O ΙΩΝΑΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Δραγούμης, Ίων

Θεοφάνη Μαλκίδη
δρ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν

1. Ζωὴ καὶ θάνατος γιὰ τὸν Ἑλληνισμό

ὉἼων (Ἰωάννης) Νικολάου Δραγούμης εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἰδιαίτερες καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιόλογες προσωπικότητες τῆς νεότερης Ἑλλάδος. Γιὸς τοῦ Στέφανου Δραγούμη, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Βογατσικὸ Καστοριᾶς, γεννήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1878 στὴν Ἀθήνα καὶ σπούδασε στὴ νομικὴ σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καθὼς καὶ στὸ Παρίσι. Στὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 εἶχε πολεμήσει ὡς ἐθελοντὴς καὶ ὡς ἰδεολόγος μετέφερε μαχητικὰ τὶς ἰδέες του στὴν πράξη. Εἰσήχθη στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν καὶ ἄρχισε τὴ διπλωματική του σταδιοδρομία ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ὅπου τοποθετήθηκε κατόπιν αἰτήσεώς του τὸ 1902. Tὸ 1904 ὑπηρέτησε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐρχόμενος σὲ στενὴ ἐπαφὴ καὶ φιλία μὲ τὸν ποιητὴ Κωνσταντῖνο Καβάφη. Τὰ ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια βρίσκεται διαδοχικὰ ὡς πρόξενος τῆς Ἑλλάδος, στὶς Σέρρες, τὴ Φιλιππούπολη, τὸν Πύργο, τὴν Ἀδριανούπολη, τὴν Ἀλεξανδρούπολη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συμβάλλει σὲ σημαντικὸ βαθμὸ στὴν ὀργάνωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Τὸ 1907 ὡς διπλωμάτης στὴν Κωνσταντινούπολη, ἵδρυσε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ φίλου του στρατιωτικοῦ καὶ ἐξαιρετικοῦ πατριώτη Ἀθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη τὴν «Ὀργάνωση Κωνσταντινουπόλεως», μὲ στόχο νὰ ἐξοπλίσει τοὺς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης. Θορυβημένη ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀπὸ τὴ δραστηριότητά του τὸν μεταθέτει στὴν Ρώμη καὶ στὴ συνέχεια στὸ Λονδίνο.

Στὴν Κωνσταντινούπολη γράφει τὸ ἱστορικὸ ἔργο μὲ τὸν ἐξαιρετικὸ τίτλο «Ὅσοι ζωντανοί». Τὸ πρόταγμα τοῦ Δραγούμη μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο ἦταν μία βαλκανικὴ ὁμοσπονδία Ἑλλάδος- Τουρκίας μὲ ἡγέτη τὴν Ἑλλάδα, ὁμοσπονδία ἡ ὁποία θὰ ἀποτελοῦσε ἀνάχωμα στὴν κάθοδο τῶν Σλάβων, τοὺς ὁποίους εἶχε ζήσει κατὰ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα. Σύμφωνα μὲ τὸν Δραγούμη οἱ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς ζοῦσαν ἀνάμεσα σὲ πολυπληθέστερους λαοὺς καὶ μόνο μὲ τὸν πόλεμο θὰ τοὺς ἔδιωχναν ἀπὸ τὸν τόπο τους καὶ μέλημα τοῦ Δραγούμη ἦταν νὰ διατηρηθοῦν οἱ ἑλληνικὲς παροικίες στὰ ἐδάφη τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους, ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα θὰ ἔπρεπε νὰ προσπαθήσει νὰ ἀναπτύξει τὴν ἄμυνά της πρὸς τὸ βορρᾶ. Ἡ ὁμοσπονδία θ’ ἄρχιζε ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ θάλασσα καὶ θὰ ἔφτανε ὣς τὴ Συρία, ἐπιδιώκοντας ὁ Ἑλληνισμὸς νὰ παραμείνει στὶς ἑστίες του κυριαρχῶντας πολιτισμικὰ στὴν Ἀνατολή.

Τὸ 1909 ὁ Δραγούμης ἀναμειγνύεται ἐνεργὰ στὴν Ἐπανάσταση τοῦ Γουδὶ τὸ 1912 καὶ ἦταν τὸ πρῶτο πρόσωπο ποὺ συζητήθηκε στὸν Στρατιωτικὸ Σύνδεσμο γιὰ νὰ ἀναλάβει τὶς πολιτικές του τύχες (τὸ δεύτερο ἦταν ὁ Δημήτριος Γούναρης) πρὶν ἐπιλεγεῖ ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τὸ 1912 εἶναι παρὼν ὡς διπλωματικὸς ἀντιπρόσωπος, στὴν παράδοση τῆς Θεσσαλονίκης στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ ἦταν ὁ πρῶτος Ἕλληνας ποὺ ὕψωσε τὴν ἑλληνικὴ σημαία στὸ δημαρχεῖο τῆς πόλης.

Ἱδρυτικὸ μέλος τοῦ «Ἐκπαιδευτικοῦ Ὁμίλου», τοῦ συλλόγου γιὰ τὴ δημοτικὴ γλῶσσα, ἀφοῦ στὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴ ψευτοκαθαρεύουσα τῆς παλιᾶς Ἑλλάδας ἔβλεπε τὴν ἄρνηση γιὰ τὸ νέο καὶ σημαντικὸ ἐμπόδιο στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους. Συνδεόταν μὲ προσωπικὴ φιλία μὲ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο, ἕναν μεγάλο στοχαστὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν αὐτοκτονία διαισθάνθηκε, ὅπως ἔγραψε στὸ ἡμερολόγιό του, ἐνῷ ἦταν φίλος μὲ τὸν Νίκο Καζαντζάκη μὲ τὸν τελευταῖο νὰ τὸν ἀναφέρει σὲ ἔργα του.

Τὸ 1913 ὁ Δραγούμης τίθεται σὲ διαθεσιμότητα ἀπὸ τὸ διπλωματικὸ σῶμα γιὰ δύο μῆνες γιατί συμφώνησε μὲ τὴν διακήρυξη τῆς ἕνωσης τοῦ Καστελόριζου μὲ τὴν Ἑλλάδα χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸ ὑπουργεῖο. Πρὶν παυθεῖ ἀπὸ τὰ καθήκοντά του πρόλαβε νὰ ὀργανώσει μία ἐπιτροπὴ Δωδεκανησιων ἡ ὁποία ζήτησε ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ κυβέρνηση ποὺ κατεῖχε τὰ Δωδεκάνησα, τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα. Τὸ 1913 ἔγραψε τὸ βιβλίο «Ἑλληνικὸς πολιτισμός», ὅπου περιγράφει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ ἔθνους ἔναντί του κράτους, καταλήγοντας σὲ πρακτικὲς προτάσεις γιὰ τὸν Νέο Ἑλληνισμό.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἐπανέρχεται στὰ καθήκοντά του ὑπηρετῶντας στὶς πρεσβεῖες τῆς Βιέννης, τοῦ Βερολίνου καὶ τῆς Πετρούπολης καὶ ὅλες οἱ ἐκθέσεις του ἦταν ὑπὲρ τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων (Ἀντὰντ) προτρέποντας γιὰ ἔνταξη στὴ συμμαχία κατὰ τῶν Κεντρικῶν Αὐτοκρατοριῶν. Τὸ 1914 τηλεγραφεῖ ἀπὸ τὴν Πετρούπολη στὸν Βενιζέλο προτρέποντας γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῶν Ἑλλήνων στὴν ἐκστρατεία στὰ Δαρδανέλια, φοβούμενος κάθοδο τῶν Ρώσων στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ 1915 παραιτεῖται ἀπὸ τὴ θέση του, ὅταν τοῦ ζητήθηκε νὰ συμμετάσχει στὶς διαπραγματεύσεις ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν ἀνταλλαγὴ πληθυσμῶν – Τούρκων τῆς Μακεδονίας μὲ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κάτι ποὺ θεωροῦσε ἀπαράδεκτο καὶ κατεβαίνει ὡς ὑποψήφιος ἀνεξάρτητος βουλευτής, χωρὶς πολιτικὴ στήριξη καὶ χρήματα.

Στὸ ἡμερολόγιό του περιγράφει τὴν προεκλογική του ἐκστρατεία, στὴν Φλώρινα, ὅπου δὲν ἐρχόταν κανεὶς νὰ τὸν ἀκούσει. Ἀρχικὰ ἀποτυγχάνει ὅμως στὶς ἐπαναληπτικὲς τοπικὲς στὶς 31 Μαΐου 1915 ἐκλέγεται ἀνεξάρτητος βουλευτὴς Φλώρινας, ἐνῷ στὶς ἐκλογὲς τοῦ 1916 ἐκλέγεται μὲ ὅλο τὸν συνδυασμό του, καθὼς οἱ Βενιζελικοὶ ἀπεῖχαν. Τότε γράφει τὸ σημαντικὸ βιβλίο του «Σαμοθράκη», μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ νησί, ὅταν ἦταν πρόξενος στὴν Ἀλεξανδρούπολη (1905).

Τὸ 1916 ἐκδίδει τὴν «Πολιτικὴ Ἐπιθεώρησις», ὅπου μὲ γενναιότητα πρέσβευσε τὶς ἰδέες του, ἐνῷ στὸ Κοινοβούλιο στηλίτευε καὶ ἤλεγχε τὴν αὐταρχικὴ πολιτική. Τὸ 1917 δημοσιεύει ἄρθρο στὴν «Πολιτικὴ Ἐπιθεώρηση» ὅπου κατακρίνει τὴν πολιτικὴ τοῦ βενιζελικοῦ στρατοπέδου, ἡ ὁποία εἶχε ἐγκαταστήσει στὴν Ἀθήνα καὶ τὴ Θεσσαλονίκη ξένα στρατεύματα. Ὁ Ὕπατος Ἁρμοστὴς τῆς Γαλλίας στὴν Ἑλλάδα Σὰρλ Ζονὰρ τὸν συμπεριέλαβε στὴν λίστα μὲ τοὺς πολιτικοὺς ποὺ ἐξόρισε τὸ βενιζελικὸ καθεστὼς στὴν Κορσικὴ καὶ μία ἀνεξάρτητη καὶ εἰλικρινῆ φωνὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μία γέφυρα συνεννόησης ἀνάμεσα στοὺς δύο κόσμους, ἔγινε δωρεὰ στὸ βασιλικὸ στρατόπεδο.

Στὴν Κορσικὴ ὁ Δραγούμης γράφει τὸ τελευταῖο του ἔργο «Σταμάτημα», ἀλλὰ δρᾶ καὶ πολιτικά, ἀφοῦ ἔστειλε τὸ 1918 ἕνα ὑπόμνημα στὶς δυνάμεις τὶς Ἀντὰντ ὑποδεικνύοντας ὅλες τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσέφεραν οἱ βασιλικὲς κυβερνήσεις στὴν Ἀντάντ, ὑπόμνημα τὸ ὁποῖο φανερώνει τὴν ἀδιαμφισβήτη-τη πολιτικὴ ὀξύνοια καὶ διαύγεια τοῦ Δραγούμη.

Τὸ 1919 ἐξορίστηκε στὴ Σκόπελο ὑπὸ ἀπάνθρωπες συνθῆκες, ἀφοῦ τοῦ ἀρνήθηκαν ἀκόμα καὶ νὰ κατέβει στὸν Πειραιᾶ ἀπὸ τὸ πλοῖο νὰ χαιρετίσει τὸν ἡλικιωμένο πατέρα του. Στὴ Σκόπελο ἔμαθε γιὰ τὴν παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴ Σμύρνη καὶ γράφει στὸ ἡμερολόγιό του: «Ρωτῶ, μποροῦσε ὁ ἑλληνισμὸς ν’ ἀκολουθήσει δύο δρόμους; Ἢ τὴ διατήρηση τῆς Τουρκίας καὶ τὴν καλυτέρεψη τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖ ἢ τὴν πολιτικὴ τῆς προσθήκης κομματιῶν τῆς Τουρκίας στὴν Ἑλλάδα: (ἢ τὴν αὐτονόμηση τῶν ἑλληνικῶν περιφερειῶν τῆς Τουρκίας);»

Ἐπιστρέφοντας μετὰ τὴν ἀμνηστία ἀπὸ τὴ Σκόπελο, ὁ Δραγούμης δραστηριοποιήθηκε στὴν ἀντιπολίτευση, ἐξέδωσε ἐκ νέου τὴν Πολιτικὴ Ἐπιθεώρησιν, ἀσκῶντας κριτικὴ στοὺς Βενιζελικούς. Στὶς 31 Ἰουλίου 1920, ὁ Βενιζέλος δεχόταν δολοφονικὴ ἀπόπειρα μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν. Λίγες ὧρες ἀργότερα δολοφονοῦνταν ὁ Δραγούμης στὴν Ἀθήνα. Ἡ δολοφονία του πέρασε στὰ ψιλὰ τῶν ἐφημερίδων, ὁ Βενιζέλος ἐξέφρασε τὴν βαθειά του λύπη καὶ ὀδύνη, ἐνῷ ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Σικελιανὸς συνέθεσαν ἐλεγεῖες γιὰ τὸ δραματικὸ γεγονός.

2. Ἡ κληρονομιὰ τοῦ Ἴωνα Δραγούμη

dragoumis2Ἡ ἰδέα τοῦ Ἔθνους συγκινοῦσε σφοδρὰ τὸν Δραγούμη. Μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι τὰ μοναδικὰ ζωντανὰ πράγματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μονάχα μαζί τους ὑπάρχουν ὅλα τ’ ἄλλα. Ἡ ἐθνικὴ πίστη, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ ἔθνος ξεπερνάει κάθε ἄλλο δυνατὸ προσωπικὸ συναίσθημα. Εἶναι μεγαλύτερη ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν οἰκογένεια. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ πίστη, ὁ ἴδιος βαδίζει σὲ ὑπαρξιακὰ βήματα στὶς προσωπικές του ἀναζητήσεις. Ζητᾶ πολλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ παράλληλα ἀσκεῖ δριμύτατη αὐτοκριτική. Μᾶς παρουσιάζεται γεμάτος ἀντιφάσεις, πότε σημαιοφόρος τῆς ἐθνικῆς προσπάθειας πότε ἔσχατος καὶ σὲ ἀπομόνωση. Ὅρμησε στὴ ζωὴ ἀδιαφορῶντας γιὰ κινδύνους καὶ ψευτοεπισημότητες καὶ καθωσπρεπισμούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης δὲν συμβιβάσθηκε, ὅπως θὰ μποροῦσε, ἀφοῦ ὡς υἱὸς πρώην πρωθυπουργοῦ, μὲ ὑψηλὲς γνωριμίες, καὶ μὲ ἀδιαμφισβήτητες ἱκανότητες, μὲ ἕναν «καλὸ» γάμο καὶ ἐξαιρετικὴ ἐργασία, θὰ μποροῦσε νὰ λύσει γιὰ πάντα τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα ποὺ τὸν ταλάνιζε ὣς τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ ἡγετικὴ μορφὴ τῶν ἀντιβενιζελικῶν ποὺ χρειάζονταν τότε τέτοια στελέχη. Δὲν τὸ ἔκανε. Ἐγκατέλειψε τὰ πάντα γιὰ τὰ βουνὰ τῆς Μακεδονίας, τῆς Θράκης, καὶ ἄλλων δυσμενῶν μεταθέσεων, ἀγάπησε τὴν πατρίδα καὶ τὸ ἔθνος, ἔμεινε ρομαντικός, πολιτεύτηκε ἀνεξάρτητος, χωρὶς ποτὲ νὰ πλησιάσει τὸ περιβάλλον τοῦ βασιλιᾶ.

Στὸ ἔργο τοῦ «Ὅσοι ζωντανοὶ» ὁ Δραγούμης περιέγραψε τὸ ὅραμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιθυμοῦσε ὁ νεοελληνικὸς πολιτισμὸς νὰ βασισθεῖ στὴ γλῶσσα, στὰ ἔθιμα, στὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἁπλοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ μεγαλουργήσει καὶ πάλι. Τὸ Ἀνατολικὸ Κράτος ὅμως ποὺ ὀνειρεύονταν ὁ Δραγούμης μὲ τὴν πολιτιστικὴ κυριαρχία τῶν Ἑλλήνων ἔμεινε ἁπλῶς ὡς σκέψη, ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἀπήντησαν μὲ τὴν ἐθνικὴ ἐκκαθάριση.

Ὁ Δραγούμης θεωροῦσε ὅτι τὸ ἔθνος εἶναι βαθμίδα ἀνυψώσεως τοῦ πολίτη καὶ οἱ προτάσεις του γιὰ τὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση, διοικητικὴ ἀποκέντρωση, συνεταιρισμούς, εἶναι ἐξαιρετικὰ προοδευτικὲς γιὰ τὴν ἐποχή του καὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐνῷ ἔκανε καὶ ἀγῶνα γιὰ τὴν εἰσαγόμενη β α υ α ρ ι κ ὴ κ ρ α τ ι κ ὴ ὀργάνωση, τὴν ὁποία ἀπεχθανόταν.

Ὁ Δραγούμης ἐπιθυμοῦσε τὴν ὀργάνωση τῶν Ἑλλήνων σὲ Κοινότητες – θεσμὸ κατεξοχὴν ἑλληνικὸ πάνω στὸν ὁποία στηρίχτηκε σὲ δύσκολες στιγμὲς- θεωρῶντας ὅτι τὸ κράτος ποὺ φροντίζει γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες τῶν πολιτῶν καταστρέφει τὶς δημιουργικές του δυνάμεις: «Τὸ ὑγιὲς κύτταρο τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶναι οἱ κοινότητες. Ἡ δραστηριοποίησή τους θὰ ἀποκεντρώσει τὸ ὑδροκεφαλικὸ ἀθηναϊκὸ κράτος, ποὺ ἀγνοεῖ τῆς ἀνάγκες τῆς περιφέρειας. Πρέπει νὰ δοθοῦν αὐξημένες ἁρμοδιότητες στὶς κοινότητες γιὰ νὰ ἀνθήσει παντοῦ ὁ ἑλληνισμὸς καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ὁ συγκεντρωτισμὸς καὶ ὁ κοσμοπολιτισμὸς τῶν ἀστικῶν κέντρων», ἔγραφε ὁ Δραγούμης.

Ἀλλοῦ εἶναι πιὸ συγκεκριμένος καὶ πιὸ καυστικός : «Σιχαίνομαι τὴ φρονιμάδα σου. Ἂν μποροῦσα νὰ καταστρέψω μόνος μου τὸ κράτος τὸ ἑλληνικὸ θὰ τὸ ἔκανα ἀμέσως. Τί χρησιμεύει ἕνα κράτος ἑλληνικὸ ποὺ ἀντὶ κάθε ἄλλη ἐξωτερικὴ πολιτικὴ διορίζει προξένους στὴν Ἀνατολὴ καὶ πρέσβεις στὴ Δύση καὶ τοὺς ξεπροβοδίζει μὲ τὴν μονάκριβη εὐχὴ καὶ ὁδηγία «προσέχετε νὰ μὴν γεννᾶτε ζητήματα». Ἂν τὸ κράτος δὲν νοιώθει τί μπορεῖ καὶ τί πρέπει νὰ κάνει, δὲν ἀξίζει νὰ ζεῖ. Ἔχουμε δυνάμεις ἀμέτρητες καὶ στὴν Μακεδονία καὶ στὴ Θράκη καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολή. Καὶ ἂν τὸ κράτος δὲν τὶς ξέρει, δὲν θὰ πεῖ πὼς πρέπει νὰ μὴν τὶς ξέρω καὶ ἐγώ. Καὶ ἂν τὸ κράτος τὶς ἀφήνει κρυμμένες ἢ σκόρπιες καὶ δὲν θέλει νὰ τὶς περιμαζέψει, δὲν εἶναι λόγος νὰ μὴν τὶς περιμαζέψω ἐγώ, ἢ τουλάχιστον νὰ προσπαθήσω. Ναί, ἐσὺ θὰ σώσεις τὸ ρωμέικο, ὦ φρόνιμε. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ξέρει ὅτι σὲ αὐτὸν ἔλαχε νὰ σώσει τὸ ἔθνος του, ἔτσι θὰ προσπαθήσουν πολλοὶ καὶ θὰ τὸ σώσει ὅποιος μπορέσει. Καὶ ἀλήθεια νὰ ἦταν πὼς οὔτε ἕναν Ἕλληνα δὲν βρίσκεις στὴν Μακεδονία, πρέπει νὰ εἶναι Ἑλληνικὴ ἡ Μακεδονία. Ἄλλα κράτη ἁρπάζουν πολιτεῖες καὶ χῶρες καὶ ἐμεῖς, καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι δικά μας, καὶ ἐκεῖνα δὲν κρατοῦμε. Σκιαζόμαστε μὴν μᾶς ποῦν οἱ Εὐρωπαῖοι πὼς δὲν εἶναι δικά μας. Μὲ ντροπή μας μεγάλη καὶ δειλὰ-δειλὰ ξεστομίζουμε πὼς ἔχουμε κάποια ἐπιρροὴ στὴν Μακεδονία, γιατί τί θὰ πεῖ ἡ κοινὴ γνώμη ἂν μᾶς ἀκούσει; »

Ἀφοῦ οἱ Βούλγαροι τὴν ἔχουν στὸ μάτι τὴν Μακεδονία καὶ φωνάζουν καὶ τὴν θέλουν δική τους, ταιριάζει νὰ μὴν τὴν θέλουμε ἐμεῖς; Δὲν μὲ μέλει ἂν βάλω σὲ δύσκολη θέση τὴν κυβέρνηση, μία κυβέρνηση ποὺ δὲν τὴν σέβομαι, δὲν εἶμαι καμωμένος γιὰ τὴν κυβέρνηση ἢ γιὰ τὸ κράτος, ἔγινα γιὰ τὸ ἔθνος, καὶ τὸ ξέρω ἐπειδὴ γι’ αὐτὸ ἴσα-ἴσα πονῶ. Γιὰ τὴν κυβέρνησή μου ἔρχεται σιχαμὸς καὶ καταφρόνια, ἅμα συλλογίζομαι τὴν κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω καὶ μαραίνομαι.»

Σηκώνομαι, ξανοίγω καὶ ἀνθοβολῶ ἅμα νοιώθω τὸν Ἑλληνισμό. Σὲ ὅποια γωνιὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἂν βρεθῶ, θὰ πασχίζω πάντα νὰ δυναμώνω, νὰ ξυπνῶ, νὰ ζωντανεύω τὴν ψυχή του, καὶ ἂς γίνει ὅ,τι γίνει. Ξυπνῶ κάθε ὕπνο, κεντρίζω κάθε βαρεμό, συνδαυλίζω κάθε στάχτη, ξεσκεπάζω κάθε σπίθα κρυμμένη καὶ ἀνάβω κάθε φωτιὰ σβησμένη, βγάζω κάθε πνοὴ κουρασμένη καὶ παίζω κάθε χορδὴ σιωπηλή. Ξυπνῶ, ξυπνῶ, ξυπνῶ».

Ὁ «Ἄνθρωπος», γράφει ὁ Δραγούμης, «εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει οἰκογενειακὴ ἀνατροφή, εἴτε σὲ πολιτεία ἀνατράφηκε εἴτε σὲ χωριό, εἴτε ξέρει γράμματα εἴτε δὲν ξέρει. Ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ παίρνει τὴ δουλειὰ τοῦ πατέρα του καὶ τὴν καλυτερεύει….Ὁ ἄ ν θ ρ ω π ο ς τοῦ κάθε τόπου, ἐκεῖνος καὶ καλύτερα μπορεῖ νὰ φροντίζει γιὰ τὸν τόπο του, γιατί ἐκεῖνος καὶ πιὸ κοντὰ εἶναι καὶ κάθε μέρα τὸν βλέπει, δηλαδὴ τὸν ξέρει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον καὶ τὸν πονεῖ περισσότερο». (Κοινότης, ἔθνος καὶ κράτος. Γνῶμαι τοῦ Ἴωνος Δραγούμη 1907-1919, 1923. 11).

Ἔχουν ἐνδιαφέρον οἱ ἀπόψεις τοῦ Δραγούμη γιὰ τὴ Ρωμηοσύνη καὶ τὸ πῶς πρέπει νὰ κυβερνᾶ: «Τοῦ Ρωμιοῦ δὲν τοῦ λείπει ἡ ἀξιοσύνη νὰ κυβερνιέται πολιτικὰ ὁ ἴδιος, μὰ πρέπει μονάχα πρῶτα νὰ νιώσει μὲ τί τρόπο ἔζησαν καὶ ζοῦν οἱ Ἕλληνες στὸν κόσμο, ποιός κοινωνικὸς ὀργανισμὸς τοὺς βαστᾶ. Οἱ Ἕλληνες ζοῦν πάντα σὲ κοινὰ ἰδιοκυβέρνητα. Λοιπὸν ὁ Ἕλληνας ἢ οἱ Ἕλληνες ποὺ θὰ κυβερνήσουν πολιτικὰ τοὺς Ἕλληνες πρέπει ὄχι νὰ καταστρέψουν τὰ κοινὰ αὐτά, παρὰ νὰ τὰ ἀφήσουν, νὰ τὰ περιποιηθοῦν, νὰ τὰ μεταχειρίζονται, νὰ τὰ ἐκμεταλλεύονται πολιτικά. Μ’ ἄλλα λόγια εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνουν ἴσα ἴσα τὸ ἀντίθετο ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἔκανε ὣς τώρα τὸ ἑλλαδικὸ κράτος». (Κοινότης, ἔθνος καὶ κράτος. Γνῶμαι τοῦ Ἴωνος Δραγούμη 1907-1919, 1923. 19).

Ο Ίων Δραγούμης  με τον πατέρα του Στέφανο

Ο Ίων Δραγούμης με τον πατέρα του Στέφανο

Ἔχει ἐπίσης ἐνδιαφέρον ἡ ἄποψή του γιὰ τὴ ροὴ τῆς γλώσσας καὶ τῆς παράδοσης, ποὺ συνθέτουν τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἔθνους «Δύο παραδοσες μᾶς κληροδότησε ὁ βυζαντινὸς πολιτισμός, μία τὴ σχολαστικὴ λογιότατη καὶ μία τὴ λαϊκὴ δ η μ ο τ ι κ ή . Αὐτὴ ἡ δεύτερη παράδοση εἶναι ὁ ἐσωτερικότερος καὶ γνησιότερος κρίκος ποὺ μᾶς συνεδένει μὲ τοὺς παλιότερους ἑλληνικοὺς πολιτισμοὺς ὅλους. Ἡ ἄλλη μόνο φαινομενικὰ καὶ ἐξωτερικὰ μᾶς θυμίζει τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ καὶ τὸν ἑλληνιστικὸ πολιτισμὸ καὶ βαστάει ἀκόμα μερικὰ ξώφλοια τῆς ψυχῆς μας, ἐπειδὴ κολλήθηκε κιόλα τοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ καὶ ἡ δική μας ἴσαμε τώρα. Ἡ λογιότατη παράδοση εἶναι τὸ τελευταῖο φανερὸ ἀπομεινάρι τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, σὰν ἕνα ξερὸ φύλλο ποὺ δὲν ἔπεσε ἀκόμα ἀπὸ τὸ δέντρο. Ὁ χυμὸς τοῦ δέντρου εἶναι ἡ δημοτικὴ παράδοση…Εἶναι σὰν ἕνα ζεστὸ ρεῦμα ζωῆς, ποὺ περνᾶ αἰῶνες τώρα στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς τῶν Ἑλλήνων καὶ βαστᾶ μὲ τὴν αἰώνια ροή του τὴν ἑνότητα ἢ ὁμοιότητα τῆς μορφῆς της». («Νεοελληνικὸς πολιτισμός».) Ὁ Ἑλληνισμός μου καὶ οἱ Ἕλληνες (1903- 1909). Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς (1913). 1927. 189).

Τὸ «Μαρτύρων καὶ Ἡρώων Αἷμα», εἶναι τὸ πρῶτο ἔργο τοῦ Δραγούμη, τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε τὸ 1907 (δεύτερη ἔκδοση 1914), μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἴδας, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρθρογράφησε καὶ στὸν «Νουμᾶ». Τὸ «Μαρτύρων καὶ Ἡρώων Αἷμα» προσεγγίζει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὰ προβλήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ μὲ ἔντονο τρόπο, ἀφοῦ κυριαρχεῖ ὁ πρόσφατος θάνατος τοῦ γαμπροῦ τοῦ Παύλου Μελᾶ, ἐνῷ καὶ στὰ ἑπόμενα ἔργα του «Σαμοθράκη», «Ὅσοι Ζωντανοί», «Μονοπάτι», «Σταμάτημα», παρότι ὑπάρχει ἡ αὐτοβιογραφία στὸ προσκήνιο, παράλληλα ἐμφανίζονται σὲ κάθε λέξη οἱ ἰδέες του γιὰ τὴν πατρίδα.

Στὸ ἔργο του «Σαμοθράκη» ὅπου περιγράφει τὴν ἱστορία τοῦ νησιοῦ, τὸ Ὁλοκαύτωμα τοῦ 1821 καὶ στηλιτεύει ὅσους συμπεριφέρονται σὰν ραγιάδες, ἀνάμεσα στὶς περιγραφὲς τῆς φύσης, τῶν ἀνέμων, βρίσκεται ἡ ἀναφορὰ γιὰ τὸ ἔθνος, γιὰ τὸ μέλλον του: «Καὶ στεκόταν ἡ Σαμοθράκη ἔτσι, ὁλοζώντανη, μαγεμένη, ὄμορφο, μεγάλο, ἀτίμητο στολίδι, ζωσμένο ἀπὸ τὴν τρισεύγενη θάλασσα, νησὶ ξεχωριστὸ μέσα στὰ νησιά. Στὴ μορφή της ἀγαποῦσα λιγάκι ὅλα τὰ νησιὰ μὲ τὰ χρυσὰ τὰ ἀκρογιάλια…Κάθε πέτρα ἑλληνικὴ τί εὐγενικὴ ποὺ εἶναι… Νά, τὸ ἔθνος μου εἶναι κακομοιριασμένο, πάει νὰ χαθῆ καὶ τὴ δυστυχία του τὴν ἀγαπῶ. Ὁ καθένας κοιτάζει τὶς δουλειές του καὶ ‘γῶ ἄλλη δουλειὰ δὲν ἔχω παρὰ νὰ μαθαίνω τὶς σκόρπιες δυνάμεις τῆς φυλῆς μου… Καθένας ποὺ καταγίνεται μὲ τὴ φυλὴ τοῦ δυναμώνει τὴν ψυχή της, τῆς προσθέτει ἕναν κόκκο ἀκόμα κοντὰ στοὺς τόσους ἄλλους… Εἶναι πλούσια ἡ ψυχὴ τῆς πολὺ παλιᾶς φυλῆς μου, μὰ πάντα χρειάζεται καινούριους κόκκους γιὰ νὰ τὴ δυναμώνουν… Στὰ σχολειὰ δακρύζει κάποτε μυστικὰ ἡ ψυχή μου, ποὺ ἀκούω τὰ παιδιὰ τοῦ ἔθνους μου νὰ τραγουδοῦν παλιὰ γνωστὰ τραγούδια… Ἕνα ἔθνος, ποὺ γεννᾶ ἀνθρώπους τέτοιους, ποὺ κάνουν ὡραῖες πράξεις εἶναι ζωντανό. Κάθε καινούρια πράξη τοὺς ζωντανεύει τὴν ἐθνικὴ συνείδηση».

Στὰ ἔργα τοῦ Δραγούμη ὑπάρχουν ἐξαιρετικὲς σκέψεις γιὰ τὸ νέο ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Ἕλληνας, γιὰ τὶς βασικὲς ἀξίες ποὺ πρέπει νὰ ἀναδειχθοῦν: «Δὲν τοὺς χρειάζομαι τοὺς ἀνθρώπους τῶν λεγόμενων «νέων ἰδεῶν». Ἀνθρώπους νέων χαρακτήρων καὶ νέας ὑγείας μπορεῖτε νὰ μοῦ φτιάσετε; Αὐτὸ θέλω. Οἱ ἰδέες πάντα θὰ ἔρχονται, εἴτε νέες εἴτε παλιές. Ὁ ἄνθρωπος πάντα ἰδέες θὰ σκαρώνει, μὴ φοβᾶστε. Καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶναι νέες ἢ παλιές. Θὰ εἶναι πάντα νέες ἂν προέρχονται ἀπὸ ἀνθρώπους ὑγιεινοὺς καὶ μὲ χαραχτῆρα. Οἱ ἰδέες εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς, τῆς κάθε κατάστασης τοὺς ἀνθρώπου, σὰ μία αἴγλη γύρω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μία φωτοβολῆ ποὺ ἀπ’ αὐτὸν βγαίνει». (Ἡμερολόγιο, Βερολίνο, Μάης 1914. Φύλλα ἡμερολογίου Ε΄ (1913- 1917). Ἑρμῆς, 1986. 68).

«Ἡ μουσικὴ τοῦ τόπου σου συμπυκνώνει ὅλα τὰ αἰσθήματα τῆς φυλῆς σου καί, σὰν τὴν ἀκοῦς, ξυπνάει μέσα σου ὅλος ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ βράζει καὶ σὲ ἀναστατώνει. Τὰ τραγούδια τὰ ἑλληνικὰ δυναμώνουν τὴν ἑλληνικὴ ψυχή σου καὶ τὴ συνθέτουν, ἀφοῦ τὴν ἀναλύσουν πρῶτα σὲ μύρια φῶτα, πλούτη καὶ χρώματα. («Νεοελληνικὸς πολιτισμός». Ὁ Ἑλληνισμός μου καὶ οἱ Ἕλληνες (1903-1909). Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς (1913). 1927. 222).

«Γιατί νὰ πασκίζουν νὰ μιμηθοῦν ξένα μοντέλα καὶ ξένες τεχνοτροπίες; Γιατί νὰ θέλουν καὶ καλὰ νὰ κοιτάζουν μὲ ξένα μάτια, ὅταν εἶναι τόσο εὔκολο τὰ δικά τους μάτια νὰ ἀνοίξουν ὀρθάνοιχτα καὶ νὰ κοιτάξουν γύρω; Θὰ βροῦν ὅ,τι θέλουν, φτάνει νὰ προσέξουν, καί, ἅμα αἰσθανθοῦν τὰ πράγματα ποὺ βλέπουν, θὰ τὰ ἐκφράσουν μὲ τὸ πινέλο τους καλύτερα ἀπὸ κάθε ξένο. («Νεοελληνικὸς πολιτισμός». Ὁ Ἑλληνισμός μου καὶ οἱ Ἕλληνες (1903-1909). Ἑλληνικὸς πολιτισμός (1913). 1927. 224).

«Τὸ κράτος χρησιμεύει διὰ τὴν αὐτοσυντηρησίαν τῆς φυλῆς, ποὺ εἶναι ἀπείρως πολυτιμοτέρα ἀπὸ τὴν ἁπλῆν αὐτοσυντηρησίαν τοῦ κράτους. Διότι τὰ κράτη δὲν δημιουργοῦν τίποτε, μόνον συντηροῦν καὶ ὑποβοηθοῦν, τὰ ἔθνη ὅμως δημιουργοῦν πολιτισμούς». («Προγραμματικοὶ πολιτικοὶ στοχασμοί», Πολιτικὴ Ἐπιθεώρησις, 1916. Θ. Παπακωνσταντίνου (ἐπιμ.), Ἴων Δραγούμης καὶ πολιτικὴ πεζογραφία. Βασικὴ Βιβλιοθήκη, 39. Ἐκδοτ. οἶκος Ἰωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, 1957. 90).

3. Ἀντὶ ἐπιλόγου

Ὁ Δραγούμης ἀποτελεῖ μία σημαντικὴ φυσιογνωμία τῆς πολιτικῆς, τῆς διπλωματίας, τῆς λογοτεχνίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Συνέβαλε μὲ τὴν προσωπικότητά του, τὴ δραστηριότητά του, τὸ ἔργο του στὴ διαμόρφωση τῆς ταυτότητας τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Δραγούμη γιὰ τὸ ἔθνος, ἡ κοινοτικὴ ὀργάνωση, ἡ ἀποκέντρωση, ἡ συνεργατικὴ ὀργάνωση, οἱ ἀμέτρητες δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ παιδεία, ἡ ρωμαίικη ἀντίληψη, ἡ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ πολιτικὴ διακυβέρνηση, ἡ ὑποκρισία τῆς καθεστηκυίας τάξης, ἡ ἀπέχθεια πρὸς τὸν μιμητισμὸ τοῦ ξένου, εἶναι ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἐκφάνσεις τοῦ ἔργου του, ποὺ ὄχι ἁπλῶς εἶναι ἐπίκαιρο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ μήνυμα διαμόρφωσης μίας ἄλλης πορείας τοῦ ἔθνους, τοῦ κράτους, τῆς διπλωματίας, τῆς πολιτικῆς, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Δραγούμης, μὲ τὴ ζωὴ του ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μαρτυρικό του θάνατο ἔδειξε μία ἄλλη στάση πορείας τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἕλληνα, τοῦ Ρωμηοῦ, ποὺ ξέρει νὰ ἀγωνίζεται ἀκόμη καὶ νὰ θυσιάζεται γιὰ τὶς ἰδέες του καὶ γιὰ τὸ Ἔθνος.



Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *