ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ


                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ φῶς καὶ ἡ πρώτη
                           χαραγμένη στὴν πέτρα εὐχὴ τοῦ ἀνθρώπου
                                  ἡ ἀλκὴ μὲς στὸ ζῶο ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἥλιο
                           τὸ φυτὸ ποὺ κελάηδησε καὶ βγῆκε ἡ μέρα

                                  Ἡ στεριὰ ποὺ βουτᾶ καὶ ὑψώνει αὐχένα
                           ἕνα λίθινο ἄλογο ποὺ ἱππεύει ὁ πόντος
                                  οἱ μικρὲς κυανὲς φωνὲς μυριάδες
                           ἡ μεγάλη λευκὴ κεφαλὴ Ποσειδῶνος

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ χέρι τῆς Γοργόνας
                           ποὺ κρατᾶ τὸ τρικάταρτο σὰ νὰ τὸ σώζει
                                  σὰ νὰ τὸ κάνει τάμα στοὺς ἀνέμους
                           σὰ νὰ λέει νὰ τ' ἀφήσει καὶ πάλι ὄχι

                                  Ὁ μικρὸς ἐρωδιὸς τῆς ἐκκλησίας
                           ἡ ἐννιὰ τὸ πρωὶ σὰν περγαμόντο
                                  ἕνα βότσαλο ἄπεφθο μέσα στὸ βάθος
                           τ' οὐρανοῦ τοῦ γλαυκοῦ φυτεῖες καὶ στέγες

                                  ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ ποὺ ἱερουργοῦνε
                           ποὺ σηκώνουν τὸ πέλαγος σὰ Θεοτόκο
                                  ποὺ φυσοῦν καὶ ἀνὰβουνε τὰ πορτοκάλια
                           ποὺ σφυρίζουν στὰ ὄρη κι ἔρχονται

                                  Οἱ ἀγένειοι δόκιμοι τῆς τρικυμίας
                           οἱ δρομεῖς ποὺ διάνυσαν τὰ οὐράνια μίλια
                                  οἱ Ἑρμῆδες μὲ τὸ μυτερὸ σκιάδι
                           καὶ τοῦ μαύρου καπνοῦ τὸ κηρύκειο

                                                                             Ὁ Μαΐστρος, ὁ Λεβάντες, ὁ Γαρμπής
                                                                         ὁ Πουνέντες, ὁ Γραῖγος, ὁ Σιρόκος
                                                                             ἡ Τραμουντάνα, ἡ Ὄστρια

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ ξύλινο τραπέζι
                           τὸ κρασὶ τὸ ξανθὸ μὲ τὴν κηλίδα τοῦ ἥλιου
                                  τοῦ νεροῦ τὰ παιχνίδια στὸ ταβάνι
                           στὴ γωνιὰ τὸ φυλλόδεντρο ποὺ ἐφημερεύει

                                  Οἱ λιθιὲς καὶ τὰ κύματα χέρι μὲ χέρι
                           μιὰ πατούσα ποὺ σύναξε σοφία στὴν ἄμμο
                                  ἕνας τζίτζικας ποὺ ἔπεισε χιλιάδες ἄλλους
                           ἡ συνείδηση πάμφωτη σὰν καλοκαίρι

                                   ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ κάμα ποὺ κλωσάει
                           στὸ γιοφύρι ἀπὸ κάτω τὰ ὡραῖα κοτρόνια
                                  τὰ σκατὰ τῶν παιδιῶν μὲ τὴν πράσινη μύγα
                           ἕνα πέλαγος βράζοντας καὶ δίχως τέλος

                                  Οἱ δεκάξι νομάτοι ποὺ τραβοῦν τὴν τράτα
                           ὁ ἀκάθιστος γλάρος ὁ ἀργοπλεύστης
                                  οἱ φωνὲς οἱ ἀδέσποτες τῆς ἐρημίας
                           ἑνὸς ἴσκιου τὸ πέρασμα μέσα στὸν τοῖχο

                                  ΤΑ ΝΗΣΙΑ μὲ τὸ μίνιο καὶ μὲ τὸ φοῦμο
                           τὰ νησιὰ μὲ τὸ σπόνδυλο κάποιανου Δία
                                  τὰ νησιὰ μὲ τοὺς ἔρημους ταρσανάδες
                           τὰ νησιὰ μὲ τὰ πόσιμα γαλάζια ἡφαίστεια

                                  Στὸ μελτέμι τὰ ὀρτσάροντας μὲ κόντρα-φλόκο
                           Στὸ γαρμπὴ τ' ἀρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα
                                  ἕως ὅλο τὸ μάκρος τους τ' ἀφρισμένα
                           μὲ λιτρίδια μαβιὰ καὶ μὲ ἡλιοτρόπια

                                                                             Ἡ Σίφνος, ἡ Ἀμοργός, ἡ Ἀλόννησος
                                                                         ἡ Θάσος, ἡ Ἰθάκη, ἡ Σαντορίνη
                                                                             ἡ Κῶς, ἡ Ἴος, ἡ Σίκινος

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στὸ πέτρινο πεζούλι
                           ἀντικρὺ τοῦ πελάγους ἡ Μυρτὼ νὰ στέκει
                                  σὰν ὡραῖο ὀκτὼ ἢ σὰν κανάτι
                           μὲ τὴν ψάθα τοῦ ἥλιου στὸ ἕνα χέρι

                                  Τὸ πορῶδες καὶ ἄσπρο μεσημέρι
                           ἕνα πούπουλο ὕπνου ποὺ ἀνεβαίνει
                                  τὸ σβησμένο χρυσάφι μὲς στοὺς πυλῶνες
                           καὶ τὸ κόκκινο ἄλογο ποὺ δραπετεύει

                                  Τοῦ κορμοῦ τοῦ ἀρχαίου τοῦ δέντρου ἡ Ἥρα
                           ὁ δαφνώνας ὁ ἀπέραντος ὁ φωτοφάγος
                                  ἕνα σπίτι σὰν ἄγκυρα κάτω στὸ βάθος
                           ἡ Κυρα-Πηνελόπη μὲ τὴν ἠλακάτη

                                  Τῆς ἀντίπερα ὄχθης τῶν πουλιῶν ὁ βόσπορος
                           ἕνα κίτρο ἀπ' ὅπου ὁ οὐρανὸς ἐχύθηκε
                                  ἡ γλαυκὴ ἀκοὴ μισὴ κάτω ἀπ' τὸ πέλαγος
                           μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφῶν καὶ σφένταμων

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ἑορτάζοντας τὴ μνήμη
                           τῶν ἁγίων Κηρύκου καὶ Ἰουλίτης
                                  ἕνα θαῦμα νὰ καίει στοὺς οὐρανοὺς τ' ἀλώνια
                           ἱερεῖς καὶ πουλιὰ νὰ τραγουδοῦν τὸ χαῖρε:

                                  Χαίρε ἡ Καιομένη καὶ χαῖρε ἡ Χλωρὴ
                           Χαίρε ἡ Ἀμεταμέλητη μὲ τὸ πρωραῖο σπαθὶ

                                  Χαῖρε ἡ ποὺ πατεῖς καὶ τὰ σημάδια σβήνονται
                           Χαῖρε ἡ ποὺ ξυπνᾶς καὶ τὰ θαύματα γίνονται

                                  Χαῖρε τοῦ παραδείσου τῶν βυθῶν ἡ Ἀγρία
                           Χαῖρε τῆς ἐρημίας τῶν νησιῶν ἡ Ἁγία

                                  Χαῖρε ἡ Ὀνειροτόκος χαῖρε ἡ Πελαγινή
                           Χαῖρε ἡ Ἀγκυροφόρος καὶ ἡ Πενταστέρινη

                                  Χαῖρε μὲ τὰ λυτὰ μαλλιὰ ἡ χρυσίζοντας τὸν ἄνεμο
                           Χαῖρε μὲ τὴν ὡραία λαλιὰ ἡ δαμάζοντας τὸ δαίμονα

                                  Χαῖρε ποὺ καταρτίζεις τὰ Μηναῖα τῶν Κήπων
                           Χαῖρε ποὺ ἁρμόζεις τὴ ζώνη τοῦ Ὀφιούχου

                                  Χαῖρε ἡ ἀκριβοσπάθιστη καὶ σεμνὴ
                           Χαῖρε ἡ προφητικιὰ καὶ δαιδαλικὴ

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - Λιθογραφία Γιάννη Μόραλη

Λιθογραφία Γιάννη Μόραλη

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ χῶμα ποὺ ἀνεβάζει
                           μιὰν ὀσμὴ κεραυνοῦ σὰν ἀπὸ θειάφι
                                  τοῦ βουνοῦ ὁ πυθμένας ὅπου θάλλουν
                           οἱ νεκροί ἄνθη τῆς αὔριον

                                  Ὁ χωρὶς δισταγμοὺς ἔνστικτος νόμος
                           ὁ σφυγμὸς ὁ ταχὺς παίκτης τοῦ βίου
                                  ὁ αἱμάτινος θρόμβος ὁ σωσίας τοῦ ἥλιου
                           καὶ ὁ κισσός ὁ ἅλτης τῶν χειμώνων

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ ρόπτρο-σκαραβαῖος
                           τὸ παράτολμο δόντι μὲς στὸ ψύχος τοῦ ἥλιου
                                  ὁ Ἀπρίλης ποὺ ἔνιωσε ν' ἀλλάζει φὺλο
                           τῆς πηγῆς τὸ μπουμπούκι ὅ,τι ποὺ ἀνοίγει

                                  Τὸ χειράμαξο γέρνοντας μὲ τό 'να πλάι
                           μιὰ χρυσόμυγα ποὺ ἄναψε φωτιὰ στὸ μέλλον
                                  τοῦ νεροῦ ἡ ἀόρατη ἀορτὴ ποὺ πάλλει
                           καὶ γι' αὐτὸ ζωντανὴ κρατᾶ ἡ γαρδένια

                                  ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τὰ οἰκόσιτα τῆς Νοσταλγίας
                           τὰ λουλούδια τὰ νήπια τῆς βροχῆς ποὺ τρέμουν
                                  τὰ μικρὰ καὶ τετράποδα στὸ μονοπάτι
                           τ' ἀψηλὰ στοὺς ἥλιους καὶ τὰ ρεμβοκίνητα

                                  Τὰ σεμνὰ μὲ τὴν κόκκινη ἀρρεβώνα
                           τὰ κομπάζοντας ἔφιππα μὲς στοὺς λειμῶνες
                                  τὰ σὲ καθαρὸ οὐρανὸ ἐργασμένα
                           τὰ στοχαστικὰ καὶ τὰ χιμαιροποίκιλτα

                                                                             Τὸ Κρίνο, τὸ Τριαντάφυλλο, τὸ Γιασεμί
                                                                         ὁ Μενεξές, ἡ Πασχαλιά, ὁ Ὑάκινθος
                                                                             τὸ Γιούλι, τὸ Ζαμπάκι, τὸ Ἀστρολούλουδο

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ σύννεφο στὴ χλόη
                            στὸ βρεμένο ἀστράγαλο τὸ φρτ τῆς σαύρας
                                  τὸ βαθὺ τῆς Μνησαρέτης βλέμμα
                            ποὺ δὲν εἶναι ἀρνιοῦ καὶ ἄφεση δίνει

                                  Τῆς καμπάνας ὁ ἄνεμος ὁ χρυσεγέρτης
                            ὁ ἱππέας ποὺ πάει ν' ἀναληφτεῖ στὴ δύση
                                  καὶ ὁ ἄλλος ἱππέας ὁ νοητὸς ποὺ πάει
                            τῆς φθορᾶς τὸν καιρὸ ν' ἀνασκολοπίσει

                                  Μιᾶς νυχτὸς Ἰουνίου ἡ νηνεμία
                            γιασεμιὰ καὶ φουστάνια στὸ περιβόλι
                                  τὸ ζωάκι τῶν ἄστρων ποὺ ἀνεβαίνει
                            τῆς χαρᾶς ἡ στιγμὴ λίγο πρὶν κλάψει

                                  Ἕνας κόμπος ψυχῆς κι οὔτε πιὰ λέξη
                            σὰν παράθυρο ἄδειο ἡ Ἀρετούσα
                                  καὶ ὁ ἔρωτας ἔλθοντ' ἐξ ὀράνω
                            πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν

                                  ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ἡ πόα τῆς οὐτοπίας
                            τὰ κορίτσια οἱ παραπλανημένες Πλειάδες
                                  τὰ κορίτσια τ' Ἀγγεῖα τῶν Μυστηρίων
                            τὰ γεμάτα ὡς πάνω καὶ τ' ἀπύθμενα

                                  Τὰ στυφὰ στὸ σκοτάδι καὶ ὅμως θαῦμα
                            τὰ γραμμένα στὸ φῶς καὶ ὅμως μαυρίλα
                                  τὰ στραμμένα ἐπάνω τους ὅπως οἱ φάροι
                            τὰ ἡλιοβόρα καὶ τὰ σεληνοβάμονα

                                                                             Ἡ Ἔρση, ἡ Μυρτώ, ἡ Μαρίνα
                                                                         ἡ Ἑλένη, ἡ Ρωξάνη, ἡ Φωτεινή
                                                                             ἡ Ἄννα, ἡ Ἀλεξάνδρα, ἡ Κύνθια

                                  Τῶν ψιθύρων ἡ ἐπώαση μὲς στὰ κοχύλια
                            μιὰ χαμένη σὰν ὄνειρο: ἡ Ἀριγνώτα
                                  ἕνα φῶς μακρινὸ ποὺ λέει: κοιμήσου
                            σαστισμένα φιλιὰ σὰν πλῆθος δέντρα

                                  Τὸ λιγάκι πουκάμισο ποὺ τρώει ὁ ἀέρας
                            τὸ χνουδάκι τὸ χλόινο πάνω στὴν κνήμη
                                  τοῦ αἰδοίου τὸ μενεξεδένιο ἀλάτι
                            καὶ τὸ κρύο νερὸ τῆς Πανσελήνου

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ μακρινὸ τραγούδι
                            ὁ μυχὸς τῆς Ἑλένης μὲ τὸ κυματάκι
                                  τὰ φραγκόσυκα φέγγοντας μὲς στὴ μασχάλη
                            ἐρειπιῶνες τοῦ μέλλοντος καὶ τῆς ἀράχνης

                                  Τὰ νυχτέρια τ' ἀτέλειωτα μέσα στὰ σπλάχνα
                            τὸ ρολόι τὸ ἄυπνο ποὺ δὲ φελάει
                                  ἕνα μαῦρο κρεβάτι ποὺ ὅλο πλέει
                            στὰ τραχιὰ τὰ παράλια τοῦ Γαλαξία

                                  ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τὰ ὄρθια μὲ τὸ μαῦρο πόδι
                            τὰ καράβια οἱ αἶγες τῶν Ὑπερβορείων
                                  τὰ καράβια οἱ πεσσοὶ τοῦ Πολικοῦ καὶ τοῦ Ὕπνου
                            τὰ καράβια οἱ Νικοθόες καὶ οἱ Εὔαδνες

                                  Τὰ γεμάτα βοριάδες καὶ φουντούκι τοῦ Ὄρους
                            τὰ μυρίζοντας μούργα καὶ χαρούπι ἀρχαῖο
                                  τὰ γραμμένα στὴ μάσκα τους καθὼς οἱ Ἁγίοι
                            τὰ τὴν ἴδια στιγμὴ λοξὰ καὶ ἀκίνητα

                                                                             Ἡ Ἀγγέλικα, ὁ Πολικός, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι
                                                                         ὁ Ἀτρόμητος, ἡ Ἀλκυών, ἡ Ναυκρατοῦσα
                                                                             τὸ Μαράκι, τὸ Ἔχει ὁ Θεός, ἡ Εὐαγγελίστρια

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ κύμα ποὺ ἀγριεύει
                            καὶ σηκώνεται πέντε ὀργιὲς ἐπάνω
                                  τὰ χυμένα μαλλιὰ στὸ ὄρνεο ποὺ γυρίζει
                            καὶ χτυπιέται στὰ τζάμια μὲ τὴν καταιγίδα

                                  Ἡ Μαρίνα καθὼς προτοῦ νὰ ὑπάρξει
                            μὲ τοῦ σκύλου τὸ καύκαλο καὶ τὰ δαιμόνια
                                  ἡ Μαρίνα τὸ κέρας τῆς Σελήνης
                            ἡ Μαρίνα ὁ χαλασμὸς τοῦ κόσμου

                                  Τὰ μουράγια ξεσκέπαστα στὴ σοροκάδα
                            ὁ παππὰς τῶν νεφῶν ποὺ ἀλλάζει γνώμη
                                  τὰ καημένα τὰ σπίτια ποὺ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο
                            ἀκουμποῦνε γλυκὰ καὶ ἀποκοιμιοῦνται

                                  Τῆς μικρῆς βροχῆς τὸ λυπημένο πρόσωπο
                            ἡ παρθένα ἐλιὰ τὸ λόγο ἀνηφορίζοντας
                                  οὔτε μία φωνὴ στὰ κουρασμένα σύννεφα
                            τῆς πολίχνης τὸ σαλιγκαράκι ποὺ ἔσπασε

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ὁ πικρὸς καὶ ὁ μόνος
                            ὁ ἀπὸ πρὶν χαμένος ἐσὺ νά 'σαι
                                  Ποιητὴς ποὺ δουλεύει τὸ μαχαίρι
                            στὸ ἀνεξίτηλο τρίτο του χέρι:

                                  ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ὁ Θάνατος καὶ αὐτὸς ἡ Ζωή
                            Αὐτὸς τὸ Ἀπρόβλεπτο καὶ αὐτὸς οἱ Θεσμοί

                                  Αὐτὸς ἡ εὐθεία τοῦ φυτοῦ ἡ τὸ σῶμα τέμνοντας
                            Αὐτὸς ἡ ἑστία τοῦ φακοῦ ἡ τὸ πνεῦμα καίγοντας

                                  Αὐτὸς ἡ δίψα ἡ μετὰ τὴν κρήνη
                            Αὐτὸς ὁ πόλεμος ὁ μετὰ τὴν εἰρήνη

                                  Αὐτὸς ὁ θεωρὸς τῶν κυμάτων ὁ Ἴων
                            Αὐτὸς ὁ Πυγμαλίων πυρὸς καὶ τεράτων

                                  Αὐτὸς ἡ θρυαλλίδα ποὺ ἀπὸ τὰ χείλη ἀνάβει
                            Αὐτὸς ἡ ἀόρατη σήραγγα ποὺ ὑπερκερᾶ τὸν Ἅδη

                                  Αὐτὸς ὁ Ληστὴς τῆς ἡδονῆς ποὺ δὲ σταυρώνεται
                            Αὐτὸς ὁ Ὄφις ποὺ μὲ τὸ Στάχυ ἑνώνεται

                                  Αὐτὸς τὸ σκότος καὶ αὐτὸς ἡ ὄμορφη ἀφροσύνη
                            Αὐτὸς τῶν ὄμβρων τοῦ φωτὸς ἡ ἐαροσύνη

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ γύρισμα τοῦ λύκου
                            στὸ ρύγχος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὸ στοῦ ἀγγέλου
                                  τὰ ἐννέα σκαλιὰ ποὺ ἀνέβηκε ὁ Πλωτῖνος
                            τὸ χάσμα τοῦ σεισμοῦ ποὺ ἐγιόμισε ἄνθη

                                  Τὸ λιγάκι ποὺ ἀγγίζοντας ἀφήνει ὁ γλάρος
                            καὶ φωτίζει τὰ βότσαλα σὰν ἀθωότης
                                  ἡ γραμμὴ ποὺ χαράζεται μὲς στὴν ψυχή σου
                            καὶ τὸ πένθος μηνᾶ τοῦ Παραδείσου

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ πρὶν τῆς ὀπτασίας
                            ἀχερούσιο σάλπισμα καὶ πύρινη ὤχρα
                                  τὸ καιούμενο ποίημα καὶ ἠχεῖο θανάτου
                            οἱ δορύαιχμες λέξεις καὶ αὐτοκτόνες

                                  Τὸ ἐνδόμυχο φῶς ποὺ ἀσπρογαλιάζει
                            κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀπείρου
                                  τὰ χωρὶς ἐκμαγεῖο βουνὰ ποὺ βγάζουν
                            ἀπαρράλλαχτες ὄψεις τοῦ αἰωνίου

                                  ΤΑ ΒΟΥΝΑ μὲ τὴν οἴηση τῶν ἐρειπίων
                            τὰ βουνὰ τὰ βαρύθυμα, τὰ μαστοφόρα
                                  τὰ βουνὰ τὰ σὰν ὕφαλα μιᾶς ὀπτασίας
                            τὰ κλεισμένα ὁλοῦθε καὶ τὰ σαραντάπορα

                                  Τὰ γεμάτα ψιλόβροχο σὰν μοναστήρια
                            τὰ χωμένα στὸ πούσι τῶν προβάτων
                                  τὰ ἠρέμα πηγαίνοντας καθὼς βουκόλοι
                            μὲ τὸ μαῦρο ζιμπούνι καὶ μὲ τὸ πανωμάντιλο

                                                                             Ἡ Πίνδος, ἡ Ροδόπη, ὁ Παρνασσός
                                                                         ὁ Ὄλυμπος, ὁ Τυμφηστός, ὁ Ταΰγετος
                                                                             ἡ Δίρφυς, ὁ Ἄθως, ὁ Αἶνος

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ διάσελο ποὺ ἀνοίγει
                            αἰωνίου γαλάζιου ὁδὸ στὰ νέφη
                                  μιὰ φωνὴ ποὺ παράπεσε μὲς στὴν κοιλάδα
                            μιὰ ἠχὼ ποὺ σὰν βάλσαμο τὴν ἤπιε ἡ μέρα

                                  Τῶν βοδιῶν ἡ προσπάθεια ποὺ σέρνουν
                            τοὺς βαριοὺς ἐλαιῶνες πρὸς τὴ δύση
                                  ὁ καπνὸς ὁ ἀτάραχος ποὺ πάει
                            τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα νὰ διαλύσει

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ πέρασμα τοῦ λύχνου
                            τὸ γεμάτο χαλάσματα καὶ μαύρους ἴσκιους
                                  ἡ σελίδα ποὺ γράφτηκε κάτω ἀπ' τὸ χῶμα
                            τὸ τραγούδι ποὺ εἶπε ἡ Λυγερὴ στὸν Ἅδη

                                  Τὰ ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στὸ τέμπλο
                            οἱ ἀρχαῖες οἱ λεῦκες οἱ ἰχθυοφόρες
                                  οἱ ἐράσμιες Κόρες μὲ τὸ πέτρινο χέρι
                            ὁ λαιμὸς τῆς Ἑλένης ὡσὰν παραλία

                                  Τ'ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα μὲ τὴν εὐδοκία
                            ἡ παρασημαντικὴ ἑνὸς ἄλλου κόσμου
                                  ἡ παλιὰ δοξασία ὅτι πάντα ὑπάρχει
                            τὸ πολὺ σιμὰ καὶ ὅμως ἀόρατο

                                  Ἡ σκιὰ ποὺ τὰ γέρνει μὲ τὸ πλάι στὸ χῶμα
                            ἕνα κάτι τοῦ κίτρινου στὴ θύμησή τους
                                  ἡ ἀρχαία τους ὄρχηση πάνω ἀπ' τοὺς τάφους
                            ἡ σοφία τους ἡ ἀδιατίμητη

                                                                             Ἡ Ἐλιά, ἡ Ροδιά, ἡ Ροδακινιά
                                                                         τὸ Πεῦκο, ἡ Λεύκα, ὁ Πλάτανος
                                                                             ἡ Δρύς, ἡ Ὀξιά, τὸ Κυπαρίσσι

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ ἀναίτιο δάκρυ
                            ἀνατέλλοντας ἀργὰ στὰ ὡραῖα μάτια
                                  τῶν παιδιῶν ποὺ κρατιοῦνται χέρι-χέρι
                            τῶν παιδιῶν ποὺ κοιτάζουνται καὶ δὲ μιλιοῦνται

                                  Τῶν ἐρώτων τὸ τραύλισμα πάνω στὰ βράχια
                            ἕνας φάρος ποὺ ἐκτόνωσεν αἰώνων θλίψη
                                  τὸ τριζόνι τὸ ἐπίμονο καθὼς ἡ τύψη
                            καὶ τὸ μάλλινο ἔρημο μέσα στ' ἀγιάζι

                                  Ὁ στυφὸς μὲς στὰ δόντια ἐπίορκος δυόσμος
                            δυὸ χείλη ποὺ ἀδύνατο νὰ στέρξουν — καὶ ὅμως
                                  τὸ "ἀντίο" στὰ τσίνορα ποὺ λίγο λάμπει
                            καὶ μετὰ ὁ γιὰ πάντοτε θολὸς κόσμος

                                  Τὸ ἀργὸ καὶ βαρὺ τῶν καταιγίδων ὄργανο
                            στὴν καταστραμμένη του φωνὴ ὁ Ἡράκλειτος
                                  τῶν φονιάδων ἡ ἄλλη πλευρὰ ἡ ἀθέατη
                            τὸ μικρὸ "γιατὶ" ποὺ ἔμεινε ἀναπάντητο

                                  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τὸ χέρι ποὺ ἐπιστρέφει
                            ἀπὸ φόνον φριχτὸν καὶ τώρα ξέρει
                                  ποιὸς ἀλήθεια ὁ κόσμος ποὺ ὑπερέχει
                            ποιὸ τὸ "νῦν" καὶ ποιὸ τὸ "αἰὲν" τοῦ κόσμου:

                                  ΝΥΝ τὸ ἀγρίμι τῆς μυρτιᾶς Νῦν ἡ κραυγὴ τοῦ Μάη
                            ΑΙΕΝ ἡ ἄκρη συνείδηση Αἰὲν ἡ πλησιφάη

                                  Νῦν νῦν ἡ παραίσθηση καὶ τοῦ ὕπνου ἡ μιμική
                            Αἰὲν αἰὲν ὁ λόγος καὶ ἡ Τρόπις ἡ ἀστρική

                                  Νῦν τῶν λεπιδοπτέρων τὸ νέφος τὸ κινούμενο
                            Αἰὲν τῶν μυστηρίων τὸ φῶς τὸ περιιπτάμενο

                                  Νῦν τὸ περίβλημα τῆς Γῆς καὶ ἡ Ἐξουσία
                            Αἰὲν ἡ βρώση τῆς Ψυχῆς καὶ ἡ πεμπτουσία

                                  Νῦν τῆς Σελήνης τὸ μελάγχρωμα τὸ ἀνίατο
                            Αἰὲν τὸ χρυσοκύανο τοῦ Γαλαξία σελάγιασμα

                                  Νῦν τῶν λαῶν τὸ ἀμάλγαμα καὶ ὁ μαῦρος Ἀριθμός
                            Αἰὲν τῆς Δίκης τὸ ἄγαλμα καὶ ὁ μέγας Ὀφθαλμός

                                  Νῦν ἡ ταπείνωση τῶν Θεῶν Νῦν ἡ σποδὸς τοῦ Ἀνθρώπου
                            Νῦν νῦν τὸ μηδέν

                                                                             καὶ Αἰὲν ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ Μέγας!


Ἀπόσπασμα ἀπὸ "ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"

Πηγή: ΤΟ ἈΞΙΟΝ ἘΣΤΙ, Ἴκαρος Ἐκδοτικὴ Ἑταιρία

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *