ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

Ἥσυχο ἀεράκι ἀποσπερνὸ σηκώθηκε ἀπ' τὴ θάλασσα καὶ δρόσισε τὴ φρυμένη γῆς. Ἕνας γλάρος πέταξε μιὰ στιγμή, ζύγιασε τὰ φτερὰ καὶ στάθηκε ἀνάερα· κι ἔπειτα, μονομιᾶς, χίμηξε στὴ θάλασσα, σπάθισε μὲ τὴ δεξιὰ φτερούγα τὸ πρόσωπο τοῦ νεροῦ κι ἀναπεταρίζοντας δυὸ καὶ τρεῖς βολές, κάθισε, μὲ τὰ πόδια σμιχτά, στὸ κύμα.

Κι ἄξαφνα, δυὸ δελφίνια, μακριά, τινάχτηκαν, κι ἔλαμψε στὸ σούρουπο τὸ γυαλιστερό, θροφανὸ κορμί τους· κι εὐτὺς χάθηκαν σὲ μακροβούτι και ξανάφαναν πέρα, ἀρμενίζοντας τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, μὲ σηκωμένη τὴν ὀρά.

Πικροδάφνες εἶχαν ἀνοίξει γύρα ἀπ' τὸ θαλασσινὸ σπιτάκι τοῦ Ἅρπαγου καὶ δρίμωναν τὸν ἀέρα μὲ τὴ μυρωδιὰ τοῦ πικραμύγδαλου· καὶ οἱ φίλοι ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ μακριά, κάθονταν ἀπόξω στὴν πεζούλα, γύρα ἀπ' τὸ σηκωμένο τραπέζι, καὶ σώπαιναν.

«Κύριε... Κύριε...» μουρμούρισε σιγὰ ὁ Ἅρπαγος, γιατὶ ντρεπόταν νὰ τὸν ἀκούσουν.

Ὁ ἥλιος τώρα βουτοῦσε στὰ νερὰ καὶ χανόταν, κι ἕνα γαλάζιο σκοτάδι ἀγάλια ἀνηφοροῦσε ἀπ' τὰ φαράγγια κι ἀπὸ τὸν κάμπο· μιὰ στιγμὴ οἱ βουνοπλαγιὲς ἔλαμψαν, κι ὕστερα μαζώχτηκε τὸ φῶς ὅλο στὴν κορφὴ τοῦ ἀντικρινοῦ βουνοῦ καὶ πήδησε ξαφνικὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ καὶ χάθη. Καὶ τότε στὸν γαλανὸν ἀέρα τὰ πάντα, πέτρες καὶ δεντρὰ καὶ ἀνθρῶποι, ἀνάπνεψαν θεϊκὰ γαληνεμένα, σὰ σύμβολα.

Κι οἱ τέσσερεις καρδιές, μπρὸς στὸ σπιτάκι, ταράχτηκαν.

Κι ἔλεγε κρυφά, φρίσσοντας ἀπὸ μυστικὸ ρίγος, ὁ Ἅρπαγος, σὰ νὰ κατηχόταν μονάχος στὸ βραδινὸ μυστήριο:

«Ἀπὸ τὸ τύμπανο ἔφαγα, ἤπια ἀπὸ τὸ κύμβαλο, δοκίμασα τὴν παγκαρπία, χώθηκα κάτου ἀπ' τὴ γαμήλια παστάδα. Δήμητρα, πηγὴ τῶν ψυχῶν, τὸ σπειρὶ τὸ στάρι, ποὺ μοῦ μπιστεύτηκες, πέθανε μέσα μου, ἀκλουθώντας τὴ θείαν ἐντολή σου, κι ἀνακοντίζεται, νά, πάγκαρπο, τὸ ἱερὸν ἀστάχυ. Καὶ στὴν κορφὴ τοῦ κεφαλιοῦ μου, τὰ δάχτυλα νιώθω ν' ἀναδεύουνται τῆς Κόρης σου, ν' ἀναμερίζουν τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ μοῦ χύνουνε, σὰν ἀπὸ πέντε κρουνούς, τὴ δύναμη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ὑπομονή, τὴ σιωπή καὶ τὸ θάνατο.»

— Ἅρπαγε, τὰ χείλη σου σαλεύουν, εἶπε ὁ Κοσμᾶς χαμογελώντας. Προσεύχεσαι. Μὴν ντρέπεσαι· τὸ μυστικό σου πιὰ τὸ ξέρομε ὅλοι. Εὐτὺς ὡς σ' ἀντίκρισα σήμερα τὸ πρωὶ κι εἶδα τὸ πρόσωπό σου γαληνεμένο νὰ λάμπει καὶ τὴ ματιά σου νὰ γέρνει ἀπάνου μας συγκαταβατική, ἥσυχα θερμὴ καὶ τεράστια μακριά μας, εἶπα: Πάει κι ὁ Ἅρπαγος, τόνε συνεπῆρε κι αὐτὸν τὸ θανατηφόρο πέλαο τῆς θεότητας, θόλωσε τὸ λαμπρὸ μυαλὸ κι ἄδικα κινήσαμε νὰ σὲ πάρομε μαζί μας ἀγωνιστὴ στὴν πολιτεία. Πάτησες τὸν ὅρκο ποὺ δώκαμε, Ἅρπαγε, ὅταν ἤμαστε ἀκόμα ἔφηβοι, κι ἔριξες τὴν ἀσπίδα!

Ἡ Ἑλένη, ἡ ἁπλὴ κοπέλα, ἡ ἀδερφὴ τοῦ Ἅρπαγου, ποὺ τοὺς ὑπηρετοῦσε, σηκώθηκε ἀνήσυχη, ἔκοψε ἕνα ἀνθισμένο κλαρὶ πικροδάφνη, τὸ 'βαλε στὴ μέση τοῦ τραπεζιοῦ καὶ πάλι κάθισε. Ἔνιωθε πὼς ἡ μπρόρα πιὰ θὰ ξεσπάσει. Οἱ τέσσερεις φίλοι, ποὺ ὕστερα ἀπὸ χρόνια σμίγανε, ἔνιωθαν ἀπ' τὸ πρωὶ ταραχὴ καὶ δυσφορία ἀνάμεσό τους: οἱ ὁρμὲς πού, ἀπρόσωπες κι ἀμέστωτες ἀκόμα, τοὺς ἔνωναν, παιδιά, μὲ τὸν καιρὸ κλαδεύτηκαν, καθένας κράτησε διαφορετικὲς καὶ τραχύναν μεστώνοντας. Ὁλημέρα πάσκιζε νὰ τοὺς κάνει νὰ γελοῦνε, νὰ μαλακώνει τὰ λόγια τους καὶ ν' ἀπιθώνει χαμόγελο στὴν ἀνυπόμονη βουλή. Μὰ πιὰ δὲν μποροῦσε· κατὰ τὸ βράδυ, ἡ ταραχὴ μεγάλωσε, κι ὡς τέλειωσε ὁ δεῖπνος, ἡ καρδιά της ἄρχισε νὰ τρέμει. Μιὰ δύναμη ἔφευγε ἀπὸ πάνου της μὲ ἄφραστη γλύκα καὶ μαχότανε νὰ σιργουλέψει τοὺς ἄντρες καὶ ν' ἁπαλύνει τὸν ἀγώνα.

Κοίταξε ἱκετευτικὰ τὸν ἀδερφό της κι ἔκαμε νὰ σκύψει νὰ τοῦ πεῖ: «Ἅρπαγε, Ἅρπαγε, μὴ μαζεύεις τὰ φρύδια, νά 'σαι καλός!» μὰ δὲν πρόφτασε. Ὁ Πέτρος εἶχε ἀρχίσει νὰ μιλᾶ:

— Ἅρπαγε, σὰν ὁμηρικὸς βασιλιάς, τοὺς θείους στίχους ἀνασταίνοντας, μᾶς ἐδέχτηκες. Λουστήκαμε στὴ θάλασσα, παίξαμε τὸ λιθάρι, ξαπλωθήκαμε στὴν ἀμμουδιά, γελάσαμε, τραγουδήσαμε τοὺς παλιοὺς σκοπούς, γιομίσαμε τὰ ποτήρια ἀπ' τὸ αἰώνιο κρασί. Κι ἔλαμψε τὸ λιτὸ τραπέζι σου, σὰ Συμπόσιο. Μὰ τώρα, τὸν ἀνώτερο ἀκλουθώντας νόμο τῆς φιλοξενίας, μὲ σκληρὲς κεραῖες, σὰν ἔντομα ποὺ σμίξαν καὶ θέλουνε νὰ φιλιώσουν ἢ νὰ σκοτωθοῦν, ψάχνομε τὴν ψυχή σου. Τί κατόρθωσες ἀπ' τὸν καιρὸ ποὺ χωρίσαμε; Πῶς βάσταξες τὸ λόγο ποὺ δώκαμε; Θυμᾶσαι, ἑνωθήκαμε καὶ τότε οἱ ἴδιοι, γύρα ἀπὸ ἕνα τραπέζι, καὶ μὲ τὴν ἀλόγιστη θεία νεανικὴν ἀδιαντροπίαν ὁρκιστήκαμε, καθένας ἀπὸ μιὰ μεριὰ νὰ χαλάσει καὶ νὰ ξαναπλάσει τὸν κόσμο. Τώρα γελοῦμε, γιατὶ ξεπέσαμε, μὰ τότε τρέμαμε ἀπὸ τὴν ἔνθεην ὁρμή. Κι ἐσὺ τραβήχτηκες στὴ σιωπὴ καὶ χάθηκες σὲ στείραν ἄσκηση. Μὰ ἡ νέα Θηβαΐδα φλέγεται πιὰ μόνο στὶς πολιτεῖες, καὶ κεῖ μονάχα ἀξίζει νὰ νικήσει ὁ ἄνθρωπος τὸν Πειρασμό. Ἡ φυγὴ δὲν εἶναι νίκη, τ' ὂνειρο εἶναι τεμπελιά, καὶ μόνο τὸ ἔργο μπορεῖ νὰ χορτάσει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἐγὼ πέρασα ὅλη τὴν ὀδύσσεια τῆς ἀναζήτησης καὶ τῆς ταραχῆς, μὰ τώρα, νά, ἀσάλευτο σὰν τὸ νησὶ ἀνασηκώνεται, ἀπάνου ἀπ' τὸ σαλευόμενο πέλαο, τὸ ἒργο τῆς τέχνης, κι ἄραξα, θαρρῶ, στὸ καλὸ λιμάνι μὲ τὴν προγονικὴν ἐλιά.

Ὁ Ἅρπαγος σήκωσε ἀργὰ τὸ κεφάλι. Ἡ ἱερὴ πομπὴ τῶν ἄστρων εἶχεν ἀρχίσει σιωπηλὰ ν' ἀνεβαίνει καὶ νὰ ὁδοιπορεῖ, κι ἀνάβρυζε καὶ χυνόταν ἀπ' τὴ μιὰν ἄκρα τ' οὐρανοῦ ὡς τὴν ἄλλη ὁ Ἰορδάνης Ποταμός. Χαμογέλασε στὸ μέγα καθεβραδινὸ θάμα, κι ἔπειτα, κατεβάζοντας τὰ μάτια στοὺς φίλους του, ἔνιωσε γλύκα ν' ἀνεβαίνει ἀπ' τὸ σπλάχνο του, συμπόνια κι ἔλεο κι ἀλάλητη ταπεινοσύνη.

— Μύρο, εἶπε στὸν τρίτο φίλο του, σήκωσε τὸ ποτήρι κι ἐσὺ καὶ μάλωσέ με.

— Ξέρεις, Ἅρπαγε, ἀποκρίθηκε ὁ Μύρος, μὲ τὴ βαθιὰ θλιμμένη φωνή του, ξέρεις, καλύτερά μου μὲ ποιὸ ρυθμὸ περπατᾶ ὁ Θεός: συντρίβει ὁλοένα τὴν κάθε ἰσορροπία, πάντα ἀνώτερη λαχταρίζοντας. Ὁ Κοσμᾶς μάχεται στὸ κολασμένο ἐπίπεδο τῶν ἀνθρώπων νὰ ἰσορροπήσει τὴν ἰδέα του μὲ τὴν πράξη καὶ νὰ σπρώξει τὸ ὀκνὸ μουλάρι τῆς γῆς ν' ἁρμονιστεῖ μὲ τὸ γοργὸ καρδιοχτύπι του. Ὁ Πέτρος μάχεται μὲ πιὸ ἐπικίντυνο κι ἀπειθάρχητον ὀχτρό: μὲ τὶς ἄγριες φοράδες τοῦ Παρνασσοῦ ποὺ γλιστροῦν ἀνάμεσα ἀπ' τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, ὅλο πνέμα καὶ καλπασμό—μὲ τὶς λέξεις. Κι ἐγὼ πολέμησα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴ λέξη, μὰ δὲ χωροῦσαν τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μου, ὅλες οἱ μῆτρες τοῦτες σπάσαν, κι ὁ μέγας σπόρος συντρίβει τὴν καρδιά μου. Κοιτάζω γύρα μου καὶ τοὺς πιὸ τρανούς: ὅλοι δουλεύουν τὸ στυλοβάτη τοῦ Θεοῦ, σμιλεύουν τὰ πόδια του, ξομπλιάζουν τὰ κράσπεδα, ἀνεβαίνουν μερικοὶ μὲ στὸ γόνατό του καὶ τοῦ διακονοῦν τὸ στῆθος. Μὰ ἐγὼ θά 'θελα νὰ πατήσω τοὺς θείους ὤμους, νὰ συλλάβω καὶ νὰ σφυρηλατήσω σὲ προῦντζο, ἀσάλευτο, ἀνώτερο ἀπ' τοὺς ἐφήμερους κυματισμοὺς τῆς καρδιᾶς, τὸ γαληνό, τὸ μέγα πρόσωπο. Μὰ ἀνάμεσα στὰ δέκα μου δαχτύλια ποὺ καῖν, πλῆθος θεοὶ ἀπὸ λάσπη μαλακὴ γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν, μὲ ἀρίφνητα πρόσωπα, δοῦλοι μου. Καὶ δὲ θέλω—ζητῶ Θεὸν ἀσάλευτο, ἀνώτερό μου, αἰώνιο. Ἄχ! φωνάζω, τίποτ' ἄλλο δὲ δύναμαι νὰ πῶ, κρούβομαι, τανυέμαι, θέλω νὰ ξεθηκαρώσω, νὰ γλιτώσω ἀπ' τὸν ἄνθρωπο, νὰ τιναχτῶ σὰ σπαθί. Ὅμοια, ἄχ! φωνάζει ἡ πεταλούδα ἡ σαβανωμένη, ὅντας σιμώνει ἡ ἄνοιξη, καὶ σκιρτᾶ ἀγωνιώντας νὰ ξεσκίζει, τανυούμενη σὲ ἄθλο μυστικό, τὸ σκληρὸ κουκούλι. Ὅμοια, ἄχ! φωνάζει κάθε στιγμὴ ὁ Θεός.

Ἅρπαγε, ὅμως ἐσένα ἥσυχα φεγγοβολοῦν τὰ μάτια σου, σὰ δυὸ βαθιὲς πηγές. Τὸ νιώθω, στέκεσαι ἐσὺ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» κι ἀντιφεγγίζεις ἀπ' τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀοράτου. Θυμᾶσαι, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ ζήσαμε στὸ σκολειὸ καὶ στό δρόμο μαζί, ἀγαπήσαμε τὶς ἴδιες γυναῖκες, πεθυμήσαμε τὶς ἴδιες κορφές, κοιμηθήκαμε ἀρίφνητες βολὲς στὸ ἴδιο μαξιλάρι. Καὶ τώρα... Ἀναγνωρίζω καὶ χαίρομαι τὸ σκληρὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ποιὸς εἶπε πὼς κρατάει ζυγαριὰ καὶ μοιράζει σὰν καλὸς πατέρας ἴσα τὸ ψωμὶ στὰ παιδιά του; Ἐγὼ ἔδωκα τὸ αἷμα μου, φώναξα τὴ νύχτα, γύρισα ὅλη τὴ γῆς, χτυπώντας τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ καὶ κράζοντας: «Ἄνοιξε, εἶμαι ὁ ἄνθρωπος! Δὲν εἶμαι μερμήγκι νὰ μὲ πατᾶς! Εἶμαι ὁ ἄνθρωπος, ὅμοιος μὲ σένα στὴν πεθυμιὰ καὶ στὴν ἐλπίδα, ἄνοιξε!»—μὰ κανένας δὲν ἀποκρίθη. Κι ἐσύ, ἥσυχα καθούμενος στὸ ἀκρογιάλι, κουβεντιάζοντας μὲ τοὺς ψαράδες, παίζοντας μὲ τὸ σκυλί σου, ἕνα βράδυ, χωρὶς νὰ τὸν προσμένεις, ἐδέχτης στὸ κατώφλι σου ἐτοῦτο τὸ Μεγάλο Ταξιδευτή. Ναί, σὰν τὸ Θάνατο ἔρχεται ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ξέρομε τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμή.

Ἅρπαγε, ἄνοιξε τὴν καρδιά σου καὶ βοήθα μας!


Πηγή: Νίκου Καζαντζάκη, Συμπόσιον, Εκδόσεις Καζαντζάκη

Φωτογραφία: https://gr.pinterest.com/

Ἑλλήνων Φῶς


Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *