ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ
Συμβαίνει νὰ σωπαίνει κάποτε ἡ Ἐκκλησία,
παρ' ὅλο ποὺ τελεῖται γιορτὴ ἐπιβλητική.
Μὴν ἔχοντας καμπάνες, ἄμφια καὶ λιτανεία,
ξεχύνεται ἡ διάθεση ὅλη ἡ ἑορταστικὴ
στὴν ἐσωτερικὴ πιὰ λατρεία, καθιερωμένη
σὲ τέτοιες περιστάσεις. Καθὼς ὁ διπλανός σου
ἀγνοεῖ τί πανηγύρι μέσα σου ἔχει στηθεῖ,
μιὰ καὶ δὲν συμμετέχει σὲ τίποτα γνωστό του,
ξυπνάει καὶ σὲ ἀντικρύζει κι' εὐθὺς ἀναρωτᾶται:
πῶς ἔτσι ὁ γείτονάς μου ξανάνθισε ἀδοκήτως;
ποιό Πάσχα τοῦ Κυρίου, ἔξω ταγμένου χρόνου,
γιορτάζει ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἄλλων χριστιανῶν;
Ἀδιάφορος πρὸς ὅλα, ὁ κρύφιος ἑορταστής.
Paratum est cor ejus γιὰ τὴ σπουδαία Θυσία.
Στολίζει τοὺς βωμούς του, ὑψώνει τὴν Χαρὰ
καὶ τὴν μετουσιώνει σὲ σκεύη ἀχτιδωτά.
Μ' εὐλάβειαν ἀναλίσκει τὸ περιεχόμενό τους
κι' ὕστερα κάμνει ἀπόλυση, τελείως μεταρσιωμένος.
Σημαίνουν τότε ἐντός του μυριάδες οἱ καμπάνες,
σὲ τέτοιο ἀλαλαγμό τους, ποὺ οὐδέποτε χαλκὸς
τραγούδησε στὴ γῆ μας μὲ τόσην εὐφροσύνη,
μὲ τόση φωτεινότητα καὶ τόσο διαυγῶς.
Τάκης Παπατσώνης
Πηγή: ΕΛΛΟΠΟΣ