Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Νά σ' ἀγναντέβω, θάλασσα, νά μὴ χορταίνω,
ἀπ' τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴν καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ' τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερ', ὅντας
μετ' ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ' τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδέβουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ' ἀκρογιάλια σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ' ἕνα καράβι
ν' ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ' τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορεφτικὰ
τὰ πέφκα, τὰ χρυσόπεφκα, κι ἀνθός τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά·

κι ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὸ ἐρημικὰ χιονόσπιτα—κι ἀφτὰ μὲς τ' ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτινὲ ἔρωτά μου,
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὥς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλὰ τοὺς ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακριὰ ἀπ' τὴ μάβρη τοῦτη Κόλαση,
μακριὰ πολὺ κι ἀπὸ τοὺς μάβρους κολασμένους...

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1163, 1975

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *