις ερπύστριές του το στύλο με τα φώτα τροχαίας, που βρισκόταν στο μέσο της Πλατείας! Πάγωσα. Το στρατιωτικό όχημα πήρε στη συνέχεια δρόμο προς το Άγαλμα Σολωμού, κι εμείς πίσω του. Σταμάτησε σε λίγο στη στάση, κατέβηκα βιαστικά και τράβηξα πεζός προς τα γραφεία της «Εθνικής», που ήταν στην πολυκατοικία «Καραντώκη», πίσω από το μέγαρο της Ζήνας Κάνθερ, δίπλα ακριβώς από το σινεμά «Ντιάνα», σήμερα μεγάλος χώρος στάθμευσης.
Ο…«στρατηγός» Νίκος!
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ βιαστικά και περνώντας από την Οδό Λεωνίδου, όπου τα γραφεία της ΚΕΜ τότε, είδα τον συντοπίτη, λεωφορειούχο από τον Κάμπο Γιαννάκη Πολυβίου, πολύ γνωστό μου και κουμπάρο μου, να μου φωνάζει παρακλητικά: «Ρε κουμπάρε Νίκο, σε παρακαλώ έλα να πάμε μαζί στο Προεδρικό, για να φέρουμε τον αδελφό μου Χαμπή και να τον σώσουμε. Εσύ πιστεύω μπορείς!..»
ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΑ. Δεν ήξερα τι να του πω, όμως το μυαλό μου έκανε αμέσως κλικ. Και του απάντησα: «Μα ποιος είμαι εγώ ρε κουμπάρε, για να πάω στο Προεδρικό; Με νομίζεις κανένα στρατηγό;» (Από την περιοχή του Προεδρικού έβγαινε ψηλά στον ουρανό την ώρα εκείνη ένα μεγάλο μαύρο νέφος). Παρακινήθηκε μάλλον για το πει αυτό, από το ότι ήμουν δημοσιογράφος και, περισσότερο, γιατί εργαζόμουν σε εφημερίδα που αντιπολιτευόταν τον Μακάριο.
Η ΣΚΗΝΗ αυτή δεν είχε συνέχεια. Προχώρησα προς τη Λεωφόρο Μακαρίου, ενώ ασθενοφόρα και ιδιωτικά αυτοκίνητα έτρεχαν προς το Νοσοκομείο κορνάροντας, στη δε Λεωφόρο Ευαγόρου, που οδηγείπρος το (παλιό) ΓΣΠ, μια σειρά από λοκατζήδες έριχναν πυροβολισμούς στον αέρα, ερχόμενοι προς το μέρος μου. Διασταύρωσα βιαστικά και πριν καν προλάβω να στρίψω προς το δρόμο του «Ντιάνα», με ανέκοψε ένοπλος στρατιώτης της ΕΛΔΥΚ, Προτάσσοντας το όπλο του, με ρώτησε «πού πας;». «Στα γραφεία της εφημερίδας που εργάζομαι», του απάντησα. «Δεν επιτρέπεται», μου είπε κοφτά. «Μα είναι η δουλειά μου», του είπα. «Σου λέω δεν επιτρέπεται», πρόσθεσε αυστηρά. «Να πας πίσω!..»
ΕΚΑΝΑ υποχρεωτικά μεταβολή και πήρα το δρόμο προς το Άγαλμα, με πρόθεση να επιστρέψω σπίτι μου. Η «Εθνική», η εφημερίδα που πρόβαλλε τις θέσεις της Ενωτικής Παράταξης και της ΕΟΚΑ Β΄ που, κατά το ΑΚΕΛ, μαζί με τη «Χούντα» έκαμαν το Πραξικόπημα, έπρεπε να μείνει κλειδαμπαρωμένη και το προσωπικό της μακριά από αυτήν!..
ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι στην πολυκατοικία «Καρατώκη», όπου και τα γραφεία της εφημερίδας μας, διέμεναν πολλές οικογένειες αξιωματικών της Ε.Φ. από την Ελλάδα και την ημέρα εκείνη είχαν ληφθεί μέτρα προστασίας τους. Οι οικογένειες αυτές, όπως και άλλες από διάφορες περιοχές της Λευκωσίας και των προαστίων, συγκεντρώθηκαν στο ξενοδοχείο «Κλεοπάτρα», λίγο πιο κάτω.
Οι «Ηρακλείς» του Μακαρίου,…κατά του Μακαρίου!
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ προς το Άγαλμα, είδα πολλά πρόσωπα να μπαίνουν με βιασύνη σε καφέ, στη γωνία Ευαγόρου και Λεωνίδου. Έτρεξα κι εγώ προς τα εκεί, αφού το κλίμα από τους πυροβολισμούς των λοκατζήδων ήταν αποκρουστικό και επικίνδυνο. Κι εκεί μέσα ακριβώς, ήταν που έμεινα με ανοικτό το στόμα, αλλά και λυπήθηκα πολύ γι’ αυτά που είδα και άκουσα: Γνωστοί μου, μακαριακοί ως το κόκαλο, εκφράζονταν υβριστικά για τον Μακάριο, ενώ μέχρι την ώρα εκείνη «έπιναν νερό στο όνομά του». Στην κυριολεξία, «τους έκλαιγαν οι ρεγγες»! Τους αηδίασα, τους συχάθηκα, όμως τίποτε δεν είπα.
ΤΟ σκηνικό αυτό πήρε άλλαξε κατά πολύ σε λίγο, όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο, το οποίο μετέδιδε συνεχώς εμβατήρια, ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός!» Λυπήθηκα. Οι πιο πολλοί εκεί σιωπούσαν, όμως δεν έλειπαν και εκείνοι που σκορπούσαν χαμόγελα ικανοποίησης. Από τον μόνο που άκουσα κάτι, το οποίο και με ξάφνιασε πάρα πολύ, ήταν από τον Πάνο Αστραίο, κάτοικο Κάτω Ζώδιας, στέλεχος τη Νέας ΠΕΚ, της οργάνωσης των ενωτικών αγροτών, που ήταν στο αντίθετο προς τον Μακάριο στρατόπεδο. Είπε:
– «Ε όχι κι έτσι, να τον σκοτώσουν…Μπορούσαν να τον πιάσουν και να τον δικάσουν»…
- Και να σκεφθεί κανείς, ότι ο Αστραίος δεν είχε ακόμα αναρρώσει από τα σοβαρά τραύματα που είχε υποστεί σε όλο του το σώμα από βασανιστήρια αστυνομικών, οι οποίοι τον είχαν συλλάβει αναίτια. Είχε παραμείνει μέρες στο νοσοκομείο σε πολύ κακά χάλια…
ΕΙΧΑΝ περάσει οι 11.00 και σκέφτηκα ότι έπρεπε να επιστρέψω σπίτι. Τι άλλο να’ κανα, άλλωστε, με όσα γίνονταν; Υπήρχε όμως πρόβλημα για μετακίνησή μου, αφού ο στρατός επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό και το ραδιόφωνο έλεγε και ξανάλεγε ότι κανείς δεν έπρεπε να κυκλοφορεί στους δρόμους, «οι δε παραβάται θα πυροβολούνται πάραυτα!» Παρ’ όλον τούτο πήρα την Οδό Λεωνίδου και, περνώντας και πάλι από τα γραφεία τη ΚΕΜ, είδα τον κουμπάρο μου Πολυβίου στο τιμόνι του λεωφορείου, έτοιμο ν’ αναχωρήσει για την επιστροφή στο χωριό του. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα, προκειμένου, περνώντας από τον Άγιο Δομέτιο, να με αφήσουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και από εκεί να πάω σπίτι μου. Έτσι και έγινε. Στο λεωφορείο επίσης και ο ιερέας Κάμπου Παπαμιχαήλ Ιωάννου, παλιό στέλεχος τη ΕΟΚΑ.
ΣΤΟ σπίτι είχα αναμμένο συνέχεια το ραδιόφωνο και μαγνητοφωνούσα όσα έλεγε το καταληφθέν από τους πραξικοπηματίες ΡΙΚ. Άκουσα ακόμα, στις δύο το μεσημέρι, το δελτίο ειδήσεων του παράνομου ραδιοσταθμού των Τούρκων «Μπαϊράκ», με τον Ραούφ Ντενκτάς να δηλώνει ότι «το Πραξικόπημα είναι εσωτερικό θέμα των Ελληνοκυπρίων».
ΑΡΓΑ το απόγευμα, είδα ένα ζεύγος ηλικιωμένων που έμεναν στην απέναντι γωνία να πανηγυρίζουν στο δρόμο, για να πληροφορηθώ από αυτούς ότι άκουσαν από το ραδιόφωνο πως ο Μακάριος είναι ζωντανός και ότι, μάλιστα, είχαν ακούσει και μαγνητοφωνημένο διάγγελμά του. Μου είπα ότι το άκουσαν από τον υποσταθμό του ΡΙΚ στην Πάφο, γεγονός που επιβεβαίωσα επιστρέφοντας σπίτι. (Ελληνικέ κυπριακέ λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Είμαι ο Μακάριος…» Οι ηλικιωμένοι ήσαν τα πεθερικά του ταγματάρχη Παντελάκη Πανταζή, διοικητή του «Εφεδρικού Σώματος». Του «μεγάλου καπεταναίου» του Μακαρίου, που κατά το Πραξικόπημα παραδόθηκε στους κινηματίες και το βράδι παρουσιάστηκε στην τηλεόραση του ΡΙΚ με τον Ν. Σαμψών και έκαμε ανοικτή έκκληση σε όλα τα μέλη του «Εφεδρικού» να παραδοθούν!..
Η περίπτωση ενός άτυχου «Εφεδρικού»
ΝΑ αναφέρω στο σημείο αυτό, ότι επιστρέφοντας το μεσημέρι σπίτι, βρήκα τη μεγάλη από τις δύο αδελφές μου, που είχε πάει στο χωριό μας Τσακκίστρα, για το Σαββατοκύριακο. Την πήρε συγγενής μας γυναίκα αστυνομικός, που είχε πάρει διαζύγιο από τον άντρα της και συζούσε με τον Φειδία Στόκκο, μέλος του «Εφεδρικού» από χωριό της Πάφου. Οι δυο κοπέλες είχαν πάει με τον Στόκκο στην Τσακκίστρα και, κατά την επιστροφή τους στη Λευκωσία, είχαν αφήσει την αδελφή μου στο σπίτι μας, κι αυτός με τη φίλη του έφυγαν.
ΣΤΟ δρόμο, όπως μου αφηγήθηκε η αδελφή μου, άκουσαν για το Πραξικόπημα και ο Φειδίας αδημονούσε να φτάσει στη Λευκωσία και να πάει στο στρατόπεδο του «Εφεδρικού», να πολεμήσει τους πραξικοπηματίες. «Θα πιω γαίμαν», έλεγε και ξανάλεγε! Οι δύο γυναίκες τον συμβούλευαν να μην πάει γιατί κινδύνευε, όμως τίποτε δεν ήθελε ν’ ακούσει. Οι παρακλήσεις προς αυτόν είχαν γίνει έντονες όταν έφτασαν στο σπίτι μας, αλλά έμεινε αμετάπειστος. Η αδελφή μου, μάλιστα, του εισηγήθηκε πλειστάκις να μείνει κοντά μας, όπου μπορούσε να έχει και περισσότερη ασφάλεια, αλλά και πάλι δεν την άκουσε.
ΕΦΥΓΑΝ βιαστικά, πήρε τη φίλη του στο σπίτι της, κι αυτός κινήθηκε προς το στρατόπεδο του «Εφεδρικό», κοντά στο Αρχηγείο Αστυνομίας. Ατυχώς, την ώρα εκείνη γινόταν μάχη μεταξύ της μονάδας και τμήματος λοκατζήδων τη Εθνικής Φρουράς και, πριν προλάβει καν να μπει στο στρατόπεδο, έπεσε νεκρός από πυρά πραξικοπηματιών. Μπορούσε κάλλιστα να ζήσει αν δεν ήταν τόσο παρορμητικός και επίμονος…
– ΓΙΑ τη μάχη στην περιοχή του Αρχηγείου, του «Εφεδρικού» και του ΡΙΚ και πώς και τα τρία αυτά πόστα κατελήφθησαν, οι χιλιάδες αναγνώστες μας μπορούν να ανατρέξουν στο blog μας nikospa.wordpress.com και να διαβάσουν μια συγκλονιστική – σε δύο συνέχειες – αφήγηση του καταδρομέα Κοβή, ο οποίος στη συνέχεια ανέλαβε ως προσωπικός φρουρός του Προέδρου της πραξικοπηματικής Κυβέρνησης Νίκου Σαμψών. Τίτλος, «Πώς έζησα από κοντά τον Νίκο Σαμψών, το 1974».
ΟΣΟ για τα προσωπικά μου βιώματα για την περίοδο εκείνη, θα συνεχίσουμε.
(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)
nikospa.wordpress.com
11.7.2016
Πηγή: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ