Τὰ Εἰς Ἐμαυτόν

Τάκης Παπατσώνης

Παπατσώνης Τάκης

Τ' ἀγαπημένα, τὰ ὀρθάνοιχτα χρόνια τῆς ζωῆς μου
ποὺ τὰ σφαλήσανε στὴν ἄπνοια καὶ τὴν καταχνιά,
—ὅ,τι μὲ στέρησαν, ποῦ νὰ τὰ ξαναβρῶ;

Προσπάθησα μὲ τὶς ἀφαίρεσες ν' ἀναπληρώσω
ἁρμύρες, ἄστρα, δέντρα, πολιτεῖες·
ἦρθε καὶ μὲ συντρόφεψε ἡ Μελέτη:
σκληρὴ κι' αὐτή, μοῦ φώτισε τὸ τὶ ἔχω χάσει.

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές, πῶς θ' ἀναπλήρωνεν
ὁ θάνατος τὴ ζωή, κι' οἱ ξεραΐλες,
πλούσια χλωρίδα τῶν καλῶν καιρῶν;
μὴν «οἱ νεκροὶ ἀναστήνονται κι' αἰνέσουσί σε;»

Κλείσθηκα καὶ μονώθηκα μὲ τὴν ἀγάπη,
τὴ βαθύρριζη ἀγάπη τὴν πολὺ πιστὴ
κι' ἦταν πηγάδι ἀστέρευτο ἡ εὐφροσύνη,
μ' ἔγνιες, μὲ μέριμνες καὶ μὲ στοργές,
σύνεργα ποὺ γεμίζανε τοὺς ἀδειασμένους
κι' ἀμελημένους χώρους μιᾶς ἄθλιας ψυχῆς.

Ἀλλὰ ἦρθαν καὶ τὰ κόψανε τὰ νήματα,
μοῦ στρέβλωσαν τὴν ἁρμονία καὶ τῆς ἀγάπης,
οὔτε αὐτὴν δὲν μοῦ ἀφῆκαν, μάταιες οἱ ἔγνιες,
κούφιες βγῆκαν οἱ μακρόσυρτες προσευχές.

Καὶ τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή,
ἢ ποιά στροφὴ θὰ μοῦ ἀποδώσει ὅ,τι ἀφαιρέθη;
Καὶ τὸ ἄδικο ποὺ μούγινε, ποιά μοῖρα,
τὸ ἄδικο, ποὺ εἶναι τόσο μυθικὰ μεγάλο,
θὰ βγάλει κέλευσμα νὰν τὸ ἀστερώσει,
γιὰ νὰν τὸ βλέπουν οἱ μελλούμενοι στὶς νύχτες τους
καὶ ν' ἀνακράζουν «βλέπεις τοῦτα τ' ἄστρα,
»μόλις θεατά, μὲ τὰ στριμμένα σχήματα;

»Εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς δυστυχίας κάποιου Παπατσώνη,
»πού τόσο ὑπόφερε, τότε ποὺ μάχονταν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι,
»χρόνια κλεισμένος στὸν περίβολο τῆς μάντρας του,
»χτυπημένος ἀπὸ βολίδα τοῦ κακοῦ.
»Τοῦ Παπατσώνη, ποὺ ἔχασε τὰ ὡραῖα του χρόνια.



Πηγή: Ἔλλοπος

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *