Οἱ ἀρχαῖοι

Δὲ μὲ μὲλλει τώρα νὰ πεθάνω! Μοῦ φτάνει ἡ ζωή, ἀφοῦ εἶδα τὴν Ἀθήνα. Ἐδῶ γεννήθηκε ὁ κόσμος. Ἐδῶ καὶ στὴ Ρώμη μορφώθηκε ἡ Ἐβρώπη. Μικρὸς τόπος καὶ γέμισε τὴ γίς. Ἀπὸ δῶ μᾶς ἤρθανε καὶ νοῦς καὶ σκέψη κ' ἰδέες. Ἀφτὴ μᾶς ἔκαμε ἀνθρώπους. Ἀθήνα τὴ λένε καὶ ποτὲς ὄνομα στὸν κόσμο, μὲ τόσο λίγες συλλαβές, δὲ σήμανε τόσα. Φτάνει τὄνομά της νὰ πῇς καὶ τὰ λὲς ὅλα. Μὲ σέβας τὸ χῶμα της νὰ πατήσῃς, ἐσὺ ποὺ ἔρχεσαι σὲ τέτοια χώρα. Τὸν οὐρανὸ ποῦ βλέπεις, τονὲ βλέπανε καὶ τότες οἱ μεγάλοι· τὸν ὁρίζοντα ποῦ κοιτάζεις μὲ τόση χάρη, τὸν κοιτάζανε τὰ μάτια τους κάθε μέρα. Μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα γεννιότανε οἱ φωτερὲς ἰδέες, βγαίνανε ποίηση καὶ φιλοσοφία. Ὅταν ἀνεβαίνανε οἱ γενναῖοι στὴν Ἀκρόπολη ἀπάνω, τὴν ἴδια θάλασσα θωρούσανε ποὺ θωρεῖς τώρα καὶ σύ.

Μὲ πόση χάρη, μὲ πόση νοστιμάδα ἀράδιασε ἡ φύση τὶς κορφοῦλες καὶ τὰ βουναράκια ποὺ βλέπεις γύρω-γύρω στὴν Ἀθήνα! Τί ὡραία, τί χαδεφτικιὰ μορφὴ κατώρθωσε νὰ τοὺς δώσῃ! Μὲ τί γλύκα, μὲ πόση ἀγάπη ζουγράφισε κάθε γραμμή! Μὲ πόσο ρυθμὸ καὶ μέτρο, μὲ πόση ἁρμονία σκάλισε τὴ γίς, ἔστρωσε τὰ περιγιάλια καὶ στρογγύλωσε τοὺς γυαλούς! Στόλισε τὴν Αθήνα μὲ τὶς πιὸ χαριτωμένες, μὲ τὶς πιὸ ἁπαλὲς ὀμορφιές. Τὴν ἔκαμε μὲ πόθο καὶ χαρά, τὴ συγύρισε σὰν παιδί της. Ὅλα τἄχει ταιριασμένα· ἐδῶ τἀριστουργήματα τῆς τέχνης φαίνουνται σὰ νὰ βγήκανε ἀπὸ τὸ χῶμα, σὰ νὰ εἶναι τοῦ τόπου γεννήματα, ἀφοῦ καὶ τὰ πλάσματα τῆς φύσης ἔχουνε τόση φαιδρότητα καὶ τέχνη.

Αἰώνια χώρα θὰ μείνῃς-καὶ μὴ σὲ μέλῃ | Μπορεῖ νὰ σὲ καταπατήσουνε οἱ βάρβαροι, μπορεῖ τὰ σκυλιὰ στὸν Παρθενῶνα σου νὰ χυθοῦνε. Ἥσυχη νὰ εἶσαι | Θὰ καταστραφοῦνε τὰ σκυλιὰ καὶ θὰ χαθοῦνε οἱ βάρβαροι· μιὰ μέρα θὰ δέρνουνται καὶ θὰ κλαῖνε γιὰ τὴν τόση τους τόλμη. Ἐσὺ πάντα θὰ στέκεσαι παντοτεινά, γιατὶ ἐσένα πάντα σὲ κοιτάζει ἡ γλαφκομάτα μεγάλη Θεά, γιατὶ ἐσένα πάντα σὲ προσέχει τὸ πελώριο μάτι τοῦ Δία!

Ἐδῶ ζοῦσε λαὸς μοναδικὸς στὴν ἱστορία. Ἄλλος δὲ θὰ βρεθῇ ποὺ νὰ τοῦ μοιάζῃ· μποροῦμε νὰ τὅχουμε κάφκημα καὶ δόξα, μὸλον ὅτι καὶ μεῖς δὲ θὰ τοῦ μοιάξουμε ποτές. Ὁ πιὸ πρόστυχος ἄνθρωπος ἔννοιωθε μέσα του τί θὰ πῇ τέχνη καὶ ποίηση, ἤξερε, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ μάθῃ κανείς, ποιὸ εἶναι τὡραῖο. Ἄλλο δὲν εἶχε δάσκαλο παρὰ τὴ φύση. Γιὰ νὰ γίνουν ἔργα μεγάλα, δὲ φτάνει ἕνας μόνο νὰ τὰ κάμῃ· χρειάζεται ἡ συνεργασία ὁλωνῶνε· πρὲπει νὰ τὰ καταλάβουνε ὅλοι, κι' ὅλοι νὰ τἀρέσουνε. Καλλιτέχνης εἴτανε ὁ λαὸς ὅλος. Σὲ κάθε πέτρα χάραξε τὴν ἰδέα του· ὁ νοῦς του μπῆκε βούλλα μέσα σὲ κάθε μάρμαρο, σέ κάθε στίχο. Στοὺς ναοὺς καὶ στὰ βιβλία, στοῦ Παρθενῶνα τὸ μέτωπο καὶ τὶς κολόνες, μᾶς ἄφησε τὴν καλήτερή του διδαχή. Μᾶς ἔμαθε τὶ θὰ πῇ εἰκρίνεια καὶ τέχνη. Ψέφτες ἐδῶ δὲν ἔχει· δὲν ἔχει πολύπλοκες τεχνουργίες· βάλε μιὰ πέτρα πάνω στὴν ἄλλη καὶ βγῆκε ὁ Παρθενός. Πιὸ ἁπλᾶ μέσα, πιὸ ἀπονήερφτοι τρόποι δὲν γίνουνται. Ὁ Ἀθηναῖος δὲ γύρευε νὰ θαμπὼσῃ τὸν κόσμο, νὰ μᾶς γελάσῃ μὲ τέχνες, μὲ σοφίες, μὲ γύρους κι' ἀλλογύρους. Δὲν εἴτανε ὁ σκοπός τους νὰ φαντάξουνε. Ἕνα μόνο κυνηγούσανε, πῶς νὰ ποῦνε τὴν ἰδέα τους, πῶς νὰ τὴν παραστήσουνε ἁπλὰ καὶ φυσικά, γιὰ νὰ τὴν καταλάβῃ ὁ καθένας· δὲν τοὺς ἔμελλε γιὰ τίποτις ἄλλο, κ' ἴσια ἴσια γιατὶ δὲν εἴχανε ἄλλο σκοπὸ, κατορθώσανε κ' εἴχανε τόση τέχνη.

Πίσω στὸν Παρθενώνα εἴτανε ἴσκιος καὶ στὸν ἴσκιο μέσα καθόντανε οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ὁ Παρμενίδης, ὁ Ἐλαιάτης, ὁ Ἐμπεδοκλῆς, ὁ Ξενοφάνης. Λίγο λίγο προχωρούσανε· ὁ ἥλιος ὄξω εἶχε τόση δύναμη, τόσο φῶς, ποὺ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἔμοιαζε ἀκόμη πιὸ μάβρο· ἔμοιαζε σὰ βαθὺ βαθὺ σκοτάδι· λὲς πὼς βγαίνανε οἱ φιλόσοφοι μέσα ἀπό κανένα χάος καὶ πὼς πίσω τους εἴχανε νύχτα καὶ καταχνιά. Ὅσο προβαίνανε ὅμως, τόσο πιώτερο ἔλαμπε, τόσο πιώτερο γέμιζε ἀχτίδες τὸ πρόσωπό τους. Ὁ Ἡράκλειτος μιλοῦσε γιὰ τὰ ποτάμια ποὺ τρέχουνε καὶ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ σὰν τὸ ποτάμι περνᾷ. Ὁ Δημόκριτος βαστοῦσε στὰ δάχτυλά του κὰτι ἄτομα μικρὰ μικρὰ, γύρεβε νὰ τὰ κὸψῃ καὶ δίδασκε πὼς ὅλα ξαναγεννιοῦνται. Ἔκλαιγε καὶ γελοῦσε γιὰ τοῦτο.

Τοὺς κοίταζε ὁ Ἀναξαγόρας κ' ἔλεγε πὼς χρειάζεται Νοῦς γιὰ νὰ στρώσῃ ὁ κόσμος. Νοῦς γιὰ νὰ δώσῃ στὴ φύση τὴ μορφή της, γιὰ νὰ ξεχωρίσῃ τἄτομα καὶ νὰ ζωντανέψῃ τὴν ὕλη. Μὲ πόση διάνοια, μὲ πόση κρίση καὶ γνώση, πρῶτοι τους ἐκεῖνοι, ὅταν ἀκόμη σιωπαίνανε οἱ γλῶσσες καὶ τὰ κεφάλια, καταλαβαίνανε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ φύση, εἴδανε πὼς μιὰ καὶ μόνη ἀρχή, ἕνας γενικὸς νὸμος κυβερνᾷ τὸν Κόσμο, πὼς οὐρανὸς καὶ γὶς, πὼς ὅλα τὰ φαινόμενα ποὺ βλέπεις εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶμα καὶ μέσα τους ἔχουνε ἕνα σύστημα μοναδικό ποὺ ἑνώνει τὸ καθετὶς τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο! Πολὺ πιὸ σοφοὶ, πολὺ πιὸ μεγάλοι σταθήκανε κεῖνοι κι ἀπὸ τὸ Σωκράτη κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Κουβεντιάζανε κρυφὰ ἀναμεταξύ τους καὶ δὲν μποροῦσες νἀκούσῃς τὶ λέγανε.

Γ. ΨΥΧΑΡΗΣ
(Ἀπὸ τὸ ἔργο του «Τό ταξίδι μου»)



[Τὸ βιβλίον του αὐτὸ ὁ Ψυχάρης ἔγραψε τὸ 1886, ἐδημοσίευσε δὲ τὸ 1888. Εἰς αὐτὸ περιγράφει ἕνα ταξίδι του ἀπὸ τὸ Παρίσι εἰς τὴν Ἀνατολήν, εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν κατ' ἀρχάς, ἔπειτα δὲ εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του πατρίδα τὴν Χίον, καὶ τέλος εἰς τὰς Ἀθήνας. Μὲ τὸ ἔργον του αὐτό, τὸ ὁποῖον εἶναι κατὰ μέγα μέρος πολεμικὴ ἐναντίον τῆς καθαρευούσης γλώσσης, προσεπάθησε ὁ Ψυχάρης, ν' ἀποδείξῃ ὅτι ἡ δημοτικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποίαν πρῶτος αὐτός, (ὡς λέγει εἰς ἕνα κεφάλαιον τοῦ βιβλίου), ἔγραψε ὡραῖα καὶ σωστά, εἶναι γλῶσσα πλουσία, μὲ λέξεις πολυαρίθμους καὶ ὡραιοτάτας, ὡρισμένην γραμματικὴν καὶ σύνταξιν, δυναμένη νὰ ἐκφράσῃ τὰς λεπτοτέρας ἰδέας καὶ τὰ δυσκολώτερα νοήματα, καὶ ἑπομένως ἀξία νὰ γίνῃ ἡ μοναδικὴ ἐθνικὴ γλῶσσα, καὶ εἰς τὸν πεζὸν λόγον.]



Πηγὴ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα ΣΤ’ ΓΥΜΝΑΣΙὨΝ (1930)
Ἀντιγραφὴ: Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

1 Σχόλιο

  1. Ο/Η Χρυσα λέει:

    "Τινά δέ καί συνορώμενα πράγματα εἰσφέροντας τούς συνειδότας παρεγγυῆσαί τινάς φθόγγους τούς άναγκασθέντας άναφωνῆσαι,τούς δέ τῶ λογισμῶ ἐλομένους κατά τήν πλείστην αἰτίαν οὔτως ἐρμηνεῦσαι"
    Διογένης Λαέρτιος,Ἐπίκουρος πρός Ἡρόδοτον

    "Γιά μερικά πράγματα πού δέν εἶναι ὀρατά βρῆκαν ὄρους ἐκεῖνοι πού τά ἤξεραν καλά,καί ἔννοιωθαν τήν ἀνάγκη νά τά ἀνακοινώσουν.Οἱ ἄλλοι,ὀδηγημένοι ἀπό τήν σκέψη τους,ἐδέχθησαν αὐτές τίς λέξεις καί τίς χρησιμοποίησαν στήν ἔννοια πού ἐπικράτησε"

    Εὐχή,νά μπορέσουν ὄλοι οἱ Ἐλληνες κάποια στιγμή να κατανοήσουν τ΄ Άρχαῖα Ἑλληνικά χωρίς να χρειάζεται ἡ ἀπόδοσή τους στά Νέα Ἑλληνικά.
    Αύτομάτως,θ΄ἀφεθοῦν στήν μαγεία τοῦ Πνεύματος πού ἔχει τόπο καταγωγής τήν Ἑλλάδα.

    "Ὄταν κάποτε φύγω ἀπό τοῦτο τό φῶς,
    θά ἑλιχθῶ πρός τά πάνω,
    ὅπως ἕνα ρυάκι πού μουρμουρίζει.
    Κι ἄν τυχόν κάπου ἀνάμεσα στούς γαλάζιους διαδρόμους
    συναντήσω ἀγγέλους,
    θά τούς μιλήσω ἑλληνικά,
    ἐπειδή δέν ξέρουν γλῶσσες.
    Μιλᾶνε μεταξύ τους,μέ μουσική."
    Ν.Βρεττάκος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *