Ὑπάρχει ζωὴ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο;

Μονοπάτι, φωτογραφία του Mikko Lagerstedt

Μονοπάτι, φωτογραφία του Mikko Lagerstedt

Τὸ τελευταῖο διάστημα ἔχω ἰδιαίτερα προβληματιστεῖ διαπιστώνοντας τὶς διαστάσεις ποὺ ἔχει πάρει ἡ ἀνία, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κάθε ἡλικίας, κυρίως ὅμως στοὺς νεαρούς. Καὶ ἐξαπλώνεται σὰν καρκίνωμα σὲ ὅλο καὶ μικρότερες ἡλικίες. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ οἱ νεαροὶ ἐνήλικες βαριοῦνται, αἰσθάνονται κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ δὲν ἔζησαν. Ταὐτόχρονα, πάρα πολὺ συχνὰ ἀκούγεται ἡ φράση: “Ζῆσε τὴ στιγμή, ζῆσε τὸ τώρα γιατί ἡ ζωὴ εἶναι πολὺ μικρὴ καὶ πρέπει νὰ προλάβεις νὰ κάνεις ὅσα περισσότερα πράγματα μπορεῖς.”

Ὅμως, αὐτὲς οἱ δύο καταστάσεις, πόσο ἀντιφατικὲς φαίνονται; Ἀπὸ τὴν μία ἡ κούραση καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ πρόθεση ἡ ὁποία τὶς περισσότερες φορὲς ὅμως παραμένει μόνο πρόθεση, καὶ τὰ λόγια δὲν γίνονται ποτὲ πράξεις. Ἡ ζωὴ περνάει μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια μας χωρὶς πολλὲς φορὲς νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε, χάνεται, φεύγει χωρὶς νὰ ἔχουμε λόγο στὰ γεγονότα ποὺ λαμβάνουν χώρα στὴν ζωή μας, χωρίς, οὐσιαστικὰ νὰ ζοῦμε..

Σκεφτόμουν, λοιπόν, πόσο σημαντικὸ εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κάποιος μὲ πάθος τὴ ζωὴ καὶ νὰ ρουφάει κάθε στιγμή της. Ἔχει χαθεῖ ἡ φλόγα ἡ ὁποία κινεῖ τὰ πάντα, ἡ φλόγα ἡ ὁποία δίνει ὤθηση στὸν ἄνθρωπο καὶ κίνητρο γιὰ νὰ ζήσει. Μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴν καταφέρει νὰ πραγματοποιήσει τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχει ἐπιθυμήσει νὰ κάνει στὴν ζωή του, ἀλλὰ εἶναι τελείως διαφορετικὸ τὸ νὰ ἐπιθυμήσει κάτι καὶ νὰ μὴν καταφέρει νὰ τὸ πραγματοποιήσει, ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἐπιθυμεῖ τίποτα ἐξαρχῆς. Κάνοντας κάποιες συζητήσεις μὲ ὁρισμένα ἄτομα συνειδητοποίησα ὅτι ὄχι ἁπλῶς δὲν ὑπάρχει τὸ πάθος, ἡ φλόγα καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὅτι λείπει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀκὀμα καὶ ἡ στοιχειώδης θέληση νὰ πραγματοποιήσουν ὁρισμένα πράγματα. Ἡ ζωὴ εἶναι προδιαγεγραμμένη καὶ προκαθορισμένη γιὰ ἐμᾶς χωρὶς ἐμεῖς νὰ χαράζουμε ἔστω τὴν πορεία, χωρίς, νὰ καθορίζουμε ἔστω καὶ κάτι ἐλάχιστο κάτι πολὺ μικρό ἀπὸ τοὺς ἄξονες στοὺς ὁποίους θὰ κινηθοῦμε. Θὰ κάνουμε τὴν ζωή μας, θὰ γλεντήσουμε, θὰ ξεδώσουμε, θὰ προσπαθήσουμε νὰ τελειώσουμε τὴν σχολή μας, νὰ πάρουμε ἕνα πτυχίο, νὰ βροῦμε μιὰ ἀξιοπρεπῆ δουλειά, καὶ μετὰ ἐπιβάλλεται φυσικὰ νὰ σοβαρευτοῦμε καθώς, κατόπιν ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων, θὰ ἔχουμε μεγαλώσει, θὰ ἔχουμε ὡριμάσει -ἐντελῶς ὑποθετικὰ- καὶ θὰ ἔχει φτάσει ὁ καιρὸς νὰ παντρευτοῦμε καὶ νὰ κάνουμε οἰκογένεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ ζωή μας ἀλλάζει καὶ κινεῖται σὲ μιὰ διαφορετικὴ τροχιά.

Πῶς ἔχουν τοποθετηθεῖ τὰ πάντα σὲ κουτιά; Πόσους συμβιβασμοὺς κάνει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀναγκάζεται, ἀλλὰ μὲ τὴν θέλησή του; Καί, ἐπιπλέον, γιατί νὰ ἐπιβάλλει ἡ ἡλικία στὸν ἄνθρωπο τὴν συμπεριφορά του; Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἐποχὴ μας εἶναι ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος στὴν μικρὴ ἡλικία πρέπει νὰ κάνει τρέλες, νὰ γλεντάει, νὰ κάνει ὅτι ἐπιθυμεῖ –πολλὲς φορὲς χωρὶς νὰ ὑπολογίζει καὶ νὰ σέβεται τοὺς γύρω του– νὰ δοκιμάζει πράγματα καί, κυρίως, νὰ ἀποκτάει ἐμπειρίες. Ἀργότερα θὰ σοβαρευτεῖ καί, βάσει τῶν ἐμπειριῶν του, θὰ ἐπιλέξει τί θέλει νὰ κάνει στὴν ζωή του. Ὅμως ἕνα μὴ σοβαρὸς ἄνθρωπος πῶς θὰ σοβαρευτεῖ κάποια στιγμή; Δηλαδὴ ἕνας ἀνώριμος τὴν μιὰ μέρα ἄνθρωπος ξυπνάει ὥριμος τὴν ἑπόμενη; Ἢ πιστεύουμε ὅτι ὅλα στὴν ζωή μας μποροῦμε νὰ τὰ προγραμματίσουμε ὅπως ἐπιθυμοῦμε, καὶ τὸ πρόγραμμα αὐτὸ θὰ ἀκολουθηθεῖ πιστά, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, οἱ περισσότερες κοπέλες σήμερα οἱ ὁποῖες ὁρίζουν στὸν ἑαυτό τους τὰ 25 χρόνια –καὶ ἄνω– σὰν κατάλληλη ἡλικία γιὰ γάμο;

Σὲ ὅλα τελικὰ εἴμαστε νερόβραστοι ἄνθρωποι. Σὲ ὅλα. Δὲν ὑπάρχει πάθος γιὰ τίποτα στὴν ζωή μας. Σὰν ζωντανοὶ νεκροὶ σηκωνόμαστε ἀπὸ τὸ κρεβάτι μας, τακτοποιοῦμε τὶς δουλειές μας, κοιτᾶμε συνεχῶς τὴν ὥρα ποὺ περνάει μέχρι νὰ ξαναπέσουμε στὸ κρεβάτι μας. Πρὶν λίγο καιρὸ εἶχα μιὰ συζήτηση μὲ μιὰ κοπέλα σχετικὰ μὲ τὸν ἔρωτα καί, κάποια στιγμή, φτάσαμε καὶ στὸ ζήτημα τοῦ γάμου. Ἡ κοπέλα αὐτὴ λοιπὸν ὑποστήριζε ὅτι ὁ γάμος εἶναι μιὰ ρουτίνα, ὅτι μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια χάνεται ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἀγάπη –ἐκτὸς ἀπὸ ἐξαιρετικὰ σπάνιες περιπτώσεις ποὺ μένει– ἀλλά, κυρίως, ὅτι ὁ γάμος εἶναι μιὰ συνήθεια καὶ ἕνας συμβιβασμός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ παντρευτεῖ νωρίς, καταδικάζει τὸν ἑαυτό του, καθὼς θὰ βαρεθεῖ ὅσο εἶναι ἀκόμα πολὺ νέος καὶ ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετὰ θὰ ζεῖ μιὰ βαρετή, συμβιβασμένη καὶ ρουτινιασμένη ζωή.

Γιατί συμβαίνει αὐτό; Γιατί, ἀντὶ νὰ προσπαθήσουμε ἡ ζωή μας νὰ ἀποκτήσει ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο ποὺ παντρευτήκαμε, ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε ἄκριτα κι ἀκολουθοῦμε ὅλα τὰ στερεότυπα ποὺ ἔχουν καλλιεργηθεῖ καὶ ἑδραιωθεῖ στὴν ἐποχή μας, μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα καὶ δὲν ἀλλάζουν. Ταὐτόχρονα ὅμως, πιστεύουμε ὅτι έναντιωνόμαστε σὲ ὅλα τὰ κακῶς κείμενα καὶ θέλουμε νὰ ὀνομαζόμαστε ἐπαναστάτες. Ἔ, λοιπόν, ἡ κατάσταση αὐτὴ ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ ὁλοένα στὸν πάτο, δὲν χαρακτηρίζεται ἐπανάσταση ἀλλὰ ραθυμία, τεμπελιὰ καὶ βαρεμάρα. Ὅπως κάποιος μένει ἄνεργος, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν δουλειές, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ψάχνει ὁ ἴδιος νὰ βρεῖ κάποια δουλειά, λόγῳ τεμπελιᾶς. Ἔτσι εἴμαστε καὶ ἐμεῖς τεμπέληδες, ποὺ καθόμαστε στὸν καναπέ μας καὶ δεχόμαστε ἄκριτα ὅλα αὐτὰ τὰ στερεότυπα ποὺ ἔχουν κυριαρχήσει στὴν κοινωνία, ἀντὶ νὰ δουλέψουμε γιὰ κάτι καλύτερο, ἀντὶ νὰ παλέψουμε γιὰ νὰ πετύχουμε κάτι, ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε τὴν κάθε μέρα ἰδιαίτερη καὶ ξεχωριστή, χωρὶς νὰ βαριόμαστε οὔτε δευτερόλεπτο.

Καὶ ἐνῶ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ κατάσταση, αὐτὴ ἡ ἀνία καὶ ἡ χλιαρότητα, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς δείχνουν τί θὰ πεῖ πάθος καὶ ὄρεξη γιὰ ζωή. Διάβαζα τὶς προάλλες γιὰ τὸν Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν γιὰ τὴν ζωή του καὶ τὸ ἔργο του. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔγραψε, ἔζησε καὶ ἐρωτεύτηκε μὲ πάθος. Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἐπειδὴ ἐρωτεύτηκε τὴ ζωή, μπόρεσε νὰ ἐρωτευτεῖ καὶ ἕναν ἄλλον μοναδικὸ ἄνθρωπο, τὸν ἄνθρωπό του. Ἡ γυναίκα του λεγόταν Ἤντιθ Μέρι Μπράτ. Τὴ γνώρισε στὸ οἰκοτροφεῖο ποὺ εἶχε μετακομίσει αὐτὸς μὲ τὸν ἀδερφό του καὶ στὸ ὁποῖο ζοῦσε καὶ ἡ Ἤντιθ. Ὅπως ἀναφέρεται σὲ μιὰ βιογραφία του:

«Ὁ Ρόναλντ καὶ ἡ Ἤντιθ, σύχναζαν σὲ τεϊοποτεῖα τοῦ Μπέρμιγχαμ, εἰδικότερα σὲ ἕνα, ποὺ εἶχε μπαλκόνι μὲ θέα τὸν πεζόδρομο. Ἐκεῖ, λοιπόν, καθόντουσαν καὶ πετάγανε κυβάκια ζάχαρης στὰ καπέλα τῶν περαστικῶν, ἀλλὰ μόλις τὸ βάζο ἄδειαζε, ἄλλαζαν τραπέζι... Μὲ αὐτὰ τὰ δύο ἄτομα, αὐτῆς τῆς προσωπικότητας, ἦταν σίγουρο πὼς τὸ εἰδύλλιο θὰ ἄνθιζε. Ἦταν καὶ οἱ δύο ὀρφανοὶ καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ ἀγάπη, καὶ βρῆκαν ὅτι μποροῦσε νὰ τὴ δώσει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θέρους τοῦ 1909, ἀποφάσισαν ὅτι εἶναι καὶ ἐρωτευμένοι.»

Ὁ ἔρωτας αὐτὸς ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἐπιφύλαξη ἀπὸ τὸν πνευματικὸ τῆς οἰκογένειας Francis Havier Morgan, στὸν ὁποῖο ἡ μητέρα τοῦ Τόλκυν εἶχε, πρωτοῦ πεθάνει, παραδώσει τὴν κηδεμονία τῶν παιδιῶν της. Αὐτὸς θεώρησε τὴ συναναστροφὴ τοῦ κηδεμονευόμενου του μὲ τὴν Ἤντιθ, σὰν πειρασμὸ καὶ τοῦ ὥρισε μιὰ περίοδο δοκιμασίας, στὸ διάστημα τῆς ὁποίας τοῦ ἀπαγόρευσε νὰ τὴν συναντᾶ νὰ τῆς μιλᾶ ἢ ἀκόμα καὶ νὰ τῆς γράφει ἐπιστολές. Καὶ ὅμως ὁ Τόλκιν ἤξερε τί ἤθελε. Δὲν ἦταν χλιαρὸς καὶ νερόβραστος ἄνθρωπος καὶ ἔτσι δὲν τὸ ἔβαλε κάτω ἀλλὰ ἐπέμεινε. Ἤξερε ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ γυναίκα ποὺ ἤθελε, αὐτὴ ἦταν ἡ γυναίκα τῶν ὀνείρων του καὶ δὲν τὰ παράτησε μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Ἤντιθ, ἡ ὁποία ἦταν ἐρωτευμένη μαζί του, νὰ τὸν παντρευτεῖ.

Κυνήγησε μὲ πάθος αὐτὸ ποὺ ἤξερε ὅτι ἤθελε. Ὄχι ἀόριστα μιὰ γυναίκα, ἀλλὰ τὴν Ἤντιθ γιατί αὐτὴ ἦταν ἡ γυναίκα ποὺ ἤθελε. Αὐτὴν ἐρωτεύτηκε. Δὲν συμβιβάστηκε. Δὲν τὰ παράτησε. Δέχτηκε καὶ τήρησε τὶς ἐντολὲς τοῦ πνευματικοῦ του γιατί ἦταν πραγματικὰ πιστὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν τὰ παράτησε. Δὲν τὸν ἔνοιαζε ποὺ ἦταν τόσο νέος, οὔτε εἶχε στὸ μυαλό του ὅτι πρῶτα θὰ ἔπρεπε νὰ ζήσει ἐμπειρίες καὶ νὰ κάνει τρέλες καὶ μετὰ νὰ σοβαρευτεῖ. Ἤξερε τί ἤθελε καὶ τὸ κυνήγησε μέχρι τέλους. Μάλιστα, στὴν ταφόπλακα τοῦ Τόλκιν ὑπάρχει χαραγμένο τὸ ὄνομα «Μπέρεν», ἐνῶ στὸν τάφο τῆς γυναίκας του τὸ «Λούθιεν». Πρόκειται γιὰ τὰ ὀνόματα τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς ἱστορίας ἀγάπης μεταξὺ ἑνὸς θνητοῦ Ἀνθρώπου καὶ μιᾶς ἀθάνατης Ξωτικίνας. Μιὰ ἱστορία ἀγάπης σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Μπέρεν εἶναι δεμένος μὲ τὴν μοῖρα τῶν ἀνθρώπων καί, ἄρα, μὲ τὸν θάνατο ποὺ τὴν συνοδεύει, ἐνῶ ἡ Λούθιεν εἶναι δεμένη μὲ τὴν μοῖρα τῶν ξωτικῶν καί, ἄρα, μὲ τὴν ἀθανασία μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου. Ὅμως προτιμάει νὰ ἀφήσει αὐτὴ της τὴ μοῖρα γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπάει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ἀπὸ τὸ γένος τῶν ξωτικῶν ποὺ πραγματικὰ πέθανε ἀφήνοντας τὸν κόσμο τῶν ξωτικῶν ἀπὸ πολὺ παλιά.

Πρέπει νὰ βροῦμε αὐτὴ τὴν φλόγα μέσα μας, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη καὶ ἀδύναμη, ἕτοιμη νὰ σβήσει καὶ νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ τὴν δυναμώσουμε. Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τί θέλουμε, νὰ κατασταλάξουμε καὶ νὰ τὸ κυνηγήσουμε χωρὶς συμβιβασμούς.

Πρὶν λίγο καιρὸ εἶχα δεῖ γραμμένη σὲ ἕναν τοῖχο μιὰ φράση. Αὐτὸς ποὺ τὴν ἔγραψε ἀναρωτιόταν ἂν ὑπάρχει ζωὴ πρὶν τὸν θάνατο καὶ αὐτό μοῦ ἔκανε πολὺ ἐντύπωση, γιατί εἶναι σύνηθες νὰ ἀκοῦς ἀνθρώπους νὰ συζητοῦν γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωὴ καὶ νὰ προβληματίζονται γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχει, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ σπάνιο τὸ νὰ ἀκοῦς γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχει ζωὴ πρὶν τὸν θάνατο. Ὑπάρχει ζωὴ καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν θὰ τὶς ζήσουμε...

Χρύσα Μπέτα
Φοιτήτρια

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 153
Μάϊος 2015



Πηγή: Άγιος Νικόλαος Πευκακίων

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *