Τὸ φθινόπωρο στὴν ἀγορά

old-books

Πῆρα τὸ φθινόπωρο ἀπ' τὸ χέρι καὶ πήγαμε στὴν ἀγορά, νὰ τοῦ πάρω ἕνα καινούργιο Ἐπίθετο. Στὴν ἀγορὰ τῆς Μνήμης, τῶν Λεξικῶν, τῶν Γλωσσαρίων... Αὐτὰ ποὺ φορεῖ ἔχουν πιὰ ὁλότελα παλιώσει. Τρόμαξα νὰ τοῦ εὕρω κάποιο παρουσιάσιμο, νὰ μπορέση νὰ ρθῆ μαζί μου. Ἀλλὰ ποῦ νὰ βάλη πιὰ ἐκεῖνα τὰ παλιὰ τὰ κουρέλια του, τὰ κίτρινα, τὰ τιποτένια! Ἄν δὲν βρεθῆ κάποιο καινούργιο, θαρρῶ πὼς θ' ἀπομείνη πιὰ ὁλότελα γυμνό, μόνο μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

Νά, γιὰ κύτταξε αὐτὸ τὸ σοβαρὸ κατάστημα, μὲ τὰ πέντε πατώματα! Εἶναι καμωμένο ἀπὸ μπετὸν ἀρμέ, οἱ ἐπιγραφὲς του μοιάζουν μὲ πυρκαγιὰ κάτω ἀπ' τὸν ἥλιο: «Ψώνια Ἐπιθέτων! Ἐφαρμογὴ ἀπαράμιλλος. Στερεότης ἐγγυημένη. Σπεύσατε. Νέα Μόδα. Κάτω ὁ ρωμαντισμός. Ἀκριβολογία, ἁπλότης, συμπύκνωσις, περιεκτικότἠς. Κατέχομεν τὸ ρεκόρ».

Ὁμολογῶ πὼς ὁ ὄγκος του μοῦ ἐμπνέει περισσότερο φόβο, παρὰ ἐμπιστοσύνη. Νὰ ἰδοῦμε, θαὔρωμε τάχα ρουχαλάκια τοῦ μικροῦ;

Ζητοῦμε ἕνα ἐπίθετο γιὰ τὸ φθινόπωρο.

Σ' ὅλη τὴ μισὴ πλευρὰ τοῦ καταστήματος, ἀπὸ μέσα, φιγουράρει πέρα ὡς πέρα μιὰ μεγάλη ἄσπρη ταινία μὲ τεράστια γράμματα καὶ μὲ τὴ λέξη: «Δημοσιογραφικά». Ἐκεῖ, φαίνεται, γίνεται ἡ μεγαλύτερη πούληση. Εἶναι τόσος κόσμος, ποὺ τρέμω μὴ τὸ πνίξουν τὸ φτωχὸ τὸ μικρό μου, ποὺ φοβᾶται. Τὶ βοή, τὶ κακό. Ἀγοράζουν σχεδὸν μὲ κλειστὰ τὰ μάτια. Ὅλα σχεδὸν τὰ ἀγοράκια, τὰ κοριτσάκια, οἱ κυρίες, ποὺ φέρνουν μαζί τους αὐτοὶ οἱ κύριοι, φεύγουν παραμορφωμένα. Θεέ μου, μὲ τὶ βία ψωνίζει ὁ κόσμος σήμερα. Τὶ κωμικὲς φορεσιὲς θὰ κυκλοφοροῦν ἔξω στὸ δρόμο! Ἀλλὰ ποιὸς νὰ μιλήση; Ὅλοι ἔχουν ἐλαττώματα, κάνουν λοιπὸν τὸν κουτό, ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. -Ἄ, μὰ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ντύσω αὐτὸ τὸ παιδὶ μὲ τέτοιες φαιδρότητες.

Στὸ ἔξω μέρος τοῦ μαγαζιοῦ, ὑπάρχει μιὰ ἐπιγραφή, στενώτερη ἀπ' τὴν ἄλλη: αὐτὴ γράφει: «Λογική». Ἀρκετοὶ κύριοι καὶ κυρίες, σχεδὸν ὅλοι μὲ ματογυάλια, παζαρεύουν ὧρες μὲ τοὺς ὑπαλλήλους. Ἀπορῶ μὲ τὴν προθυμία αὐτῶν τῶν ὑπαλλήλων! Φαίνεται ὅτι αὐτὰ τὰ ἐπίθετα καλοπληρώνονται. Τοὺς βλέπεις, καὶ θαρρεῖς πὼς ἡ μέση τους εἶναι λαστιχένια. Ἀνεβαίνουν στὰ ράφια, μετεωρίζονται στὸν ἀέρα, σκύβουν στὰ τρίσβαθα τῆς βιτρίνας, κάνουν ἀστραπιαῖες ὑποκλίσεις, φέρνουν, φέρνουν, φέρνουν κουτιὰ ἀνεξάντλητα! Ἐδῶ κανεὶς δὲ φεύγει χωρὶς ψώνια. Ὅλοι βρίσκουν σχεδὸν ἀπαράλλαχτο ἐκεῖνο ποὺ ἐζήτησαν, καὶ βλέπεις νὰ γελάη στὸ μέτωπό τους μιὰ αὐστηρὴ χαρά, γεμάτη πεποίθηση. Ὡρισμένη πελατεία, φερέγγυα, -καὶ ἀρκετὰ πλούσια καθὼς φαίνεται. Εἶναι σὰν ἕνα εἶδος συνδρομηταὶ τοῦ μαγαζιοῦ, γνώριμοί του ἀπὸ χρόνια. Ἔχουν μάθει τὰ καθέκαστα, καὶ μποροῦσαν νὰ κάμουν τὴ δουλειά τους καὶ χωρίς τοὺς ὑπαλλήλους.

Ἐπὶ τέλους, βρίσκομε καὶ στὴν ἐπιγραφὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ σταθοῦμε: Ἐδῶ λέει: «Ποίησις». Πολλοί, πάμπολλοι ψωνίζουν κ' ἐδῶ, μὲ τὴν ἴδια βία καὶ ἀπροσεξία, μὲ τὴν ἴδια ἀκαλαισθησία καὶ τὸν ἴδιον ἐπαρχιωτισμό, μ' ἐκεῖνο ποὺ κάνει θραύση στὰ «Δημοσιογραφικά». Τοὺς τυλίγουν μεταχειρισμένα φορέματα, (ποὺ ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ ἀπὸ τὴν μοῦχλα ποὺ ἀναδίνουν), καὶ αὐτοὶ τὰ πέρνουν μὲ τόσην ἱκανοποίηση! Καὶ πηγαίνουν νὰ ντύσουν τὴν οἰκογένειά τους, τὰ παιδιά τους, τὴ σάρκα τῆς σαρκός τους.

Ἄλλοι κακομιλοῦν μὲ τὰ γκαρσόνια, τὰ κρατοῦν σὲ ἀπόσταση, καὶ προτιμοῦν νὰ διαλέγουν μόνοι τους. Ἕνας, ἐκεῖ κάτω, ἔδωσε μιὰ στὰ χέρια τοῦ ὑπαλλήλου, γιατὶ τάχα τοῦ ἐλέρωσε τὰ ψώνια του μὲ τὰ χέρια του. Ὕστερα τὰ τυλίγει μ' ἕνα πολύτιμο, γιαλιστερὸ χαρτὶ ποὺ ἔφερε ὁ ἴδιος στὴν τσέπη του. -Νὰ κ' ἕνας, ποὺ φεύγει μὲ ἀδειανὰ χέρια· μέσα στὰ μάτια του ὑπάρχει τέτοια ἔκφραση ἀπογοητεύσεως καὶ ἀηδίας, ποὺ κ' ἐμένα μὲ παγώνει ἀπὸ τώρα. Ἕνας ἄλλος ψώνισε κάτι ποὺ τοῦ φαίνεται στραβό, καὶ πολεμάει μόνος του νὰ τὸ ἰσιάση· τὸ λυγίζει, τὸ φέρνει βόλτα, στὸ τέλος τοῦ σπάζει σὲ δυὸ κομμάτια, πέφτει καὶ γίνεται θρύψαλα.

Σ' ἐμᾶς, ὁ ὑπάλληλος μᾶς παρουσιάζει ἕνα παράξενο κουτί, καὶ συγχρόνως παραπονιέται πὼς οἱ περισσότερες προμήθειες σ' αὐτὸ τὸ διαμέρισμα ἔχουν σωθῆ, πὼς ἀκρίβηναν στὸν τόπο τῆς παραγωγῆς, πὼς οἱ ἔμποροι προτιμοῦν πιὰ νὰ μὴ φέρνουν, καὶ συνιστοῦν στοὺς πελάτες νὰ οἰκονομηθοῦν μὲ ἄλλα, ποὺ εἶναι ἐπίσης καλὰ καὶ οἰκονομικώτερα, καὶ περισσότερο μοντέρνα! -ἔξαφνα τὰ «Δημοσιογραφικά».

Μοῦ ἔρχεται νὰ τὸν σπώξω ἀπὸ κοντά μου, κι' αὐτὸν καὶ τὴ μουρμοῦρα του, κι' ἀνοίγω τὸ κουτί: βρίσκω ἕνα πολύτιμο «ἰδεῶδες». Φωνάζω τὸ φθινόπωρο, ποὺ στέκει ἀφηρημένο, σὰν ἐκστατικό, καὶ τὸ ρωτῶ ἄν τοῦ ἀρέση. Πραγματικῶς εἶναι λίγο ἐξωφρενικό, περίπου ἀκατανόητο. Θὰ εἶναι καὶ πολύ ἀκριβό. Ὄχι αὐτὸ δὲν τοῦ πάει. Δὲν μᾶς κάνει.

Ὁ ὑπάλληλος, ἀπὸ πεῖσμα ποὺ φαίνεται εὔκολα, μᾶς παρουσιάζει ἄλλο. Ἐδῶ φαὶνεται καθαρὰ ἡ ἐτικέττα, ποὺ γράφει «banalités», καὶ ποὺ τὴν ἔχουν ἀδέξια ξύσει μὲ τὸ νύχι καὶ μὲ κρύο νερό. Ἀνοίγομε, -τὶ νὰ ἰδοῦμε! ἕνα σωρὸ ἀπὸ «γλυκό», «ὡραῖο», «καλό», «ὤμμορφο», «θλιβερό», «σκοτεινό», «θλιμμένο», γεμᾶτο ἀπὸ τέτοια πράγματα. -Τὶ ἀναίδεια, νὰ τὰ παρουσιάζουν ἀκόμα γιὰ νὰ πουληθοῦν, αὐτὰ τὰ σκωληκόβρωτα! Μόνο ποὺ δὲν βγαίνω ἔξω νὰ φωνὰξω τὴν ἀστυνομία.

Τὸ πετῶ πέρα αὐτὸ τὸ βρωμερό κουτὶ καὶ πέρνω ἕνα ἄλλο, μὲ φανταχτερὸ σκέπασμα. Τὸ ἀνοίγω καὶ βρίσκω ἕνα τιποτένιο «βαρυσήμαντος». Αὐτὸ ὡρισμένως εἶναι ἀπὸ τὰ δημοσιογραφικά, κ' ἐπειδὴ ἐδῶ οἱ προμήθειες ἔχουν σωθῆ, τὲς συμπληρώνουν ὕπουλα γιὰ νὰ γελάσουν τοὺς βιαστικούς. Ἐννοῶ ἀμέσως τὴν κακοήθειά τους, καὶ εἶναι περιττὸ νὰ κάνω ἀνάκριση.

Ἕνας ἄλλος ὑπάλληλος, ποὺ τώρα ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἀπὸ ὥρα μὲ παρακολουθεῖ μὲ κάποια συμπάθεια, -ὥριμος ἄνθρωπος, καὶ παλαιός, καθὼς φαίνεται, στὴν ὑπηρεσία τοῦ καταστήματος, ποὺ θὰ ἐγνώρισε καὶ τὶς ἀξιοπρεπέστερες ἡμέρες του- κατρακυλάει ὑποχρεωτικώτατα ἀπὸ τὰ πιὸ ψηλὰ ράφια, μὲ δυὸ κουτιὰ στὰ χέρια· μὰ οἱ κινήσεις του εἶναι τόσον ἄνετες, ὥστε φαίνεται πὼς τὰ κουτιὰ εἶναι σχεδὸν ἄδεια. Πραγματικῶς, δὲν ἔχω γελασθῆ: στὸ ἕνα ἡ σκόνη ἔχει κάμει τέτοια θραύση, ποὺ μόλις διακρίνονται μερικὰ ἴχνη ἐπιγραφῆς· εἶναι ἡ λέξη ΑΞΙΑΙ. Αὐτὸ τὸ κουτὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ μένει ἄχρηστο, δὲν ζητεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα. Καὶ αὐτὴ ἡ λέξη, πῶς μοῦ φάνηκε μακρυνή, σχεδὸν ψεύτικη!

Στὸ ἄλλο κουτί, ποὺ δὲν ἔχει ὑπογραφή, -πετοῦν φαίνεται ἐκεῖ μέσα ὅ,τι περισσεύει- εὑρήκαμε ἕνα ἀπροσδόκητο «ἀγγελικό». Ἄ, ὁμολογῶ πὼς αὐτὸ ἦταν ἕνα ἰδιότροπο φόρεμα γιὰ τὸ φθινόπωρό μου, ἐντελῶς καινούργιο καὶ ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἔκανε ἔντύπωση. Ἀλλὰ τὶ κρίμα: τὰ μισὰ χεράκια του ἔμεναν ἔξω, ἔτρεμε τὸ φτωχό, καὶ μοῦ ἔρριξε ἕνα τόσον ἱκετευτικὸ βλέμμα, ποὺ ἀναγκάσθηκα ν' ἀποθέσω στὴ βιτρίνα τὸ ρουχαλάκι του μὲ φανερὴ ἀπογοήτευση.

Τίποτα λοιπὸν δὲν ὑπῆρχε σ' αὐτὸ τὸ γιγαντιαῖο μαγαζί, ποὺ νὰ μποροῦσε νὰ ντύση τὸ φθινόπωρο τοὐλάχιστον μὲ ἀξιοπρέπεια; κ' ἦταν τυχερό μου ἄλλα ἀπὸ τὰ φορέματά του νὰ τὸ κάνουν ἀπελπιστικὰ γελοῖο, κι' ἄλλα νὰ τοῦ παραμορφώνουν τὰ μέλη ἤ νὰ σέρνονται ἀνάμεσα στὰ πόδια του σὰν ἄψυχες οὐρές;

Δὲν ξέρω τὶ θ' ἀπογινόταν ὡς τὸ τέλος. Ἀλλ' ἄξαφνα, ἀπὸ τὸ μέρος τῶν Δ η μ ο σ ι ο γ ρ α φ ι κ ῶ ν, ὅπου ἡ λύσσα κι' ὁ ὀρυμαγδὸς τῶν ἀγοραστῶν ἔφθανε στὰ ὄρια τῆς λεηλασίας, καὶ ἡ ἀμύθητη κατανάλωση, (γενόμενη μὲ ἀχαρακτήριστο πάταγο πελατῶν καὶ ὑπαλλήλων) καταντοῦσε διαρπαγή, ἀκούστηκε ἕνας ἀπαίσιος κρότος· ἑκατοντάδες τόπια ὑφασμάτων νὰ ἔπεφταν μαζὶ μὲ τὰ ράφια τους, δὲ θὰ ἔκαναν μεγαλύτερο κακό. Ὁ ἀλαλαγμὸς ἔφτασε στὸ κατακόρυφο καὶ ἕνα σύννεφο σκόνη ἀνέβηκε σὰν καπνὸς ἀπ' τὸ πλῆθος, ποὺ συγχρόνως, σὰν νὰ ἔσκασε φοβερὴ μπόμπα ἀνάμεσά του, σκόρπισε σὲ κάθε διεύθυνση. Ἀστραπιαῖα μοῦ πέρασε ἡ ἰδέα τῆς πυρκαγιᾶς· ἀλλ' ὅλα μὲ ἔπειθαν ὅτι εἶχε συμβῆ μάλλον κλοπή, ποὺ ἀπεκαλύφθη ξαφνικά. Δὲν θἆταν βέβαια κλοπὴ πραγμάτων μεγάλης ἀξίας! -ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ εἴδους μποροῦσε κανεῖς νὰ κρίνει· ἀλλὰ θὰ ἦταν, τότε, κλοπή ὁμαδική, διαρπαγή -καθὼς τὸ εἶχα φαντασθῆ- λαφυραγωγία ὀργιαστική, ποὺ οἱ ἰδιοκτῆται θ' ἀνεκάλυψαν μὲ φρίκη. Μὰ βέβαια, ἧταν δυνατὸν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κουρελῆδες, οἱ ἀπένταροι ἀλῆτες, οἱ διακονιάρηδες, νὰ ἔχουν χρήματα στὴν τσέπη τους γιὰ νὰ κάνουν ψώνια ἔντιμα καὶ χρήσιμα; Φαίνεται ὅτι θὰ ἔπιασαν ἀρκετοὺς συγχρόνως! Ἀλλὰ πόσοι ἄλλοι ἅρπαξαν ἤδη τὰ ἐπίθετά τους, τὰ φόρεσαν ὅπως-ὅπως, τὰ ἔδεσαν στὰ πακέτα τους, τὰ κουβάλησαν μαζί τους! Τώρα ἦταν ἀργὰ πιά!

-Βλάκα καταστηματάρχη! μοῦ ἦρθε νὰ φωνάξω, ἂν ἦταν δυνατό! Εἶσαι ἠλίθιος, ἀλλὰ καὶ κακοήθης. Σ' ἐσύγχισε ἡ ἐπιμονή μου νά ψάξω, νὰ διαλέξω, νὰ προτιμήσω, νὰ βρῶ αὐτὸ ποὺ θέλω. Ἤθελες τὸ ἀνώνυμο πλῆθος, τὸ ἀνεύθυνο, μὲ τὸ βλακῶδες γοῦστο, ποὺ τὸ καπελώνεις μὲ τὶς προχειρότητές σου καὶ τοῦ εἰσπράττεις, ἀνόητε, τὰ κουρελόχαρτα ποὺ σοῦ δίνει χωρὶς νὰ τὰ μετρήσει. Σοῦ τὸ ξαναλέω: ἠλίθιε καὶ κακοήθη. Θέρισε τώρα τὸν καρπὸ ποὺ ἔσπειρες, καὶ σὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου.

Ἤθελα νὰ φωνάξω! Ἀλλὰ ποῦ ν' ἀκουστῶ;

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ



Αλεξανδρινή Τέχνη ΧΡΟΝΙΑ Α' ΙΟΥΛΙΟΣ - 1927 - ΤΕΥΧΟΣ 8ο
Ψηφιακή Συλλογή Κοσμόπολις

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *