Ποίηση και Αγιολογία

Γιώργος Βαρθαλίτης

Η αγιολογική λογοτεχνία είναι, βέβαια, απότοκος του Χριστιανισμού. Ο βυζαντινός (και ο δυτικός) μεσαίωνας καλλιέργησε αυτή τη νέα μορφή λογοτεχνίας, που άλλοτε περπατάει πεζά κι άλλοτε μετεωρίζεται με τα φτερά του ποιητικού ρυθμού. Αγαπημένο αγάγνωσμα των Βυζαντινών τα συναξάρια, οι βίοι των Αγίων. Αν μου ζητούσαν να βρω ένα αντίστοιχο για τις Χίλιες και μια Νύχτες στο Βυζάντιο, θα έλεγα ανεπιφύλακτα τους βίους έτσι όπως τους ανέπλασε ο Συμεών ο Μεταφραστής. Η αγιογραφική πεζογραφία στη ζωή του Βυζαντινού είχε ανάλογη θέση με αυτή που στη ζωή του ανθρώπου της δικής μας εποχής έχει το μυθιστόρημα ή ο κινηματογράφος κι οι παραφυάδες τους. Η αγιολογία δεν περιορίζεται όμως στα συναξάρια. Ξεχειλίζει, θα έλεγες, και εμποτίζει και τις πιο “επίσημες” μορφές του βυζαντινού πεζού λόγου: τη χρονογραφία, ακόμα και την ιστοριογραφία.

Όσο για την αγιολογική υμνογραφία και ποίηση, αναρίθμητοι είναι οι κανόνες, τα τροπάρια και τα επιγράμματα, που αφιερώνονται στους Αγίους.

Η αγιολογική λογοτεχνία όμως δεν περιορίζεται μόνο στον Μεσαίωνα. Είναι συστατικό στοιχείο σύνολου του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα: Τα πάμπολα αγιολογικά ποιήματα του Ρίλκε (Ένας Στηλίτης, Άγιος Γεώργιος) και το αγιολογιό μυθιστόρημα του Franz Werfel Το Τραγούδι της Βερναδέττης (που έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο με την Jennifer Jones). Δεν θα ήταν άστοχο να αναφέρω εδώ και Τον Φτωχούλη του Θεού του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη, επίσης μεταφερμένο και στον κινηματογράφο.

Θα άξιζε να κάνουμε μιαν επισκόπηση στην νεοελληνική αγιολογική Μούσα. Τα παραδείγματα στους παλιότερους ποιητές είναι πολλά. Ας μνημονεύσω το Ιωάννη Πολέμη, που η μνεία του ονόματός του ίσως προκάλεσει θυμηδία σε κάποιους. Ο Πολέμης δεν έχει τη σπίθα της ιδιοφυίας, υπήρξεν όμως καλός ποιητής, που υπηρέτησε ευσυνείδητα το λόγο. Μακάρι και σήμερα να είχαμε έστω έναν Πολέμη. Παραθέτω τον Ιγνάτιο:

Εσύ ήσουν από τα αθώα τα βρέφη το ένα
που επήρεν ο Ιησούς στην αγκαλιά του
και είπε με τη γλυκύτατη λαλιά του:
« Αφήστε τα παιδιά να ’ρθουν σ’ εμένα .»
Κι απέθανε κι ετάφη κι ανεστήθη
παντοτινός κι αθάνατος εκείνος
κι αμάραντος και παραδείσιος κρίνος
άνθισε η πίστη στα δικά σου στήθη .
Κι έφεραν χρόνοι δίσεχτοι και μαύροι
του Τραϊανού το δόγμα : « Όποιος πιστεύει
στο Χριστό ή στο σταυρό θ’ ανέβει
ή θάνατο μαρτυρικό θε να ’βρει » .
Άτρομα εσύ στο χώμα γονατίζεις
και εύχεσαι : « Ιησού δέξου με πάλι
στη θεϊκή σου αγκάλη ,
Συ , που τον θάνατο αθανατίζεις

Την αγιογραφική ποίηση δεν απέστερξε μήτε ο Παλαμάς στο πληθωρικόν έργο του. Ένα δείγμα, το όχι ιδιαίτερα γνωστό ποίημα Aurea, όπου δοξάζεται η Αγία Τερέζα από τα Άβιλα:

Στην όψη δίνεις του χορού το θρίαμβο της ωδής
με το ρυθμό που χύνεται απ’ το μεστό κορμί σου,
και με τα δώρα της λαμπρής ιπποτικής σου γης,
Χαίρε, εκστατική νυμφία του Παραδείσου!

Ο μεγάλος, πάλι, Άγγελος Σικελιανός υμνεί στο Πάσχα των Ελλήνων τη Μαγδαληνή :

Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι,
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητό σου χέρι,
κ΄ ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου ζεστό!

Ένα ιδιαίτερο δείγμα αγιολογικής ποίησης είναι οι Άγιοι Επτά Παίδες του Καβάφη. Ο Καβάφης με την ιδιότυπη ποιητική του και τα ανοίγματα που κάνει στην πεζολογία κατορθώνει εδώ να προσοικειωθεί την πεζογραφική τέχνη των βυζαντινών συναξαριστών. Αξίζει να τον παραθέσουμε ολόκληρον:

Έμορφα που εκφράζεται το συναξάριον:
“ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς” με τους αγίους
“κ’ οι επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες,
“ενύσταξαν ολίγο οι άγιοι”
και τες ψυχές των στον θεό παρέδωσαν.

Οι Άγιοι Επτά Παίδες της Εφέσου που
κατέφυγον εις σπήλαιον να κρυφθούν
από τον διωγμόν των εθνικών, κ’ εκεί εκοιμήθησαν –
και την επαύριον εξύπνησαν. επαύριον γι’ αυτούς.
μα εν τω μεταξύ, είχαν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες.

ξύπνησε την επαύριον και πήγε
ένας των, ο Ιάμβλιχος, γιά ν’ αγοράσει άρτον,
κ’ είδεν εμπρός του άλλην Έφεσον,
όλην καθηγιασμένη μ’ εκκλησίες, και σταυρούς.

κ’ εχάρηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες,
και τους ετίμησαν και τους προσκύνησαν οι χριστιανοί –
κ’ ήλθε κι απ’ την Κωνσταντινούπολιν ο βασιλεύς,
ο Θεοδόσιος, ο γιός του Αρκαδίου,
και τους προσκύνησεν κι αυτός, ως πρέπον, ο ευλαβέστατος.

και χαίρονταν οι Άγιοι Επτά Παίδες
σ’ αυτό τον κόσμο τον ωραίο, και τον χριστιανικόν,
τον αγιασμένο μ’ εκκλησίες, και σταυρούς.

μα έλα που ήσαν όλα τόσο διαφορετικά,
και τόσα είχαν να μάθουν και να πουν,
(και τέτοια δυνατή χαρά ίσως εξαντλεί κι αυτή)
που γρήγορα κουράσθηκαν οι Άγιοι Επτά Παίδες,
από άλλον κόσμο φθάσαντες, από σχεδόν δυό αιώνες πριν,
και νύσταξαν μες στην συνομιλία –
και τους αγίους οφθαλμούς των έκλεισαν.

Στις ημέρες μας οι αγιολογική ποίηση έχει φυράνει. Τους λόγους, νομίζω, τους ξέρουμε. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει όμως πόσο φτωχαίνει τη σημερινή τέχνη του λόγου και πόσο στενεύει τους ορίζοντές μας η απουσία αυτής της θεματικής.

Αξιοσημείωτη εξαίρεση ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, Παραθέτω εμπνευσμένους στίχους του για τον Πρόδρομο:

Θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί, τρυγόνι τῆς ἐρήμου.
Μήτε στὰ γένια μου πουλιά, μήτε κλαδιὰ στὸ στῆθος.
Μαῦρος ὁ σκοῦρκος μοναχά, δαγκώνει τ’ ὄνειρό μου
καὶ ποῦ κρίνος τῆς θάλασσας, ποῦ μιὰ σταγόνα ὕπνος.

…..

Παντερμογιάννη ἀνείπωτε, ποὺ εἶναι ἡ σιγή σου λάδι.
Φωτιὰ ἀπ’ τὸ σκότος τοῦ κορμιοῦ κι ἀπ’ τὴν ψυχὴ λιβάνι,
σκότεινες ρίζες τῆς φωνῆς κι ἡ γλώσσα μου ὅ,τι χάνει
σοῦ φέρνω– χάδι μου ἔναστρο· τὴν πίσσα, τὸ σκοτάδι.

….

Τρυγόνι ὡραῖο κι ἡδύλαλο καὶ λύχνε ἀπ’ τὸν πηλό μου
δέσε στὴν ἅγια φλόγα σου, σπασμένο, τὸ φτερό μου.
Γιατί ’ναι φλόγα σταφυλή, στὸ κλῆμα κρεμασμένη
ποὺ βγάζει μυστικὸ κρασὶ νὰ πίνουν δικασμένοι.

Δεῖξε μου μὲ τὸ χέρι σου· κέρωσε τὴν ψυχή μου
μὲ θρῆνο, μέλος καὶ οὐαί, τρυγόνι τῆς ἐρήμου.

Το ενδιαφέρον μου για τα αγιολογικά ποιήματα δεν είναι μόνο θεωρητικό. Ας μου συγχωρεθεί να κλείσω αυτή την επισκόπηση με δικούς μου στίχους για την Αγία Βαρβάρα:

Χαίρε, λουτρό μου πάναγνο, παρθενική Βαρβάρα,
δάφνη χλωρή κι αμάραντη, ψηλή μου φοινικιά,
πύργε χρυσελεφάντινε, των είδωλων τρομάρα,
κρίνε τρανέ κι υπέρλευκε και χάρη μυστικιά!
Σαν κούρβα σε πομπέψανε, στο δρόμο σε γυμνώσαν,
με βούνευρο τη σάρκα σου χτυπήσαν τη φτωχιά,
τα σιδερένια νύχια τους ανήλεα σε ματώσαν,
και τη χολή τους ξέρασαν καθώς φαρμάκι οχιά.
Μα τ΄ αίμα σου έγινε βαριά, βασιλική πορφύρα
και σ’ έντυσε της δόξας σου χιτώνας λαμπερός,
του παραδείσου σ’ έλουσαν ακένωτα τα μύρα
και των αγγέλων σ’ έζωσεν ο φωτεινός χορός.



Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, έργο (“Το όραμα του Ιεζεκιήλ”, 1450) του ιταλού μοναχού Φρα Αντζέλικο.


Πηγή: Αντίφωνο

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *