Ἡ ἐκλέπτυνση τοῦ νοήματος

Κατερίνα Ἀθηνιώτη-Παπαδάκη

“Δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με”

Ξύπνησαν ἀναποδιασμένα τὰ φυτὰ καὶ ἀπόφαση πῆραν νὰ πάψουν πιὰ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἥλιο.

«Πάντα ἀπόμακρος, ἀκατάληπτος ἀπ’ τὴν ἀγάπη μας, μιὰ λάμπει γιὰ μᾶς καὶ μιὰ μᾶς κρύβεται. Καὶ κάθε ποὺ βαθαίνει σὰν ἔρωτας ξυπνώντας ὅλες τὶς φλέβες τ’ οὐρανοῦ, ἐξαφανίζεται.»

Ἔτσι μίλησαν τὰ φυτὰ καὶ ἀπόφαση πῆραν νὰ πάψουν νὰ φωτοσυνθέτουν.

Καὶ συνήθισαν σιγὰ-σιγὰ σὲ μιὰ ζωὴ ὑποτονικὴ μὲ χαμηλὴ σύνθεση γλυκόζης ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ὑποστηρίξει οὔτε τὴ δική τους ζωή, οὔτε κανένα ἄλλο εἶδος ζωῆς στὸν πλανήτη.

«Ἡ κρίση ὀφείλεται σὲ λαθεμένη διαχείρηση» εἶπαν. Ἀλλὰ εἶχαν ἄδικο. Ἡ κρίση εἶχε αἰτία τὴ λαθεμένη ἀναπνοή τους. Μιὰ ἀναπνοὴ χωρὶς γλυκασμὸ πού ἀποτελοῦσε ἐστία πικρίας γιά ὅλο τόν κόσμο.

Γίνονται αὐτά; Θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς. Γίνονται, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ φυτά. Δὲν εἶναι ὅτι δὲν δημιουργήθηκαν ἐν ἐλευθερίᾳ, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δική τους ἐλευθερία δὲν ἐξέπεσε ποτὲ τοῦ Παραδείσου. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ δημιουργήσει κάτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δίχως ἐλευθερία;

Αὐτὰ συμβαίνουν μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀλλάζει τὴν ἐλευθερία τῆς χάριτος μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς χρήσεως. Ἀποφάσισε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ πάψει ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὸ φῶς. Καὶ ἔγιναν θνητοὶ οἱ χρόνοι του γιατὶ δὲν φωτοσυνθέτει. Καὶ ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τότε μέσα σὲ ἔννοιες ἑνὸς νοῦ παχύσαρκου ποὺ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ λεπτὴ φύση τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Κι ἐνῶ ἀναζητᾶ πάντα ἕνα νόημα ἀστοχεῖ συνεχῶς, γιατὶ γατζώνεται σ’ ἕνα νόημα ποὺ εἶναι κι αὐτό παχύσαρκο, ἐπειδή πηγάζει ἀπὸ τὴ σκέψη καὶ τὴ σπουδή του καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἡσυχασμὸ καὶ τὴν παράδοσή του.

Ἀξιώθηκε ὁ προφήτης Ἠλίας νά δεῖ τόν Θεό. Kαὶ δὲν ἦταν ὁ Θεὸς οὔτε στόν βίαιο ἄνεμο, οὔτε στὸ σεισμό, οὔτε στὴ φωτιὰ ἀλλὰ στὴν αὔρα. «Αὔρα πραεία ὑπέδειξε, καὶ λεπτοτάτη Κύριόν σοι Ἠλιοῦ». Αὐτὴ τὴ λεπτοτάτη αὔρα ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος. Ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἀναπνοή του. Καὶ γίνεται εἰδωλικὴ ἡ ἀντιληψή του καί παγιδεύεται στὰ χρησιμοθηρικὰ καί χρηματοθηρικὰ ξόανα τοῦ ὀρθολογισμοῦ του. Καὶ μὴ νοώντας τί κάνει καταλήγει νὰ συντάσσεται, τελικά, μὲ τοὺς σταυρωτὲς τῆς θείας φύσης του.

Χαμένοι σὲ πολυδαίδαλους λαβύρινθους ὀρθολογισμοῦ, πιασμένοι στὸ ἀγκίστρι τῆς λογικῆς, στὴν καλύτερη περίπτωση, σπαρταρᾶμε ἀποζητώντας ἕνα νόημα ὡς διέξοδο ἀπὸ τὴν τραγικότητα τοῦ βίου. Ὡστόσο ἡ τραγικότητα ἐνεδρεύει στὸ βίο ἐξ αἰτίας τοῦ λαθεμένου τρόπου τῆς ἀναπνοῆς μας. «Ὡς ἀναπνοὴ θὰ πρέπει νὰ ἐννοήσετε τὴν πνευματικότητα» μᾶς λέγει ὁ Ν.Γ. Πεντζίκης. Ψάχνουμε τὸ νόημα ἔξω μὲ τὴ λογικὴ καὶ ὄχι μέσα μὲ τὴ χάρη: Δὲν τὸ ἀναζητοῦμε στὰ ἐνδότερα τῆς κατὰ Θεόν κλήσης μας. Και γινόμαστε τραγικοὶ, γιατὶ ἀδυνατοῦμε νὰ συντονιστοῦμε μὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀποτελεῖ τὸ καθοριστικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεώς μας: Τὴ ζῶσα πνοὴ τοῦ Θεοῦ στὴν πνοή μας.

Ἴσως μὲ τὸν ἀπινυδωτή τοῦ νοήματος νὰ ξαναπάρει μπροστὰ ἡ καρδιά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναπνεύσουμε ξανὰ χρειάζεται νὰ νιώσουμε τὴν εὐωδία τῶν ἐσχάτων στὰ σπλάχνα μας. Τὴν θεία πνοὴ ποὺ μᾶς ἐνοικεῖ ὡς ὕλη λεπτὴ καὶ ζέει στὸ νοῦ ὡς νόημα τὴν παρρησία τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν παρουσία μας.

Τὸ νόημα δὲν εἶναι σύλληψη ἰδεολογίας ἀλλὰ θεία διακονία τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι οἱ λέξεις ἀλλὰ οἱ ἕξεις τοῦ Παραδείσου ποὺ γεννοῦν τὸ νόημα. Πίσω ἀπό αὐτό ὑπάρχει μιὰ καταλλαγὴ ἀπολύτρωσης, ἕνας ἡσυχαστικὸς γλυκασμός, ἀπὸ τὴν παράδοση στὴν κατὰ Θεὸν κλήση μας. Ἕνας τόπος καὶ τρόπος λεπτὸς ὅπου τὸ νόημα ἀνατέλλει ὡς μεθεκτικὴ λειτουργία, ὡς ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις πανηγύρεων. Ὡς χαρὰ τῆς χαρᾶς μας. Ὡς ἀνατολὴ ἀνατολῶν καὶ ἐπίσκεψη χάριτος.

Αὐτὸ τὸ λεπτὸ σῶμα τοῦ νοήματος εἶναι τὸ ἀναστάσιμο σῶμα μας. Εἶναι ὁ χῶρος ὅπου δὲν ἔχει ἐξουσία καμμία ὁ θάνατος. Ἐδῶ πεθαίνουμε ὡς πρὸς τὶς ἀξίες τοῦ κόσμου γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ. Τὸ νόημα μαρτυράει μετοχὴ σ’ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ὕπαρξης ποὺ ὁδεύει ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση. Στὴν πραγματικότητα γίνεται τρόπος ἀναπνοῆς. Δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ ἀνασάνεις δίχως τὴ θεία πνοὴ στὴν πνοή σου. Δὲν εἶσαι ἐδῶ γιὰ νὰ κάνεις κάτι, εἶσαι γιὰ νὰ γίνεις ἐσὺ αὐτὸ τὸ κάτι. Νὰ βρεῖς τὴν ἀσκητικὴ τῆς ἐλευθερίας σου γιὰ νὰ ὑποστασιάσεις τὸ κομμάτι τῆς αἰωνιότητας ποὺ ἀπουσιάζει. Καὶ πάλι ἔχει ὁ Θεός.

Τὸ λεπτὸ σῶμα τοῦ νοήματος εἶναι ἡ προσευχητικὴ ἐγρήγορση τῆς ὕπαρξης. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴ σκέψη ἢ τὶς ἀνάγκες της, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἡσυχασμὸ καὶ τὸ βαθὺ φωτισμό της. Εἶναι ἡ βασιλεύουσα Πόλη, ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ ὄχι ὡς χῶρος ἀλλὰ ὡς μορφὴ κοινωνίας. Ἡ τοῦ Θεοῦ κατερχόμενη σοφία ποὺ φωτίζει τὴν ὕπαρξη. Αὐτὸ τὸ νόημα μᾶς συναρπάζει καὶ μᾶς ἀνακαλεῖ ἐν ἀληθείᾳ. Δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ νοησιαρχία ἀλλὰ γιὰ μυσταγωγία. Τὸ νόημα γίνεται θύρα εἰσόδου στὸ ἱερὸ τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ στὴν τραγικότητα τῆς ἀποτυχίας μας. Ἡ εὐδοκία τοῦ προσώπου μας μέσα στὸ καθολικὸ προσωπο τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ἂν μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὴ λεπτὴ φύση τῶν ὄντων, τὴ μυστικὴ ἀναπνοὴ τῶν πραγμάτων, τὸν πανταχοῦ παρόντα Ἐμμανουήλ, ἂχ ἂν μπορούσαμε νὰ μὴν αἰχμαλωτιζόμασταν στὸ ὁρατὸ σῶμα τῶν πραγμάτων ἀλλὰ νὰ βιώναμε τὴ μυστικὴ ἀλληλοπεριχώρηση ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου στὸ καθετί, ἂν μπορούσαμε νὰ συλλάβουμε τὸν Θεὸ Λόγο ποὺ βηματίζει μέσα ἀπὸ τὸ κάθετί γιὰ νὰ μᾶς συναντήσει, ἂν ἀξιωνόμασταν αὐτὴ τὴν ἀντάμωση σὲ κάθε ἀναβαθμὸ τῆς ἀναπνοῆς μας τότε ἡ ἁγιότητα ἁπλὰ θὰ μᾶς προέκυπτε ὡς φυσική κίνηση. Θὰ βρίσκαμε ἐκείνη τὴ συστολὴ τὴν Παραδείσια ποὺ θὰ μᾶς μετουσίωνε ἀπὸ ἀνταγωνιστικὲς ὑπάρξεις σὲ ἀγαπητικὲς ὑποστάσεις. Θὰ ὑπήρχαμε μέσα σ’ ὅλα τὰ πράγματα, κι ὅλα τὰ πράγματα θὰ ὑπῆρχαν ἐντός μας. Μιὰ βαθύστοργη ἑνότητα θὰ κατέλυε τὴν διαβολὴ τῆς ἀντικειμενοποίησής μας.

Ὅταν ὑπάρχουμε ἀληθινὰ ὑπάρχουμε σὲ ἑνότητα. Ἑνότητα μὲ τὴν κτίση, τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο. Τὰ ὀργανικὰ κύτταρά μας λειτουργοῦν σὲ ἀδιάσπαστη ἑνότητα μὲ τὴν ἀόρατη ψυχή μας. Καί ἡ ψυχή μας διψᾶ τήν ἱερή καθολικότητα πού θά τήν κάνει νά μήν ξαναδιψάσει ποτέ. «Ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» (Κατά Ἰωάν. κεφ. 17-21). Καὶ δὲν θὰ ἀποζητούσαμε πιὰ τὸ νὀημα. Θὰ ἀναγνωρίζαμε τὸ ἔσχατο νόημα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ πιὸ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας.



Από το αφιέρωμα «Το μηδέν και το νόημα», του περιοδικού "Πειραϊκή Eκκλησία", τχ 299 - Ιανουάριος 2018.

O ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Xρήστου Γαρουφαλή.



Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *