Τό πολεμικό ἄγγελμα τῆς ποίησης

ΕΛΥΤΗΣ

Ἐζυγίσανε τὴ χαρὰ μου καὶ τὴ βρήκανε, λέει, μικρὴ
καὶ τὴν πατήσανε χάμου σὰν ἔντομο.
Τὴ χαρὰ μου χάμου πατήσανε καὶ στὴν πέτρα μέσα τὴν κλείσανε
καὶ στερνὰ τὴν πέτρα μοῦ ἀφήσανε,
τρομερὴ ζωγραφιὰ μου.
Με πελέκι βαρὺ τὴ χτυποῦν, μὲ σκαρπέλο σκληρὸ τὴν τρυποῦν,
μὲ καλέμι πικρὸ τὴ χαράζουν, τὴν πέτρα μου.
Κι ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός,τόσo βγαίνει πιὸ καθαρὸς
ὁ χρησμὸς ἀπ' τὴν ὄψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝEKPΩN ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩN ΒΡAXΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!

Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ποίηση», «Το Ἄξιον Ἐστί», κεφ. «Ἡ Πορεία πρὸς τὸ Μέτωπο», σελ. 140, ἐκδόσεις Ἴκαρος



Τὸ βασικὸ μήνυμα που μπορεῖ νὰ κομίσει κάθε ποιητὴς ἀπὸ τὶς σφαῖρες στὶς ὁποῖες προσεγγίζει τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του εἶναι μία λέξη: Πόλεμος. Ἐναντίον ὅλων. Τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐχθροῦ. Τοῦ ἐξωτερικοῦ. Τῆς παρακμῆς. Τοῦ ἐφησυχασμοῦ. Τῆς παράδοσης στὸν ἀργὸ θάνατο τῆς νωθρότητας. Τῆς προδοσίας τῆς πατρίδας. Τῆς διαφθορὰς τῶν λέξεων. Ὁ πόλεμος εἶναι πατέρας ὅλων καὶ παιδὶ τῆς ποίησης. Το μέτρο, μακρό, βραχύ, παύση καὶ ἐπανάληψη, ὅταν κατεβαίνει ἀπὸ τὴν ποδιὰ τῆς μητέρας Μούσας καὶ παραπατᾶ στὸ γήινο πεδίο μετασχηματίζεται σὲ παιᾶνα πολεμικὸ καὶ ρυθμὸ τυμπάνων ποῦ ἀφιονίζουν τοὺς πολεμιστές. Οἱ στίχοι ἀποτελοῦν ὀχήματα που τὰ καβάλησαν ἡ ἀντάρα καὶ ἡ ταραχή. Ὅ,τι δὲν ἔχει γραφτεῖ μὲ αἷμα δὲν ἀξίζει τὸν κόπο – και το αἷμα δὲν εἶναι πάντα κατ’ ἀνάγκην αὐτὸ ποῦ ταΐζει τὸ σῶμα καὶ περνᾶ τακτικὰ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὶς φλέβες. Αἷμα εἶναι ὁ πόνος, ἡ ὀξύτητα μίας οὐλῆς ψυχικῆς που θέλει πρῶτα νὰ ἐκδηλωθεῖ κι ἔπειτα νὰ καταλαγιάσει σὲ ἡσυχία. Καὶ ἡ ἡσυχία ἔπειτα θὰ γίνει ἕνα μὲ τὴν θεία ἁρμονία. Ὅμως, μέχρι τὴν ἀθανασία τῆς ἐκθέωσης ὑπάρχει μόνο ἡ μία μάχη μετὰ τὴν ἄλλη. Ἀνάμεσὰ τους παρεμβάλλεται ὁ ἔρωτας, που κι αὐτὸς μὲ αἷμα καὶ πόνο τρέφεται καὶ στὰ δάκρυα φυτρώνει. Ὁπότε, εἶναι μονόδρομος ἡ ἀναμέτρηση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναβάλλεται ἐπ’ ἀόριστον. Ὅποιος ἀποφεύγει τὸν πόλεμο μὲ βλάσφημη δειλία ἁπλὰ προετοιμάζει τὴν ὁλοσχερῆ ἧττα τοῦ. Ὅποιος ρίχνεται συνειδητὰ στὴ φωτιὰ του μπορεῖ καὶ νὰ κερδίσει.

Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης βαφτίστηκε Ἕλληνας στὴν κολυμβήθρα τοῦ πολέμου– τακτικοῦ καὶ πνευματικοῦ. Το 1940, ἂν δὲν εἶχε συμμετὸχὴ στὴν ὕψιστη δοκιμασία τοῦ ἔθνους καὶ καθόταν σὰν σκιαγμένο σκυλὶ σὲ μία γωνιὰ μὲ ἄθλιες προφάσεις γιὰ ἀσπίδα του δὲν θὰ εἶχε τὴν καρδιὰ καὶ τὸ ἀνάστημα νὰ σκαρφαλώσει μέχρι τὰ ὀλύμπια δώματα τῆς ἔμπνευσης γιὰ νὰ σκαρώσει ἀριστουργήματα ὅπως τὸ «Ἄξιον Ἐστί». Οὔτε θὰ τὸν ἐκτιμοῦσε κανεὶς τσ’ ἀληθινά. Μόνο ὅσοι πολιτεύονται ἤ πλουτίζουν ἀποσιωποῦν διὰ τῆς δυνάμεως τὴν αἰσχύνη τῆς δειλίας τούς. Οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ ἀποδεικνύουν θάρρος.



Ἀμόλυντες ἀξίες

Τα ἔργα τοῦ Ἐλύτη εἶναι σχεδὸν ὅλα συμβολικὰ καὶ παραβολικὰ ἡμερολόγια μαχῶν. Ἡ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ αἱμορραγία τοῦ ἦταν ἔντονη, γενναιόδωρη σὲ πόνο καὶ ὑπέρβαση. Ὁ πόλεμος τοῦ 1940 στὸν ὁποῖο συμμετεῖχε ὡς έφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς ἦταν Τιτανομαχία καὶ ὅσοι τὰ κατάφεραν κι ἐπέζησαν σωματικὰ καὶ ψυχολογικὰ ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς φωτιᾶς σηκώθηκαν ψηλὰ καὶ ἔτρεξαν πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὴν φθορά.
Οἱ στίχοι που ἔχουν γραφτεῖ μὲ κεφαλαία γράμματα εἶναι καὶ ὁ «καθαρὸς χρησμὸς» του, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ μία εὐθεία απειλή-προειδοποίηση γιὰ τὴν λυτρωτικὴ ἐκδίκηση που θὰ ἔρθει νὰ πάρει μὲ τὸ σπαθὶ τῆς ἡ κανονική, ἑλληνικὴ τάξη τῶν πραγμάτων ἀπὸ τὶς διάφορες παράταιρες στρεβλώσεις της. Βοηθάει στὸ ξεκαθάρισμα τοῦ ὁρίζοντα κι ὁ «καιρὸς ποῦ τρώει τὴν ὕλη». Πόσο μεγάλη φράση γιὰ τὴν ματαιότητα τῆς συγκέντρωσης κακούγουστων… φὸ μπιζοὺ ἀπὸ τὸ σαράφικο τοῦ ἐπίγειου πλούτου. Οἱ νεκροί, ὅμως, δὲν ὑπάγονται πιὰ στὴν ὕλη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ ἡττηθοῦν. Ὅσα ἔπραξαν, εἶπαν, δημιούργησαν πέρασαν ἀπὸ τὴν δικὴ μᾶς ὑπαρκτικὴ σφαῖρα στὴν αἰωνιότητα καὶ παρέμειναν ἀμόλυντα ἀπὸ τους φόβους τῶν καὶρὼν μας. Οἱ ἀκλόνητοι νομοθέτες τοῦ ἔθνους μας εἶναι οἱ ἀξέχαστοι νεκροὶ μας, οἱ ἥρωες. Καὶ τῶν βράχων τὰ ἀγάλματα πρέπει να προκαλούν δέος. Κι ὁ ἑλληνικὸς τόπος, τὸ σημεῖο, τὸ στίγμα θὰ ἐπιβάλλει τὸ δίκαιὸ του. Θὰ ἔπρεπε ὄντως νὰ τὰ φοβοῦνται ὅσοι καταγίνονται μὲ τὰ ἐφήμερα, φθαρτὰ κέρδη ἐκποιώντας τὶς αείζωες ἀξίες.

Ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ ὥρα τῆς ἀναμέτρησης εἶναι κοντὰ καὶ ἡ παγερὴ ἀνάσα τῆς ἐκδίκησης παγώνει τοὺς τράχηλους ὅσων πρέπει νὰ φοβοῦνται.



Πηγή: Οἱ Ἀδιάβροχοι

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *