Ο μύθος της ανάπτυξης & τα οικονομικά του Μ. Αλεξάνδρου

Πηγή: KoolNews

Γράφει η καθηγήτρια Μαρία Νεγρεπόντη- Δελιβάνη

Τον τελευταίο καιρό, ζούμε καταστάσεις απόλυτου παραλογισμού. Ενώ, δηλαδή, όλες σχεδόν οι εκφάνσεις της οικονομίας εμφανίζουν εικόνα επιδείνωσης, διοχετεύεται παράλληλα και προς όλες τις κατευθύνσεις μια άκρατη θριαμβολογία, που δήθεν διαπιστώνει το «πόσο καλά πηγαίνει η οικονομία» μας. Οι αβάσιμες αυτές δηλώσεις δεν θα προκαλούσαν απορία αν πήγαζαν αποκλειστικά και μόνο από κυβερνητικούς κύκλους, ιδίως όταν αυτές συμπίπτουν με διευρυμένη προεκλογική περίοδο.

Αυτό που είναι όμως καταργχήν ανεξήγητο είναι ότι με αυτές τις μη σοβαρές προοπτικές για την ελληνική οικονομία συμπορεύονται και αρκετοί ιθύνοντες της ΕΕ. Έχει, συνεπώς, ενδιαφέρον να δειχθεί, το πόσο αιθεροβάμονες είναι όσοι υποστηρίζουν ότι η ελληνική οικονομία άφησε πίσω της την κρίση, αλλά και στη συνέχεια να ανατρέξουμε στις πιθανές ερμηνείες, για τις οποίες, οι εταίροι μας φαίνεται να επέλεξαν την αλλοίωση της πραγματικότητας, στο συγκεκριμένο αυτό θέμα.

Με βάση ποια θεωρία

Ας δούμε λοιπόν μερικούς από τους δείκτες της συνεχιζόμενης επιδείνωσης: Πρώτον, στο διάστημα των 9 τελευταίων ετών επιβλήθηκαν, στην Ελλάδα, τρία Μνημόνια, από τους εταίρους και το ΔΝΤ, με στόχο τη σταθεροποίηση της οικονομίας της. Το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα, ανάμεσα και σε άλλα, των τριών αυτών μνημονίων, είναι η εκτόξευση του χρέους, από 109% στο ΑΕΠ (ή 262 δισ. ευρώ), που ήταν πριν από την κρίση, σε 180,4% αντίστοιχα, σήμερα (ή σε 322, 568 δισ. ευρώ). Και στο παραπάνω αυτό ποσό του σημερινού χρέους, θα πρέπει να προστεθούν και άλλα 101 δισ. ευρώ, που είναι χρέη ιδιωτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο, και που εξαιτίας της φτωχοποίησής τους αδυνατούν να ξεπληρώσουν.

Ερωτάται, λοιπόν: Με βάση ποια θεωρία ή και ποια απλή λογική, θα μπορούσε σοβαρά να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία, είναι τώρα πιο σταθεροποιημένη, από ότι ήταν στην αρχή της κρίσης; Και, αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της, δηλαδή της δυνατότητας αποπληρωμής του, πότε ο βαθμός αυτής της βιωσιμότητας ήταν υψηλότερος: πριν ή μετά την επιβολή αυτών των δήθεν σταθεροποιητικών Μνημονίων; Να συνυπολογιστεί, ακόμη, ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2001- 2008, ήταν περίπου 4%.

Αντιθέτως, μετά την επιβολή των Μνημονίων, και ως το 2017, η Ελλάδα κατέγραφε συνεχείς αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρότι διατυπώνονταν μονίμως και αιθεροβάμονες προβλέψεις, που δήθεν έβλεπαν ανάπτυξη. Το 2017, ήταν η πρώτη χρονιά με θετικό πρόσημο της ελληνικής ανάπτυξης. Με το αναιμικό 1.4%, που υπολείπεται του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ, του 2.4%, αλλά που επιβεβαιώνει τις προβλέψεις του ΔΝΤ για ετήσια ανάπτυξη της χώρας μας, τις επόμενες δεκαετίες, που θα κυμαίνεται γύρω στο 1%.

Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την καταστροφή της παραγωγικής βάσης, της μετανάστευσης 600.000 νέων στο εξωτερικό, της υπογεννητικότητας και των βασικών αναπτυξιακών ροπών που έχουν καταποντιστεί, σκηνοθετούν με επιτυχία το σκηνικό της ελληνικής τραγωδίας στα χρόνια των Μνημονίων. Πώς, λοιπόν, να στηρίξουν αισιόδοξες αναμονές;

Η χαριστική βολή

Δεύτερον, επιτεύχθηκε, όμως, όπως θα αντιτάξουν οι αιθεροβάμονες, εξυγίανση του ελλείμματος, και όχι μόνο, αλλά και ετήσιο παχυλό πρωτογενές πλεόνασμα. Σωστά! Αλλά, ακριβώς, οι μεθοδεύσεις για την υλοποίηση αυτού του αποτελέσματος, έδωσαν τη χαριστική βολή στην προοπτική ανάπτυξης αυτού του τόπου, δεδομένου ότι η πηγή του ήταν και είναι η αποστράγγιση της κινητήριας δύναμης της οικονομίας. Πρόκειται, πράγματι, για αυταπόδεικτη διαπίστωση, με βάση τα ελάχιστα ακόλουθα στοιχεία, που επιλεκτικά αναφέρω, μεταξύ σωρείας άλλων:

Η ελληνική αποταμίευση των νοικοκυριών εμφανίζεται, συνεχώς, την περίοδο των μνημονίων, με αρνητικό πρόσημο, και είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης με το θανάσιμο αυτό χαρακτηριστικό για την επιβίωσή της. Χάριν παραδείγματος αναφέρω ότι το 2016 η ελληνική αποταμίευση ήταν -6.8% του ΑΕΠ, έναντι 12,1% αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη.

Η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη ιδιωτική κατανάλωση στην Ευρωζώνη, η οποία το 2017 καταγράφει αύξηση 0,1% (μπορεί να οφείλεται και σε στατιστικό λάθος), ενώ η αντίστοιχη αύξηση της ΕΕ είναι 1.9%.

Το 2018, όπως όλα δείχνουν, θα αποδειχθεί μια ακόμη χρονιά με τις χειρότερες επιδόσεις, για την Ελλάδα, σε ότι αφορά στη διενέργεια ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων. Και αναφορικά με τον προϋπολογισμό του 2019, προβλέπεται μείωση των δημοσίων επενδύσεων, κατά 500 εκατ. ευρώ, παρότι η αύξησή τους θα μπορούσε να βελτιώσει τη λειτουργία της οικονομίας. Περιττό να επεκταθώ και στο θλιβερό κεφάλαιο της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, καθώς αυτές απεικονίζονται με τον τραγικότερο δυνατό τρόπο στην υπαγωγή ολόκληρης της Ελλάδας στο Υπέρ ταμείο.

Το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων ανέρχεται σε 4,51% έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη. Η κακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών δεν ευνοεί τη χρηματοδότησή τους στην οικονομία, που μειώθηκε το 2017 κατά 0,1%, έναντι αντίστοιχης αύξησης κατά 3,1% στην Ευρωζώνη.

Με βάση αυτά τα στοιχεία και αυτές τις εξελίξεις, όσο και αν κάποιοι επιλέγουν τους αιθέρες, στη θέση της πραγματικότητας, είναι πάντως απολύτως αδύνατον να θεμελιώσουν αισιόδοξες προοπτικές για την ελληνική οικονομία, στο παρόν και στο μέλλον.

Αισιόδοξοι εταίροι

Και όμως οι εταίροι μας συμμερίζονται την αισιοδοξία της Κυβέρνησης. Και αδιαφορούν για το αυταπόδεικτο της μη βιωσιμότητάς του, όντος, αστρονομικού ελληνικού χρέους. Αδιαφορία που καταρχήν φαίνεται ανεξήγητη. Υπάρχει, φυσικά, εξήγηση, διότι πράγματι οι δανειστές έχουν δίκαιο να πιστεύουν ότι δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα, με την ελληνική περίπτωση. Και τούτο, διότι εξασφαλίζουν κάθε χρόνο, ένα τερατώδες πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο, έστω και χωρίς ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα καταβάλλεται στο διηνεκές. Και αναφορικά με τη μη βιωσιμότητα του χρέους, δεν υπάρχει επίσης ουδείς λόγος ανησυχίας, εφόσον οι δανειστές έχουν ως ενέχυρο ολόκληρη την Ελλάδα με τον επίγειο, υπόγειο και αέρινο πλούτο της.

Παρά ταύτα, οι εταίροι-δανειστές μας διατυπώνουν, κατά διαστήματα, ανησυχίες που συγκεντρώνονται στο χώρο της «ταχύτητας με την οποία διενεργούνται οι μεταρρυθμίσεις». Οι κατηγορίες εναντίον μας έχουν συρρικνωθεί τον τελευταίο καιρό, και αναφέρονται μόνο στην καταγραφή «καθυστερήσεων», στην υλοποίηση των «μεταρρυθμίσεων».

Αλλά, ποιών ακριβώς «μεταρρυθμίσεων»; Μα, θα μου αντιτάξουν κάποιοι: «μπορεί να υπάρχουν αμφιβολίες για την αδήριτη ανάγκη της χώρας να προβεί σε σωρεία μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα απομακρύνουν τα εμπόδια για ανάπτυξη»; Αναμφίβολα απαιτούνται σημαντικές και πολύπλευρες μεταρρυθμίσεις, στην Ελλάδα. Αλλά, ωστόσο, το γεγονός που προβληματίζει είναι ότι οι δανειστές, από την αρχή της κρίσης, ενδιαφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνον:

Πρώτον, για τον στραγγαλισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και για το κλάδεμα μισθών και συντάξεων, και δεύτερον, για τις «ιδιωτικοποιήσεις» και την ταχύτητα υλοποίησής τους.

Και, πιστεύω ότι η εξαγωγή του σχετικού συμπεράσματος δεν είναι δύσκολη: η ελαχιστοποίηση μισθών και συντάξεων εξασφαλίζει τα δρακόντεια πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις, που πρέπει μάλιστα να επιταχύνονται, κατά τους εταίρους-δανειστές, περνούν σε δόσεις ολόκληρη την Ελλάδα, στους δανειστές.

Αν, τα παραπάνω διανθιστούν και με συμπλήρωμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού, προβάλλει η τελευταία πράξη αυτής της εννιάχρονης ελληνικής τραγωδίας, με τη διαβεβαίωση να μην τελειώσει ποτέ. Το «ποτέ» βέβαια, σε ανάλογες περιπτώσεις, ενδέχεται να παραβιαστεί μέσω, π.χ. της εξέγερσης του λαού.

Αλλά, και αυτή η πιθανότητα φαίνεται να απομακρύνεται, καθημερινά, χάρη στις εντατικές προσπάθειες των αρμοδίων, για δαιμονοποίηση κάθε μορφής εθνικής συνείδησης, στους νέους, αρχίζοντας από το δημοτικό: «η σημαία και οι παρελάσεις δεν μας χρειάζονται….η αρχαία ιστορία και οι αγώνες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας ενισχύουν την εχθρότητα μεταξύ των λαών και καλόν είναι να πάψουν να διδάσκονται, η ορθοδοξία δεν υπάρχει λόγος να προβάλλεται περισσότερο από άλλες θρησκείες, γιατί ενοχλούνται οι μειονότητες και οι πρόσφυγες» κ.ο.κ. Γι’ αυτό, και δυστυχώς, το «ποτέ» κινδυνεύει, πιθανότατα, να υπερισχύσει, εκτός αν ο Θεός της Ελλάδας θελήσει να τη σώσει.



Πηγή: Γιώργος Ε. Φραγκούλης
Ἀναδημοσιευση ἀπό: Το καραβάκι της ιστορίας

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *