Αλλιώτικες φυλακές: όταν η σκλαβιά γίνεται τρόπος ζωής

Γράφει η Νεκταρία Τσολάκου

Η πλειονότητα των ανθρώπων ακούγοντας την λέξη «φυλακή», φαντάζεται την εικόνα ενός μικρού σκοτεινού κελλιού περιστοιχισμένου από βαριά σιδερένια κάγκελα. Είναι φορές όμως που μια φυλακή μπορεί να πάρει διαφορετική μορφή από αυτή που οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας. Μέσα από την λογοτεχνία μπορούμε να εντοπίσουμε πλείστες παραλλαγές φυλακών, καθώς και να δούμε τον τρόπο με τον οποίο οι ήρωές τους συμπεριφέρονται. Μία από αυτές τις φυλακές περιγράφονται στο βιβλίο «Η Μηχανή Σταματά».

Σε αυτό το παλαιό αλλά επίκαιρο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέως E. M. Forster, το οποίο εκδόθηκε σε περιοδικό για πρώτη φορά το 1909 και σε μορφή βιβλίου το 1928, οι άνθρωποι, μετά από μια μεγάλη καταστροφή που υπέστη η ατμόσφαιρα της γης, αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν κάτω από την επιφάνειά της, χτίζοντας μικροσκοπικά σπίτια σε μορφή κυψέλης. Προκειμένου να έχουν άνετη ζωή, γεμάτη ευκολίες, δημιούργησαν μια τεχνολογικά προηγμένη Μηχανή. Έτσι, όλες οι διαδικασίες  γίνονταν με το πάτημα ενός κουμπιού, ακόμα και οι πιο απλές, όπως το ντύσιμο ή η παροχή φαγητού. Μέσα στο σύστημα της Μηχανής όλοι ένιωθαν ασφάλεια και ήταν προστατευμένοι από τους εξωτερικούς κινδύνους , δεν πονούσαν, αλλά ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, όταν το ζητούσαν, τους δινόταν η επιλογή της ευθανασίας.

Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, η Βάστι, ζει όπως και οι υπόλοιποι, απομονωμένη στο μικροσκοπικό σπίτι-κελλί της, και η επικοινωνία με συγγενείς και φίλους γίνεται μέσα από μία στρογγυλή φωτεινή πλακέτα. Έπειτα από μια συνομιλία που έχει με τον γιο της, τον Κούνο, ο οποίος ζει σε άλλη πόλη, αποφασίζει να τον επισκεφθεί. Τα μακρινά ταξίδια γίνονταν αποκλειστικά με αερόπλοια και η Βάστι, προκειμένου να ταξιδέψει, έπρεπε ν’ αναχωρήσει από το νησί στο νότιο ημισφαίριο κάτω από το οποίο ζούσε, για να μεταφερθεί στο βόρειο ημισφαίριο, όπου βρισκόταν ο γιος της. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που διεξάγεται μέσα στο αερόπλοιο ανάμεσα στην Βάστι και την αεροσυνοδό, και αξιοσημείωτη η αντίδραση της πρώτης:

«Οι άνθρωποι ήταν σχεδόν ίδιοι σε όλο τον κόσμο, αλλά η συνοδός του αερόπλοιου, ενδεχομένως λόγω των ιδιαίτερων καθηκόντων της, απέκλινε λίγο από το σύνηθες. Συχνά έπρεπε να απευθύνεται στους επιβάτες μιλώντας τους άμεσα, κι αυτό έκανε κάπως απότομη και ιδιόρρυθμη τη συμπεριφορά της. Όταν η Βάστι τινάχτηκε φωνάζοντας για να αποφύγει τις ηλιαχτίδες, εκείνη φέρθηκε με βάρβαρο τρόπο – άπλωσε το χέρι της για να τη στηρίξει.

“Πώς τολμάτε!”, φώναξε η επιβάτιδα. “Ξεχαστήκατε!”.

Η γυναίκα τα έχασε και ζήτησε συγγνώμη που δεν άφησε την Βάστι να πέσει. Οι άνθρωποι δεν αγγίζονταν ποτέ. Αυτή η συνήθεια ήταν παρωχημένη λόγω της Μηχανής» (E. M. Forster, Η μηχανή σταματά, μτφ.: Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Οκτώ, 2016, σελ. 25, 26).

Η Βάστι δεν αντέδρασε άσχημα μόνο στο άγγιγμα της αεροσυνοδού, αλλά και στο λαμπερό φως του ήλιου που έμπαινε άπλετο μέσα από το παράθυρο του αερόπλοιου. Για εκείνη οι ηλιακές ακτίνες ήταν ανυπόφορες, εφόσον είχε συνηθίσει να ζει στο τεχνητό φως του σπιτιού της, κάτω από το έδαφος. Όταν φτάνει στον προορισμό της και συναντά τον γιο της από κοντά, ακόμα και τότε αποφεύγει την σωματική επαφή, σκεφτόμενη ότι «παραείχε καλή ανατροφή για να τον χαιρετήσει με χειραψία» (ό.π., σελ. 31).

Ο Κούνο επιθυμούσε να μοιραστεί με την μητέρα του εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες και γι’ αυτό τον λόγο τής ζήτησε να την δει ιδιαιτέρως. Της αποκάλυψε ότι πρόσφατα περιπλανήθηκε μέσα στα τούνελ της Μηχανής, καταφέρνοντας να βρει την έξοδο για την επιφάνεια. Της περιέγραψε όλα όσα είχε δει, το φως του ήλιου, τον έναστρο ουρανό, την αίσθηση του χορταριού κάτω από τα πόδια του, και πώς είναι να αναπνέεις το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Επιπλέον, της είπε ότι είναι καλά στην υγεία του και ότι δεν έπαθε τίποτα από την αέρα της ατμόσφαιρας όπως όλοι πίστευαν. Τέλος, της αποκάλυψε ότι η απρόσωπη Κεντρική Επιτροπή της Μηχανής, μόλις έμαθε αυτό που έκανε, τον απείλησε με «Στέρηση Στέγης», το οποίο ισούται με θάνατο. Σύντομα θα τον εξανάγκαζαν να ζήσει στην επιφάνεια, μόνος και χωρίς καθόλου υπάρχοντα. Η Βάστι σοκαρίστηκε από όλες αυτές τις αποκαλύψεις και αποδοκίμασε έντονα τον γιο της, αλλά εκείνος αγανακτισμένος ύψωσε την φωνή του και με πάθος της είπε:

«Δεν το καταλαβαίνεις, δεν το καταλαβαίνετε όλοι εσείς οι καθηγητές, πως εμείς είμαστε που πεθαίνουμε και πως εδώ κάτω το μόνο ζωντανό πράγμα είναι η Μηχανή; Δημιουργήσαμε τη Μηχανή για να κάνει ό,τι θέλουμε εμείς, όμως τώρα δεν μπορούμε να την αναγκάσουμε να κάνει ό,τι πράγματι θέλουμε. Μας στέρησε την αίσθηση του χώρου και την αίσθηση της αφής και υποβάθμισε τον έρωτα σε σαρκική πράξη, παρέλυσε το σώμα και τη βούλησή μας και τώρα μας αναγκάζει να την προσκυνούμε. Η Μηχανή αναπτύσσεται – μα όχι σύμφωνα μ’ εμάς. Η Μηχανή προχωρά – μα όχι για τον δικό μας σκοπό. Εμείς απλώς είμαστε τα αιμοσφαίρια που διατρέχουν τις αρτηρίες της και, αν μπορούσε να λειτουργεί χωρίς εμάς, θα μας άφηνε να πεθάνουμε. Αχ, αν υπάρχει ένα γιατρικό, είναι να λέω στους ανθρώπους ξανά και ξανά πως έχω δει τους λόφους του Γουέσεξ όπως τους είδε ο Αλφρέδος (αναφέρεται στον Μέγα Αλφρέδο, βασιλιά του Γουέσεξ, 849-899), όταν κατατρόπωσε τους Δανούς» (ό.π., σελ. 43-44).

Μετά από όσα άκουσε, η Βάστι αποχώρησε απογοητευμένη.  Ήταν πεπεισμένη ότι ο γιος της σίγουρα είχε χάσει τα λογικά του και δεν θέλησε να τον ξαναδεί. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η κυριαρχία και η επιρροή της Μηχανής μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο σε σημείο που έγινε επαναγκαθίδρυση της θρησκείας και λατρευόταν απ’ τους ανθρώπους ως ένα νέο είδος θεότητας:

«Η Μηχανή», αναφώνησαν, «μας τρέφει, μας ντύνει και μας στεγάζει. Μέσα από αυτή μιλούμε μεταξύ μας, μέσα από αυτή βλεπόμαστε και μέσα της υπάρχουμε. Η Μηχανή είναι ο φίλος των ιδεών και ο εχθρός της προκατάληψης: η Μηχανή είναι παντοδύναμη, αιώνια ευλογημένη είναι η Μηχανή» (ό.π., σελ. 54-55).

Ο χρόνος συνέχισε να κυλάει, ώσπου η Μηχανή άρχισε σταδιακά να παρουσιάζει κάποιες μικροβλάβες στον μηχανισμό της. Η μελωδική μουσική που παιζόταν στα σπίτια-κελλιά των ανθρώπων ηχούσε φάλτσα, το νερό της μπανιέρας μύριζε άσχημα, τα τεχνητά φρούτα σάπιζαν κ.λπ. Στην αρχή οι άνθρωποι παραπονούνταν έντονα γι αυτή την κατάσταση, αλλά στη συνέχεια έχοντας γίνει τόσο δουλικοί απέναντι στην Μηχανή σταμάτησαν να διαμαρτύρονται και συμβιβάστηκαν με τις νέες συνθήκες παύοντας να ζητούν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Όμως, όσο ο καιρός περνούσε, οι βλάβες έγιναν συχνότερες και σοβαρότερες σε σημείο που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν ή να δουν καθαρά, λόγω προβλήματος στον τεχνητό φωτισμό, με αποτέλεσμα η δυσφορία να εντείνεται. Οι περισσότεροι πίστευαν πως το πρόβλημα σύντομα θα διορθωνόταν χάρη στην «παντοδυναμία» της Μηχανής.

Μια μέρα όμως, εντελώς απροειδοποίητα, το σύστημα επικοινωνίας σε όλο τον κόσμο κατέρρευσε και μία ξαφνική σιωπή απλώθηκε παντού. Αυτό το γεγονός προκάλεσε τρόμο στους ανθρώπους, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν και δεν ήξεραν πώς ν’ αντιδράσουν. Χωρίς τον νανουριστικό ήχο της Μηχανής και την ασφάλεια που τους παρείχε, ένιωθαν εντελώς ανήμποροι! Η Βάστι πανικοβλήθηκε, πατούσε ταυτόχρονα όλα τα κουμπιά του δωματίου της, προσευχόταν στην Μηχανή και ούρλιαζε, ώσπου εν τέλει πήρε την μεγάλη απόφαση να βγει έξω απ’ το σπίτι της. Βγαίνοντας, άκουσε γύρω της μουρμουρητά και κλαψουρίσματα, οι άνθρωποι αργοπέθαιναν και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό ήταν το τέλος της ανθρωπότητας... η Μηχανή ξαφνικά είχε σταματήσει! Τότε με πικρία συνειδητοποίησε ότι το πιο σημαντικό πράγμα δεν ήταν η Μηχανή αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, τον οποίο εξαιτίας της επιρροής που ασκούσε πάνω τους η Μηχανή τον είχαν ξεχάσει και τον είχαν μετατρέψει σ’ ένα άνευρο σώμα, κενό από συναισθήματα και πνεύμα.

Μέσα σ’ αυτή την ζοφερή ατμόσφαιρα κατάφερε να βρει τον γιο της, τον Κούνο, και να συρθεί προς το μέρος του πάνω από τα κορμιά των νεκρών. Μέσα στην απελπισία της τον ρώτησε αν υπάρχει ελπίδα να σωθούν και αν είδε άλλους ανθρώπους όσο βρισκόταν στην επιφάνεια. Εκείνος της απάντησε πως τους είδε, αλλά για τους ίδιους δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίδα.Τότε εκείνη γεμάτη αγωνία για το μέλλον των ανθρώπων του είπε:

«Αχ, αύριο... κάποιος ανόητος θα ξαναβάλει μπρος τη Μηχανή, αύριο. Ποτέ. Είπε ο Κούνο, ποτέ. Η ανθρωπότητα πήρε το μάθημά της» (ό.π., σελ. 68-69).

Δυστυχώς, τον 21o αιώνα οι άνθρωποι έχουν γίνει νωχελικοί και απαθείς απέναντι στην βίαιη στέρηση των ελευθεριών τους, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020. Ο Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος George Santayana είχε πει: «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει». Άραγε, θα συνεχιστεί η ανοχή των λαών απέναντι στη δραστική περιστολή των ατομικών ελευθεριών τους ή είναι ήδη πολύ αργά και ισχύει αυτό που είχε πει ο Χάιντεγκερ στη συνέντευξή του στο περιοδικό «Der Spiegel» το 1976, ότι δηλαδή «μόνον ένας Θεός μπορεί πια να μας σώσει»; (Νικήτας Σινιοσόγλου, Μαύρες Διαθήκες, εκδ. Κίχλη, Β΄ έκδοση 2019, σελ. 97).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1879. Μετά την αποφοίτησή του από το King’s College του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στη συγγραφή. Ταξίδεψε στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και στην Ινδία, απ’ όπου άντλησε πολλά από τα θέματα που εμφανίζονται στο έργο του. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή μυθιστορήματά του συγκαταλέγονται τα εξής: Δωμάτιο με θέα, Το πέρασμα στην Ινδία, Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ. Μαζί με τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Μπέρτραντ Ράσελ, τον Ταον Μέιναρτν Κέινς κ.ά. ανήκε στον κύκλο του Μπλούμπσμπερι. Πέθανε στις 7 Ιουνίου 1970.



Πηγή: Truth revealed

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *