ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910) Ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ

periklis_giannopoulos

Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910 1. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Εὐδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ κρητική, βυζαντινῆς καταγωγῆς, οἰκογένεια Χαιρέτη, τῆς ὁποίας μέλη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα. Ἔτσι ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς ἑλληνοκεντρικὲς ἰδέες τοῦ θείου τῆς μητέρας του, Ἐμμανουὴλ Χαιρέτη. 2

Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι 3. Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. 4)

Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας 5), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.

Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.

Τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν 6, στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).

Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα.

Ἔγραψαν γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο

Ἴων Δραγούμης

Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. Τὸ βιβλίο του καθαρίζει τὸν Ἕλληνα ποὺ ξέρει νὰ τὸ διαβάσῃ, καὶ ὁ Ἕλληνας τώρα εἶναι τόσο ψόφιος, εἶναι τόσο γεμάτος βρώμα καὶ μικροπρέπεια ποὺ σκουληκιάζει. Μπορεῖ νὰ τὸν εἶπαν τρελλό, ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔγραψε· καὶ ὅμως εἶναι πιὸ σωστὸς καὶ πιὸ γνωστικὸς ἀπὸ κάθε Ἕλληνα σημερινό. Ἡ «φρονιμάδα» εἶναι τῶν πολλῶν· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει. Τὴν «τρέλλα» θέλω, αὐτὴ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὰ τρὶς βαριὰ καὶ βρώμια κατακαθίσματα ποὺ ἀφίνει μέσα μου περνῶντας ἡ συγκαιρινή, ταπεινωμένη ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ μὲ φαρμακόνει. Ἡ τρέλλα ἔχει μάτια καὶ βλέπει. Ἡ φρονιμάδα εἶναι τύφλα. Τρελλοὶ εἴταν οἱ προφῆτες καὶ γνωστικὰ τὰ ξεπεσμένα πλήθη.

Τὸν Ἀσυμβίβαστο ζητῶ καὶ τὸ Σκληρό, γυρεύω τὸν Τρελλό, τὸ Σιδερένιο, τὸν Ἀλύγιστο· αὐτοῦ τὰ μάτια καὶ τὰ λόγια καὶ τὴν κίνηση καὶ τὴ σιωπὴ ἀκολουθῶ· σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.

(Ἴων Δραγούμης, «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906)

Φύλλα Ἡμερολογίου, 10 Ἀπριλίου 1910

Ὁ Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχθὲς τὴν Πέμπτη στὴ θάλασσα. Ἔβρεχε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Εἶναι ὄμορφη ἡ Ἀττικὴ νύχτα μὰ δὲν εἶναι ὁ Γιαννόπουλος ἐδὼ νὰ τὴν ἰδεῖ, λάμπουν μάταια τὰ ἄστρα, μάταια εὐωδιάζουν οἱ πορτοκαλιὲς τοῦ κήπου, καὶ τὸ ἀηδόνι μάταια τραγουδεῖ. Μονάχα ὁ γκιόνης εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν περίσταση, λέει τὸ θλιβερὸ τραγούδι του ὁ γκιόνης καὶ δὲν εἶναι μάταιο τὸ τραγούδι αὐτό. Καὶ τὰ δειλινά, ἡ θλίψη τῆς ὀμορφιᾶς τῶν χρωμάτων μὲ πιάνει στὸ λαιμό, μὲ πνίγει.

Γιατί χάθηκε; Γιατί δὲν τὰ βλέπει πιά; Τί λόγο ἔχουν καὶ ὑπάρχουν τὰ πράγματα ποὺ ἀγάπησε αὐτός, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ τ᾿ ἀγάπησε δὲν εἶναι πιὰ ἐδῶ νὰ τὰ ἰδεῖ;Τί λάμπει τὸ ἄστρο ἄσκοπα; Τί φέγγει τὸ φεγγάρι; Τί καίει ὁ ἥλιος; Τί φυσάει τ᾿ ἀεράκι τὰ μεσημέρια; Καὶ βιάζομαι, βιάζομαι τρομερὰ γιὰ νὰ φύγω κι ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ πῆγε κεῖνος νὰ κατοικήσει. Μ᾿ ἀρέσει ὁ θάνατος, τὸν ἐρωτεύομαι. Τόσο τὸν ἀγαπῶ ποὺ ὅλα τ᾿ ἄλλα μοῦ φαίνονται σαχλὰ κι ἀνούσια καὶ μέτρια, οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ μικροσυμφέροντά τους καὶ τὰ μικροκαμώματά τους καὶ ὅλη τους ἡ μικρότητα καὶ ἡ φρονιμάδα. Βία τρελλὴ μὲ παίρνει κατὰ τὸ θάνατο. Πότε νὰ τελειώσω τὶς δουλειές μου ὅλες, ὅσες ἀνάγκασα τὸν ἑαυτό μου νὰ φορτωθεῖ; Πότε νὰ τελειώσω νὰ φύγω; Τί ὄμορφος ποὺ εἶναι ὁ θάνατος! Πῶς μὲ τραβᾶ! Αίσθάνομαι ἀηδία γιὰ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς. Καὶ ὅμως τὴν ἀηδία αὐτὴ θέλω νὰ τὴ νικήσω. Θέλω νὰ ζήσω.

Τὴ βραδιὰ ποὺ ἔμαθα πὼς σκοτώθηκε ἐκεῖνος, περπατοῦσα στὸ δρόμο σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στὰ πόδια μου, γιατὶ ἤμουν μεθυσμένος ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ θανάτου. Τί τραγικὴ ὀμορφιά! Πόσο ἄσχετος εἶμαι ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ περιτριγυρίζουν! Πόσο ἔξω ἀπ᾿ αὐτὰ εἶμαι! Καὶ πόσο κόπο κάνω γιὰ νὰ νικήσω τὴν ἀηδία!

Καὶ ἤμουν μεθυσμένος καὶ φόρεσα λουλούδια, γιατὶ λουλούδια καὶ κεῖνος θὰ φροῦσε ἂν ζοῦσε, καὶ θὰ ἤθελε καὶ κεῖνος νὰ μὴ γιορτάσει κανεὶς τὸ θάνατό του ἀλλιῶς παρὰ μὲ λουλούδια καὶ μὲ γέλια καὶ χαρά. Μὰ ἡ χαρὰ ἐκείνη ἡ τρισμεγάλη, ἡ βαθύτατη, ἡ ἡδονική, ἡ τραγικὴ χαρὰ τῆς μέθης τοῦ θανάτου, εἶναι ὁ πόνος, ὁ πόνος ποὺ φτάνει ὣς τὴν ἡδονή!

Καὶ ἔξαφνα χτὲς τὸ βράδυ μὲ πλάκωσε τὸ βάρος τὸ τρανὸ μιᾶς λύπης μολυβένιας ποὺ δὲ λέγεται, καὶ ἔσκυβα τὸ κεφάλι κάτω καὶ ὅταν μιλοῦσαν οἱ ἄλλοι δὲ μ᾿ ἔμελε τὶ ἔλεγαν, καὶ περπατοῦσα ἴσια μπροστά μου μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ δὲν ἤξερα ποῦ πήγαινα. Καὶ ὅ,τι ἔβλεπα ἤτανε παράχορδο καὶ ὅ,τι ἄκουα ἤτανε κοινὸ καὶ ἤθελα νὰ ξεράσω.

Ἀγόρασα μιὰν ἐφημερίδα ποὺ ἕνας φίλος μου ἔγραφε κάτι ὄμορφα γιὰ κεῖνον λόγια καὶ τὸ διάβασα, δυό, τρεῖς φορές -κι ὅλο τὰ ἴδια πάλι.

Στὴν Ἀκρόπολη πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἀνέβηκα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤτανε νὰ γυρίσει ἡ ἀγαπημένη μου, μὰ ὁ ἀγαπημένος μου ἐκεῖνος εἶχε πεθάνει. Καὶ ἔκοψα μιὰ παπαροῦνα, ποὺ τὴν ὀνόμαζε «τὸ ἄνθος τῆς Περσεφόνης», καὶ μιὰ μαργαρίτα, στὴν πόρτα τῆς Ἀκρόπολης, καὶ ἀνέβηκα γρήγορα τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ ἔβαλα στοὺς βράχους τοὺς λαξευμένους μπροστὰ στὸν Παρθενῶνα τὰ λουλούδια αὐτά! Καὶ κείνη τὴν ὥρα κι ὅλο τὸ πρωὶ ἔτρεμε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση ἄφραστη. [...]

Περνῶ μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ βλέπω σὰ νικητὴς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοῦ φαίνονται μερμήγκια. Κατέχω τὸν ἑαυτό μου καὶ εἶμαι ἐλεύτερος καὶ αὐτοὶ μοῦ φαίνονται σὰ σκουλήκια ποὺ σέρνονται. Τῶν πολλῶν εἶναι σβησμένη ἡ ματιά. Γιατί τοὺς καταπόνεσε τόσο ἡ ζωή; Ἄραγε μήπως εἶναι βαρειά; Καὶ γιατί νὰ εἶναι βαρειὰ ἡ ζωὴ ἀφοῦ τὴ ζοῦν αὐτοί; Δὲν εἶναι τάχα ζωντανοί; Γιατί νὰ σέρνονται ἀφοῦ θὰ μποροῦσαν νὰ σέρνουν; Μιὰ ζωὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τὸν καθένα. Γιατί δὲν τὴ ζοῦν ἀκέρια καὶ μεγάλη, μόνον περνοῦν τὸν καιρό τους μὲ μικροσυμβιβασμοῦς; Γιατί εἶναι σβησμένα τὰ μάτια τους καὶ δὲ βλέπουν τὸ φῶς τῆς ζωῆς; Ποιός το ξέρει; Πολλὲς δυσκολίες θὰ ἀπάντησαν ὥς τώρα καὶ κουράστηκαν. Οἱ κακόμοιροι! Πῶς τοὺς λυποῦμαι! [...]

Ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε αἰσθάνομαι: α) Πεῖσμα γιὰ νὰ κάνω ἐκεῖνα ποὺ πάντα ἤθελε. β) Πίστη σὲ ὅ,τι δὲν εἶναι κοινωνικὸ αἴσθημα. γ) Ἀγάπη ἔντονη γιὰ τὴ φυλή μου. δ) Λύπη ποὺ δὲ βλέπει ἐκεῖνος τὴν Ἀττικὴ ποὺ μάταια παρουσιάζει τὴν καλλονή της. ε) Ἐλευθερία, ἐλευθερία ἀπεριόριστη, σὰ νὰ φυσοῦσε ἕνας μεγάλος ἄνεμος, καὶ σὰ νὰ ἤμουν ἐγὼ αὐτὸς ὁ ἄνεμος, καὶ σὰ νὰ ἤμουνα μέσα του καὶ τὸν ἄκουγα. Τίποτε δὲ μὲ νοιάζει ἀπὸ κεῖνα ποὺ λὲν οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα. Κατέχω τὸν ἑαυτό μου. Ὁ θάνατος τοῦ Γιαννόπουλου στερέωσε τὸν ἑαυτό μου. Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος ἀληθινός, ἀκέριος. Πίστευε ὅ,τι ἔκανε καὶ ἔκανε ὅ,τι πίστευε. Βλέπω τὴ ζωή του σὰ νὰ ἦταν ἡ μορφή του. Μὲ τὸ σταμάτημα ποὺ ἔκανε τῆς ζωῆς του μοῦ ἔδωσε ὁλόκληρη τὴν εἰκόνα του, τὴ μορφή του καὶ ὅλα τὰ χρόνια, ὅλες τὶς μέρες, ὅλες τὶς ὧρες, ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς ποὺ ἔζησε (Effet du perspective). Μὲ τὸ θάνατό του τὸ θεληματικό, περιόρισε τὴ ζωντανότητά του μέσα σὲ χρονικὰ ὅρια καὶ ξεφύτρωσε γιὰ μένα ἡ μορφή του καὶ ἡ ἔνταση τῆς ζωντανάδας του ἀκέρια, ἡ δύναμή του ὁλάκερη. Καὶ εἶδα σὰν ὅραμ τὴν ψυχή του καθάρια. Ὦ βράχοι τῆς Πνύκας ποὺ περιδιαβάζαμε ἄλλοτε, τὶ μελαγχολία ἔχετε! Ἐκεῖ στεκόμαστε λαὶ ἀπὸ κεῖ βλέπαμε τὸν κόσμο, καὶ λαχταρούσαμε γιὰ μιὰ φυλὴ ὄμορφη, πανόμορφη σὰν τὴ φυλὴ ποὺ γέννησετὸν πολιτισμὸ τὸν Ἑλληνικό.

Ὦ κρίσεις μικρότατες τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι τώρα θέλουν νὰ δείξουν πὼς κάτι ξέρουν. Ὅλοι θέλουν νὰ φανοῦν ἀνώτεροι ἐκείνου ποὺ ἀπόθανε ἐπειδὴ δὲν ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἄξιοί του. [...]

Μοῦ φαίνεται πὼς τώρα ποὺ ἔφυγε κεῖνος, εἶναι ἀνάγκη νὰ φορτωθῶ ὅλα τὰ βάρη ἐκείνου. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχω πολλὴ δουλειά, πάρα πολλὴ δουλειά. Οὔτε μιὰ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου δὲν πρέπει νὰ χάσω.

(Ἴων Δραγούμης, «Φύλλα Ἡμερολογίου», τόμος Δ', 1908-1912, Ἑρμῆς, 1988)

 

Ἄγγελος Σικελιανός

Ἡ Ἑλλάδα, ὡς Ἀφροδίτη, τοῦ χάρισε ἕναν ἅγιο πυρετὸ κι ἕνα περιούσιο παραμίλημα.

Ἀπὸ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια ἤτανε «σκεῦος ἐκλογῆς».

Ἡ ἐμφάνισή του ἀνάμεσα στὴν ἀστικὴν Ἀθήνα ἐφάνταζε καθὼς ἡ εἰκόνα τῶν βουνῶν της ποὺ ξεβγαίνει ἀπ᾿ ὅποιο δρόμο της κοιτάξουμε.

Τὸ πορφυρό ὅραμά του στὴν αἰσθητική του φύση ἐγίνηκε μοχλὸς γιὰ νὰ σηκώσει τὸν ἀγῶνα, μὲ μιὰ ἀκράτητη ὁρμή, ὅταν πῆρε τὸ μαστίγιό του νὰ διώξει τοὺς ἐμπόρους μὲς ἀπ᾿ τὸ Ναό, καὶ ν᾿ ἀνεβάσει, ἂν ἦταν δυνατόν, τὸ χρῶμα τῆς ντροπῆς σὲ λίγα πρόσωπα.

[Ὁ Σικελιανὸς χαρακτηρίζει τὴν μορφὴ τοῦ Γιαννόπουλου] ἀπολλώνεια καὶ ἀποστολικὴ μαζί, [ἐνῷ λέει πὼς ὑπῆρξε] γέννημα καὶ θύμα τῆς ἀντίδρασης ὅπου ἔζησε, [καὶ καταλήγει μιλῶντας γιὰ τὸν τεχνίτη ποὺ σπρωγμένος ἀπὸ] τὸ μεστό του ἔνστιχτο θ᾿ ἀναστήσει τὴν παγκόσμια κιβωτὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ.

* * *

Κλάψτε τὸν ὥριο Ἱππόλυτον! Ὦ νιάτα,
ποὺ κρατάτε καθάρια μιὰν Ἑλλάδα σκαλισμένη
στὰ μάρμαρα, ἢ τῆς Πάρου
ἢ τῆς Πεντέλης, στῆς γυμνῆς Ἀθήνας
τὸ φῶς, ἢ μὲς στῆς πλούσιας Ὀλυμπίας
τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα, ἐδῶ ζυγῶστε.

Σιμῶστε στὸ παράμερο ἀκρογιάλι
π᾿ ἀνθοστεφανωμένος ἐκατέβη
στ᾿ ἀπριλιάτικο πέλαγο νὰ σμίξει,
σ᾿ ἕνα φιλί θανάτου, τῆς γῆς ὅλης
τὴν ἄνοιξη, ὅμοιος ὣς φαντάζουν
στῶν Ἐτρούσκων τοὺς τάφους τὰ πανώρια
τῶν ἐφήβων κορμιὰ ποὺ κατεβαίνουν.

[...]

Ὦ Ἀττική,
κανένας τὰ λεπτά σου
τὰ μύρα δὲν ἀνάσανε μὲ τόσον
ἀρχοντικὴ τὴν αἴστηση, κανένας
τ᾿ ἀνέλπιστά σου χρώματα δὲν πῆρε
νὰ κλείσει πιὸ σφιχτὰ στὰ βλέφαρά του.
[...]
Τριγύρα μας δὲν ξέραμε κανένα
νὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἐλιά σου,
μὲ τὸ ξανθὸ τ᾿ ἀστάχυ σου, κι ἀκόμη
μὲ τὰ κιτρινισμένα μάρμαρά σου.

Κ᾿ ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς, ἕνα συντρίμμι
μάρμαρου, ἕνα χρυσὸ μεστὸν ἀστάχυ
στολίζαν τὴν ὡραιόπαθη ζωή του.

Κι ἔφερε ἡ φήμη (ἂς ἦταν μὲ τοῦ στίχου
μονάχα τὴν εὐγένεια νὰ σηκώσῃ
τοῦ θανάτου τὸν πέπλο) πὼς κατέβη
σὲ ἄλογο ἀπάνω, στὸ καθάριο κῦμα
καὶ πὼς τὸ στόλισε μ᾿ ἀνθούς, κι ἐκεῖνος
πὼς μ᾿ ἀγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καὶ μπροστὰ στοῦ πελάγου τὰ ζαφείρια
καὶ μπροστὰ στὴν ἀρίθμητην ἀνάσα,
τοῦ ἀρμυροῦ καὶ ἡλιόλουστου ἀγέρα,
τὸ ἄλογο ἐκέντησε μπροστὰ στὸ κῦμα,
σὰ μπρὸς σ᾿ ἐμπόδιο, π᾿ ἄλλαζε τοῦ ἀνέμου
ἡ πλήθια πνοὴ καὶ ποὺ ὅσο ἂν ἁπλωνόταν
συντριμμένο στὸν ἄμμο, ὁλόρτο πάλι,
φουσκωμένον ἀνέβαινεν ὁρμῶντας.
Φωτιὰ δὲ θὲ ν᾿ ἀνάψωμε, στὸν ὄχτο
τὸν ἔρμο τοῦτο, τοῦ κορμιοῦ τοῦ ὡραίου
τὴ στάχτη γιὰ νὰ πάρωμε. Τὸ κῦμα
δὲν τὸν ἐξέβρασε, ὥς τὸν ἀδελφό του
τὸν Σέλεϋ, μὲς στῶν φίλων του τὰ χέρια.
Καὶ κανεὶς στὴ φωτιὰ δέ θὲ νὰ σκύψῃ,
μὲ τολμηρὸ τὸ χέρι, τὴν καρδιά του
νὰ ξεσηκώσῃ μέσα ἀπὸ τὴ στάχτη
καὶ μὲ σέβας Ἱερό, νὰ τηνε δείξῃ
στὸ μοναχό της τὸν κριτή, τὸν Ἥλιο!

(Ἄγγελος Σικελιανός, «Ἀπολλώνιος θρῆνος» (ποίημα), ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 15-4-1910· «Περικλῆς Γιαννόπουλος» (μελέτη), 1919· ἀναδημοσιεύσεις στά: «Λυρικὸς Βίος», τόμος Α', Ἴκαρος, 1999· τόμος Β', Ἴκαρος, 2003· «Πεζός Λόγος» (1908-1928), τόμος Α', Ἴκαρος, 2001· «Γράμματα», ἐπιμ. Μπουρναζάκης, τόμος Α', Ἴκαρος, 2000)

 

Κωστῆς Παλαμᾶς

Σὲ δυὸ πεθαμμένους

Καλότυχος ποὺ βρέθηκ᾿ ἕνα βόλι
νὰ σὲ κοιμίσῃ
στὴν κούνια ποὺ κρατᾷ στὸ περιβόλι
τὸ κυπαρίσσι.

Καλότυχος ποὺ διάλεξες τὸ κῦμα,
καὶ νά! σοῦ δίνει
τὸν ἀφρόχυτο κόρφο του γιὰ μνῆμα,
καὶ τὴ γαλήνη

(Ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 388, 18-4-1910 [Σημ. Φ.Μ. Παρακαλεῖται ὅποιος γνωρίζει ποιὸς εἶναι ὁ «πεθαμμένος» τῆς πρώτης στροφῆς τοῦ ποιήματος, νὰ μὲ πληροφορήσῃ. Εὐχαριστῶ.])

Τὸ ἀεροπλάνο

Πάει κι ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος κι ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε
μὲ τὸ ὅραμα ἡμερόφαντον ἀνάστασης ὣς πέρα
μιᾶς ὀμορφιᾶς Ἑλλήνισσας, ἀπάνου ἀπὸ τὰ λόγια,
καὶ ποὺ γοργὰ τὴ ζήση του ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσά μας,
καὶ ξαφνικά, τὴν τράβηξε μέσ᾿ ἀπὸ μᾶς καί φεύγει,
καθὼς τραβᾶς τὸ χέρι σου νὰ μὴ σοῦ τὸ μολέψη
τὸ χέρι κάποιου ἀνάξιου μὲ τὸ χαιρετισμό του.

(Κωστῆς Παλαμᾶς, «Τὸ ἀεροπλάνο», στὸ βιβλίον «Βωμοί», 1915)

 

Μιλτιάδης Μαλακάσης

Μνημόσυνο στὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο

Τώρα σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε,
Νέος μαζὶ κι Αρχαίος -μιὰ λύπη, μιὰ χαρά-
Σὰν ἀπ᾿ τὸν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νὰ εἶσαι
Καὶ σὰν ζωγραφισμένος ἀπ᾿ τὸν Ἁη-Γκανταρά.

(Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Μνημόσυνο στὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο», περ. «Παναθήναια», 30-4-1910· συλλογὴ «Ἀσφόδελοι», 1918)

 

Μυρτιώτισσα

Στὸν φίλο μας ποὺ ἔφυγε

Στὴ φύση ἐμὲ θὰ μὲ θυμάστε μόνο,
εἶπες, κι ἀπ᾿ τὸ πλευρό μας ξέφυγες γοργός,
καὶ τώρ᾿ ἀκολουθεῖ τὸν ὑστερνό σου δρόμο
θλιμένος καὶ βαρὺς ὁ λογισμός.

Εὐγενικέ μου φίλε, ἡ ὡραία μορφή σου
εἶταν γιὰ μᾶς γλυκειὰ παρηγοριά,
κ᾿ ἤξερε ν᾿ ἀνασταίν᾿ ἡ δυνατὴ ψυχή σου
ὅλα τὰ νευρωμένα μας ἰδανικά.

Καὶ τὸ κορμί σου ὑψώνονταν σὰ στήλη ἀρχαία
καὶ μ᾿ ἀπριλιάτικη ἡ φωνή σου ἔμοιαζε βροχή...
εἴσουν ἀδέρφι ἐσὺ μὲ ὅλα τ᾿ ἁπαλὰ καὶ ὡραῖα
καὶ εἴσουν τὸ τρανὸ στολίδι μας ἐσύ.

Ἦρθα νὰ ἰδῶ τὴν Ἄνοιξη -μᾶς ἔλεγες στερνά-
γι᾿ Αὐτὴν μονάχα ἦρθα στὴ ζωή.
Τὴν εἶδα, τὴν κατάλαβα, τῆς ρούφηξα τὰ μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στὴ Σιγή.

(Μυρτιώτισσα, «Στὸν φίλο μας ποὺ ἔφυγε», συλλογὴ «Τραγούδια», 1920· συλλογὴ «Κίτρινες φλόγες»)

Πηγή: Σελίδες Πατριδογνωσίας

  1. Τὸ ἔτος γεννήσεως τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου εἶναι ἀνεξακρίβωτον. Σὲ διαφορετικὲς πηγὲς ἀναφέρονται τὰ ἔτη 1869, 1870, 1871, 1872. Στὰ μητρῶα τοῦ Δήμου Πατρέων, ὅμως, ἀναφέρεται ὡς γεννηθεὶς τὸ 1871. (Κώστας Γιαννόπουλος, «Περικλῆς Γιαννόπουλος: Πορτραῖτο ποὺ κάηκε στὸ φῶς», σειρὰ «Βίοι Ἁγίων (Ὑπόγειες διαδρομές)», Ἠλέκτρα, 2007, ISBN 978-960-6627-71-2, σελ. 26-27.)

    Γιὰ τὴν ἡμερομηνία τῆς αὐτοκτονίας του ἐπίσης δὲν ὑπάρχει ἀπόλυτη βεβαιότητα. Ὁ Ἴων Δραγούμης, στὴν ἐγγραφὴ τῆς 10ης Ἀπριλίου 1910 στὸ ἡμερολόγιό του, σημειώνει ὅτι «ὁ Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχτὲς τὴν Πέμπτη (8 Ἀπριλίου 1910) στὴ θάλασσα». Τὴν 8η Ἀπριλίου ὁ Δραγούμης εἶχε λάβει ταχυδρομικῶς τὴν ἐπιστολικὴ κάρτα τοῦ Γιαννόπουλου μὲ τὴν φράσι «Τί κρίμα νὰ μὴ Σᾶς ἰδῶ. Φεύγω γιὰ Θεσσαλίες. Τί κρίμα!» Ὁ Στέφανος Μπεκατῶρος σημειώνει: «Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς ἀκριβοῦς ἡμερομηνίας ποὺ ἔκαμε τὸ θαλάσσιο ταξίδι του ὁ Περικλῆς, ὑπάρχουν τὰ ἐξῆς δεδομένα: Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τὸ πρωὶ τῆς Πέμπτης (αὐτὸ εἶναι σχεδὸν βέβαιο). Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Δραγούμης ἔλαβε τὴν ἴδια ἡμέρα τὴν ἐπιστολικὴ κάρτα μὲ τὸ ἀνάγλυφο τοῦ Παρθενώνα, σημαίνει ὅτι ὁ Γιαννόπουλος τὸ ταχυδρόμησε τὶς προηγούμενες ἡμέρες. Τὴν ἴδια ἡμέρα, τὴν Πέμπτη, ἔφθασε στὸν Σκαραμαγκὰ ὑπὸ βροχήν, ὅπως ἔγραψε ἡ ἐφημ Ἑστία (12 Ἀπριλίου 1910). Ὕστερα ἀπὸ σύντομη παραμονή, ἐπῆρε τὸ λευκό του ἄλογο καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκβράσθηκε ὕστερα ἀπὸ 12 ἡμέρες (στὶς 20 τοῦ μηνός). Ἀπὸ δύο ἐπιστολὲς ποὺ εἶχε ἀφήσει στὴν ἀκτὴ ἔγινε, ἀπὸ κάποιους ποὺ τὶς βρῆκαν, γνωστὴ ἡ αὐτοκτονία του τὴν ἴδια ημέρα ἢ τὴν ἑπομένη καὶ ἀνακοινώθηκε σὲ συγγενή του, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀπολύτως βέβαιος καθυστέρησε νὰ ἐνημερώσει καὶ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους στὴν Πάτρα καὶ στὴν Ἀθήνα. (...) Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα προκύπτει ὅτι ἡ αὐτοκτονία ἔγινε τὴν Πέμπτη 8 Ἀπριλίου. Ὡστόσο, τρεῖς ἐγκυκλοπαίδειες, ὅπου ἀνέτρεξα, ἀναγράφουν ὡς ἡμερομηνία θανάτου τὴν 10η Ἀπριλίου. Νομίζω πὼς εἶναι λαθεμένη καὶ ὅτι ἡ ἡμερομηνία ποὺ δίνει ὁ Δραγούμης καὶ ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς εἶναι ὀρθή.» (Στέφανος Μπεκατῶρος, «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5, σελ. 233-234)

    Ὁ Πέτρος Χαρτοκόλλης, πάλι, σημειώνει: «Κατὰ τὸν Ἴωνα Δραγούμη, ὁ Γιαννόπουλος αὐτοκτόνησε τὴν Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. Κατὰ τὴν ἐφημερίδα Ἑστία (12 Ἀπριλίου 1910), ὁ Γιαννόπουλος σχεδίαζε ν᾿ αὐτοκτονήσει τὴν ἡμέρα ἐκείνη, Μεγάλη Πέμπτη, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θείου του ἀπὸ τὴν Πάτρα, ποὺ εἶχε ἀνησυχήσει, ἐπιτάχυνε τὴν ἡμέρα τῆς αὐτοκτονίας του, ποὺ πρέπει νὰ ἦταν ἡ Τετάρτη 7 Ἀπριλίου.» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003, ISBN 960-05-1101-2, σελ 51) Ἐνῶ καὶ ὁ Κώστας Γιαννόπουλος (ὅ.π. σελ. 105) ἀναφέρει ὡς ἡμέρα τῆς αὐτοκτονίας τὴν 7η Ἀπριλίου.

  2. Δημήτρης Λαζογιώργος-Ελληνικός, «Μανουὴλ Θ. Χαιρέτης: Ὁ ἄγνωστος προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», Πελασγός, 1998, σελ. 59-67
  3. «Σ᾿ αὐτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω», γράφει γιὰ τὸν Γιαννόπουλο ὁ ἀδελφικός του φίλος Ἴων Δραγούμης. Κατὰ τὸν Π. Ταγκόπουλο, «ὁ Ἴων ὁλόκληρος θαρρεῖς κι ἔχει ἀναπηδήσει ἀπὸ τὰ κηρύγματα τοῦ Γιαννόπουλου, σὰ νά ᾿ναι τὸ δεύτερο ἐγώ του, πιὸ φίνο καὶ λαμπικαρισμένο». (Ἑλλ. Γράμματα, 1-2-1929 και 1938. Στέφανος Μπεκατῶρος, «Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5, σελ. 209.)
  4. Κατὰ τὸν Α. Καραντώνη, «Ὁ Ἴων Δραγούμης καὶ ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, μορφοποίησαν τὴ συνείδηση τοῦ ἑλλαδισμοῦ τους μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ προφητικό θάμπος ποὺ σκορποῦσε ὁ Γιαννόπουλος ζῶντας καὶ δημιουργῶντας.» (Ἑλλ. Γράμματα, 1-2-1929 και 1938. Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 209) Ὁ Σικελιανὸς μελετᾷ τὸν Γιαννόπουλο καὶ διατυπώνει τὶς συμφωνίες καὶ τὶς διαφωνίες του σὲ σχετικὸ κείμενό του τὸ 1919. (Μπεκατῶρος, ὅ.π. σελ. 211)
  5. Ὁ Παῦλος Νιρβάνας χαρακτηρίζει τὸν Γιαννόπουλο «ξανθὸν ἱππότη» καὶ θυμᾶται μὲ θαυμασμὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μιλοῦσε ἐκεῖνος: «Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλῇ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρῃς στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβῃς ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνὴς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του.» Ὁ δὲ θεατρικὸς συγγραφέας καὶ χρονογράφος Σπύρος Μελᾶς ἀναφέρει ὅτι «ὁ Γιαννόπουλος ἦταν ἕνας ὡραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ἀλαβάστρινος, μὲ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανὰ μάτια, ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περιβολὴ δανδῆ, δικῆς του συνθέσεως, ζακέττα γκρὶ-πέρλ, χιονάτο πλαστρόν, ποὺ διετηρεῖτο πάντοτε ἄσπιλο καά, ἀντὶ ἄνθους, ἕνα... γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη. Ἦταν μιὰ ἐμφάνιση ἄφθαστα κομψή, φυσικὰ ἐντυπωσιακή, καὶ παρ᾿ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία της ἀντρίκια κι᾿ ἐπιβλητική.» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, ὅ.π. σελ 57)
  6. Πέτρος Χαρτοκόλλης, ὅ.π. σελ. 51-56. Εἰκάζεται ἐπίσης ὅτι ὁ Γιαννόπουλος ἐμπνεύστηκε τὸν τρόπο τῆς αὐτοκτονίας του ἀπὸ τὸ «Βυσσινὶ Τριαντάφυλλο» τοῦ Πλάτωνα Ροδοκανάκη (1909). (Βλ. π.χ. καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ «Rodokanakis Rediscovered 1908-2008. To Βυσσινί Τριαντάφυλλο» τῆς θεατρικῆς ὁμάδος «Ὄχι παίζουμε» καὶ τοῦ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Β. Αἰγαίου, Ἰούλ.-Σεπτ. 2008. Κατὰ τὸ δελτίο τύπου, «Ἡ δράση ὀργανώνεται μὲ ἀφορμὴ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ μοιραία ἀνάγνωση σὲ στενὸ λογοτεχνικὸ κύκλο τοῦ ἔργου «Τὸ Βυσσινὶ Τριαντάφυλλο» τοῦ μυστηριώδους λογοτέχνη. Μοιραία ἀνάγνωση διότι ὁδήγησε τὸν Π. Γιαννόπουλο νὰ ἐμπνευστεῖ τὸν τρόπο τῆς αὐτοκτονίας του, ἔσπρωξε τὸν Κ. Χρηστομάνο στὰ δικαστήρια, εἰσήγαγε τὸν νεαρὸ Πλάτωνα στὰ πιὸ σημαντικὰ λογοτεχνικὰ σαλόνια τῆς ἐποχῆς καὶ ἐπικύρωσε τὸ καθαρόαιμο τῆς μυστικιστικῆς-βυζαντινῆς του καταγωγῆς.» (Ὁ ἥρωας τοῦ Ροδοκανάκη μπαίνει στὴν θάλασσα μὲ ἕνα ἄλογο, ὅπως ἀργότερα ὁ Γιαννόπουλος αὐτοκτόνησε στὸν Σκαραμαγκᾶ. Βλ. σχετικῶς μὲ τὴν παραγωγή, π.χ. «Η Καθημερινή» 1-7-2008, «Ελευθεροτυπία» 29-9-2008.)

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *