Τα κάλαντα

Νικηφόρος Λύτρας, Κάλαντα (1872)

Νικηφόρος Λύτρας, Κάλαντα (1872)

Κάλαντα... Τραγούδια ευχετικά...

Αν και στις μέρες μας έχουν καθιερωθεί τα "λόγια" στιχουργήματα, όπως το "Καλήν εσπέραν άρχοντες..." και το "Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά..." και τραγουδιούνται πλέον σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, παλαιότερα τα κάλαντα συμπεριλάμβαναν επαίνους για το νοικοκύρη και την κυρά, καθώς και για τα άλλα μέλη της οικογένειας, τραγούδια πλασμένα από τον ίδιο το λαό που τα ταιριάζαν ανάλογα με τα γνωρίσματα κάθε σπιτικού που επισκέπτονταν.

Τα παιδιά, αφού διαλαλούσαν τραγουδώντας, το χαρμόσυνο μήνυμα της ημέρας είτε με το γνωστό πλέον "Καλήν εσπέραν άρχοντες..." , είτε ακόμη με τα καθαρά λαϊκά και τοπικά τραγούδια, όπως, για παράδειγμα:

"Χριστός γεννιέται, σα γήλιος φέγγει, σα νιο φεγγάρι, σαν παλικάρι"

και

"Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται
γεννιέται και βαφτίζεται στους ουρανούς πηγαίνει
Όλα τ'αγγέλια χαίρονται και τα δαιμόνια σκάζουν
σκάζουνε και πλαντάζουνε τα σίδερα ταράζουν"

συνέχιζαν με ευχές για την οικογένεια του σπιτιού. Η αστείρευτη λαϊκή φαντασία έπλαθε ολόκληρα στιχουργήματα για να παινέψει τα κάλλη της ανύπαντρης κόρης, να εγκωμιάσει τα πλούτη και το κύρος του εύπορου κύρη, να ευχηθεί μια καλή σοδειά στο γεωργό και πάει λέγοντας:

"Στο σπίτι ετούτο πού' ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη .."

και

"Κι εμείς να τραγουδήσουμε για το αφεντικό μας
πού'ναι καλό κι ευγενικό στον κόσμο ξακουσμένο
πό'χει χιλιάδες πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια"

ή

"Πόλλα'παμε τ'αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας
Κυρά λιγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα,
όταν λουστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου
τα καρδερίνια τρέμουνε από την ομορφιά σου"

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη, "Το Δωδεκαήμερο- Παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα":

"Κόλιαντα μπάμπω μ' κόλιαντα κι εμένα μπάμπω κλούρα
κι εμένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου.
Κι αν δεν μας δώσεις κόλιαντα, δώσ' μας ένα σιτζιούκι.
Νάναι τρανό, νάναι χοντρό, νάναι ζαχαρωμένο.

Έτσι τραγουδούσαν τα παιδιά στα χωριά των Γρεβενών και της Σιάτιστας, σαν ξεκινούσαν τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων να πάνε από σπίτι σε σπίτι κι από μαχαλά σε μαχαλά, φέρνοντας την καλή είδηση της γέννησης του Χριστού με το τραγούδι:

Χριστούγεννα, πρωτούγενννα, πρώτη γιορτή του χρόνου!
Για βγάτε, δέτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται!
Γεννιέται και βαφτίζεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το κηρί της μέλισσας το τρώει η Παναγίτσα.

Τί κι αν φώναζαν οι Πατέρες της εκκλησίας, στην Έκτη Οικουμενική Σύνοδο, καταδικάζοντας όλες τούτες τις εκδηλώσεις και τα έθιμα του λαού, σαν έθιμα ειδωλολατρικά, που δεν ταιριάζουν στη νέα θρησκεία, στη θρησκεία του Χριστού!

....

Η ζωή προχωρούσε. Και μαζί της και ο λαός, που αν και ευλαβής και με καθαρή χριστιανική συνείδηση, υπακούοντας πάντα στη φωνή των Πατέρων, αντιστάθηκε επίμονα στο γκρέμισμα και στην εξαφάνιση των εθίμων του, μη δίνοντας προσοχή στις απειλές και στις κατάρες τους.

Οι παλιές συνήθειες του λαού, που ήταν βιώματα τόσων αιώνων και μέρος της αρχαίας θρησκευτικής του λατρείας, ήταν η ζωή του, το οξυγόνο του, που δεν ήταν δυνατόν να ξεριζωθούν και να σβήσουν, γιατί ήταν ζυμωμένες με το αίμα του και βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του.
...

Μία από τις συνήθειες αυτές, που κατόρθωσαν να αντισταθούν στους διωγμούς, μαζί με τόσες άλλες, και να επιζήσουν, ήταν και τα κάλαντα.

Με τα κάλαντα, δεν αναγγέλουν μόνο τον ερχομό και τη σημασία της μεγάλης γιορτής τα παιδιά, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι και από μαχαλά σε μαχαλά, μα και εγκωμιάζουν τα πλούτη, την αρχοντιά και τη λεβεντιά του νοικοκύρη, την ομορφιά και το λυγερό παράστημα της κυράς, τους πόθους και τις λαχτάρες των κοριτσιών και των αγοριών, που είναι για αρραβώνα, καθώς και των μικρών παιδιών, που είναι ακόμα στην κούνια ή πηγαίνουν στο σχολείο. Κι αυτό, για να μπορέσουν κάτι να πάρουν, κάτι να κερδίσουν για τον κόπο τους.

"Σε τούτ' το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει" ...

Μα αν και η ονομασία των καλάντων είναι Ρωμαϊκή (από τις "Ρωμαϊκές καλένδες"), φερμένη και μεταφυτεμένη στο Βυζάντιο, το έθιμο που κρύβεται πίσω της δεν είναι ρωμαϊκό, μα γνήσιο ελληνικό που ξεκινάει από την αρχαιότητα με το όνομα Ειρεσιώνη.

Η Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα ήταν ένα σύμβολο κι ένα έθιμο μαζί. Σύμβολο της ευφορίας και της γονιμότητας της γης, που γιορτάζονταν δυο φορές το χρόνο. Μια την άνοιξη που παρακαλούσαν τους θεούς να τους προστατεύσουν τα σπαρτά από τις καταστροφές και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για τη συγκομιδή των καρπών.

Μαζί όμως με τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις ευχαριστίες τους στους θεούς, έδιναν ευχές και στους ανθρώπους, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας:

"Στο σπίτι τούτο πούρθανε, του πλουσιονοικοκύρη
να ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη,
για να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.
Ο γιος του νοικοκύρη μας να παντρευτεί μια ωραία
κι η κόρη με τα χέρια της να υφάνει πανωραία"

Τί λιγότερο και τί περισσότερο λένε τα δικά μας τραγούδια απ'αυτό;

Το παραπάνω τραγούδι, που μεταφράστηκε σε ελεύθερους στίχους, λένε πως το έγραψε ο ίδιος ο Όμηρος όταν βρισκόταν στη Σάμο.(...) Εκεί, όπως αναφέρει στο βιβλίο του 'Όμηρος" ο λογοτέχνης και πρώην καθηγητής του Βαρβακείου Γιάννης Οικονομίδης, ο Όμηρος σκάρωσε διάφορα τραγούδια κι όταν ήρθε η άνοιξη, πήγε μαζί με μια ομάδα παιδιών και το τραγούδησαν στα σπίτια των πλουσίων.

Ο Πλούταρχος μας δίνει ένα άλλο τραγούδι της Ειρεσιώνης, που κι αυτό είναι γεμάτο ευχές για την υγεία και την ευτυχία των ανθρώπων, καθώς και την καρποφορία της γης.

"Η Ειρεσιώνη σύκα φέρει
και φουσκωτά ψωμιά
και μέλι στο κύπελλο
και λάδι για το φως
και κούπα μ'αγνό κρασί,
για να μεθύσει
και να κοιμηθεί."

Όπως τώρα, έτσι και τότε τα παιδιά, συγκεντρωμένα σε ομάδες, με μια κλάρα δάφνης ή ελιάς, στολισμένη με γιρλάντες από άσπρο και κόκκινο βαμμένο μαλλί -σύμβολα της υγείας και της ομορφιάς- αφού τη στόλιζαν καλά και κρεμούσαν στα κλωνιά της σύκα, φρούτα και ψωμί και μαζί μ' αυτά και τρία δοχεία με λάδι, μέλι και κρασί, ξεκινούσαν για τα σπίτια τραγουδώντας.

Μπροστά πήγαινε ένα αγόρι, με μάνα και πατέρα στη ζωή, κρατώντας ψηλά την ειρεσιώνη και πίσω του όλα τ' άλλα τα παιδιά.
...

Όπως τώρα, έτσι και τότε, σ' όσα σπίτια τραγουδούσαν τα παιδιά, οι νοικοκυρές τους έδιναν διάφορα φιλοδωρήματα.
...

Τα κάλαντα τα λαϊκά, με τις υπέροχες εικόνες και τη γνήσια γλώσσα του λαού, που έθρεψαν και γιγάντωσαν τη λαϊκή ψυχή και τη λαϊκή φαντασία, μέσα στους αιώνες της τουρκικής σκλαβιάς, φύτρωσαν και άνθισαν την ίδια εποχή, που άρχισε να ανθίζει και το δημοτικό τραγούδι στην πατρίδα μας." (Κ.Καραπατάκης)



Πηγή: Φιρίκι

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *