Ἡ ἑλληνική σύλληψη τοῦ κόσμου: κεντρικές φαντασιακές σημασίες

Ἡ θέσμιση τῆς κοινωνίας εἶναι κάθε φορά θέσμιση ἑνός μάγματος κοινωνικῶν φαντασιακῶν σημασιῶν, πού μποροῦμε καί πρέπει νά καλέσουμε κόσμο φαντασιακῶν σημασιῶν1.

Εἶμαι ὑποχρεωμένος, δυστυχῶς, ἐδῶ, νά περιοριστῶ σέ κάποιες κεντρικές ἰδέες, βιαστικά διατυπωμένες:

α) Ἡ ἑρμηνεία πού εἶχε παλιότερα ἐπικρατήσει καί διαδοθεῖ γιά τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο καί ἄνθρωπο, σάν κόσμο καί ἄνθρωπο ἁρμονίας καί μέτρου, εἶναι παιδαριωδῶς ἀφελής, εἰδυλλιακή προβολή δυτικῶν σχημάτων καί νοσταλγιῶν τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα. Ἡ ἁρμονία καί τό μέτρο γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες δέν εἶναι δεδομένα, ἀλλά προβλήματα καί σκοπός -πού ἡ πραγματοποίησή τους εἶναι πάντα ἀβέβαιη καί ἐπισφαλής σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀνθρώπινη ζωή.

β) Κεντρική γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική σύλληψη εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Χάους. Γιά τόν Ἡσίοδο (Θεογονία, στίχος 116), τό σύνολο τῶν ὄντων (θεοί καί ἄνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» καί «δυνάμεις») γεννιέται ἀπό τό χάος, δηλαδή ἀπό τό τίποτα, τό κενό, τό μηδέν (χαίνω): ἧ τοι μέν πρώτιστα Χάος γένετ'·. Αὐτό τό Χάος δέν ἔχει σχέση μέ τήν πολύ μεταγενέστερη ἔννοια τοῦ χάους ὡς συμφυρμοῦ, κυκεώνα, γενικευμένης ἀ-ταξίας. Ἐντούτοις ὅμως, στήν ἴδια τήν Θεογονία ὑπάρχει ἕνα ἔσχατο μέρος ἤ βάθος, μιά ἀνάποδη τοῦ κόσμου, πού εἶναι Χάος μέ τή μεταγενέστερη ἔννοια: ὁ ποιητής τοῦ δίνει, συμβατικά καί συμβολικά, τό ὄνομα Τάρταρος (στίχοι 717-720, 722-723, 724-730, 731-725). Οἱ «ρίζες» τοῦ κόσμου -«τῆς γῆς καί τῆς στείρας θάλασσας»- βγαίνουν ἀπ' αὐτό τό τεράστιο κιούπι, πού τό στόμα του τό ζώνει «τριπλή νύχτα». Οἱ «ρίζες» τοῦ κόσμου -κόσμος=τάξη-, ἡ «ἄλλη του ὄψη» εἶναι αὐτός ὁ τερατώδης χῶρος. Σέ τούτη μόνο τήν ὄψη (ὅπου ζοῦμε καί ἐμεῖς) βασιλεύει -πρός τό παρόν- ὁ Ζεύς, καί τήν κάνει νά εἶναι κάτα κάποιο τρόπο κόσμος.

γ) Ὁ κόσμος δέν εἶναι καμωμένος γιά τούς ἀνθρώπους οὔτε ἐνδιαφέρεται γι' αὐτούς. Γενικότερα, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη γιά τήν ζωή, δέν ὑπάρχει καμιά ὑπερβατική ἐξωκοσμική δύναμη πού νά ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα λιγότερο, νά τούς «ἀγαπάει». Οἱ θεοί ἐπεμβαίνουν μόνο ἄν κάποιος τούς ζημειώσει ἤ ἀσεβήσει εἰς βάρος τους κλπ. Ἐξάλλου, καί οἱ ἴδιοι οἱ θεοί δέν εἶναι παντοδύναμοι, ὑπόκεινται σέ μιά ἀπρόσωπη Μοίρα, ἡ ὁποία ἔφερε πρῶτα τόν Οὐρανό, ἔπειτα τόν Κρόνο κι ἔπειτα τόν Δία. Ὁ Προμηθέας, στήν ὁμώνυμη τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου, μηνύει στόν Δία μέσῳ τοῦ ἀγγελιοφόρου του Ἑρμῆ ὅτι:

Νέον νέοι κρατεῖτε καί δοκεῖτε δή
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ'· οὐκ ἐκ τῶν δ' ἐγώ
δισσούς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην;
Τρίτον δέν τόν νῦν κοιρανοῦντα ἐπόψομαι
αἴσχιστα καί τάχιστα

[Νέοι, νέαν ἐξουσία κατέχετε καί νομίζετε
πώς κατοικεῖτε ἀπροσπέλαστα ἀπ' τόν πόνο παλάτια· μήπως δέν εἶδα
μέχρι τώρα τήν καθαίρεση δύο τυράννων;
Ἔτσι καί τόν τρίτο, τόν σημερινό ἀφέντη θά δῶ
νά πέφτει πολύ ἄσχημα καί πολύ σύντομα].

Προμηθεύς Δεσμώτης, στίχ. 955-959

δ) Τοὐλάχιστον μέχρι τό τέλος τοῦ 5ου αἰώνα -κι αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή πού μέ ἐνδιαφέρει: 8ος-5ος αἰώνας- γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη, ἡ μετά θάνατον ζωή ἤ δέν ὑπάρχει ἤ, ἄν ὑπάρχει, εἶναι πολύ χειρότερη ἀπ' τήν ἐπίγεια ζωή. Αὐτό λέγεται σαφῶς στήν Ὀδύσσεια, στή Νέκυια (λ, 488), ὅταν ὁ Ὀδυσσέας συναντᾶ τή σκιά τοῦ νεκροῦ Ἀχιλλέα στόν Ἅδη, ἡ ὁποία καί τοῦ λέει:

Μή δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.
Βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐών θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρί παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μή βίοτος πολύς εἴη,
ἤ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθίμενοισιν ἀνάσσειν.

[Τό θάνατο μή μοῦ παινεύεις λαμπρέ Ὀδυσσέα.
Καλύτερα τήν γῆ νά δουλεύω ὑποτακτικός κάποιου
φτωχοῦ χωριάτη μέ λίγο βιός,
παρά νά βασιλεύω σ' ὅλους αὐτούς τούς σβησμένους νεκρούς].

Ὀδύσσεια λ488-491

Αὐτός εἶναι, λοιπόν, ὁ νόμος τῆς ὑπάρξεως τοῦ εἶναι: νόμος γενέσεως καί φθορᾶς, ἐπιστροφῆς στό χάος, ἄν μπορῶ νά πῶ, καί ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τό χάος. Ἡ ἰδέα ἑνός ἱστορικοῦ νόμου, ἐγγυητῆ μιᾶς ἰδανικῆς κοινωνίας, εἶναι ἰδέα ἄγνωστη στούς Ἕλληνες, ὅπως ἄγνωστος εἶναι ὁ μεσσιανισμός ἤ ἡ δυνατότητα ἐξωκοσμικῆς φυγῆς. Ἡ θεώρηση αὐτή ἐμπνέει μιά στάση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅ,τι εἶναι νά γίνει θά γίνει ἐδῶ. Ὅ,τι δέν γίνεται ἐδῶ, δέν γίνεται γιά μᾶς, δέν μᾶς ἀφορᾶ, γίνεται ἀλλοῦ, μεταξύ θεῶν, ἤ γίνεται στίς ρίζες τοῦ χάους. Τό σημαντικό γιά μᾶς γίνεται ἐδῶ, ἐξαρτάται ἀπό μᾶς κι ἐμεῖς θά τό κάνουμε. Δέν θά τό κάνει οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ἡ ἱστορική ἀναγκαιότητα, οὔτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος τῆς ἐπιστημονικῆς σοφίας ἐπί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Θά τό κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι -ἄν γίνεται, κι ἄν μᾶς ἀφήσει ἡ Μοίρα- ἤ δέν μπρορεῖ νά γίνει. Καί αὐτό ἐν γνώσει μας ὅτι ὑποκείμεθα στόν ἴδιο νόμο πού διέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως καί φθορᾶς.

Τό χάος τό ἔχουμε καί μέσα μας μέ τήν μορφή τῆς ὕβρεως, δηλ. τῆς ἄγνοιας ἤ ἀδυναμίας ἀναγνωρίσεως τῶν ὁρίων τῶν πράξεῶν μας· διότι· βεβαίως, ἄν τά ὅρια ἦσαν σαφῆ καί ἀναγνωρίσιμα ἐκ τῶν προτέρων, δέν θά ὑπήρχε ὕβρις, θά ὑπήρχε ἁπλῶς παράβαση ἤ ἁμάρτημα, ἔννοιες χωρίς κανένα βάθος.

Αὐτό εἶναι ἐξάλλου κι ἕνα ἀπ' τά μαθήματα τῆς τραγωδίας, ἡ ὁποία συνδέεται ἄμεσα μέ τήν φιλοσοφία καί τήν γονιμοποιεῖ. Σάν πολιτικός θεσμός ἡ τραγωδία εἶναι θεσμός αὐτοπεριορισμοῦ. Ὑπενθυμίζει διαρκῶς στούς Ἀθηναίους πολίτες ὅτι ὑπάρχουν ὅρια ἄγνωστα ἐκ τῶν προτέρων στό δρῶν ὑποκείμενο, τό ὁποίο ἐνεργεῖ ὑπεύθυνα ἀναλαμβάνοντας τούς κινδύνους τῶν πράξεών του. Κανείς δέν μπορεῖ νά τοῦ τά ὑποδείξει ἐκ τῶν προτέρων. Μόνο του πρέπει νά τά καταλάβει ἤ νά τά διαισθανθεῖ.

Αὐτές τίς ἰδέες τίς ὀνομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Ἀποτελοῦν τρόπο σημασιοδότησης τῆς πραγματικότητας, τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Τίς συναντᾶμε ἀπό τήν καταβολή, ἀπό τήν ἀρχική σύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ἀπό τόν Ὅμηρο ἤδη καί ἀπό τήν μυθολογία. Ἡ σημασία τῆς διαδοχῆς Οὐρανοῦ, Κρόνου, Διός, ὅπως περιγράφεται ἀπό τόν μύθο, ἐκφράζει τήν ἴδια αὐτή φιλοσοφική ἀντίληψη πού προσπάθησα νά διατυπώσω περιληπτικά. Γι' αὐτό καί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν πολλές καί ὡραῖες μυθολογίες, μία ὅμως εἶναι ἀ λ η θ ι ν ή: ἡ ἀρχαία ἑλληνική. Ἀληθινή μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅλοι οἱ μύθοι της ἔχουν ἕνα σημασιακό ὑπόβαθρο, μέσα στό ὁποῖο κατοπτρίζεται ἡ ἴδια μας ἡ ζωή καί κάθε ἀνθρώπινη ζωή.

Ὁ ἑλληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στήν ἐπίγνωση ὅτι δέν ὑπάρχει φυγή ἀπό τόν κόσμο κι ἀπό τόν θάνατο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός. Στό σημεῖο αὐτό θά τολμήσω νά διορθώσω ἕνα μεγάλο Ἕλληνα ποιητή, τόν Ἀνδρέα Ἐμπειρῖκο. Στό ποίημά του «Εἰς τήν ὁδόν τῶν Φιλελλήνων», ὁ Ἐμπειρῖκος τελειώνει μέ τήν εὐχή: νά γίνει [...] πανανθρώπινη, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, πού πρῶτοι, θαρρῶ, αὐτοί, στόν κόσμο ἐδῶ κάτω, ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἐγώ θά ἔλεγα: ἔκαμαν οἷστρο τῆς ζωῆς τήν γ ν ώ σ η τοῦ θανάτου.

Ὁ φόβος τοῦ θανάτου διακατεῖχε παντοῦ καί πάντοτε ὅλους τούς θνητούς. Ἴσως αὐτό μᾶς ἐμποδίζει κι ἐμᾶς σήμερα, ὅπως ἐμπόδισε πολλές φορές στό παρελθόν τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουμε δηλαδή τήν ἐπίγνωση ὅτι εἴμαστε πραγματικά θνητοί, καί ὅ,τι ἔχουμε νά κάνουμε, ἄν γίνεται, θά γίνει ἐδῶ, ἀπό μᾶς, καί ἐδῶ θά τό κάνουμε, ἐμεῖς.


1. «Ἡ κοινωνία κάνει νά ὑπάρξει ἕνας κόσμος σημασιῶν και ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀναφερόμενη σ' ἕνα τέτοιο κόσμο», Κ. Καστοριάδης, Ἡ φαντασιακή θέσμιση τῆς κοινωνίας, ἐκδ. Ράππας, Ἀθήνα 1981, σελ. 499.


Πηγή: ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία καί ἡ σημασία της γιά μᾶς σήμερα, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 1999

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *