ΑΛΤ! ΠΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ!

Ο παππούς είχε ξεκινήσει, όπως κάθε μέρα, για τον πρωινό του περίπατο. Σήμερα, όμως, είχε αποφασίσει να περπατήσει 5 και όχι 3 χιλιόμετρα, όπως συνήθιζε. Στις 5:00 το πρωί σηκώθηκε από το κρεβάτι, νίφτηκε, έπλυνε τα δόντια του και ντύθηκε. Αφού έφαγε ένα πιάτο δημητριακά με γάλα, έβαλε τα παπούτσια του και πήρε το καπέλο του μαζί του, το οποίο, όμως, δεν φόρεσε. Αφού κλείδωσε το σπίτι, κοίταξε μια στιγμή πάνω στον καταγάλανο ουρανό και μάζεψε τις δυνάμεις του για να επιτύχει το εγχείρημά του.

Ξεκίνησε από τον Άγιο Αντώνιο - κοντά στη Δημοτική Αγορά - και, περπατώντας τις λεωφόρους και τους δρόμους, έφθασε στη νότια άκρη της intra portas πόλης της Λευκωσίας. Διέσχισε οδούς, μικρά και μεγάλα σοκάκια, τη Λεωφόρο Ερμού, τη Λαϊκή Γειτονιά, τις Οδούς Λήδρας και Ονασαγόρα και τόσα άλλα μέρη: μαγαζιά, εστιατόρια, αγορές, σχολεία, εκκλησίες πέρασαν από τα μάτια του, πάντα με ένα γρήγορο βήμα, παρά τα 70 του χρόνια. Το δροσερό αεράκι του πρωινού φυσούσε ανάμεσα στα μαλλιά του, κάνοντάς τα να κυματίζουν ανέμελα, σαν μετάξι.

Ήταν τόσο ευτυχισμένος, τόσο χαρούμενος· ως τώρα είχε διανύσει περισσότερη από τη μισή απόσταση που αποφάσισε να περπατήσει. Είχε σταματήσει για ένα καφέ και ένα γλυκό σε ένα καφέ στην οδό Λήδρας. Μετά από τη δεκάλεπτη ξεκούρασή του, συνέχισε ατάραχος τον περίπατό του, αδιαφορώντας για τους δεκάδες κινέζους και σριλανκέζους που ξεπετάγονταν στο διάβα του, χαιρετώντας τους φίλους του. Το νέο αυτό φρούτο του έκανε εντύπωση, γιατί η επιδερμίδα τους διαφέρει τόσο πολύ από τη δική μας. Οι τουρίστες δεν έκαναν και τόση εντύπωση στον παππού, αφού χρόνια τώρα το μάτι του είχε συνηθίσει στα ρούχα και την ομιλία τους.

Πιο χαρακτηριστικοί, όμως, ήταν οι διάσπαρτοι Ρωσοπόντιοι, Ελληνοπόντιοι, Τουρκοπόντιοι και Γεωργιανοί, οι οποίοι - από το πιο μικρό παιδί μέχρι το μεγαλύτερο άνδρα - μιλούσαν άλλοτε σπαστά Ελληνικά και άλλοτε την παράξενη γλώσσα τους. Δεν έλειπαν μάλιστα και οι δίγλωσσες συζητήσεις, που κανένας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει, όσο κι αν ήθελε, αφού η μια γνωστή λέξη ακολουθούταν από μια άγνωστη. Ο παππούς, θέλοντας να «αποδράσει» από τους πολύβουους δρόμους της εντός των τειχών Λευκωσίας, μπαίνει σε ένα γνωστό του σοκάκι, το οποίο τον βγάζει σε μια μη πεζοδρομοποιημένη οδό.

Ξαφνικά, καθώς περπατά στο ήσυχο δρομάκι, βλέπει ένα προειδοποιητικό σήμα: 250 ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ. Δεν του δίνει σημασία. Συνεχίζει τον περίπατό του. Στους τοίχους των εγκαταλελειμμένων σπιτιών αντικρίζει την ερήμωση και την καλλιτεχνική «διακόσμησή» της με αφίσες για τα κατεχόμενα, τους ήρωες Ισαάκ και Σολωμού και τα διάφορα συναφή. Για μερικές στιγμές, εντελώς απόκοσμος και αφηρημένος από την τραγική κυπριακή πραγματικότητα διερωτάται γιατί αυτό το ωραίο αρχοντικό στέκει ερειπωμένο και γιατί οι αφίσες που βρίσκονται σʼ αυτό επιδεικνύουν τόση πολλή βία. Λίγο πιο μετά μια μεγάλη αφίσα του Θεόφιλου Γεωργιάδη με συνθήματα στα κουρδικά.

Βλέποντας τον υπερασπιστή του Κουρδικού Λαού, ακριβώς δίπλα από μια ξεθωριασμένη αφίσα του Οτσαλάν, ο παππούς υποθέτει ότι πρόκειται για ένα ανατολίτη ηγέτη ή ποιητή, μη γνωρίζοντας το ποιόν της ζωής του και του αγώνα του για την εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, αλλά και τη δικαίωση του κουρδικού λαού. Ο αέρας φυσά με δύναμη, μειώνοντας την έκκριση του ιδρώτα από τον μεσούρανο ήλιο.

Ενώ ο παππούς συνεχίζει να περπατά, η ερημιά βασιλεύει και, όπως αναφέρει και ο Διονύσιος Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους «Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει». Μόνο δυο πουλάκια πετούν πάνω από τον ουρανό, για να του θυμίσουν ότι βρίσκεται στον πλανήτη Γη και όχι σε κάποια απόμερη γωνιά της Κολάσεως του Δάντη. Η σεληνιακή εικόνα αυτή, όμως, δε φοβίζει τον παππού, ο οποίος βαδίζει με το ίδιο ατάραχο βλέμμα και βήμα. Ένας φράκτης ορθώνεται μπροστά του, όμως, ανακόπτοντάς του την πορεία! Στο μέσο μια επιγραφή με κόκκινα γράμματα: Alt! Turkish Occupied Area - Αλτ! Τουρκοκρατούμενη Περιοχή.

Τότε μόνο ο παππούς συνειδητοποιεί ότι δεν θα μπορέσει να ολοκληρώσει το μεγάλο περίπατο που σχεδίαζε για σήμερα. Ο νεαρός και πανώριος φαντάρος με το G3 στο χέρι και το απρόσιτο εκείνο τείχος αποτελούν τα εμπόδια για τη συνέχιση του περιπάτου. Αμέσως, ρωτά το σκοπό γιατί ο δρόμος μπλοκάρεται και γιατί ο ίδιος οπλοφορεί· ο ευλύγιστος σκοπός, καταλαβαίνοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο παππούς, κατεβαίνει κάτω από το υπερυψωμένο κουβούκλιό του και, τοποθετώντας το όπλο του σε μια δυσδιάκριτη θέση, πλησιάζει τον παππού και του ανακοινώνει την τραγική κατάντια της Κύπρου μας, εδώ και 27 χρόνια (σ.σ 41 χρόνια πλέον).

Κοντολογίς, αφηγείται στον παππού τα γεγονότα της εισβολής και των μετέπειτα χρόνων. Τότε, ο παππούς κρατά το κεφάλι του· στο μυαλό του έρχονται χίλιες δυο θύμισες από τη ζωή του πριν το 1974: η χαρά του έχει μετατραπεί σε μια αφόρητη λύπη. Θέλει να πάει στο βορρά, αλλά δεν μπορεί. Θυμάται τις χαρές και τα πλούτη του στο χωριό του, θυμάται τα πορτοκαλόδεντρά του στα χωράφια της οικογένειάς του, θυμάται τις εκδρομές του στον Πενταδάκτυλο. Ξαφνικά στο μυαλό του έρχεται η γυναίκα του, που πέθανε στην εισβολή και ο γιος του, που είναι αγνοούμενος. Θυμός, οργή και μαράζι τον κτυπούν: Οι θύμισες για τις κόρες του και το γιο του έρχονται ως νήσοι χαράς στο πέλαγο της δυστυχίας του.

pendtadaktylos

Προσπαθεί να ατενίσει όσο πιο μακριά μπορεί· βλέπει τον τουρκοπατημένο Πενταδάκτυλο, με την τουρκική σημαία και τη σημαία του ψευδοκράτους γενάμενη από τα χώματα του βουνού. Ω! Τι ντροπή. Αφού καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τον περίπατό του, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Επιστρέφοντας πίσω, προσπαθεί να συγκρατήσει στη μνήμη του να θυμίσει το γιο του, που είναι μέλος της Επιτροπής για επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, να δει αν μπορεί να κάνει κάτι για το θέμα αυτό. Με απλοϊκότητα πιστεύει ότι ο γιος του θα καταφέρει ό,τι δεν κατάφεραν γενιές ηγετών εδώ και 27 ολόκληρα χρόνια.

Στο δρόμο της επιστροφής, οι πριν λίγες ώρες δρόμοι και λεωφόροι που του έφερναν χαρά, τον κάνουν τώρα να μην μπορεί να αντικρίσει τη ζωή με τόλμη. Ο δρόμος του φαίνεται υπερβολικά μεγάλος και η λύπη τον κυριεύει. Λίγα μέτρα από το κέντρο της πόλης, σωριάζεται χάμω. Εκούσια, μένει εκεί και δε φωνάζει για βοήθεια. Προτιμά το θάνατο, παρά τη ζωή σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα. Ενώ οι περαστικοί μαζεύονται τριγύρω από τον πεσμένο παππού, είναι πλέον αργά. Είναι νεκρός!

Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *