ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΕΚ ΖΕΛΙΟΥ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΟΥ ΔΟΜΒΟΥΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ [Α'] (6η ΜΑΪΟΥ)
τοῦ Κώστα Β. Καραστάθη,
ἱστορικοῦ-συγγραφέως
Ο ΕΚ ΖΕΛΙΟΥ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΓΝΩΣΤΟΣ ΩΣ ΜΟΝΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΟΜΒΟΥΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ, γεννήθηκε τό 1527. Κατά τή βρεφική του ἡλικία, γράφουν οἱ βιογράφοι του, μολονότι δέν εἶχε κάν ἐπίγνωση τοῦ χρόνου καί τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδας, τηροῦσε τή νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, ἀποφεύγοντας ὁλημερίς τό θηλασμό ἀπό τή μητέρα του, καί μονάχα ἐλάχιστα θήλαζε τό βράδυ ἐκείνων τῶν δύο ἡμερῶν. Ἦταν προφανές ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, προγινώσκοντας τή μελλοντική πορεία του, καθοδηγοῦσε τό παιδί νά τιμᾶ τίς ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ θεία τούτη ἐπενέργεια κατά τή βρεφική ἡλικία τοῦ Ἁγίου δέν εἶναι ἡ μοναδική στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰω. α´, 13)*.
* Καί ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στή βρεφική τους ἡλικία ἀπέφευγαν νά λαμβάνουν τό γάλα τῆς μητέρας τους Τετάρτη καί Παρασκευή, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μόσχας, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Οὐστιάγκα (15ος αἰώνας), ὁ πατέρας Συμεών ὁ Θαυμαστορείτης (4ος αἰώνας), ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (19ος αἰώνας), ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος (20ός αἰώνας), ὁ Ἅγιος Ἰωακείμ τῆς Ἰθάκης κ. ἄ.
Ὅταν ὁ μικρός Σωτήριος – αὐτό ἦταν τό βαφτιστικό ὄνομά του – ἔγινε ἑφτά χρονῶ, οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στόν παπά νά μάθει τά γράμματα. Τό παιδί χάρη στήν εὐφυία του, τήν ἐξαιρετική ἐπιμέλεια καί τή φιλομάθειά του, πολύ γρήγορα κατάφερε νά γράφει καί νά διαβάζει. Καί εὐθύς ἐπιδόθηκε στή μελέτη ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἰδιαίτερα μάλιστα βιογραφιῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ὡς ἀκάματος μέλισσα ἐνετρύφα εἰς τόν εὐανθῆ λειμῶνα τῶν Ἁγίων Γραφῶν», γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς στό βιογραφικό τοῦ Ἁγίου, πού προσαρτᾶ στήν Ἀκολουθία του. Ἡ ἔφεσή του πρός καθετί τό ἐκκλησιστικό ἦταν ἐμφανής. Καί στό χωριό εἶχαν νά μολογᾶνε γιά τό ἦθος, τήν εὐγένεια καί τήν ταπεινοφροσύνη του. Ὅλοι παραδέχονταν πώς ἦταν τύπος καί ὑπογραμμός ἠθικῆς καί κοσμιότητας καί τόν πρόβαλλαν γιά μίμηση στούς νέους.
Ὰλλ’ ὁ Σωτήρης, σάν διάβηκε τήν ἐφηβικἠ του ἡλικία μέ συνεχή καί θαυμαστή πρόοδο στά γράμματα καί στίς ἀρετές κοντά πάντοτε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, καμιά χαρά δέν ἔβρισκε στά ἐγκόσμια. Στό νοῦ του καρφωμένη ἦταν ἡ μοναστική ζωή. «Ἐπιθυμῶ πολύ νά γίνω μοναχός, εἶπε κάποια μέρα στούς γονεῖς του, ἐπειδή ὅλα σ’ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι μάταια καί φθαρτά. Ἀπόφασή μου νά πάω σέ μοναστήρι νά προσεύχομαι γιά τούς συνανθρώπους μου καί γιά τήν ψυχή μου».
Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν μέ παρακαλετά καί δάκρυα. Ὁ νέος, ὑπακούοντας στή θεϊκή πρόσκληση, πού τοῦ γύρευε τέλεια αὐταπάρνηση, δέν ἔκανε βῆμα πίσω. Μέ περίσσεια ἀποφασιστικότητα, ἀλλά καί πραότητα τούς ἀποκάλυψε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μυστικός του πόθος ἀπό τά μικρά του χρόνια, καί τούς παρακάλεσε νά μήν ἔχουν ἀντιρρήσεις στήν ἀπόφασή του καί νά μήν ἀγωνιοῦν γιά τό μέλλον, γιατί ὁ Θεός δέ θά τούς ἐγκατέλειπε.
Συνετοί καί εὐσεβέστατοι ἄνθρωποι οἱ γονεῖς τοῦ φιλέρημου νέου, τελικά ὑποχώρησαν καί τοῦ εὐχήθηκαν μ’ ὅλη τήν ψυχή τους. Ἀσπάστηκε τό χέρι τους καί ἔφυγε γιά τήν ἐρημιά.
Ἀρχικά ὁ νεαρός ἐρημίτης ἀσκήτεψε στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, στά βορινά τοῦ χωριοῦ, μέσα σέ πυκνό δάσος. Ἀργότερα τράβηξε δυτικά τοῦ χωριοῦ, στήν ἐρημική περιοχή Κάρκαρα, μιά ὥρα μακριά ἀπό τό Ζέλι. Σέ μιά δασωμένη καί ἐρημική περιοχή ἀνάμεσα στό χωριό καί στό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἔχτισε μικρό ναό ἀφιερωμένο στό Σωτήρα Χριστό καί ἕνα μικρό σπιτάκι μέσα σέ μιά σπηλιά. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετό χρόνο διεξάγοντας τόν ἀσκητικό ἀγώνα του μέ προσευχές, δεήσεις καί ἀγρυπνίες. Τή σπηλιά μέ τά ὑπολείμματα τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ, πού διασώζονται ἀκόμα σήμερα, οἱ κάτοικοι τοῦ Ζελίου ἀποκαλοῦν «Ἀσκηταριό». Ἐκεῖ ὁ νεαρός ἀσκητής εἶχε τή θερμή συμπαράσταση τῶν συγχωριανῶν του, ἀλλά, δυστυχῶς, ὄχι μονάχα αὐτή. Εἶχε καί συνεχή παρενόχληση, ἀφοῦ καθημερινά οἱ συντοπίτες του τοῦ μετέφεραν ὅλα τά περίεργα καί τά παράξενα καί τά ἀπαρέδεκτα πού συνέβαιναν στόν κόσμο.
Γιά νά βρεῖ τήν ἠρεμία του, ἀποφάσισε ν’ ἀναζητήσει νέο ἐρημητήριο. Πῆγε στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, λίγα χιλιόμετρα νοτιανατολικά τῆς Ἀταλάντης, ἀλλά καί ἐκεῖ δέν μπόρεσε νά παραμείνει περισσότερο ἀπό ἕξι μῆνες, ἀφοῦ οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τόν ἐπισκέπτοναν συχνά.
Ὁ νεαρός μοναχός ἀναζήτησε μακρύτερα νέο ἐρημητήριο στό βυζαντινό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, πού βρίσκεται στό ὄρος Σαγματᾶ τῆς Βοιωτίας. Σ’ αὐτό τό μοναστήρι βρῆκε πράγματι τήν ἡσυχία πού ποθοῦσε. Ἀπερίσπαστος ἐκεῖ δόθηκε ὅλος στήν ἄσκησή του, τήν ὁποία «ὡς διψῶσα τις ἔλαφος ἐζήτει νά εὕρει, πολλούς ἀλλάσσων τόπους», καθώς γράφει ὁ Εὐθύμιος Καββαθάς. Ζοῦσε μέρα καί νύχτα μέ προσευχές καί δεήσεις, μέ ἀγρυπνεῖες καί γονυκλισίες, μέ νηστεῖες καί δάκρυα, μέ ταπείνωση καί ὑπομονή, μέ ἄκρα ὑπακοή πάνω ἀπ’ ὅλα στόν ἡγούμενο, ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς συνασκητές του. Καί πολύ γρήγορα ξεπέρασε ὅλους σέ κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως, κυρίως σέ ταπεινοφροσύνη καί πραότητα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία