Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Σαγηνεύοντας το λόγο

Της Μυρσίνης Στέκα

Ίσως πρόκειται για την τελευταία στιχουργό του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γυναίκα διανοούμενη, πρωτοποριακή, κάπως ιδιόρρυθμη αλλά αναμφισβήτητα πολυτάλαντη. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, γεύτηκε αμέτρητες χαρές και λύπες στην πολυτάραχη ζωή της. Ήταν πεισματάρα και μποέμισα πληγώνοντας αρκετές φορές τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Το στιχουργικό της αστέρι έλαμψε τις δεκαετίες του '50 και του '60 με ισχυρά και διαχρονικά ρεφρέν που ακούμε μέχρι και σήμερα.

Γεννήθηκε στο Αϊδίνι το 1893 και κατέφθασε στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή μαζί με τη μητέρα της και τις δυο κόρες της ενώ στην επαγγελματική της «φαρέτρα» είχε το πτυχίο της δασκάλας. Όμως, το μικρόβιο της θεατρίνας την κατέτρωγε και δεν την άφηνε σε ησυχία. Με το θέατρο ασχολήθηκε από το 1926 ως το 1942. Δούλεψε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με την οποία ανέπτυξε φιλική σχέση έχοντας στο ενεργητικό της την εμπειρία με τα θεατρικά μπουλούκια που τριγυρνούσαν στην επαρχία.

Η Παπαγιαννοπούλου ανέκαθεν ήταν στιχουργός και ποιήτρια. Οι αγαπημένοι της ποιητές ήταν ο Καββαδίας και ο Κρυστάλλης. Όταν άρχισε να γράφει στίχους για τα ρεμπέτικα τραγούδια είχε περάσει πλέον την ηλικία των 50 ετών. Πηγές έμπνευσής της ήταν η αγάπη, ο καημός, τα χτυπήματα της μοίρας, η σκληρή κοινωνία, η ανθρώπινη μοναξιά, ο θάνατος, η πατρίδα, η ξενιτιά, η φυλακή και οι δυσκολίες της ζωής.

Είχε όμως ένα μεγάλο πάθος που την κυνηγούσε και την έφθειρε ψυχικά και οικονομικά σε όλη της τη ζωή: τη χαρτοπαιξία. Σαν ήθελε να παίξει πόκα τίποτα δεν την κρατούσε σπίτι. Πηδούσε από τα μπαλκόνια, το έσκαγε κρυφά, μηχανευόταν τρόπους για να βρεθεί πάνω στην τσόχα, μάλωνε με τον άντρα της αλλά επέστρεφε στο σπίτι συνήθως ηττημένη αφού έχανε όλα της τα λεφτά. Τα χαρτιά έγιναν το απόλυτο καταφύγιό της μετά το θάνατο της κόρης της Μαίρης το 1960.

Δύο χρόνια πριν, είχε γράψει το προφητικό τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή», το οποίο έμελλε να τη στιγματίσει:

«Δυο πόρτες έχει η ζωή...

Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη,

σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη...

Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή

ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου: την κόρη μου τη Μαίρη.»

Η Παπαγιαννοπούλου έγραφε υπέροχους στίχους που πουλούσε κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί καλύπτοντας τα τρέχοντα βιοποριστικά της έξοδα και τη χαρτοπαικτική της μανία. Η ίδια έθετε τον εαυτό της προς εκμετάλλευση αφού δε διαφύλαττε μακροπρόθεσμα τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργημάτων της και δε διεκδικούσε την πατρότητα των έργων της.

Συνεργάστηκε με σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές όπως: Βασίλης Τσιτσάνης, Μπάμπης Μπακάλης, Μάνος Χατζιδάκις, Μανώλης Χιώτης, Απόστολος Καλδάρας, Στέλιος Χρυσίνης, Κώστας Καπλάνης, Στέλιος Καζαντζίδης κ.α. Ελάχιστοι από αυτούς της έδιναν ποσοστά απο τα κέρδη των τραγουδιών αφού το όνομά της απουσίαζε σχεδόν πάντα από τους δίσκους. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν εκείνος που πρωτοέβαλε το όνομά της στο βινύλιο, στο τραγούδι «Είμ' αητός χωρίς φτερά».

Η πρώτη της επαφή με το τραγούδι έγινε στο τέλος της δεκαετίας του '40. Η Μαρίκα Νίνου την έφερε σε επαφή με τον Βασίλη Τσιτσάνη ξεκινώντας με τα τραγούδια «Στο παλιόσπιτο ετούτο» και «Πήρα τη στράτα και έρχομαι». Ο Τσιτσάνης της έμαθε την τέχνη του ρεμπέτικου τραγουδιού. Δύο κουπλέ, ένα ρεφρέν. Από τότε η «ρεμπέτικη πιάτσα» αρχίζει να την αναζητά αναγνωρίζοντας το σπάνιο στιχουργικό της ταλέντο. Παρόλα αυτά κάποιοι από τους συνθέτες που συνεργάζονταν μαζί της, την κρατούσαν σκόπιμα στην αφάνεια σαν ένα κρυφό χαρτί επιτυχίας που εκμεταλλεύονταν στο έπακρο.

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από ΄κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, Αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα. Ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα» είχε πει.

Τα πασίγνωστα σε όλους μας «Καβουράκια» (γραμμένα για να σατιρίσουν τη μοντέρνα οικογένεια της εποχής) αποτέλεσαν «μήλον της έριδος» στις σχέσεις μεταξύ του Β.Τσιτσάνη και της στιχουργού. Όταν η Παπαγιαννοπούλου -αργοπορημένα- σκέφτηκε να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων, ο Τσιτσάνης αντέδρασε αναφέροντας ότι η τελική επιτυχημένη μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο και ότι εκείνη απλώς έδωσε στην αρχή ένα προσχέδιο.

Κάποια από τα στιχουργήματά της μελοποιήθηκαν και αποτέλεσαν ακρογονιαίους λίθους για το λαϊκό τραγούδι της εποχής: «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Είμαστε αλάνια», «Σε τούτο το παλιόσπιτο» σε μουσική του Τσιτσάνη. «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες» σε μουσική Χιώτη. «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» και «Γυάλινος κόσμος» που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης. «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Όνειρο απατηλό», «Στο τραπέζι που τα πίνω», «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Ανεμώνα», «Αργά είναι πια αργά», «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις», «Πήρα από τη νιότη χρώματα», «Αν είναι η αγάπη έγκλημα» σε μουσική του Απόστολου Καλδάρα. «Η διπρόσωπη» και «Ένας αητός γκρεμίστηκε» σε μουσική του Ρεπάνη. «Συρματοπλέγματα βαριά» σε μουσική του Μπακάλη. «Είμαι αετός χωρίς φτερά» σε μουσική του Χατζιδάκη. «Τι έχει και κλαίει το παιδί» σε μουσική του Ξαρχάκου. «Η Μαλάμω» σε μουσική του Κραουνάκη. «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Του ντερβίση το πιοτό» και «Τι να σου κάνει μια καρδιά» σε μουσική που έγραψε ο Κατινάρης.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αν και υπήρξε μια λόγια και αρκετά μορφωμένη γυναίκα κατάφερε να νιώσει και να εκφράσει με αλησμόνητους στίχους τους καημούς του μέσου Έλληνα:

«… Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο! Ας είναι και βιομήχανος! Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο, που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους του και τα όνειρά του. Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του... Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχτηκε. Πρέπει, όμως, ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει.»

Πέθανε σε ηλικία 79 ετών, το 1972, έχοντας στο πλευρό της την άλλη της κόρη που τη φρόντισε ως τα βαθιά γεράματα. Σύμφωνα με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το «Άμαξα μεσ' τη βροχή».






Πηγή: pragmatikotita.gr



Αφιέρωμα της εκπομπἠς στη στιχουργὀ Ευτυχἰα Παπαγιαννοποὐλου.
Στην εκπομπή μιλούν ο εγγονός της στιχουργού, Αλέξης Πολυζωγόπουλος, η ηθοποιός Νένα Μεντή, ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.α


Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *