Ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο

Κωστή Παπαγιώργη – Σωκράτης. Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί –

[Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995, σελ. 14 – 21]

papagiorgi-sokratis-o-nomothetis-pou-aytoktonei

Καθώς το πλοίο από τη Δήλο φτάνει, όπως είπαν άνθρωποι πού ήρθαν από το Σούνιο, ο Κρίτων επισκέπτεται τον μελλοθάνατο για την τελευταία παράκληση. Υπάρχουν φίλοι πού δίνουν τα αναγκαία χρήματα: ο Σιμμίας ο Θηβαίος, ο Κέβης, ο ίδιος ο Κρίτων και άλλοι πολλοί. Υπάρχουν, ακόμη, πρόθυμα άτομα πού, με μικρή αμοιβή, θα τον μεταφέρουν μακριά (σῶσαί σε καὶ ἐξαγαγεῖν ἐνθένδε). Το μόνο πού μένει είναι η συγκατάθεσή του, για την οποία ο Κρίτων, ακόμη και στις τελευταίες στιγμές, δεν παύει να τον θερμοπαρακαλεί: ἀλλ’, ὦ δαιμόνιε Σώκρατες, ἔτι καὶ νῦν ἐμοὶ πιθοῦ καὶ σώθητι.

Ο χρόνος φυραίνει και απόφαση δεν έχει παρθεί ακόμη· η ταραχή τους είναι περί του πρακτέου· και κάθε πράξη, καθώς το θυμίζει και ο υπότιτλος του διαλόγου, γεννά ένα πρόβλημα ηθικό, άρα κάτι αρεστό στον Σωκράτη. Η διαλεκτική θα πάρει τον λόγο: «Πρέπει, λοιπόν, να σκεφτούμε αν αρμόζει να κάνουμε αυτό το πράγμα. Γιατί εγώ όχι μόνο τώρα, αλλά και πάντοτε έτσι θα φέρνομαι, ώστε να πείθομαι στον λόγο πού θα μου φαίνεται ο πιο σωστός». Εφόσον ο δάσκαλος δέχεται τον διάλογο, ο μαθητής, προτού αποστομωθεί τελειωτικά, έχει ακόμη την ευκαιρία να του αλλάξει τη γνώμη. «Ας σκεφτούμε μαζί, φίλε, και αν σε κανένα μέρος της ομιλίας μου έχεις κάποια αντίρρηση, πες τη μου και θα πειστώ (ἀντίλεγε καί σοι πείσομαι), ειδεμή, πάψε πια, καλότυχε, να μου αραδιάζεις τα ίδια και τα ίδια…» (48 d-e).

Σύμφωνα με τη γλώσσα του συρμού, o μαθητής έχει δίκιο πέρα για πέρα· κατηγορούν τον δάσκαλό του για αθεΐα (νομίζοντα δαιμόνια καινά), αυτόν πού έζησε πάντα θεοταγής (ἐμοὶ δὲ τοῦτο, ὡς ἐγώ φημι, προστέτακται ὑπὸ τοῦ θεοῦ) και πιστός στο του Θεού σημείον. Τον κατηγορούν για διαφθορά των νέων (δηλαδή τον κατηγορούν ως σοφιστή), αυτόν πού αφιέρωσε τη ζωή του στην εκπαίδευση των συμπολιτών του. Στοιχεία όλα αυτά πού συγκροτούν την εικόνα ενός ανθρώπου πού έχει κακόβουλες προθέσεις απέναντι στην ίδια του την πόλη.

Κι όμως, είναι από τούς λίγους πολίτες πού έζησαν ισόβια μέσα στην Αθήνα και πέρασαν τα σύνορά της μόνο και μόνο για να την υπερασπιστούν. Πρώτα στην Ποτίδαια, όπου έσωσε τον τραυματισμένο Αλκιβιάδη μαζί με τα όπλα του· ύστερα στη Βοιωτία, όπου έσωσε από βέβαιο θάνατο τον Ξενοφώντα, κουβαλώντας τον στους ώμους του αιμόφυρτο. Τέλος στην Αμφίπολη.

Παντού και πάντα έκανε το πολιτικό του καθήκον στο ακέραιο: έθεσε τη μοίρα της πόλης πάνω από την προσωπική του τύχη. Υποστηρίζοντας, όμως -με τα όπλα στο πεδίο της μάχης, με τα λόγια στο πεδίο της πόλης- , απόλυτες ηθικο-πολιτικές αρχές, είναι σαν να ψάχνει για εχθρούς και δήμιους. Και, φυσικά, δεν θα αργήσει να τούς βρει. Η σχετικότητα και η συναλλαγή θα τον μισήσουν μέχρι θανάτου. Επιστρατεύοντας το ψέμα και τη συκοφαντία, θα προσπαθήσουν να παραχαράξουν την ταυτότητά του. Στο δικαστήριο, αφού ακούσει κατάπληκτος τα όσα του αποδίδουν, ο Σωκράτης θα ομολογήσει ότι οι μομφές των αντιπάλων του τον έκαναν να ξεχάσει ποιός είναι (ἐμαυτοῦ ἐπελαθόμην). Το ίδιο και οι παρακινήσεις των φίλων του και μαθητών· οι κατήγοροι τον χαρακτηρίζουν επικίνδυνο, για να τον αφανίσουν· οι φίλοι τον συμβουλεύουν να διατρέξει τον μικρό κίνδυνο μιας παρανομίας, για να σώσει τη ζωή του. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο Σωκράτης δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του [ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν µε ἐκ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ἀληθοῦς (Γοργίας, 472b)].

Η λογική των αισθημάτων, πού δεν παραδέχεται αξία ανώτερη από την αυτοσυντήρηση, μιλάει με το στόμα του Κρίτωνα. Με κριτήριο την επιβίωση ξεχνά τις άξιες για χάρη της «ζωής» – και όχι, καθώς ο Σωκράτης, τη ζωή για χάρη των αξιών της πόλης. Τον πιέζει, λοιπόν, να ξεφύγει από τα νύχια του νόμου, όπως τα παιδιά ξεφεύγουν από την επιτήρηση του πατέρα (Πολιτεία, 548 b). Ο καιρός και ο τόπος του έχουν στερήσει την ελευθερία του νου. Η όποια αναγωγή, προπάντων η σωκρατική, πού αντιμετωπίζει τον θάνατο πού ζυγώνει σαν κάτι πού μπορεί να «εξηγηθεί» με τις έννοιες του δικαίου και του άδικου, του καλού και του αισχρού, του αγαθού και του κακού (47 c), του είναι αδιανόητη. Μέσα στη μόνωση του δεσμωτηρίου, μακριά από τα βλέμματα των πολλών και του κοινού της πόλης, νιώθει έτοιμος να υποστηρίξει ότι, σε παρόμοιες περιστάσεις, ανάλογα κριτήρια δεν ισχύουν.

Κρύβοντας τις προθέσεις του, ο παραβάτης των νόμων κάνει πάντα τούς λογαριασμούς του ερήμην του δικαστηρίου. Ωστόσο, αν οι νόμοι -όχι ως αφηρημένες αξίες, αλλά ως πρόσωπα- ερχόντουσαν και ρωτούσαν: «Πες μας, Σωκράτη, τι σκοπεύεις να κάνεις; Σχεδιάζεις μήπως να καταστρέφεις κι εμάς, τούς νόμους, και ολόκληρη την πόλη; Ή νομίζεις πώς μια πολιτεία μπορεί να υπάρχει και να μην ανατρέπεται, έστω και αν οι αποφάσεις της δεν έχουν καμιά ισχύ, παρά ακυρώνονται από τους ιδιώτες; Τι θα απαντήσουμε, τότε, Κρίτωνα;» Ο μαθητής, χωρίς να έχει και άλλη διέξοδο, θυμίζει την αδικία της πόλης σε βάρος του πολίτη. Το ειδολογικό μέρος του δικαίου, τούτο τι αντιστοιχία μπορεί να έχει με άτομα σαν τον Μέλητο, τον Άνυτο και τον Λύκωνα, διεφθαρμένους συκοφάντες, πού επικαλούνται τον νόμο καταπατώντας κάθε έννοια δικαιοσύνης;

Αν συνεχίσει την ίδια σκέψη, ο Σωκράτης, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να παραδεχθεί τη ματαιότητα της στάσης του. Την υποστηρίζει, όμως, γιατί η ηθική του περιφρονεί την εμπειρία· η δικαίωσή της δεν βρίσκεται στην ανθρώπινη, αλλά στη Θεία τάξη. Κατήγορος και δικαστής του δεν είναι ο Μέλητος παρά οι νόμοι, γι’ αυτό άλλωστε τούς επιτρέπει να συνεχίσουν: «Αλλά ας δούμε ποιο παράπονο έχεις εναντίον μας και προσπαθείς να μάς καταστρέψεις. Πρώτα πρώτα, εμείς δεν σε γεννήσαμε και χάρη σε μάς δεν πήρε ο πατέρας σου τη μάνα σου και σ’ έφερε στον κόσμο (εφύτευσέν σε); Πες μας, λοιπόν, έχεις καμιά κατηγορία ενάντια στους νόμους πού σχετίζονται με τούς γάμους; Μήπως κατηγορείς τούς νόμους πού αφορούν στην ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών, οι όποιοι ανάθρεψαν και σένα τον ίδιο; Αφού γεννήθηκες, ανατράφηκες και εκπαιδεύτηκες, μπορείς τάχα να πεις ότι δεν είσαι δικός μας (ημέτερος ήσθα), γιος και δούλος[1], τόσο εσύ όσο και οι πρόγονοί σου; Και αν έτσι έχουν τα πράγματα, νομίζεις ότι έχεις τα ίδια δικαιώματα μ’ εμάς;»

Με την προσωποποίηση των νόμων, το δικαστήριο πού στήνει ο μελλοθάνατος στην ψυχή του αντιπροσωπεύει το πρότυπο της ηθικής στάσης. Μια υποθετική δίκη, πού δικάζει την πρόθεση και όχι το άμεσο ακολούθημά της: την πράξη. Προτού δοθεί στην πράξη, αν ο παραβάτης έφερνε μπρος στα μάτια του, με σάρκα και οστά, τον Νόμο και (κατα)δίκαζε την πράξη του προτού τη διαπράξει, τότε αυτό το προτού –ο προθάλαμος της πράξης- θα γινόταν η δίοδος πού θα τον γλίτωνε από τον εαυτό του. Υψώνοντας το κριτήριό του ως το επίπεδο της οικουμενικότητας, ο Σωκράτης γίνεται καθολικός άνθρωπος και η πράξη του πράξη καθολική· με τη ματιά του πάνω από τον στενό κύκλο του παρόντος, μιλά για την ουσία (της πόλης) με τρόπο αληθινά φιλοσοφικό. Πιστός στην ανώτερη αρχή: μηδέν ποιείν παρά τούς νόμους, μετατρέπει το δεσμωτήριο σε τόπο συμβολικό. Στο μέτρο πού κυβερνιέται από τούς νόμους, η πόλη είναι ένα δεσμωτήριο, όπου κάθε πολίτης είναι δεσμώτης και δεσμοφύλακας, κατήγορος και κατηγορούμενος. Φύλακας της πόλης και φυλακισμένος στην πόλη. Η υποχρέωση γεννά το δικαίωμα, και το δικαίωμα την υποχρέωση – στη ζωή και στον θάνατο. Συνεπώς, δεν υπάρχει πρόβλημα φυγής, αλλά απόκρισης ( και γάρ ο νόμος κελεύει αποκρίνεσθαι) ανάλογης μ’ εκείνην πού δίνεται στην Απολογία.

Στις τελευταίες στιγμές, όταν πια ο Κρίτων δεν έχει τι να πει (ούκ έχω λέγειν), καταλαβαίνει ξαφνιασμένος ότι, αντί για τη σωτηρία, εκείνο πού γύρευε ήταν η καταστροφή. Ήθελε να κάνει τον δάσκαλό του να προδώσει τον εαυτό του (σαυτόν προδούναι) και να τον αφήσει έκθετο στην καταλαλιά και στον πονηρό γέλωτα των άλλων. Τί πιο γελοίο από ένα Σωκράτη πού το σκάει από τη φυλακή και φτάνει στη Θεσσαλία κουκουλωμένος πέτσινα ρούχα ή άλλα μασκαρέματα, σαν κι εκείνα πού ρίχνουν επάνω τους οι δούλοι; Από φόβο, από άγνοια, πάσχιζε να τον κάνει να χάσει τον εαυτό του (τό σχήμα τό σαυτού καταλλάξας). Τί πρέπει, λοιπόν, να διαλέξει ο Σωκράτης; Τα λίγα χρόνια άχαρης ζωής πού του απομένουν; Όσο γι’ αυτό δεν επιτρέπει στον εαυτό του τη λατρεία της ζωής (φιλοψυχία), γιατί ξέρει ότι η φύση τον έχει, από γεννησιμιού, καταδικάσει σε θάνατο (Ξενοφώντας, Απολογία Σωκράτους, 27). Ξέρει, ακόμη, ότι, όσο κι αν αποδιώχνει κανείς τη σκέψη του θανάτου, δεν μπορεί να αγνοεί ότι είναι όπως η αρρώστια: ξεχνάς ότι μασάει το κορμί σου, αλλά αυτή δεν σε ξεχνάει. Πρέπει, λοιπόν, να καταργήσει τούς νόμους (νόμους τούς μεγίστους παραβάς) για χάρη της όποιας ζωής, ή να την προσφέρει τίμημα της πολιτικής αρετής; Να πάει με το αγαθό ή με το κακό;

Απορία πού τον ακολουθεί σαν ίσκιος· στις παλαίστρες, στην αγορά, στα ανοιχτά σπίτια των φίλων (και εν αγορά επί των τραπεζών) στήνει τη δίκη του κακού. Έχοντας αντιστρέφει τούς κανόνες της πολιτικής συμμετοχής (ιδιωτεύειν – δημοσιεύειν), μιλάει παντού και στον καθένα σάμπως να βρίσκεται στην Εκκλησία του Δήμου (… ἐμὲ ἐκκλησίαν νόμισον καὶ δῆμον. Αλκιβιάδης, 114 b). Είναι o άνθρωπος πού λέει πάντα το ίδιο πράγμα (αεί ταυτά λέγειν, Γοργίας, 491 b). Όχι μόνο δεν κρύβει ζηλότυπα αυτό πού σκέφτεται, όπως οι σοφιστές (σπάνιον σεαυτόν παρέχειν), αλλά, εραστής της αλήθειας, αντί να ζητάει χρήματα από τούς ακροατές του, αυτός θα έφτανε στο σημείο να πληρώσει για να τον ακούσουν (Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, 6-7). Πρόκειται για έναν εθελοντή γιατρό άφιερωμένον ολόψυχα στο έργο της θεραπείας της βαρύτερης ασθένειας (Την μεγίστην νόσον: αμαθίαν. Τίμαιος, 88 b) απ’ όσες μπορεί να βασανίζουν τούς πολλούς: την άγνοια του κριτηρίου της ορθότητας (όπη ποτέ ορθώς έχει).

Τούτο το κριτήριο ο Ευθύφρων απαιτεί να το χρησιμοποιήσει για να λύσει το πρόβλημα πού σκοτίζει τον ίδιο. Στη Νάξο, όπου καλλιεργούσε μαζί με τούς ανθρώπους του τη γη, ένας πελάτης, μεθυσμένος, έσφαξε κάποιον από τούς δούλους του. Τότε ο πατέρας του, παίρνοντας προσωρινά την εξουσία του νόμου, έδεσε τον φονιά χειροπόδαρα και τον πέταξε αβοήθητο σ’ ένα χαντάκι. Αλλά, ωσότου έρθουν οι «εξηγητές», οι επίσημοι ερμηνευτές του θρησκευτικού δικαίου, ο άνθρωπος δεν άντεξε και πέθανε από την πείνα και το κρύο. Έτσι, από δικαστής, ο πατέρας του κατέληξε δολοφόνος, και ο ίδιος κατήγορός του. Μολονότι θεωρείται, λοιπόν, ανόσιον τόν υιόν πατρί φόνου επεξιέναι (4 d), o γιός θα επιμείνει στην καταγγελία του –γραφή- με την πεποίθηση ότι κάνει κάτι το όσιο. Ωστόσο, η γνώμη του Ευθύφρονα δεν είναι πλήρης γνώση, και την πράξη του, μόλο πού την πιστεύει, και μολονότι μάντης ο ίδιος, δεν μπορεί να την εξηγήσει με σαφήνεια. Απαντώντας ο Σωκράτης, θα του θυμίσει τις έννοιες πού χωρίζουν τούς ανθρώπους: δίκαιο – άδικο, αγαθό – κακό, καλό – αισχρό. Κανένα φέρσιμο δεν ξεφεύγει απ’ αυτά τα όρια. Κανείς, επίσης, μήτε Θεός μήτε άνθρωπος, δεν τολμά να ισχυριστεί ότι ο φονιάς πρέπει να μείνει αδίκαστος (οὐ τῷ ἀδικοῦντι δοτέον δίκην). Μπορώ να δικάσω, όμως, στο όνομα μιας αξίας πού δεν έχω τρόπο να ορίσω; Απροσδιόριστη αξία σημαίνει αχαρακτήριστη πράξη, και γι’ αυτό ατιμώρητη, μια και η τιμωρία πρέπει να είναι ανάλογη με το μέγεθος της φθοράς πού έπαθε ο νόμος. Ο ορισμός της οσιότητας, συνεπώς, είναι απολύτως απαραίτητος και το περιεχόμενό του πρέπει να μη χάνεται στην απειρία των εμπειριών, αλλά να μιλά για ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ εἶδος ᾧ πάντα τὰ ὅσια ὅσιά ἐστιν.

Αυτό το είδος: όχι σε συσχετισμό και αναφορά, αλλά το πράγμα από μόνο του, αυτό καθ’ εαυτό. Εξάλλου, δεν έχει σημασία αν το όσιο οριστεί ως θεοφίλητο και το ανόσιο ως θεομίσητο· τούτη η κρίση μιλά για τα αποτελέσματα και όχι για την ίδια τη φύση του πράγματος. Αψηφά, δηλαδή -και, κατά βάθος, δεν κατανοεί – τη σχέση ουσίαςπάθους και αιτίας – αποτελέσματος. Είναι τάχα όσιο επειδή το αγαπούν οι θεοί, ή το αγαπούν επειδή είναι όσιο; «Το πράγμα είναι ορατό όχι επειδή το βλέπουν, αλλά το βλέπουν επειδή είναι ορατό· είναι κομιζόμενο όχι επειδή κομίζεται, αλλά κομίζεται επειδή είναι κομιζόμενο (οὐδὲ διότι φερόμενον φέρεται, ἀλλὰ διότι φέρεται φερόμενον, 10 b). Εννοείς, άραγε, Ευθύφρονα, αυτό πού θέλω να πω; Δηλαδή είναι η φύση του και τίποτε άλλο πού κάνει το όσιο να αγαπιέται από τούς θεούς». Η σκέψη, αυτό πού γυρεύει είναι η ουσία: τί έστιν το τε όσιον.

Μάστορας της λογομαχίας, ισχυρογνώμων όπως όλοι οι εραστές της αλήθειας και ανυποχώρητος στο θέμα της δικαιοσύνης (οὐδεπώποτε συγχωρήσας), αμετάστατος μέχρι θανάτου, ο Σωκράτης, αν και καμώνεται τον ανήξερο, έχει τη γνώση της μεθόδου του: με κλειδί την ερώτηση τί έστι γυρεύει το είδος (το διά παντός ορθώς έχων, Αλκιβιάδης, 108 b) – επάγει και ορίζει. Ο Αριστοτέλης, υστερότερα, μιλώντας για την επαγωγή και τον ορισμό, θα αναγνωρίσει τη σωκρατική πατρότητά τους (Μετά τα φυσικά, Μ4, 1078 b, 17). Αφετηρία του παίρνει πάντα το γνωστό και το δοσμένο. Στον Χαρμίδη ή προσπάθειά του να ορίσει την έννοια της σωφροσύνης είναι χαρακτηριστική. Αν σε διακρίνει η σωφροσύνη, λέει στον πάγκαλο νέο, οπωσδήποτε κάποια γνώση θα έχεις γι’ αυτή· και εφόσον γνωρίζεις την ελληνική γλώσσα (ελληνίζειν επίστασαι), μπορείς, με έναν κάποιο τρόπο, να μας πεις εκείνο πού σκέφτεσαι (159 a)· Δεν απαιτεί καμιά ειδική προπαίδευση, αντίσταση δηλαδή στις ερωτήσεις του· αντίθετα, η αλήθεια εμφανίζεται αβίαστα, σαν ανώδυνη γέννα. O ανακρινόμενος, ανίδεος (ήκιστα γάρ αν πολυπραγμονοί), καθώς ο δούλος στον Μένωνα, αιφνιδιάζεται καθώς νιώθει μέσα στο στόμα του να σαλεύει η γλώσσα ενός «άλλου» και ακούει τον εαυτό του να λέει λόγια απροσδόκητα. Η επαγωγή, ξεκινημένη από την εμπειρική έρευνα και δολιχοδρομώντας από λόγο σε λόγο και από πράγμα σε πράγμα, φτάνει κάποτε στο σημείο πού η κίνησή της πρέπει να υπερβαθεί. Για να επισφραγιστεί το γνωστικό συμπέρασμα, τον λόγο πρέπει να πάρει ο ορισμός.



Πηγή: Ἑκηβόλος

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *