ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ


«Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ, διὰ τοῦτο
εἰς σάλον ἐγένετο»
Θρῆνος τοῦ Ἰερεμία.

«Αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραήλ ἐκ πασῶν τῶν
ἀνομιῶν αὐτοῦ.»
Ψαλμός ΡΚΘ΄

Πρὶν φέξει, ξεκινάει ὁ ἱερέας γιὰ τὸν ὄρθρο. Καθὼς ἀνηφορίζει μόνος πρὸς τὸ ναὸ, βλέπει τῆς χθεσινῆς φουρτούνας τὴν ταραχὴν ὡς πέρα στ' ἀνοιχτὰ ἀκόμα νὰ μὴν ἔχει κοπάσει καὶ τὰ κύματα στὰ βράχια ἀπάνω τ' ἀκούει πένθιμα ν' ἀντιχτυπᾶνε. Καὶ ὅμως εἶναι ὥρα νὰ λειτουργήσει, καὶ στὴ μοναξιὰ μέσα καὶ στὸ σκοτάδι, γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸν Θεό· νὰ ὑψωθεῖ ἐπάνω ἀπὸ τὴν τρικυμία καὶ ἐνάντια στὸν ἄνεμο, νὰ συγκεντρωθεῖ ὥς τὸν πρῶτο του πυρήνα, ν' ἁπλωθεῖ ὥς στὸν ἔμπυρο, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ θρηνήσει, νὰ ἐλπίσει καὶ νὰ πιστέψει.

Οἱ νεκροὶ δὲν ἀναπαύτηκαν ἀκόμα. Παιδιὰ καὶ μανάδες τοὺς ἀποζητᾶνε σὲ χαράδρες καὶ σὲ πηγάδια. Οἱ ζωντανοὶ δὲν ξαναγύρισαν ἀκόμα. Ἴσως αὔριο φτάσουν, ἴσως μεθαύριο, μπορεῖ ποτέ. Καὶ ὅμως βιάζει νὰ σκεφτοῦμε, νὰ μετρηθοῦμε. Καὶ μέσα μας νὰ μετρηθοῦμε, νὰ ψάξομε νὰ βροῦμε, χωρὶς μίτο, τὴν εἴσοδο, τὴν αἰτία τοῦ αἵματος. Εἶναι ὥρα, καὶ ἄς μὴν ἔφεξε ἀκόμα, νὰ παλαίψομε μὲ τὴ συνείδησή μας γυμνή. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἀκόμα ποὺ μᾶς μένει, ἄν θέλομε νὰ διασώσομαι τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. Εἶναι ὥρα ἐνώπιοι ἐνωπίῳ νὰ σταθοῦμε ὀρθοὶ καὶ ν' ἀντικρύσομε τὴν τραγικὴ μορφὴ τῆς εὐθύνης. Γιατὶ ἕνα ξέρομε μὲ βεβαιότητα ἀπόλυτη μέσα σ' αὐτὸ τὸν ἐκτυφλωτικὸ ἀνεμοστρόβιλο τοῦ χάους· μιὰ τρομερὴ εὐθύνη μᾶς βαραίνει.

Σὰ στοιχεῖο τῆς πολιτείας ποὺ μὲ ἀνάθρεψε καὶ μὲ σκέπει, σὰν κύτταρο τῆς φυλῆς ποὺ μὲ ἀγκαλιάζει μὲ τὸ πολυαίωνο πνεῦμα της, σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ ποὺ πονεῖ τὸν πόνο κάθε ἀνθρώπου, αἰσθάνομαι πώς πρέπει νὰ σταθῶ, ν' ἀντισταθῶ, νὰ δῶ ὅσο μπορῶ πιὸ δίκαια καὶ πιὸ βαθιά, νὰ δείξω ὅ,τι βλέπω σωστικό, νὰ δράμω ὅπου μπορῶ νὰ βοηθήσω, νὰ πῶ τὸ λόγο μου, σὰ λόγο χιλιάδων ποὺ δὲ μιλοῦνε, καὶ σὰ φωνὴ χιλιάδων ἄλλων ἀδερφῶν νὰ θρηνήσω ἐπὶ ποταμῶν Βαβυλῶνος.

Μοῖρα καὶ θέληση διεκδικοῦν τὸ δρόμο τοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς προχωρεῖ ἀπὸ πράξη σὲ πράξη, ἀπὸ προπαρασκευὴ σὲ προπαρασκευὴ πρὸς τὸ ἄπειρο, καμμιὰ δικαιοσύνη δὲν μπορεῖ νὰ τὸν δικάσει γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἔργο του. Γιὰ ὅ,τι τοῦ ἀνήκει θὰ κριθεῖ. Μὰ ὅποιος σὲ τούτη τὴ νέμεση τῆς εὐθύνης, ἀπὸ ὅποια πλάνη παρασυρμένος, δίνει περισσότερα στὴ μοῖρα παρὰ ὅ,τι στὴ θέληση, παραγνωρίζει τὴν οὐσία τῆς ἱστορίας καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κρίση τῆς δικαιοσύνης.

Ἄπειρα νήματα, ἄπειρες διαπλοκὲς καὶ συμπλοκές, ἄπειρες δυνατότητες ἐνέργειας. Καὶ ὁ θάνατος μιὰ ἄπειρη διέξοδο γιὰ τὸ ἄτομο, ἐνῷ πέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του μπορεῖ νὰ συνεχίζεται ὁ δρόμος ὥς τὴν κατάκτηση τοῦ σκοποῦ ἀπὸ γενεὲς γενεῶν. Δὲ βλέπομε πὼς ἡ θέληση νικάει, γιατὶ ἡ θέληση νικάει στὸ ἄπειρο. Ὅσο πιὸ μακριὰ βλέπει κάποιος, τόσο πιὸ βλέπει, σὲ θέληση ἀνάμεσα σὲ μοῖρα, τὴν ὑπεροπλία τῆς θέλησης, τὴν ταπεινωτικὴ νίκη τῆς ἐλευθερίας. Τί ἄλλο μένει ἄν λείψει αὐτό; Τίποτα, οὔτε ἡ μοῖρα. Γιατὶ μοῖρα δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀντίσταση στὴ μοῖρα.

Τῆς Μοῖρας ποὺ μᾶς βαραίνει τὸ μερίδιο τὸ ξέρω. Καὶ ἄν εἶναι σκληρό, καὶ ἄν εἶναι γιὰ κλάμα, τὸ προσπερνῶ, χωρὶς νὰ κρίνω, χωρίς νὰ θρηνήσω. Γιὰ τῆς ἐλευθερίας μας τὸ μερίδιο θὰ πῶ, γιὰ τὸ σπατάλεμα τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸ χαράμισμα τοῦ βίου μας, γιὰ τὴν Ἐρινύα τὴ μέσα τὴν ἀδυσώπητη, τὴ δική μου, τῶν ἀδερφῶν μου, τῶν ἐχτρῶν μου, γιὰ τὴν εὐθύνη, γι' αὐτὴν θὰ πῶ.

Ἄς μοῦ συγχωρεθεῖ ἄν στὶς λεπτομέρειες ἀδικήσω, ἄν ξεχάσω μερικὲς ἐξαιρέσεις. Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ ἀποχρώσεις, ὥρα γιὰ ἀποχρωματισμούς. Ἄν ἡ κρίση τῆς ὑλικῆς ζωῆς μας εἶναι τρομερή, ἄν τὰ γκρεμίσματα στοὺς δρόμους καὶ τὰ ἄθαφτα πτώματα στὲς τάφρους φρικαλέα, ἡ μέσα φρίκη εἶναι πιό ἄγρια, πιὸ ἐπικίνδυνη ἡ κρίση τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ εἶναι ἡ ρίζα, ἐκεῖ ὁ πρῶτος κρίκος τῆς ἀλυσσίδας ποὺ μᾶς σφίγγει. Ἐκεῖ εἶναι ὅλα, γιατὶ ὅλα καταλήγουν ἐκεῖ. Ἄς μου συχωρεθεῖ ἄν κάπου λαθέψω. Δὲ θὰ λαθέψω στὴ βάση. Ὁ πόνος εἶναι ἕνας ἀνώτερος ἐλεγκτὴς καὶ μὲ παραστέκει πιστὸς καὶ ἀκάματος.

Μιλῶ γιὰ δικούς μου ἀνθρώπους, γιὰ φίλους, γιὰ συντρόφους, γιὰ τὸν ἑαυτό μου· γιὰ παιδιὰ ποὺ δίδαξα, γιὰ δασκάλους ποὺ μὲ ἀνάθρεψαν. Μιλῶ, γιατὶ πρέπει νὰ μιλήσω. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀπὸ ὀδύνη μιλῶ, ὄχι ἀπὸ μῖσος. Μέσα σὲ τόση δυστυχία δὲν ὑπάρχει περιθώριο γιὰ μῖσος. Καὶ ὕστερα πιστεύω πὼς ἡ ζωὴ εἶναι θεία καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ μισήσω. Ὅσοι καταλαβαίνουν τοῦτο τὸ λόγο μου, θὰ καταλάβουν ὅλους τοὺς λόγους μου. Κηρύχνω γιατὶ πρέπει νὰ κηρύξω, γιατὶ ἔχω εὐθύνη μπρὸς στὸ Θεό· γιατὶ εἶμαι ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν ἄνθρωπο καὶ Ἕλληνας ποὺ πιστεύει στὴν Ἑλλάδα.

Ἁμαρτήσαμε. Ἀπὸ χρόνια ἁμαρτήσαμε ὅλοι. Ἁμαρτήσαμε καὶ ὅσοι ἐπράξαμε καὶ ὅσοι ἀνεχθήκαμε καὶ οἱ θῦτες καὶ τὰ θύματα. Ὑπάρχουν ἁμαρτωλοὶ γιὰ τὸν πρῶτο καὶ ἄλλοι γιὰ τὸν τελευταῖο γῦρο τῆς Κολάσεως· ἀθῶοι δὲν ὑπάρχουν. Δὲν εἶναι τοῦ καθενὸς ἡ ζωὴ χωριστὴ ἀπὸ τῶν ἄλλων. Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα εἶναι ἑνιαία ἡ ζωὴ τῆς ἱστορίας, ἑνιαία ἡ ζωὴ τῆς φυλῆς, ἑνιαία καὶ ἡ εὐθύνη της καὶ ἡ ἁμαρτία.

Λίγα χρόνια πρίν. Ὅταν λιγοστοὶ προμαντεύανε καὶ ἀγωνιοῦσαν. Βγῆκαν τότε στὸν τόπο μας μερικοὶ ἀρρίζωτοι. Φορτωμένοι μ' ἕνα μονόπλευρο ἱστορικὸ σχῆμα καὶ μὲ μιὰ ρηχὴ φιλοσοφικὴ ἐμπειρία, ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦν τὴ ροπὴ τοῦ πρώτου ἀνέμου, τὸ ἐπίκαιρο, τὸ εὔκολο, τὸ φανταχτερό. Τὸ ἐπίκαιρο, γιατὶ εἴταν ἀρχοντοχωριάτες καὶ φοβόνταν νὰ βρεθοῦν ἀργοπορημένοι· τὸ εὔκολο, γιατὶ θέλοντας νὰ ξεκαθαρίσουν τὰ προβλήματά τους — ὅσα φυσικὰ ἤ τεχνητὰ τοὺς παρουσιάζονταν — διάλεγαν τὶς πιό φτενές, τὶς πιὸ ἄκοπες λύσεις· τὸ φανταχτερό, γιατὶ δὲν εἴταν ἁγνοὶ ἐραστὲς τοῦ πνεύματος, μὰ θέλαν νὰ ἐκπλήξουν, νὰ πετύχουν, νὰ φτάσουν, ἐξαργυρώνοντας τὴν πλανερὴν ὑπεροχή τους. Οἱ ἀρρίζωτοι μᾶς κουβάλησαν ξένα εἴδωλα, ξένα ἀπὸ τὶς ἱστορικές μας συνθῆκες, ἀπὸ τὴν πνευματική μας παράδοση, ξένα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ξεχωρίζουν πανανθρώπινα καὶ αἰώνια. Σχήματα μᾶς κουβάλησαν ποὺ δὲ βρίσκαν ἀνταπόκριση στὴ ζωή μας, σχήματα χωρίς οὐσία, καλούπια ἁπλά, βολικά, πρόσφορα νὰ δώσουν τὴν αὐταπάτη τοῦ ἀληθινοῦ καὶ τοῦ ὀρθοῦ, στοὺς νωθροὺς καὶ τοὺς μισοαγράμματους. Καὶ τὰ ἔστησαν ἀνάμεσά μας τὰ εἴδωλα αὐτά. Καὶ ἕνας ὠχρὸς ρωμαντισμὸς καὶ ἕνας μαῦρος φθόνος συγκυλίστηκαν γιὰ νὰ τὰ λατρέψουν. Τὴ λεοντὴ τῆς ἐπιστημοσύνης φορέσανε οἱ ἀρρίζωτοι γιὰ νὰ καλύψουν τὴν προχειρότητα, καὶ νὰ θαμπώσουν τὴν ἡμιμάθεια. Τὴ θετικότητα τῆς ἐπιστήμης προβάλανε, ἐνῶ κινοῦνταν ἀπὸ ἕνα φανατισμένο μυστικισμό, ἀπὸ ἕνα αὐτοθρεφόμενο πάθος, ἀπὸ μῖσος, ἀπὸ καταπιεσμένες ὁρμές.

Ἐκεῖ γεννήθηκε καὶ ὄχι στὸν καθαρὸ λαό, ὄχι στὸν μεροκαματιάρη, καὶ ὄχι φυσικὰ μὰ τεχνητά, τὸ πρῶτο σύμπτωμα. Φυσικὰ γεννήθηκε κάτι ἄλλο: ἡ ἀξίωση γιὰ δικαιοσύνη καὶ γιὰ εὐτυχία στὸν ἀπόκληρο λαό μας. Καὶ ἄν δὲν ἀνακατευόνταν τὰ ξένα εἴδωλα, ἡ ἀξίωση αὐτὴ θὰ σαρκώνονταν φυσιολογικὰ καὶ καθαρὰ σὲ μιὰ τεράστια κοινωνικὴ δύναμη, ποὺ ἀνεμπόδιστα καὶ ἀβίαστα θὰ σάρωνε τοὺς λιγοστοὺς ὅσοι δὲν εἶναι ἀπόκληροι στὸν ὁλοκληρωτικὰ ἀδικημένο τοῦτον τόπο ἤ θὰ τοὺς πειθανάγκαζε νὰ ὑποταχτοῦν σ' ἕνα καθολικὸ αἴτημα, σύμφωνο μὲ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑπερήφανο κλείνει ἐντός του ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Ἀλλὰ ὄχι· ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι αὐτός. Ὁ σκοπὸς εἴταν ἐξωτερικά, δογματικὰ παραγγελμένος· τὸ καλούπι τῆς ὀρθοδοξίας δὲν εἴταν στὰ μέτρα μας καὶ ὁ Προκρούστης ἔπρεπε νὰ παρέμβει, ὁ σαθρὸς ἰδεολόγος ποὺ προσαρμόζει τὴν πραγματικότητα στὶς ἰδέες του μὲ τὴ βία. Τέτοιος εἴταν ὁ ἀνεδαφικὸς θετικισμός, ὁ ρωμαντικὸς ἐπιστημονισμὸς τῶν ἀρρίζωτων, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρομε τὴν ψυχικὴ νοσηρότητα τοῦ ὑποβάθρου.

Τί συσσωρεύθηκε γύρω σ' αὐτὸ τὸν πυρήνα, ἀπὸ κεῖνον τὸν πρῶτον καιρὸν ὥς τὰ σήμερα, εἶναι μιὰ θλιβερὴ ἱστορία· καὶ ἁγνοὶ καὶ μίσθαρνοι, καὶ ἀτροφικοὶ καὶ ὑπερτροφικοί, καὶ ἔξαλλοι καὶ ἐγκεφαλικοί, μὰ ὅλοι ὑποταγμένοι τελικὰ στὸ δόγμα, πνευματικὰ δοῦλοι, ἀδύναμοι νὰ ἐξελιχθοῦνε, πεισματικὰ κρυσταλλωμένοι, μονότονα τυποποιημένοι, παραδείγματα ἀντιπνευματικότητας καὶ ψυχικῆς φτώχιας.

Κοντὰ σ' αὐτοὺς εἴταν μερικοὶ δῆθεν πιὸ ἐλεύθεροι, ποὺ καμώνονταν πὼς στέκονται ἀπάνω ἀπ' ὅλους τοὺς δογματισμοὺς καὶ θεωροῦν ἀντικειμενικὰ τὰ πάντα. Ἡ στάση τους εἴταν ἄρνηση κάθε στάσης. Ἡ ἀντικειμενικότητά τους ἄρνηση κάθε ἀντικειμενικότητας. Τὸ ignorabimus πρεσβεύανε, τὴ φτενὴ φιλοσοφία ἑνὸς σχετικοῦ σχετικισμοῦ. Σχετικοῦ, γιατὶ μὲ κάποιαν ταχυδακτυλουργικὴ στροφὴ παρεισάγανε τὸ δόγμα τὸ δῆθεν ἐμπειρικὰ βεβαιωμένο καὶ ἔτσι συμμαχοῦσαν, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ τὸ ὁμολογήσουν, μὰ τοὺς δογματικούς, μὲ τοὺς ἀρρίζωτους. Τοὺς βοηθοῦσαν, χωρὶς εὐθύνη, εἰ δυνατὸν χωρίς κίνδυνο. Καὶ κατάντησαν καὶ ἀπὸ μέσα τους καὶ ἀπ' ἔξω τους καινούργιοι Ἰανοὶ μὲ τὸ ἕνα πρόσωπο ἀφιερωμένο στὴν ἐπανάσταση καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴ συμφιλίωση. Πολιτική, θὰ μᾶς ποῦν. Ἴσως. Πολιτικὴ ὅμως ποὺ τὴν κρίνει τὸ αἷμα χιλιάδων ἀθώων. Ἄτυχη πολιτική, ὅπως στὸ τέλος καταντάει κάθε πολιτικὴ ποὺ δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ μιὰν ἠθικὰ μονολιθικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου.

Νὰ μιλήσομε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ σύρθηκε ἀπ' αὐτὴ τὴ νεροσυρμή; Ἐκεῖ καὶ μόνο ἐκεῖ τὸ μερίδιο τῆς μοίρας εἶναι μεγαλείτερο ἀπὸ τὸ μερίδιο τῆς θέλησης καὶ ὁ οἶκτος, ἡ πιὸ βαθειὰ συμπόνια, ἡ ὁμολογία ἄλλων τραγικῶν εὐθυνῶν δικῶν μας, ἀπαγορεύουν κάθε καταδίκη. Ὕστερα βρίσκονται ἐκεῖ καὶ τόσοι πού, καθὼς λέει ὁ φιλόσοφος, οὔτε πρὸς καλοῦ οὔτε πρὸς κακοῦ εἶναι ἄξιοι γιὰ κάτι σπουδαῖο, μόνο ζοῦν φυτικὰ τὴ ζωή τους καὶ εἶναι ἀθῶοι ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴν ἀνυπαρξία τους.

Μένει ὅπως πάντα ἕνα πρόβλημα ἄλυτο ἀκόμα: Πῶς φούντωσαν οἱ ἀρρίζωτοι καὶ εἰσδύσανε σὲ ὅλο τὸν ὀργανισμὸ καὶ πῆγαν χτὲς νὰ τὸν συντρίψουν καὶ κατάντησαν τόσοι ἄνθρωποι, δικοί μας ἄλλοτε, ἀγρίμια. Γιὰ τὸ μερίδιο τῆς μοίρας δὲν εἶναι θέση νὰ μιλήσομε. Γιὰ τὸ μερίδιο τῆς θέλησης μιλοῦμε καὶ ξαναλέμε: ἁμαρτωλοὶ δὲν εἶναι μόνο ὅσοι πράξανε, μὰ καὶ ὅσοι ἀνεχθήκανε, ὄχι μόνο οἱ θῦτες μὰ καὶ τὰ θύματα.

Ἁμάρτησαν οἱ ἡγέτες τοῦ πνεύματος. Ἀφιλοσόφητοι καὶ μικρόψυχοι, ντράπηκαν νὰ τοὺς λὲν καθυστερημένους καὶ δέχτηκαν τὰ ξένα εἴδωλα σὰ μόδα, σὰν πρόοδο. Τὰ δέχτηκαν, γιατὶ δὲν εἴχαν ἕνα θεὸ δικό τους ν' ἀντιτάξουνε, δὲν εἴχαν τὴ ρώμη τῆς ἀντίστασης. Καὶ λέγαν πὼς αὐτὸ ὑπαγορεύει ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψης, σὰν νἄταν ἐλευθερία τῆς σκέψης νὰ δουλώνεις συνειδήσεις σὲ δόγματα καὶ σὲ σχήματα καὶ νὰ ναρκώνεις τὴ σκέψη, ταΐζοντας τὴ νωθρότητά της μὲ τὸ γλήγορο καὶ τὸ εὔκολο, χωρὶς νὰ τῆς δίνεις καμμιὰν ἀληθινὴ εὐκαιρία μιᾶς γνήσιας διαλεκτικῆς σύγκρουσης τῶν ἰδεῶν. Ἁμάρτησαν γιατὶ ἡ ἀντίκρουσή τους δὲν ὕψωσε τὰ προβλήματα σὲ φωτεινότερα ἐπίπεδα, ἀλλὰ τὰ ἄφηνε ὅσο χαμηλὰ βρίσκονταν οἱ ἴδιοι, στὰ ἴδια ξεπερασμένα θέματα. Ἁμάρτησαν, γιατὶ οἱ θέσεις τους εἴταν κούφιες καὶ προσπαθούσαν νὰ τὶς ζωντανέψουν μὲ τὴν πιὸ ἄβαθη ἀντίδραση. Ἁμάρτησαν γιατὶ δὲν ἡγήθηκαν, γιατὶ δὲ φώτισαν γιατὶ δὲν ἀγωνίστηκαν. Ἁμάρτησαν, γιατὶ ἐνῶ κατείχαν τὶς θέσεις τῶν ἄξιων, δὲν εἴταν ἄξιοι οἱ ἴδιοι.

Ἁμάρτησαν οἱ ἡγέτες τῆς πολιτείας, γιατὶ μὲ ὅλη τους τὴ διορατικότητα γιὰ τὰ ἐπιφαινόμενα καὶ γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες συμπλοκές των, δὲ δεῖξαν διορατικότητα γιὰ τὴν ἠθικὴ ρίζα τῶν προβλημάτων. Τὴν ἀπάντηση σὲ τούτη τὴν ἐπίκριση τὴν ξέρω· ἡ ὑπεροπτικὴ εἰρωνία τῶν πολιτικῶν πρὸς τοὺς φιλοσόφους γεμίζει τὴν ἱστορία. Ἴσως ὅμως νὰ βρισκόμαστε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες ὧρες ὅπου τὰ πράγματα ἐπιβάλλουν σιγὴ σ' αὐτὰ τὰ μειδιάματα, γιατὶ ὁρατὴ πιὰ πετάχτηκε στὴν ἐπιφάνεια, φοβερώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη νόσο, ἡ ἠθικὴ καὶ ἡ πνευματικὴ ἀποσύνθεση τοῦ λαοῦ. Δὲ ρωτῶ γιατὶ δὲ δόθηκε τούτη ἡ ὑλικὴ βάση, ἤ τούτη ἡ πνευματικὴ φώτιση στὸ λαό μας. Ρωτῶ γιατὶ νὰ μὴν προηγεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα προβλήματα, τὸ πρόβλημα τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ἀνασύνθεσης τοῦ λαοῦ καὶ γιατὶ ὅλα τὰ ἄλλα προβλήματα δὲν ὑποτάχτηκαν σ' αὐτό.

Ἕνας λαὸς ὑπάρχει ὅσο εἶναι ἕνας καὶ ὄχι δύο. Καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἕνας πρέπει ἀπάνω ἀπὸ ὅλες τὶς διαφορές του νὰ ἔχει ἕνα κοινὸ σκοπό· καὶ αὐτὸς ὁ σκοπὸς πρέπει νὰ τοῦ εἶναι συνείδηση, ρίζα τῆς συνείδησής του, ζωὴ καὶ ἀλήθεια. Ὅταν εἶδαν τῆς πολιτείας οἱ ἡγέτες ὅτι αὐτὸ δὲ συνέβαινε πιὰ γύρω τους, ποιὰ σκέψη προτάξανε σὲ ὅλες τὶς ἄλλες; Καὶ ἄν τὸ ἔκαναν, πότε τὸ ἔκαναν; Καὶ μὲ τί συνθήματα πολέμησαν; Τί ἄλλους ἄξιους σκοπούς, ἀλλὰ λιγότερο ἄξιους, θυσίασαν σ' αὐτὸν τὸν σκοπό;

Ἕνας λαὸς ὑπάρχει ὅταν εἶναι ἐλεύθερος· καὶ ἐλεύθερος εἶναι ὅταν ὀργανωθεῖ ἡ ἐλευθερία του, ὅταν συνταχθεῖ πολιτικὰ σὲ μεγάλες ἰδεολογικὲς ἐνότητες, μέσα στὸ πλαίσιο πάντα μιᾶς κοινῆς πολιτείας. Ἄστεγος καὶ ἀσύντακτος ἀφέθηκε ὁ λαός μας. Οἱ πολὺ περισσότεροι δὲν ἀνήκουν πουθενά, δὲ βρίσκουν τὴ στέγη ποὺ γυρεύουν, εἶναι δύσπιστοι πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις· καιροσκοποῦν ἴσως, μὰ καὶ δὲ βοηθοῦνται. Καὶ ἔτσι βρέθηκε παραλυμένη ἡ δύναμη τοῦ λαοῦ τὴν ὥρα ποὺ χρειάστηκε. Τί θυσίες προσωπικῶν φιλοδοξιῶν ἔκαναν οἱ ἡγέτες τῆς πολιτείας γιὰ νὰ συγκροτήσουν μεγάλες ἰδεολογικὲς ἐνότητες, ποὺ θὰ δίναν δύναμη στὴ θέληση τοῦ πολλοῦ λαοῦ; Γιατὶ δὲ θυσιάζονταν μερικῶν παλιῶν, γιατὶ δὲν ὑποτάσσονταν μερικῶν νέων ἡ ἐγωπάθεια σ' αὐτὴ τὴν ἀνάγκη; Καὶ ἡ ὥρα πιέζει καὶ ἀκόμα στέκονται ὅλοι καὶ δὲ φρικιοῦν ὅλοι γιὰ τὴν εὐθύνη ποὺ τοὺς βαραίνει. Δὲ μιλῶ γιὰ πρόσωπα, γιὰ προσωπικὲς εὐθύνες ἀλλὰ γιὰ ὁμαδικὴ εὐθύνη. Ὁ νόμος τιμωρεῖ πρόσωπα καὶ ξέρει μόνο τὴν προσωπικὴ εὐθύνη. Ἡ ἱστορία ὅμως ποὺ κολάζει ὁμάδες, καταλογίζει καὶ ὁμαδικὲς εὐθύνες.

Φταῖν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπαθιοῦ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου· καὶ τῆς ἀγορᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ τῆς πόλης, καὶ τοῦ χωριοῦ. Φταῖν ὅλοι ὅσοι δὲν πράξανε, μὰ ἀνεχθήκανε, ὅσοι παραλείψανε, ὅσοι συμβιβάστηκαν, καὶ ὅσοι ἐπιπόλαια ἐλπίσανε ἀκόμα. Φταῖν καὶ οἱ ἀθῶοι καὶ τὰ θύματα. Φταῖν καὶ οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ δίκαιοι καὶ οἱ γενναῖοι, καὶ ὅσοι ἀντιστάθηκαν στοὺς πειρασμούς, καὶ ὅσοι ἐργάσθηκαν γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ· φταῖν τέλος πάντων καὶ ὅσοι ἀκόμα ἀπόμειναν ὀρθοὶ μέσα στὴν καταιγίδα. Φταῖν καὶ αὐτοί, γιατὶ δὲ φτάσαν ὥς τὸ ἔσχατον ὅριο, γιατὶ δὲν ἀναλώθηκαν στὴν ἀγαστή τους προσπάθεια, φταῖν γιατὶ δὲ φτάσαν ὥς τὴ θυσία τοῦ Κόδρου, ὥς στὴν παραφροσύνη τοῦ Σόλωνα, ὥς τὸ πεῖσμα τοῦ Θεμιστοκλῆ, ὥς τὴν πειθαρχία τοῦ Σωκράτη. Φταῖν, γιατὶ ὧρες ὧρες ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀκρότητα, σὰν ἀπὸ μετάξινη κλωστή, κρέμεται ἡ τύχη ἑνός λαοῦ· ἀπὸ μιὰ τέτοια πλήρωση μὲ μιὰ τελευταία σταγόνα, κρίνεται ἄν θὰ γίνει ἡ στροφή, καὶ θαρθεῖ τὸ ξύπνημα καὶ ἡ σωτηρία.

Καὶ τώρα; τώρα ποὺ ἀνοίχτηκε ἡ ἄβυσσο καὶ γέμισε αἷμα; Τώρα εἶναι ὅλα πιὸ δύσκολα καὶ μπρός μας ἡ νύχτα μακραίνει.

Ἄν ὅμως ἡ μοῖρα νίκησε τὴ θέληση ὡς ἐδῶ — καὶ αὐτὴν ὀνομάζω τὴν πιὸ βαθειὰν ἁμαρτία ποὺ ὅλους μᾶς βαραίνει — εἶναι πάντα καιρὸς ἡ θέληση πάλι νὰ νικήσει τὴ μοῖρα, γιατὶ ἡ θέληση εἶναι ἀστέρευτη καὶ ἅμα τῆς δοθεῖ μιὰ πρώτη ὤθηση πάντα βρίσκει κάποιο μονοπάτι πρὸς τὸ φῶς. Τὸ τώρα ἀνυπέρβλητο καὶ μοιραῖο κάποτε δὲ θὰ εἶναι πιά. Δὲν εἶναι ἀσήκωτο βάρος ἡ μοῖρα. Τὴ συγγενοῦμε καὶ ἐμεῖς. Πρέπει ὅμως νὰ ἀρχίσομε νὰ θέλομε. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο.

Νὰ θέλομε, τί; Ἡ ἐνδοσκόπηση ποὺ ἐπιχειρήσαμε χαράζει τὶς πρῶτες ἁδρές γραμμές. Τὸ γενικὸ πνεῦμα εἶναι ἔτσι δοσμένο. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἤξερε ὁ κάθε Ἕλληνας μὲ τόση ἀσφάλεια τί πρέπει νὰ γίνει· ποτὲ δὲν εἴταν ὅλοι τόσο σύμφωνοι γι' αὐτό. Δὲ λείπει ἡ γνώση, ἡ πίστη λείπει, ἡ πίστη στὴ δύναμη τῆς θέλησής μας, ἡ θέληση νὰ θελήσομε. Σάμπως καὶ τούτη ἡ καταστροφὴ νὰ μὴν ἀνατάραξε παρὰ μόνο τὴν ἐπιφάνεια. Σὲ λίγους ἔφτασε τὸ σεῖσμα ὥς τὸ βυθό. Μὰ οἱ λίγοι αὐτοὶ φτάνουν. Αὐτοὶ θὰ βγοῦν· εἶναι ἡ ὥρα τους. Θὰ βγοῦν, γιατὶ ἀλλοιῶς εἶναι τὸ τέλος. Καὶ ὅλα νὰ σιάξουν καὶ νὰ ξαναγίνει ἡ πολιτεία καὶ νὰ ξαναστυλωθεῖ ὁ νόμος καὶ ἡ πατρίδα, τίποτα δὲν ἔχει γίνει στέρεο, ἄν μέσα μας δὲ φυσήξει μιὰ νέα ζείδωρη αὔρα, ἕνας νέος ρυθμός, ὅπως τριανταπέντε χρόνια πρίν, ὅπως κάμποσες φορὲς στὴν ἄνιση πορεία μας. Μέσα μας νικηθήκαμε· μέσα μας πρέπει νὰ νικήσομε. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἐκπορευθοῦν σὰ φυσικὰ πιὰ οἱ ἀγαθὲς συνέπειες. Τὶς ἐλπίδες τὶς στηρίζομε στοὺς λίγους αὐτοὺς, στὴν ὀξύτητα τοῦ πόνου ποὺ τοὺς μαστίγωσε καὶ ποὺ θὰ ξύπνησε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς των.

Κυκλωμένοι ἀπὸ ἐθνικὰ στρατευόμενους λαούς, ἄν σὲ μιὰ τέτοια ὥρα, μετὰ μιὰ τόσο φοβερὴ προειδοποίηση δὲ συνέλθουν οἱ λίγοι, οἱ λίγοι ποὺ θὰ ὁρίσουν τοὺς πολλούς, ἄν δὲν ἀκουσθεῖ κάποια ἀπόκριση σ΄ αὐτὴν τὴν κραυγὴν ἀνάμεσά μας, τότε σήμανε ἡ ὥρα νὰ κλείσομε τὸ βιβλίο τῆς ἱστορίας καὶ νὰ ξαναεπιστρέψομε ἀπέλπιδοι στὴν ἀφάνεια τοῦ αἰώνιου ὕπνου.

Τί θὰ γίνει; Πλάνη εἶναι ἡ πίστη μας καὶ ἡ ἐλπίδα μας; Πῶς νὰ ἐξηγήσομε στὶς ἐπιγενόμενες γενιές, ἄν ὑπάρξουνε, τὴν ἀγωνία τούτης τῆς στιγμῆς, τούτης τῆς σκέψης;

Σκληρὴ ποὺ εἶναι πάντα ἡ ζωή. Μὰ πιὸ σκληρὴ σὲ ὡρισμένους καιρούς, σὲ μερικοὺς τόπους ἀδικημένους ἀπὸ τὴ φτώχια, ἀπὸ τὴ μικρότητά τους. Καὶ ἄμα γεννιέσαι ἐκεῖ, ἀδικημένος εἶσαι καὶ ἐσὺ καὶ ἡ ζωή σου εἶναι δύσκολη καὶ ἀβέβαιη σὲ κάθη βῆμα. Στὸ φτωχό μου τὸν τόπο, καὶ ἄς τὸν ἀγαπάω ἀπάνω ἀπὸ ὅλα, ἀδικημένος γεννήθηκα καὶ ἐγώ, σὲ παράταιρη ὥρα. Ἀναμετράω, σὰν ἄνθρωπος μὲ ὅρια ἀντοχῆς, τὸ δρόμο μου καὶ ἡ θλίψη μου εἶναι «ἔως θανάτου». Ἀπὸ νωρίς μὲ κύκλωσε ἡ μοναξιά. Γύρεψα νὰ βρῶ τὴν κοινωνία μου, τὸ μῦθο μου καὶ τὴ γλῶσσα μου ἀκόμα· καὶ πάλεψα γι' αὐτήν, ὅταν ἄλλοι τὴ βρίσκαν ἕτοιμη ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μάνας των. Δούλεψα χωρὶς ἀπόδοση καὶ ἄργησα χωρὶς νὰ φταίω. Ἀγάπησα καὶ εἶπα τὴν ἀγάπη μου καὶ δὲν τὴν ἀναγνώριζαν σὲ ὅσους τὴν εἶπα. Δίδαξα καὶ δὲν καταλάβαιναν τὴ διδαχή μου. Ἔχτιζα καὶ τὸ χτίσμα μου δὲ φελοῦσε. Καὶ ἔτσι προχωροῦσα, ἄλλοτε ξεχνῶντας τὸν ἑαυτό μου, ἄλλοτε οἰκτείροντάς τον. Ὅμως προχωροῦσα, γιατὶ ποῦ καὶ ποῦ ἔρχονταν, καὶ ἡ ἄνοιξη στὴν ψυχή μου. Ἀόρατες πασχαλιὲς ὀσφραινόμουν στὸν ἀέρα καὶ ἡ θάλασσα ἀπὸ τὰ μάκρη ἔλαμπε στὸν νέον ἥλιο. Ἔρχονταν, τότε ὥς τὰ σκότη μέσα μου, μὲ τὴν ἀναπνοή, τὸ παρήγορο μήνυμα: πέρα ἀπὸ μένα, ἄς πῶ ἔτσι, τὸν ἄτυχο καὶ ἀδικημένο, πέρα ἀπ' τὸν ἀσήμαντο ἐμένα, πέρα ἀπὸ τὸν καιρό μου τὸν παραστρατημένο, πέρα ἀπὸ τὸ «εἶναι» μου τὸ ὁρατό, ὑπάρχει ἡ φυλή μου, ὁ λαός μου, τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν, στ' ἀδούλευτα χωράφια, στὶς ἀνοργωτες θάλασσες, καὶ ἡ κληρονομικὰ διασωσμένη ἀρετὴ καὶ εὐγένεια τόσων γενιῶν. Καὶ ἐκεῖ πιὰ θὰ βρίσκονταν ἡ δικαίωση· ὅ,τι δὲν πλερωθήκαμε, αὐτοὶ θὰ τὸ ἐξαργύρωναν· αὐτοὶ θὰ τὴ χαίρονταν τὴ χαρά μας ποὺ δὲ χαρήκαμε· τὸ τραγοῦδι μας θὰ τραγουδοῦσαν ποὺ δὲν τραγουδήσαμε· πέρα ἀπὸ τὸ σκότος μας, θὰ ὑπῆρχε τὸ φῶς τους. Γιὰ εὐτυχία μας ἔτσι εἴχαμε τὴν εὐτυχία τῶν ἄλλων. Τὸ ριζικό μας εἴταν τῆς ρίζας τὸ ριζικὸ ποὺ ἀναζεῖ τὴ ζωὴ τοῦ δέντρου της τοῦ καρπισμένου. Καὶ ἔτσι τὸ ἄθλιο ἐγώ μας ἔσβυνε καὶ λησμονιότανε μέσα στὴν μελλούμενη χαρὰ καὶ στὴ μεταθανάτια νίκη. Γιατὶ νιώθαμε πὼς εἴμαστε ἀπὸ μιὰ σάρκα μὲ ὅλη τὴ φυλή μας, ἀπὸ μιὰ πνοὴ μὲ ὅλο τὸ πνεῦμα της. Καὶ ὅ,τι ὡς πρόσωπα καιρικὰ τό εἴχαμε χάσει, τὸ ξανακερδίζαμε στὴν ἔκταση τῆς ἱστορίας. Γιατὶ πιστεύαμε στὴν ἱστορία μας, στὴν ἀναγκαιότητα τῆς παρουσίας μας, στὴν προνομία τῆς ἀποστολῆς μας, σὲ κάτι μοναδικὸ ποὺ λέγεται Ἑλλάδα καὶ ποὺ ὑπάρχει ὄχι τυχαῖα, μὰ ἀναγκαῖα, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γι' αὐτὸ ἀντέχαμε καὶ ζούσαμε, γι' αὐτὴν τὴν περηφάνια καὶ γι' αὐτὴ τὴν πίστη.

Τώρα ὅμως, τώρα ἀκριβῶς τούτη ἡ παρηγοριὰ τῆς καθολικῆς ζωῆς πάει νὰ λείψει. Στὸ δρᾶμα τῆς ἀτομικῆς ὕπαρξης ἐπιπροσθέτεται ἡ ἀπόγνωση τοῦ Γένους. Ἀπόγνωση ποὺ ἴσως ποτὲ μεγαλείτερη δὲ γνωρίσαμε ἀπὸ αἰῶνες. Ποτὲ ἡ μοῖρα δὲν ὑψώθηκε δυνατότερη ἐναντίον μας. Ποτὲ ἡ θέληση μας δὲ βρέθηκε ἀσθενέστερη ἀπέναντί της. Σὲ ποιὸ μετερίζι νὰ κρατηθεῖ πιὰ κανείς;
Ἐκ βαθέων ἐκέκραξα σε, Κύριε. Δύτες νὰ γίνομε καὶ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ὕπαρξης, ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεός μας ἀναπαύεται, νὰ ἀντλήσομε τὶς παράφορες δυνάμεις τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς πίστης ποὺ προκαλεῖ τὸ θαῦμα καὶ ἀναγκάζει τὴ θέληση νὰ θελήσει τὸ θέλημά της. Τρεῖς χιλιάδες χρόνια ἐπιζήσαμε στὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἐπιζήσομε καὶ τώρα. Πῶς; πότε; ποιός θἀρχίσει τὴν ἄνωση; Κάποιος, κάπου, κάποτε θὰ βρεθεῖ· καὶ ἄλλοι θὰ βρεθοῦν ν' ἀκολουθήσουν. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλοιῶς, χωρὶς νὰ χαλάσει ἡ ἰσορροπία τοῦ κόσμου.

Αὐτὸς ποὺ ἔσπειρε τὴν ἁρμονία στὴ φύση μας καὶ τὴ διχόνοια στὶς καρδιές μας, αὐτός, ὅπως φροντίζει γιὰ τὴν τροφὴ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ γιὰ μᾶς δὲ θἀργήσει νὰ φροντίσει. Θὰ βρεῖ τὴν ὥρα, θὰ σημαδέψει τοὺς λίγους, θὰ δώσει τὸ πρῶτο ἔναυσμα. Ἀπὸ τὸ βοῦρκο θὰ μᾶς ξανασύρει ὁ Θεός τῶν στρατιῶν καὶ τῶν θελήσεων στὸν ἴσιο δρόμο πάλι. Καὶ ἐμεῖς θὰ ἀρχίσομε ξανὰ τὴν πορεία μας, ἄλλοτε τρέχοντας, ἄλλοτε τρεκλίζοντας, τραγουδῶντας καὶ μοιρολογῶντας, κυνηγῶντας τὴ χίμαιρα καὶ παίζοντας μὲ τὸ θάνατο· θὰ πηγαίνομε, θὰ πέφτομε καὶ θ' ἀνασηκωνόμαστε· σπάταλοι καὶ περήφανοι ἁγνοὶ καὶ δαιμόνιοι, πάντα ἀλλοιώτικοι καὶ πάντα ἴδιοι στὴν ἀλλαγή μας, κουρελῆδες καὶ ἄρχοντες, πλάνητες καὶ θριαμβευτές· θὰ πηγαίνομε καὶ ἀνάμεσα σὲ ὅλα καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, πάντα Ἕλληνες, «οἱ ἀθάνατοι καὶ οἱ ὡραῖοι», τὴν ὑψηλὴν ἐπιτελῶντας ἀποστολὴ ποὺ ὁ Κύριος μᾶς ἐμπιστεύθηκε μέσα στὸν ἐγκόσμιο αἰῶνα.

Ἀθήνα, 25 Ἰανουαρίου 1945.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ



Πηγή: «Νέα Εστία» τχ. 419-420, 1944

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *