Ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸς δὲν εἶναι Μακεδόνας

makedon

Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
Τὸ Ἑλληνικὸ Θαῦμα, ἔκδ. Ἐκδοτικὴ Θεσσαλονίκης.

(Μεταφρασμένο στὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα ἀναδημοσιεύεται παρακάτω τὸ ἰσπανόγλωσσο ἄρθρο «Ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸς δὲν εἶναι Μακεδόνας», τὸ ὁποῖο γράφτηκε καὶ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν Φεδερῖκο Κάρλος Κρούτοιγκ Σαγρέδο, στὴν Χώρα τῶν Βάσκων,μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνακοίνωση τοῦ γνωστοῦ προβλήματος μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Σκοπίων, ἀπό τὴν δεκαετία τοῦ '90.)



Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλὰ ποιὰ εἶναι στὸν κόσμο ἡ ἑλληνικὴ ἐπιρροὴ - ἐκείνη ποὺ ὀφείλεται στὴν μακεδονικὴ ἐξάπλωση- πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀναφερόμαστε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στοὺς ἑλληνικῆς καταγωγῆς Μακεδόνες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν ποτὲ καμία ἀπολύτως σχέση μὲ τοὺς Σλάβους, ποὺ ἐμφανίστηκαν χίλια χρόνια μετὰ καὶ ποὺ τώρα ἔδωσαν τὸ ὄνομα «Μακεδονία» σὲ κάποιες ἐκτάσεις, οἱ ὁποῖες ὑπῆρξαν ἰλλυρικὲς καὶ θρακικές.

Κοντὰ σ' ἐκείνη τὴν ἑλληνικὴ περιοχή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴ Μακεδονικὴ Γῆ, ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος λαός, ποὺ ἔφτασε νὰ ἀποκαλεῖται «μακεδονικός» χωρὶς νὰ εἶναι. Στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μιλοῦμε γιὰ «ψευδό-Μακεδόνες» ἤ «κλεπτο-Μακεδόνες». Ἂς ἐξετάσουμε τὸ γιατί.

Οἱ σλάβοι πρωτοεμφανιζονται στὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστορία χίλια περίπου χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν μακεδονικὴ ἐξάπλωση. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λαοὺς πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν εἶχαν τίποτε, δὲν εἶχαν οὔτε ὄνομα. Ἡ λέξη «σλάβος», ποὺ κάποτε ἀναφέρεται καὶ ὡς «σκλάβος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἁλυσοδεμένου ἐργάτη, φαίνεται νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν ὄρο «slοwο», ὁ ὁποῖος πιστεύεται ὅτι σημαίνει «λόγος».

Αὐτοί, λοιπόν, ἦταν οἱ λαοί, τοὺς ὁποίους οἱ Ρωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν «servi» -τὸ σχεδὸν «ἐθνικό» ὄνομά τους- τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τοὺς νικημένους, κυριευμένους καὶ ἄμοιρους παντὸς ἀνθρωπίνου δικαιώματος λαούς.

Ὅταν, ὡστόσο, ἐμφανίζονται στὴν Ἱστορία, τὸ κάνουν ὡς ἀγέλες ὑποταγμένων μαζῶν, στερημένων παντὸς ἀνθρωπίνου δικαιώματος, ὡς ἕνας λαὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι -ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτό- τὸ ὄνομα τοῦ γένους ἤ τοῦ ἔθνους του, «σλάβος» ἤ «σκλάβος», θὰ χρησιμοποιηθεῖ στὸ ἑξῆς γιὰ νὰ ὀνομάσει τοὺς ἁλυσοδεμένους ἀνθρώπους, τοὺς στερημένους ἐλευθερίας καὶ κάθε δικαιώματος, ποὺ ἐνίοτε χρησιμοποιοῦνται μέχρι καὶ σὰν κτήνη. Στὴν πραγματικότητα, λοιπόν, ὅταν ἐμφανίζονται συμμετέχοντας στὶς ξενικὲς εἰσβολές, οἱ σλάβοι φαίνονται νὰ εἶναι ὑποταγμένοι καὶ κατακτημένοι τόσο ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους, ἕναν λαὸ τουρκικής καταγωγης, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ἄλλον ἕναν λαὸ τουρκικῆς καταγωγῆς.

Σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ὁ κυρίαρχος λαὸς ποὺ ἐπιτίθεται στὴν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία εἶναι οἱ Τοῦρκοι, ποὺ φέρνουν μαζί τους μία ἀγέλη ἀνθρώπων, τῆς ὁποίας τοὺς ἄνδρες ὑποχρεώνουν νὰ πολεμοῦν, ἐνῶ τὶς γυναῖκες νὰ βαδίζουν κυρίως ἐμπρὸς ἀπὸ τὶς ἅμαξες, σὰν κτήνη ἕλξεως. Τοὺς χρησιμοποιοῦν, ἐπίσης, στὶς κατ' οἶκον ἐργασίες καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σλάβων καὶ τὴν παραμονὴ τοὺς ἐκεῖ ὅπου τοὺς ἔχουν φέρει ὡς σκλάβους, κάθε φορὰ ποὺ οἱ Τοῦρκοι –ὄντας πάντοτε μία μειονότητα ποὺ ἐνσωματώνει στὸν στρατὸ της ὑποταγμένους λαούς - ὑφίστανται κάποια μεγάλη ἥττα καὶ ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὸν χάρτη καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Στὴν περίπτωση τῶν σκλάβων τῶν Βουλγάρων, ποὺ ὡς σλάβοι / σκλάβοι δὲν εἶχαν οὔτε ὄνομα, οὔτε προσωπικότητα, συνέβη τὸ ἑξῆς: υἱοθέτησαν τὸ ὄνομα τῶν παλαιῶν Κυρίων καὶ ἀφεντῶν τους, ἂν καὶ στὴν περίπτωση τῶν Ἀβάρων ἐξαφανίστηκαν ἐντελῶς.

Μετὰ τὴν πτώση τῶν Ἀβάρων ἐμφανίζονται κάποια σλαβικὰ «Φύλα», μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ «σεβέρεοι, σμολεάνοι, σαγουδάτες, οἱ βελεγεζῆτες, δραγοβίτσες» καὶ ἄλλοι, ὀνόματα τὰ ὁποῖα στὴν πραγματικότητα δανείζονται ἀπὸ μικρὲς λίμνες καὶ ρυάκια γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐγκαθίστανται, ἀφοῦ οἱ σλάβοι -ἐραστὲς τῆς ἐλευθερίας μέχρι παραλογισμοῦ- δὲν σχημάτιζαν ποτὲ πολιτικοῦ τύπου ἑνότητες μεγαλύτερες τῆς μορφῆς ποὺ οἱ ἴδιοι ὀνόμαζαν «zadruga», δηλαδὴ «οἰκογένεια» μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Ὁ χῶρος συγκέντρωσης μιᾶς ὁμάδας ὀνομαζόταν «zhupa» καὶ αὐτὴ κυβερνιόταν ἀπὸ τοὺς γεροντότερους, οἱ ὁποῖοι συνήθιζαν νὰ ἐκλέγουν ἕναν ἐξ αὐτῶν, τὸν καλούμενο «zupan» ἤ, μεταξὺ τῶν Κροατῶν, «banus».

Ἔτσι, λοιπόν, oἱ σλάβοι δὲν εἶχαν ποτὲ αὐθεντικὰ ἐθνικὰ ὀνόματα, ἀφοῦ ποτὲ δὲν σχημάτισαν ἔθνος.

Οἱ ἴδιοι οἱ ἀνατολικοὶ σλάβοι, ποὺ σήμερα ὀνομάζονται στὴν πλειονότητά τους «Ρῶσοι», φέρουν ἕνα ὄνομα δανεικό. Αὐτοὶ ζοῦσαν στὰ ἀνατολικά τῆς Εὐρώπης, σὲ ἐδάφη ὅπου ὑπῆρχαν κάτοικοι διαφόρων προελεύσεων, εἰδικὰ πρὸς τὸν Βορρᾶ, ὅπου ζοῦσαν λαοὶ φινλανδικῆς καταγωγῆς (συχνὰ ἀναμεμειγμένοι μὲ «σλάβους») ἐπὶ τῶν ὁποίων εἶχε ἐγκατασταθεῖ ἡ κυριαρχία τῶν Σουηδῶν, ἑνὸς γερμανικοῦ λαοῦ. Οἱ Φιλανδοί, ποὺ ἔφταναν μέχρι τὸν ποταμὸ Δβίνα, ἀποκαλοῦσαν τοὺς Σουηδοὺς «ruotsi» καὶ στοὺς σλάβους ποὺ τοὺς ὑπηρετοῦσαν -δηλαδὴ στοὺς σκλάβους τῶν Σουηδῶν- ἔδωσαν τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τῶν Κυρίων Τους. Οἱ «ὑπηρέτες τῶν Σουηδῶν» (στὰ Φινλανδικά: «ruotsi») κατέληξαν νὰ ὀνομάζονται ἁπλῶς «Σουηδοί». Αὐτὸ τὸ ὄνομα, ἡ ἀρχικὴ προέλευση τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι ἐξακριβωμένη, δόθηκε ἀρχικὰ στους κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου (δηλαδὴ τῆς Οὐκρανίας) καὶ ἀργότερα σὲ ὅσους ζοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸ Νοβγκορὸντ καὶ τὴν Μοσχοβία.

Οἱ Σουηδοὶ συνέχισαν νὰ εἶναι οἱ κύριοι ὅλης τῆς κατοικημένης περιοχῆς τῆς Νότιας Φινλανδίας, ὅπου ἔμεναν φινλανδικοὶ λαοί, ὅπως ἦταν οἱ Ἐσθονοὶ καὶ οἱ Λιβονοί, οἱ Καρέλιοι καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ καλουμένου «Ingermanland».

Μόνον μετὰ ἀπὸ τὴν μάχη τῆς Πολτάβας, ὁ Μέγας Πέτρος κατέλαβε αὐτὰ τὰ φινλανδικὰ ἐδάφη καί, γιὰ νὰ ἐκπολιτίσει τὴν χώρα, ἔφερε Γερμανοὺς ἀποίκους, μὲ τοὺς ὁποίους ἵδρυσε καὶ ἐποίκησε τὴν πόλη Persburg (Πετρούπολη), ὅπως καὶ τὶς πόλεις Kronstand, Schlusselburg, Oranienburg καὶ ἄλλες, ποὺ πῆραν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν γερμανικὰ ὀνόματα. Ἐκεῖ κατέφθασαν καὶ οἱ σλάβοι, δηλαδὴ οἱ σκλάβοι τῶν Σουηδῶν (ruotsi) γιὰ νὰ δουλέψουν ὡς ὑπηρέτες τῶν Γερμανῶν ἀποίκων. Ὁ Μέγας Πέτρος ὀνόμαζε τὴν περιοχή, ποὺ ἀποίκησαν οἱ Γερμανοί, «παραθυράκι πρὸς τὴν Εὐρώπη» καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι, ἐπιθυμώντας νὰ ἐξευρωπαΐσει καὶ νὰ ἐκπολιτίσει τὴν αὐτοκρατορία του, δὲν εἶχε καμμία ἐπιθυμία νὰ ἐπιτρέψει τὸν ἐκρωσισμὸ τῶν Γερμανῶν.

Στὰ νότια τοῦ Δούναβη, μεταξὺ τῶν λαῶν ποὺ ἐπίσης τέθηκαν στὴν ὑπηρεσία τῶν Τούρκων κατακτητῶν, εἴπαμε ὅτι ὑπῆρχαν καὶ οἱ «σκλάβοι τῶν Βουλγάρων» (στὴν τουρκικὴ γλῶσσα «bul» σημαίνει «εὐγενής» καὶ ἀρχικὰ ἦταν μόνον τὸ ὄνομα τῆς ἡγετικῆς ὁμάδας). Αὐτοὶ ἐγκαταστάθηκαν σὲ περιοχὲς στὰ δυτικά τῆς πόλης τῆς Σόφιας.

Ἡ ἐφεύρεση τῆς σλαβικῆς μακεδονικῆς ἐθνότητας εἶναι μία ἀπόπειρα ἀκρωτηριασμοῦ τῆς (σλάβο-) βουλγαρικῆς ἑνότητας», ἀπὸ τὴν ὁποία λίγο μόνον διαφέρουν τοῦτοι οἱ ψευδεῖς Μακεδόνες. Εἶναι προφανὲς ὅτι,προσδιορίζοντας τὸ ὄνομα «Μακεδόνες» σὲ τούτους τοὺς σλάβους, διαπράττεται μία διανοητικὴ καὶ πολιτικὴ ἀπάτη, ἀφοῦ οἱ αὐθεντικοὶ Μακεδόνες ἦταν μία ἑλληνικὴ ὁμάδα, τῆς ὁποίας ἡ γλῶσσα ἐλάχιστα διέφερε ἀπὸ τὶς ἄλλες ἑλληνικὲς διαλέκτους. Γνωρίζουμε γιὰ παράδειγμα, ὅτι τὰ ὀνόματα «Φίλιππος» καὶ «Φερενίκη» προφέρονταν ὡς «Βίλιππος»καὶ «Βερενίκη» μεταξὺ τῶν Ἀρχαίων Μακεδόνων, καὶ ὅτι ἔλεγαν «πτόλις» ἀντί «πόλις» καὶ «πτόλεμος» ἀντὶ «πόλεμος» (ποὺ εἶναι ἑλληνικοὶ τύποι, ἀρχαιότεροι ἀπὸ τοὺς συνηθέστερους ἰωνικοὺς δωρικοὺς καὶ ἀχαϊκούς). Αὐτὲς οἱ μορφὲς παρέμειναν ζωντανὲς σὲ ὀνόματα ἀνδρῶν, ὅπως «Πτολεμαῖος», ἀλλὰ καὶ ἑλληνίδων Βασιλισσῶν τῆς Μακεδονίας, ὅπως «Βερενίκη». Οἱ Μακεδόνες ἐξάλλου, συμμετεῖχαν ἀπὸ νωρὶς στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, στοὺς ὁποίους μποροῦσαν νὰ συμμετέχουν μόνον οἱ Ἕλληνες.

Οἱ σλάβοι, ποὺ υἱοθέτησαν τὸ ὄνομα «Μακεδόνες», πρωτοεμφανίστηκαν, ὅπως προεῖπα, χίλια μὲ χίλια διακόσια χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων. Εἴναι προφανές ὅτι υἱοθέτησαν, τὸ ὄνομα τῶν γειτόνων τους ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν-οὔτε ἐκεῖ- δικό τους ἐθνικὸ ὄνομα, ὅπως ποτὲ οἱ σλάβοι δὲν εἶχαν δικά τους ἐθνικὰ ὀνόματα σὲ κανένα μέρος τῆς γῆς. Γιὰ τούτους τοὺς λόγους, οἱ σλάβοι, ποὺ σήμερα ἔφτασαν νὰ ἀποκαλοῦνται «Μακεδόνες καὶ ποὺ κατοικοῦν στὰ περίχωρα τῶν Σκοπίων, δὲν ἔχουν ἀπολύτως καμία σχέση μὲ τοὺς αὐθεντικοὺς Μακεδόνες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στὴν ἑλληνικὴ περιοχὴ ποὺ μέχρι σήμερα ὀνομάζεται Μακεδονία. Ἀπὸ τὴν γῆ αὐτή, κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Ἕλληνα Μακεδόνα Βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου, κατέκτησαν τήν Περσικὴ Αὐτοκρατορία, ἐξαπλώνοντας μέχρι ἐκεῖ τὸν Ἑλληνικὸ Πολιτισμὸ καὶ ὑποβάλλοντας τὴν ἑλληνικὴ κλασικὴ νοοτροπία σὲ μία αὐθεντικὴ ἐπανάσταση, ἀφοῦ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ οἱ 'Ελληνες, ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ ζοῦν σὲ μικρὲς (καὶ μόνον κατ' ἐξαίρεση σὲ κάπως μεγαλύτερες) πόλεις, ἀντιμετώπιζαν μιά παγκόσμια ἀποστολὴ ὡς κληρονόμοι καὶ μεταλαμπαδευτὲς τοῦ πιὸ ἔξοχου πολιτισμοῦ ποὺ δημιούργησε ἡ Ἀνθρωπότητα.

Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔφτασαν νὰ χτίσουν ἑλληνόφωνες πόλεις μέχρι τὴν Ἰνδία, τὸ Ἀφγανιστάν, τὴν Μεσοποταμία καὶ ἀλλοῦ!
Στὰ τέλη τοῦ 9ου μ.Χ. αἰῶνα, ἀνέρχεται στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Φώτιος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς διανόησης ποὺ γέννησε ὁ Βυζαντινὸς Πολιτισμός. Αὐτὸς ὁ ἄνδρας, ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐρεία καλλιέργειά του, εὐνόησε ἕνα εἶδος Ἀναγέννησης τοῦ Ἑλληνικοῦ Κλασικοῦ Πολιτισμοῦ. Μεταξὺ τῶν πεπραγμένων του- ἐκτὸς τοῦ ἀξίου κατορθώματός του νὰ διακόψει τὶς σχέσεις του μὲ τήν Ρώμη, στὴν ὁποία κυριαρχοῦσε ὁ βαρβαρισμός, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ Παπικό Κράτος- συγκαταλέγεται καὶ ἡ ἀνάθεση σὲ δύο Ἕλληνες τῆς Θεσσαλονίκης, στοὺς ἀδελφοὺς Κωνσταντῖνο (ὀνομαζόμενο καὶ Κύριλλο) καὶ Μεθόδιο, τῆς μετάφρασης τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴν γλῶσσα τῶν σλάβων.

Αὐτοὶ υἱοθέτησαν, γιὰ τοῦτον τὸν σκοπό, τὴν γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιοῦσε κάποια ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς σλαβικὲς φυλές, ποὺ ἀκόμη περιφέρονταν ὕποπτα γύρω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, μετὰ ἀπὸ τὴν ἥττα τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν λοιπῶν Τούρκων.

Πρέπει νὰ τονιστεῖ, λοιπόν, ὅτι δὲν ἦταν σλάβοι ἐκεῖνοι ποὺ μετέφρασαν τὴν Βίβλο, ἀλλὰ δύο Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι τὸ κατάφεραν ἐφευρίσκοντας γιά τόν σκοπὸ αὐτὸ μέχρι καὶ τὸ σλαβικὸ ἀλφάβητο, τὸ ἀποκαλούμενο γλαγολιτικό. Αὐτὴ ἡ μετάφραση βοήθησε τοὺς σλάβους νὰ μὴν ἀπορροφηθοῦν ἀπὸ ἄλλους λαούς, κάτι ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε συμβεῖ χωρὶς ἕνα τέτοιο λογοτεχνικὸ ἔργο. Ἡ σλαβικὴ γλῶσσα αὐτῆς τῆς μετάφρασης ὀνομάζεται τόσο «ἀρχαία βουλγαρική», ὅσο καὶ «ἀρχαία σλαβική». Ἡ μετάφρασή της, τὴν ὁποία πραγματοποίησαν οἱ δυὸ 'Ελληνες λόγιοι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τους στὴν σλάβικη, συνέβαλε στὴν στερεοποίηση τῆς προσέγγισης τῶν σλάβων στὸ Βυζάντιο. Τούτη ἡ Βίβλος μετατράπηκε σὲ γλῶσσα τῆς Θρησκείας καὶ τῆς γραπτῆς ἐπικοινωνίας, χρησιμοποιούμενη μέχρι προσφάτως στὴν ἴδια τὴν Ρωσικὴ Αὐτοκρατορία.

Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ μία δεύτερη ἑλληνικὴ πολιτισμικὴ ἐξάπλωση ποὺ κατορθώθηκε ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Μακεδονία, μέσω τῆς μετάφρασης τῆς Βίβλου στὴν γλῶσσα τῶν σλάβων. Τοῦτο τὸ ἔργο ὑπῆρξε ἡ βάση τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ τῶν Ρώσων, οἱ ὁποῖοι ἐξαπλώθηκαν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς σημερινῆς Ρωσίας μετά ἀπό τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα τοῦ Βλαντισλάβ.



Πηγή: Ἁγία Ζώνη

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *