Ἀποκεφαλισμὸς Ἰωάννου Προδρόμου (Μάρκ.6,4—29)

 Ἡ ἀποτομή τῆς τιμίας Κεφαλῆς τοῦ ἁγίου, ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, Ἰωάννου.

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ματθ. 14,1—12. Μάρκ. 6,14—29. Λουκ. 9,7—9.

Ἡ ἀποκεφάλισις τοῦ Ἰωάννου ἔχει ὡς ἑξῆς. Ὁ Κύριος εὑρίσκεται μετὰ τῶν μαθητῶν του ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. Τετράρχης, διοικητὴς δηλαδὴ τῆς Γαλιλαίας, ἦτο ὁ υἱὸς τοῦ Ἡρώδου τοῦ μεγάλου, τοῦ σφαγέως τῶν νηπίων, ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας. Οὗτος «ἤκουσε τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ» ἐπληροφορήθη δηλαδὴ τὴν φήμην τοῦ Χριστοῦ, διότι λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμάτων ἐν Γαλιλαίᾳ «φανερὸν ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ». Μετὰ ἕν ἔτος ἀπὸ τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ φθάνει ἡ φήμη τοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη, διότι οἱ μεγάλοι δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὰς ἀρετὰς τῶν μικρῶν. Ζῶντες οὗτοι εἰς περιβάλλον θυμιαμάτων καὶ κολακείας εὑρίσκονται μακράν τῆς ἀληθείας.

Περὶ τοῦ Χριστοῦ ἐκυκλοφόρουν πολλαὶ φῆμαι. Ἄλλοι ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν» καὶ διὰ τοῦτο «αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ» γίνονται δηλαδὴ θαύματα ὑπ’ αὐτοῦ. «Ἄλλοι ἔλεγον, ὅτι Ἠλίας ἐφάνη» ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Μαλαχίαν θὰ ἤρχετο κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου «Ἄλλοι ἔλεγον, ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν ἀρχαίων προφητῶν ἀνέστη». Ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης κατ’ ἀρχὰς «διηπόρει» εὑρίσκετο δηλαδὴ ἐν ἀμηχανία, διότι δὲν ἐγνώριζε, ποίαν ἐκ τῶν γνωμῶν τούτων περὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ προτιμήσῃ. Ἐπὶ ἀρκετὸν χρονικὸν διάστημα ἐν ἀμηχανίᾳ εὑρισκόμενος ἐχώριζε τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὸν Πρόδρομον καὶ ἔλεγεν˙ «Ἰωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Τὶς δὲ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἀκούω τοιαῦτα; Καὶ ἐζήτει ἰδεῖν αὐτὸν» τὸν Ἰησοῦν. Κατόπιν ὅμως ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς του διὰ τὸν ἄδικον ἀποκεφαλισμὸν τοῦ Προδρόμου εἶπεν «τοῖς παῖσιν αὑτοῦ˙ οὗτος εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ὅν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα. Οὗτος ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν». Παῖδες, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνακοινώνει ὁ Ἡρώδης τὴν γνώμην του, εἶναι οἱ αὐλικοί του. Θεωρεῖ τὸν Πρόδρομον ὡς ἔχοντα θαυματουργικάς δυνάμεις, διότι ἐφονεύθη ὑπ’ αὐτοῦ ἀδίκως. Οἱ δίκαιοι καὶ νεκροὶ τρομάζουσι ζῶντας βασιλεῖς! Τὸν Ἡρώδην τὸν ὁποῖον οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ κατηγορήσῃ διὰ τὸν φόνον τοῦ Προδρόμου ἐλέγχει αὐτὸν ἡ συνείδησις! Μετὰ ταῦτα ἐκτίθεται ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ Προδρόμου ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀνωτέρω. Ὁ ἀποκεφαλισμὸς οὗτος, ὁ ὁποῖος ἔγινε πρὸ τινος χρόνου, ἔχει ὡς ἑξῆς:

Ὁ Ἡρώδης οὗτος ὁ Ἀντύπας «ἀποστείλας» στρατιώτας «ἐκράτησεν» συνέλαβε τὸν Ἰωάννην καὶ «ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἐν τῇ φυλακὴ ἀπέθετο». Ἡ φυλακὴ αὕτη εὑρίσκετο εἰς τὴν Μαχαιροῦντα, φρούριον κείμενον, κατὰ τὸν Ἑβραῖον ἱστορικὸν Ἰώσηπον, πλησίον τῆς νεκρᾶς θαλάσσης. Ὁ λόγος τῆς συλλήψεως καὶ φυλακίσεως τοῦ Προδρόμου εἶναι, διότι οὗτος ἤλεγχε τὸν Ἡρώδην διὰ τὸν παράνομον γάμον του «μετὰ τῆς Ἡρωδιάδος, γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου». Καὶ ἔλεγεν ὁ Πρόδρομος πρὸς αὐτόν˙ «οὐκ ἐξεστὶν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Ἡ Ἡρωδιὰς δηλαδὴ αὕτη ἦτo κόρη τοῦ Ἀριστοβούλου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀδελφός τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀντύπα. Αὕτη εἶχε γίνει σύζυγος τοῦ Φιλίππου, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ οὗτος ἀδελφός του Ἡρώδου, ἑπομένως ἡ Ἡρωδιὰς αὕτη ἦτο ἀνεψιὰ καὶ νύμφη τοῦ Ἡρώδου τούτου. Τώρα ἔγινε καὶ σύζυγος αὐτοῦ. Ὁ γάμος οὗτος ἀπηγορεύετο αὐστηρῶς ὑπὸ τοῦ νόμου, διότι ὁ σύζυγος τῆς Ἡρωδιάδος ἔζη καὶ τέκνον εἶχε. (1) Λόγῳ λοιπὸν τοῦ ἐλέγχου τούτου ἐπεθύμει νὰ φονεύσῃ ὁ Ἡρώδης αὐτὸν κατ’ ἀρχάς. «Θέλων δὲ αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον». Ἐπίσης καὶ ἡ Ἡρωδιὰς «ἐνεῖχεν αὐτῷ» εἶχε μῖσος ἐντός της ἐναντίον αὐτοῦ, διότι ἐφοβεῖτο, μήπως ἐκ τῶν ἐλέγχων τοῦ Προδρόμου χωρισθῇ ὑπὸ τοῦ Ἡρώδου καὶ παύσῃ νὰ εἶναι βασίλισσα. Καὶ αὕτη «ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἀλλ’ οὐκ ἠδύνατο», διότι εἰς τὰς φονικάς διαθέσεις της δὲν ὑπήκουεν ὁ Ἡρώδης.

Ὁ Ἡρώδης, ἐνῷ κατ’ ἀρχὰς ἐφοβεῖτο τν ὄχλον καὶ δὲν ἐφόνευε τὸν Ἰωάννην, κατόπιν ἐπισκεφθείς πιθανώτατα αὐτὸν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ πεισθείς διὰ τὴν ἁγιότητά του, «ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην εἰδώς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον». Ὄχι μόνον ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, ἀλλὰ «ἡδέως αὐτοῦ ἤκουεν» πολλάκις δηλαδὴ συνεβουλεύετο αὐτὸν «καὶ πολλὰ ἐποίει» καὶ πολλάς ἀπὸ τὰς συμβουλάς του ἐφήρμοζε. Διά τοῦτο «συνετήρει αὐτὸν» διετήρει αὐτὸν εἰς τὴν ζωὴν καὶ δὲν ἐφόνευεν αὐτόν. Ἑπομένως ὁ Ἡρώδης εἶχε μέσα του ἀλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα ἔναντι τοῦ Προδρόμου. Ἐφοβεῖτο τὸν λαόν, ἐσέβετο τὸν Πρόδρομον, ἠνωχλεῖτο ὑπὸ τῆς Ἡρωδιάδος νὰ φονεύσῃ αὐτόν. Διά ταῦτα «πολλὰ ἠπόρει» εὑρίσκετο δηλαδὴ ἐν ἀμηχανίᾳ ἔναντι αὐτοῦ. Τοιαῦτα ἀλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα εἶναι συνήθη εἰς ἀσταθεῖς χαρακτῆρας !

Ἦλθεν ὅμως ἡ κατάλληλος εὐκαιρία διὰ τὰς φονικάς διαθέσεις τῆς Ἡρωδιάδος. Αὕτη ἦτο ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ἡρώδου ἥτις «ἑωρτάσθη εἰς τὸ φρούριον Μαχαιροῦντος, ὅπου ἦτο ὁ Πρόδρομος, εἰς τὸ ἐκεῖ πολυτελὲς ἀνάκτορόν του. «Γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου» ὅτε ἦλθεν δηλαδὴ ἡ κατάλληλος ἡμέρα, ὁ ἑορτασμὸς τῶν γενεθλίων του, ὁ Ἡρώδης «δεῖπνον ἐποίησε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας». Μεγιστᾶνες εἶναι αἱ πολιτικαί ἀρχαί, χιλίαρχοι εἶναι αἱ ἀνώτεραι στρατιωτικαὶ ἀρχαὶ καὶ οἱ πρῶτοι τῆς Γαλιλαίας τὰ ἄλλα ἐπίσημα πρόσωπα τῆς Γαλιλαίας. Αἱ γυναῖκες δὲν παρίσταντο εἰς τὰ συμπόσια ταῦτα. Μόνον αἱ δημόσιαι χορεύτριαι ἐνεφανίζοντο. Διά τοῦτο ἡ Ἡρωδιὰς καὶ ἡ κόρη της Σαλώμη δὲν παρευρέθησαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸ συμπόσιον τοῦτο. Κατὰ τὴν διεξαγωγὴν ὅμως τῆς οἰνοποσίας εἰσέρχεται ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος, ἡ Σαλώμη, παρὰ τὸν νόμον ἤ ὑπὸ τὸν τύπον τῆς δημοσίας χορεύτριας. «Γενεσίων ἀγομένων τοῦ Ἡρώδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος καὶ ἤρεσεν τῷ Ἡρώδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις». Ὅταν λοιπὸν ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ Ἡρώδης, ἐχόρευσεν ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἡ Σαλώμη. Ὁ χορὸς οὗτος ἦτο ἡδονικὸς χορός. Διά τοῦτο ἤρεσεν εἰς τὸν Ἡρώδην καὶ τοὺς συνδαιτυμόνας αὐτοῦ, ἐν τῷ μέσῳ τῶν ὁποίων ἡ Σαλώμη αὕτη χορεύουσα ἐλάμβανε διαφόρους θέσεις καὶ στροφάς ἠδονικάς. Ὁ Τετράρχης οὗτος, ὁ Ἡρώδης, ὁ κοινῶς λεγόμενος «βασιλεύς», λέγει πρὸς αὐτὴν ἐν ἐξάψει εὑρισκόμενος «αἴτησόν με, ὅ ἐὰν θέλῃς καὶ δώσω σοι. Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ, ὅτι ὅ ἐὰν αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου».

Ἡ Σαλώμη «ἐξελθοῦσα» τοῦ συμποσίου μετέβη εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητρός της «καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς˙ τί αἰτήσωμαι; Ἡ δὲ» μήτηρ «εἶπεν: τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος». Ἡ Σαλώμη «προβιβασθεῖσα» παρακινηθεῖσα «ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ εἰσελθοῦσα» εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ συμποσίου «εὐθὺς μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσαντο λέγουσα: Θέλω ἵνα ἐξαυτῆς» ἀμέσως δηλαδὴ «δῷς μοι ὧδε ἐπὶ πίνακι» εἰς τὸ πιάτον τὸ ὁποῖον ἐκράτει «τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ». Ἡ Σαλώμη κατὰ τὴν συμβουλὴν τῆς μητρὸς της κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ζητεῖ ἀμέσως, πρὶν συνέλθῃ ἐκ τῆς μέθης ὁ Ἡρώδης τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἐπὶ πίνακι. Ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης ἀκούσας ταῦτα «περίλυπος γενόμενος» ἐγένετο περίλυπος «διὰ τοὺς ὅρκους ὅμως καὶ τοὺς συνανακειμένους» ἵνα μὴ φανῇ δηλαδὴ ἐπίορκος καὶ ἀσταθὴς χαρακτὴρ εἰς τοὺς προσκεκλημένους «οὐκ ἠθέλησεν ἀθετῆσαι αὐτὴν» δὲν ἠθέλησε δηλαδὴ νὰ ἀρνηθῇ τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς αἰτήσεώς της. «Εὐθὺς» ἀμέσως «ἀποστείλας σπεκουλάτωρα» τὸν ἀνακτορικὸν δήμιον «ἐπέταξεν ἐνεχθῆσαι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» διέταξε νὰ φέρωσι τὴν κεφαλὴν τοῦ Προδρόμου ἐπὶ πίνακι. Ὁ σπεκουλάτωρ, ὁ αὐλικὸς οὗτος δήμιος «ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς». Ὁποία φρίκη! Εἰς συμπόσιον κεφαλὴ ἀχνίζουσα! Εἰς συμπόσιον βδελυρὸν ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Προδρόμου! Ἐκ τῆς ἀμέσου προσφορᾶς τῆς κεφαλῆς φαίνεται, ὅτι τὸ συμπόσιον ἔγινεν ἐντός τοῦ φρουρίου τοῦ Μαχαιροῦντος, ὅπου εὑρίσκετο καὶ ἡ φυλακὴ τοῦ Προδρόμου. «Οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου ἀκούσαντες» μαθόντες τοῦτο καὶ ἔχοντες τὴν ἄδειαν νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Πρόδρομον «ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα» ὄχι τὴν κεφαλὴν «καὶ ἔθηκαν αὐτὸν ἐν μνημείῳ. Ἐλθόντες δὲ ἀπήγγειλαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τὸν ἀποκεφαλισμὸν τούτου». Ὁ θάνατος τοῦ Προδρόμου ἤνωσε τοὺς μαθητάς του μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. Πόση οἰκονομία Θεοῦ !

Παρατήρησις: Ἐρωτᾶται : Ἦτο δυνατὸν ὁ Ἡρώδης νὰ παραβῇ τὸν ὅρκον του, ἵνα ἀποφύγῃ τὸν ἀποκεφαλισμὸν τοῦ Προδρόμου; Ὁ ὅρκος οὗτος ἠδύνατο νὰ μὴ ἐκτελεσθῇ, διότι ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Ἡρώδου ἄνευ δεσμοῦ τινος πρὸς ὡρισμένον ἀντικείμενον καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ Προδρόμου ἤξιζεν ὄχι τὸ ἥμισυ ἀλλὰ περισσότερον τοῦ βασιλείου του. Ἄλλως τε εἶναι ἀντιφατικῶς ἀντίθετον νὰ ἐπικαλῆταί τις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὁρκιζόμενος, ἵνα ὑποχρεωθῇ νὰ ἁμαρτήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ ὠρκίσθη τόσον ἀσυνέτως. Ἑπομένως ἠδύνατο διὰ τοὺς λόγους τούτους νὰ παραβῇ τὸν ὅρκον του καὶ νὰ μὴ ἀποκεφαλίσῃ τὸν Πρόδρομον. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν βλέπει ἐνώπιόν του παρὰ ἀνθρωπαρέσκειαν καὶ φιληδονίαν, διὰ τοῦτο ὑποπίπτει εἰς τὸ μεγάλον αὐτὸ ἔγκλημα, ὥστε ἐν μέσῳ τοῦ συμποσίου νὰ φέρῃ τὴν ἀχνίζουσαν κεφαλὴν τοῦ Προδρόμου.

Θέμα: Συνύπαρξις κακίας καὶ ἀρετῆς.

Καὶ πάλιν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν ἀναμιγνύονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὥστε νὰ χρωματισθοῦν καὶ τὰ δύο μεταξὺ των, ἵνα φανῇ ἡ κακία τοῦ κακοῦ καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ καλοῦ, καὶ οὕτω διδαχθῶμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο. Ἴδωμεν λοιπὸν τὴν πλοκὴν των καὶ κατόπιν τὴν διδαχὴν δὶ’ ἡμᾶς. Καὶ

Α) Ἡ πλοκὴ κακίας καὶ ἀρετῆς. Τρία πρόσωπα ἀντιπροσωπεύουν τὸ κακόν. Τρία πρόσωπα ἐκφράζουν τὴν ἀρετὴν ἐνταῦθα. Τὰ πρῶτα εἶναι ὁ Ἡρώδης, ἡ γυναῖκα του, ἡ Σαλώμη, ἡ κόρη του. Καὶ ἰδού! Ὁ Ἡρώδης ἑορτάζει τὰ γενέθλιά του. Ἀντὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, διότι κατὰ ταύτην εἶδε τὸ φῶς, λυπεῖ τὸν Θεὸν μὲ τὴν μέθην. Ἀντὶ νὰ λύσῃ τὸν δέσμιον Πρόδρομον ἐπὶ τῆς γενεθλίοις του, προσθέτει εἰς τὰ δεσμὰ καὶ τὴν σφαγὴν τοῦ μεγαλυτέρου ἐν γεννητοῖς γυναικῶν. Ὁ σαρκικὸς χορὸς τῆς Σαλώμης ἄναψε τοῦ θείου καὶ πατρὸς τὰ σαρκικὰ ἔνστικτα, ὥστε νὰ ὑποσχεθῇ μεθ’ ὅρκου εἰς αὐτήν, ὅτι θὰ δώσῃ τὸ ἥμισυ τῆς βασιλείας του. Ἀλλὰ καὶ ἡ χορεύσασα κόρη; Δὶ’ αὐτὴν ἤλεγχεν ὁ Πρόδρομος τὸν Ἡρώδην, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ λάβῃ τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι εἶχε παιδὶ ὁ ἀδελφός του, τὴν κόρην ταύτην. Διά τὴν ἀξιοπρέπειάν της ἠλέγχετο ὁ γάμος ὡς παράνομος. Ἀντὶ λοιπὸν αὕτη νὰ κρύπτεται ἀπὸ ἐντροπήν, χορεύει μὲ ἀναίδειαν καὶ χορὸν σαρκικόν!

Ἀλλὰ ἡ χειροτέρα ἐκδήλωσις τοῦ κάκου ἦτο εἰς τὴν μητέρα της «Δὸς μοι ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου», λέγει ἡ μήτηρ. Ἤκουσας ἀδιαντροπίαν; Ὀνομάζει τὸν Ἰωάννην μὲ τὸ ἀξίωμά του βαπτιστὴν καὶ δὲν σκεπάζει τὸ πρόσωπόν της! Θέλει τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ πιάτο, σὰν νὰ πρόκηται περὶ φαγητοῦ τινος! Διά ποίαν αἰτίαν τολμᾶ ταῦτα; Οὐδεμίαν. Ἤθελε μόνον νὰ τιμηθῇ μὲ τὴν συμφορὰν τοῦ ἄλλου, ἂν καὶ ὁ Πρόδρομος ἤλεγχε προσωπικῶς ὄχι αὐτήν, ἀλλὰ τὸν Ἡρώδην. Δὲν λέγει, φέρετε ἐδῶ αὐτὸν καὶ κατασφάξατε ἐνώπιόν μου, διότι ἐφοβεῖτο, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, «κατασφαττομένου τῆς φρικτῆς ἀκοῦσαι φωνῆς», διότι ὁ Πρόδρομος καὶ σφαζόμενος δὲν ἐπρόκειτο νὰ σωπήση. Ἡ Ἡρωδιὰς «ἰδεῖν ἐπεθύμει τὴν γλῶσσαν σιγῶσαν!» Ποῖος δὲν θὰ ἔφριττε βλέπων τὴν μακαρίαν καὶ ἱερὰν ἐκείνην κεφαλὴν αἷμα στάζουσαν θερμὸν ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου; Ἡ αἱμοβόρος ἐκείνη καὶ ἀγρία γυνὴ οὐδόλως συνεκινήθη ἐκ τῆς θεωρίας ἐκείνης, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐκαυχᾶτο. Ἰδοὺ ἡ κακία καὶ τῶν τριῶν προσώπων : πατρός, συζύγου καὶ κόρης.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν τριῶν ἄλλων: Θεοῦ, Προδρόμου καὶ Εὐαγγελιστοὺ τοῦ γράφοντος ταῦτα, λάμπει ὑπέροχα. Καὶ ἰδού! Ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε κεραυνὸν νὰ κάψῃ τὴν Ἡρωδιάδα, τὸν Ἡρώδη, τὸν δήμιον ποὺ ἐτόλμησαν νὰ σφάξουν τὸν ἁγιώτερον ἄνθρωπον. Πῶς δὲν ἄνοιξε τὴν γῆν νὰ καταπίῃ τὸ σατανικὸν ἐκεῖνον συμπόσιον μὲ ὅλους τούς παρισταμένους; Ὁ Θεὸς ἔχει ὑπομονήν! Ὁ Πρόδρομος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἔκλινε τὴν κεφαλὴν καὶ ἐβαπτίσθη ὁ Χριστός, κλίνει τὴν κεφαλὴν καὶ ἀποκεφαλίζεται ὑπὸ τῆς κόρης, τὴν ὁποία ὑπερήσπιζε καὶ μητρὸς καὶ συζύγου, τοὺς ὁποίους ἤλεγχεν. Ὁποία ὑπακοὴ εἰς τὸ Θεῖον θέλημα! Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς ὁ περιγράφων ταῦτα οὐδένα ἐκ τῶν τριῶν κακούργων ὑβρίζει, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι καὶ δικαιολόγει ἔν τινι μέτρῳ τὰς πράξεις των λέγων διὰ μὲν τὸν Ἡρώδη, ὅτι «διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους» διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθῇ ὁ Πρόδρομος, διὰ τὴν Σαλώμην λέγων, ὅτι «ὑπὸ τῆς μητρὸς προβιβασθεῖσα» ἔκαμε ὁ, τί ἔκαμε, τὴν δὲ Ἡρωδιάδα ὀνομάζων οὐχὶ κακοῦργον καὶ μιαιφόνον, ἀλλὰ μὲ τὸ τίμιον ὄνομα τῆς μητρὸς οὐχὶ ἅπαξ, ἀλλὰ δίς: «προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρός», «παρέδωκε τῇ μητρί». Ὥστε ἔχομεν ὑπομονὴν τοῦ Θεοῦ, ὑπακοὴν τοῦ Προδρόμου, ἀνεξικακίαν τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.

β) Διδάγματα: Εἴδομεν τὴν τριάδα τῶν κακῶν καὶ καλῶν. Ἕνας ζῶν τὴν ἐποχὴν καὶ ἡμέραν ἐκείνην τοῦ θανάτου τοῦ Προδρόμου πόσον θὰ ἐσκανδαλίζετο! Θὰ ἐγοητεύετο ἀπὸ τὸ κακὸν ποὺ ἐθριάμβευε, θὰ ἀπογοητεύετο ἀπὸ τὴν ἀρετήν, ἤτις ἐσφάζετο. Καὶ ὅμως!

Σήμερον ὁ Θεὸς θαυμάζεται διὰ τὴν ὑπομονὴν ποὺ ἔδειξε τότε, ὅταν ἐγίνετο τὸ κακόν, διὰ τὴν δικαιοσύνην τοῦ ἀργότερα, ποὺ ἐτιμώρησε καὶ τοὺς τρεῖς δὶ’ ἀναλόγων τιμωριῶν, ὡς θὰ ἴδωμεν. Ἀλλὰ θαυμάζεται καὶ διὰ τὴν ἀμοιβήν του πρὸς τὸν Πρόδρομον. Ἀπεκεφαλίσθη διὰ νὰ μή ὁμιλῇ. Καὶ ὅμως τώρα ὁμιλεῖ περισσότερον, διότι οἱ Εὐαγγελισταὶ πρὶν φυλακισθῇ ὁ Πρόδρομος οὐδὲν εἶχον γράψει περὶ τοῦ ἐλέγχου του κατὰ τῆς Ἡρωδιάδος. Ὅταν ἀπεκεφαλίσθη οὗτος, ἔγραψαν ἐκεῖνοι τὸν ἀποκεφαλισμὸν καὶ τὴν μιαιοφόνον αἰτίαν τῆς Ἡρωδιάδος. Ἀπεκεφαλίσθη διὰ νὰ ἐξαφανισθῇ. Καὶ ὅμως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Iησοῦ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Βλέπομεν εἰς ἁγιογραφίας τὸν Ἰωάννην ἐν οὐρανῷ πλησίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου. Οἱαδήποτε ἐκκλησία θὰ ἔχη εἰς τὸ τέμπλον τὴν εἰκόνα τοῦ Προδρόμου. Οἱ δὲ Εὐαγγελισταί πόσον μᾶς γοητεύουσι μὲ τὸν ἁπλοῦν, ἀνώτερόν των τρόπον, ποὺ ἐκθέτουν τὰ ζητήματα αὐτά!

Ἀκούσωμεν λοιπὸν ὅσοι ζῶμεν ἐν ἀρετῇ καὶ δεινα πάσχομεν παρὰ πονηρῶν ἀνθρώπων. «Ὁ Θεὸς ἠνέσχετο τὸν ἐν ἐρήμῳ, τὸν ἐν τριχίνῳ ἰματίῳ, τὸν τῶν προφητῶν μείζονα, τὸν ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζονα κατασφαγῆναι ὑπὸ κόρης ἀκολάστου καὶ ταῦτα νόμους ἀμύνοντα θείους». Διατί λοιπὸν σὺ ταράττεσαι, ὅταν ἀδικῆσαι; O Εὐαγγελιστὴς περὶ πόρνης καὶ μιαιοφόνου γυναικὸς διαλεγόμενος φαίνεται εὐγενής. Σὺ δὲ ὑβρίζεις τὸν πλησίον καὶ οὐδόλως ὑπομένεις τὸν λυπήσαντά σὲ ἀδελφόν σου. Ὁμιλῶν δὲ περὶ αὐτοῦ ὀνομάζεις αὐτὸν κακοῦργον. ὕπουλον, βλάκα, πονηρὸν καὶ χαλεπώτερον τούτων. Ἀφοῦ εἶναι θὰ μοῦ πῆτε; Καὶ ἡ Ἡρωδιὰς ἦτο, ἀλλὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν ὠνόμασε μητέρα. «Τοῦτον καὶ ἡμεῖς μιμησώμεθα καὶ μὴ ἐπεμβαίνωμεν, ἀλλὰ ὅσον ἂν δέῃ συσκιάζωμεν ταῖς τῶν πλησίων ἁμαρτίαις». Οἱ Εὐαγγελισταὶ θρηνοῦσι μᾶλλον ἤ καταρῶνται τὰς τῶν ἄλλων ἁμαρτίας.

Φοβηθῶμεν τὴν διεφθαρμένην γυναῖκα ἄνδρες καὶ γυναῖκες, διότι αὕτη ἐδίψησεν ἀπὸ αἷμα προφητῶν. «Οὐκ ἀσελγεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ μιαιοφόνους ποιεῖ. Αἱ γοῦν μοιχευθῆναι ἐπιθυμοῦσαι καὶ πρὸς σφαγὴν εἰσι παρεσκευασμέναι» κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Αἱ γυναῖκες αὖται οὐχὶ ἕνα μόνον, οὐδὲ δύο, ἀλλὰ καὶ μυρίους εἶναι ἕτοιμαι νὰ διαπράξουν φόνους. Πόσαι γυναῖκες σήμερον ἀφίσασαι τὸν συζυγὸν των εἰσῆλθον εἰς τὴν συζυγικὴν ἑστίαν ἄλλου καὶ ἐτάραξαν τὴν εἰρήνην; Ἂς ἀκούσωσιν καὶ αἱ παρθένοι, αἱ ὁποῖαι μεταβαίνουσαι εἰς χοροὺς φροντὶζουσι νὰ διεγείρωσι τὰ σαρκικά τοῦ ἄλλου ἔνστικα διὰ τῆς ἐξώμου ἐσθῆτος, τοῦ καθαρῶς αἰσθησιακοῦ χοροῦ, ὑπὸ τὰ ὄμματα τῶν γονέων καὶ τὴν ἐντολὴν αὐτῶν εὐρωπαϊκοῦ χοροῦ. Τὸν χορὸν τοῦτον ἔχων ὓπ ὄψιν τοῦ ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε «ἔνθα ὄρχησις ἐκεῖ ὁ διάβολος. Τοὺς πόδας ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, οὐχὶ ἵνα ἀσχημονῶμεν, ἀλλὰ ἵνα εὐτάκτως βαδίζωμεν, οὐχὶ ἵνα κατὰ τὰς καμήλους πηδῶμεν, ἀλλὰ ἵνα σὺν ἀγγέλοις χορεύωμεν. Εἰ γὰρ τὸ σῶμα αἰσχρόν ἐστί οὕτως ἀσχημονεῖν, πολλῷ μᾶλλον ἡ ψυχή».

Καὶ σὺ νέε μου, μὴ ἐνθουσιάζεσαι ἀπὸ τὸν χορὸν τῆς νέας. Ὁ Ἡρώδης ὑπεσχέθη νὰ δώσῃ τὸ ἥμισυ τῆς βασιλείας του. Εἶδες, τί ἔπαθε; Σὺ δίδεις τὸν ἑαυτόν σου ὁλόκληρον καὶ μόνον ἀπὸ τὸν χορόν. Χωρὶς νὰ ἐξέτασῃς ψυχικὰ χαρίσματα, τὴν νυμφεύεσαι. Ἀλλοίμονόν σου! Ἴσως νὰ μὴ ζητήσῃ ἀπὸ σὲ τὴν κεφαλὴν ἄλλου, θὰ πάρη ὅμως τὴν ἰδικήν σου. Ἴσως καὶ ἡ νέα αὐτή, τῆς ὁποίας τὸν χορὸν ἐθαύμασες, νὰ σοῦ ζητήσῃ κατ’ ἀπαίτησιν τῆς μητρὸς της τὴν ἀποπομπὴν τῆς μητρός σου. Προσοχή! Οἱ καιροὶ εἶναι οἱ ἴδιοι πάντοτε. Ὥστε εἶσαι κόρη καὶ χορεύεις καλὰ ἡ μάνα καὶ ἐκμεταλλεύεσαι τὸν χορὸν τῆς κόρης; Εἶσαι παράνομος Ἡρώδης καὶ ἐνθουσιάζεσαι ἀπὸ χορούς; Προσέξατε!

Ὁ Ἡρώδης διότι ἐνυμφεύθη τὴν Ἡρωδιάδα, ἥτις ὑπῆρξεν αἰτία τοῦ φόνου τοῦ Προδρόμου καὶ διεζεύχθη τὴν προηγουμένην του γυναῖκα, ποὺ ἦτο κόρη τοῦ Ἀρέτα, τοῦ βασιλέως τῶν Ἀράβων, πολεμεῖ ὁ Ἀρέτας τὸν Ἡρώδην καὶ θὰ τὸν ἐσκότωνεν, ἂν δὲν ἐπενέβαινον οἱ Ῥωμαῖοι. Ἀλλὰ τὸ τέλος αὐτῶν ἦτο ἀπαίσιον ! Ἡ Ἡρωδιὰς φιλόδοξος γυναῖκα οὖσα, ἐπειδὴ ὁ κουνιάδος της ἔλαβε τὸν τίτλον τοῦ βασιλέως, ἀπὸ ζήλεια της παρακινεῖ τὸν ἄνδρα της νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ῥώμη νὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς τὸν τίτλον αὐτόν. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελεν, ἐνέδωκεν ὅμως κατόπιν τῆς ἐπιμονῆς τῆς γυναίκας του. Ἀντὶ ὅμως νὰ λάβῃ τὸν τίτλον αὐτὸν χάνει καὶ τὴν τετραρχίαν καὶ ἀποστέλλονται Ἡρώδης καὶ Ἡρωδιὰς ἐξόριστοι, εἰς Ἱσπανίαν. Ἐκεῖ ἀφίνουν τὰ κόκκαλά των οἱ δύο προφητοκτόνοι, ἀφοῦ διῆλθον ζωὴν ἀθλιωτάτην ἐξορίας.

Ἡ Σαλώμη κατὰ τὸν ἱστορικὸν Νικηφόρον ἔκαμεν ἕνα ταξίδι ἀναψυχῆς καὶ διασκεδάσεως εἰς μίαν παγωμένην λίμνην. Αἴφνης ὁ πάγος τῆς λίμνης σπάζει καὶ ἡ Σαλώμη βυθίζεται μέχρι τοῦ λαιμοῦ, ὅστις κόπτεται, ἀφοῦ τὰ τμήματα τῶν πάγων ἠνώθησαν. Ἰδοὺ ἡ τύχη τῶν τριῶν κακῶν. Δυσφήμισιν ἔχει ἡ Ἡρωδιάς, ὀλέθριον τέλος Ἡρώδης καὶ Ἡρωδιάς, ὀλεθριώτατον ἡ Σαλώμη. Πόσον φοβερὰ εἶναι ἡ θεία δίκη !



(1) Λευιτικὸν 18. 16. 20-21.



Πηγή: Ἁγία Ζώνη

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *