ΑΙ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΑΓΓΕΛΘΕΝ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ

ΕΝ ΤΩ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩ ΣΥΛΛΟΓΩ «Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»

ΥΠΟ

ΑΧΙΛΕΩΣ ΠΑΡΑΣΧΟΥ


Α΄

Ἀκόμα στὴν ἁγιὰ Σοφιὰ δὲ σβέστη τὸ κοντύλι. Ἀκόμα δὲν τὴν ἔσυρε ὁ Μουχαμέτης δοῦλα, Καὶ ψαλμωδι' ἀκούεται εἰς τὴν ὡ ρ α ί α Π ύ λ η. Ἀκόμα εἶναι Χριστιανὴ, ἀκόμ' Ἑλληνοποῦλα. Τῆς κορυφῆς της ὁ σταυρὸς φιλιέται στόμα στόμα Μὲ τὸν γαλάζιον οὐρανὸ σὰν κόρη καὶ πατέρας· Θαῤῥεῖς πῶς ἀποχαιρετᾷ τὸ πατρικό του δῶμα... Ἄχ· εἶναι ἡ παραμονὴ τῆς δίσεχτης ἡμέρας, Ὁποῦ Ἑλλὰς καὶ Ἐκκλησιὰ ψυχομαχοῦν ἀντάμα Μπρὸς στὴν ἀχάριστη Φραγκιὰ, στὴ βάρβαρη τὴ Δύσι, Κι' αὐτὴ γελᾷ καὶ χαίρεται στὸ ἄφωνό τους κλᾶμμα, Ὁποῦ νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς τὸ δάκρυ μας νὰ χύσῃ!

Β΄

Ἀκόμα ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ δὲν τούρκεψεν, ἀκόμα· Ἀκόμα ἔχει μέσα της τὸ Α ἷ μ α καὶ τὸ Σ ῶ μ α, Σταυρὸ στὸ ἕνα χέρι της καὶ στ' ἄλλο της κοντάρι, Κι' ἀκόμα δὲν τὴν πάτησε Σαρακηνὸ ποδάρι· Καθὼς ὁ ἥλιος στὰ βουνὰ ὁπόταν βασιλεύῃ, Τὸ φωτοβόλο πρόσωπο μὲ σπλάχνος πίσω νεύει, Καὶ λίγο φῶς παρηγοριὰ πριχοῦ νὰ δύσῃ χύνει, Ἔτσι κ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀκόμα δὲν ἀφίνει Τὴν ἀκριβή του Ἐκκλησιά, κι' ἀκόμα τὴ ζεσταίνει, Ὡσὰν ψυχὴ εἰς τὸ κορμὶ ἀνθρώπου ποῦ πεθαίνει.

Γ΄

Ἄχ! τί γλυκὰ καὶ λυπηρὰ οἱ θόλοι της ἠχοῦνε! Θαῤῥεῖς πῶς ψαίλνουν ἄνθρωποι ὁποῦ ψυχομαχοῦνε, Κι' ἡ Ἐκκλησιὰ νεκρώσιμο πῶς ψαίλνει στὴν Πατρίδα· Κ' εἶναι ὁ ἦχος δάκρυα, ἀπελπισιὰ μ' ἐλπίδα, Πικρὸ ἀποχαιρέτισμα μ' ἀντάμωσι κρυμμένη, Θανάτου πίκρα μὲ χαρὰ κρυφὴ καὶ μακρυσμένη... Αὐτ' εἶναι ἡ Ἁγια Σοφιά; Αὐτή; ποῦ σὰν ἐγίνη, Χαμήλωσαν οἱ οὐρανοὶ γιὰ να τὴν δοῦν κ' ἐκεῖνοι; Ποῦ εἶναι, ποῦ ἡ δόξα της, τὰ πλούτη της, τὰ κάλλη; Πῶς ἐγυμνώθ' ἡ Ἐκκλησιὰ τοῦ Γένους ἡ μεγάλη! Δὲν τὴν ἐγύμνωσαν ἐχθροί· μονάχη στὴν Πατρίδα Τὰ χάρισε, καὶ τἄκανε σπαθιά, κοντάρι' ἀσπίδα· Θέλει κι' αὐτὴ τὸν πόλεμο, γι' αὐτὸ γυμνώθη ὅλη· Πόσο γλυκὰ π' ἀντιλαλοῦν οἱ ἅγιοι της θόλοι· Πῶς ὁ ψαλμὸς λυπητερὰ ἐπάνω ἀνεβαίνει, Καὶ τρίζουν τὰ Εἰκονίσματα κ' ἡ Παναγιὰ χλωμαίνει! Κλαῖνε γυναῖκες καὶ παιδιά· τὰ βρέφη ξεφωνίζουν, Κ' οἱ ἄνδρες εἰς τὰ μάρμαρα ἐπάνω γονατίζουν· Εἰς τὸν Πατρίκιο κοντὰ ὁ ψωμοζήτης στέκει, Καὶ εἰς τὸ πλάγι τοῦ φτωχοῦ ὁ πλούσιος παρέκει. Ἄχ, ἡ μεγάλη συμφορὰ ξεχνᾷ τὰ μεγαλεῖα, Κ' εἴμεθα μόνο ἀδελφοὶ στὴν ἄκρα δυστυχία!

Δ΄

Ἀργὰ, ἀργὰ τῆς Ἐκκλησιᾶς ἀκούετ' ἡ καμπάνα, Καὶ τὰ παιδιὰ της προσκαλεῖ ἡ πικραμένη μάννα. Κάθε φορὰ π' ἀκούεται ἡ θλιβερὴ φωνή της, Θαῤῥεῖς πῶς εἶν' ἡ ὕστερη κ' ἐβγήκεν ἡ ψυχή της. Τὴν ὕστερή της Λειτουργιὰ ἡ Ἐκκλησία δίνει, Καὶ εἶναι Δ ε ῖ π ν ο ς Μ υ σ τ ι κ ὸ ς ἡ Λειτουργιὰ ἐκείνη. Πότε, Θεέ μου, θ' ἀκουσθῇ κι' Ἀνάστασι 'κεῖ πέρα; Εἶναι μακρυὰ, πολὺ μακρυὰ ἀκόμ' ἐκείν' ἡ μέρα; Ἡ Λειτουργιὰ ἡ ἔσχατη ἀκολουθεῖ ἀκόμα, Κι' ἀκοῦνε ὅλοι ἄφωνοι καὶ μὲ θανάτου χρῶμα. Χιλιάδες χείλ' ἡ δέησις ἀνοιγοκλεῖ· χιλιάδες, Φιλοῦν τὰ Εἰκονίσματα κι' ἀνάβουνε λαμπάδες· Παρακαλοῦνε τὸ Θεὸ τὰ πικραμένα χείλη Κανέν' ἀπ' τοὺς ἀγγέλους του σωτῆρα νὰ τοὺς στείλῃ· Πολλοὶ, θαῤῥοῦν, τὸν βλέπουνε καὶ τὸν σταυρό τους κάνουν· Ἄχ, ὅταν συλλογίζομαι πῶς ὅλοι θ' ἀποθάνουν, Ὅλοι αὐτοὶ ποῦ δέονται στὴν ἴδια Ἐκκλησία, Καὶ πῶς σὲ λίγο θὰ γενοῦν μιὰ ἀτέλειωτη θυσία, Πῶς τὸ γνωρίζει ὁ Θεὸς ὁποῦ παρακαλοῦνε, Πῶς ἠμπορεῖ μὲ μιὰ 'ματιὰ, ἂν θέλῃ, νὰ σωθοῦνε, Καὶ κάθεται στὸ θρόνο του ἀσάλευτος ἀπάνω, Νὰ βλασφημήσω μοὔρχεται, τὸ νοῦ μου τόνε χάνω!

Ε΄

Γιατὶ, γιατὶ σὲ μιὰ μεριᾶ κάθε 'ματιὰ γυρίζει; Γιατὶ τὸ πλῆθος ἔξαφνα μὲ μιᾶς παραμερίζει Μ' ἀγάπη καὶ μὲ σεβασμό; ποιὸς εἶναι; ποιὸς προβαίνει; «Ὁ Αὐτοκράτωρ» κράζουνε, κι' ὁ Κωσταντῖνος μπαίνει. Ἄχ, τί χλωμὸς, τί σκυθρωπός· βασιλικὰ ντυμένος, Μὰ μὲ φτωχὴ καὶ ταπεινὴ χλαμύδα σκεπασμένος. Ἐντύθη ἔτσι ταπεινὰ γιατ' εἶναι μαύρη ὥρα, Καὶ ἦλθε νὰ προσευχηθῇ γιὰ τὴν πατρίδα αότρ. Ἕνα μονάχα στολισμὸ δὲ βγαίνει―τὸ σπαθί του· Μαζῆ μ' αὐτὸ γεννήθηκε καὶ θὰ χαθῇ μαζῆ του. Στὰ πέδιλά του φαίνονται ἀπάνω κεντημένοι Οἱ δυὼ δικέφαλοι ἀϊτοὶ μὲ φτερυγ' ἀνοιγμένη· Ἐκεῖνοι ποῦ σημαία τους τὴν ἔχουν τώρα ἄλλοι. Μὰ πάλι στὴν Πατρίδα τους θὲνα γυρίσουν, πάλι... Πότε, Θεέ μου, θὰ στραφοῦν στὴ γῆ τὴν πονεμένη; Εἶναι μακρυὰ, πολὺ μακρυὰ, οἱ δυὸ ξενητεμμένη;

ΣΤ΄

Μοῦσα τοῦ πόθου μὲ πλανᾷς· τὸν Αὐτοκράτορά μου Εἰς τὴν Ἁγία μας Σοφιὰ τὸν ἄφησα νὰ μπαίνῃ· Κοντά του πάλι φέρε με νὰ ζεσταθ' ἡ καρδιά μου. Ἄχ, νάτος! Μὲ περπατησιὰ βασιλικὴ, θλιμμένη, Ὡραῖος εἰς τὴ θλίψι του, μὲ 'μάτι θολωμένο, Μὲ δίχως στέμμ'―ἀκάνθινο σ' ὀλίγο θενὰ βάλλῃ― Εἰς τ' ἅ γ ι ο Β ῆ μ α προχωρεῖ μὲ μέτωπο σκυμμένο, Καὶ δὲν ἀκούεται φωνὴ στὴν Ἐκκλησία ἄλλη, Παρὰ μονάχα ἡ φωνὴ τοῦ Λειτουργοῦ· κ' ἐκεῖνος, Θλιμμένη γέρνει κεφαλὴ μπροστὰ στὸ Σταυρωμένο· Κι' ἀπ' τὄνα μέρος ὁ Χριστὸς, κι' ἀπ' τ' ἄλλ' ὁ Κωςαντῖνος Σιωπηλοὶ κυττάζονται μὲ 'μάτι δακρυσμένο· Ὡσὰν νὰ ᾖναι ἀδελφοὶ τὸ πρόσωπό τους μοιάζει· ―Καὶ τὸ Θεὸ ἡ συμφορὰ μαζῆ μας ἀδελφόνει!― Ὁ Κωσταντῖνος τὸ Χριστὸ ἀκίνητος κυττάζει, Καὶ τὴ γυμνή του κεφαλὴ μπροστά του χαμηλόνει· Καὶ τρεῖς φοραῖς τὸν προσκυνεῖ, καὶ τρεῖς φοραῖς στὸ χῶμα Τὸ μέτωπό του σκύβει, Καὶ τρεῖς φοραῖς ἀσπάζεται τὸ Ἅγιό του Σῶμα, Καὶ καταπίνει τὸ λυγμὸ μ' ἀγῶνα καὶ τὸν κρύβει! Τὰ χείλη του σαλεύουνε, μὰ δίχως νὰ μιλοῦνε... Εἰς τὸ μεγάλο Μάρτυρα τί λέγ' ὁ Κωσταντῖνος; Γιὰ ποιὸν τὰ χείλη τὰ χλωμὰ, γιὰ ποιὸν παρακαλοῦνε; Καὶ ποιὸς δὲν ξέρει τί ζητεῖ ἀπ' τὸ Χριστὸ ἐκεῖνος! Σηκόνεται καὶ ταπεινὰ πρὸς τὸ Λαὸ γυρίζει, Καὶ λέγει «συχωρᾶτε με» βαθυὰ συγκινημένος, Καὶ ἀπὸ χίλια στόματα ἡ Ἐκκλησιὰ βοΐζει, Κι' ὅλα τὰ χείλη κράζουνε μὲ μιᾶς «συχωρημένος!» Κι' ἀπ' τὸ Δεσπότη ποῦ κρατεῖ τὸ Α ἷ μ α καὶ τὸ Σ ῶ μ α, Πέρνει τὴν ἃγια Κοινωνιὰ, κατάχλωμος σὰν κρῖνος, Καὶ ψιθυρίζει σοβαρὰ τοῦ Λειτουργοῦ τὸ στόμα, «Μ ε τ α λ α β α ί ν ε ι τ ο ῦ Θ ε ο ῦ ὁ δ ο ῦ λ ο ς Κ ω σ τ α ν τ ῖ ν ο ς!« Κανένας ἀκοινώνητος δὲ μένει· ἐχθροὶ, φίλοι, Φιλιοῦνται κι' ἀγκαλιάζονται καὶ συχωριοῦνται ὅλοι, Καὶ τὰ ἑτοιμοθάνατα μεταλαβαίνουν χείλη, Καὶ σείεται ὅλη ἡ Ἐκκλησία κι' ἀντιλαλοῦν οἱ θόλοι. Ἔξαφνα κράζ' ἡ ἀνδρικὴ φωνὴ τοῦ Κωνσταντίνου, Γεμάτη θάῤῥος καὶ καρδιὰ καὶ μυστικὴ ἐλπίδα· «Τώρα ποῦ τὴ βοήθεια γευθήκατε Ἐ κ ε ί ν ο υ, «Στὰ τείχη ὅλοι, μὲ γυμνὸ σπαθὶ καὶ μὲ ἀσπίδα! »Εἶναι πολλοί· ὅμως Θεὸ μεγάλο προσκυνοῦμε· »Αὐτὸς γιὰ μᾶς, κ' ἡμεῖς γι' αὐτὸν τὸν Τοῦρκο πολεμοῦμε». Καὶ κράζει ὅλος ὁ λαὸς «Μεγάλος ὁ Θεός μας! Αὐτὸς κι' ὁ Βασιλέας μας τὴν Πόλι θενὰ σώσουν.» Μὰ δὲν τὸ θέλησ' ὁ Θεός· δὲν ἤτανε δικός μας, Κ' ἔπρεπε κρίματα πολλὰ 'ς τὸ αἷμα τους νὰ λυώσουν. Ἔπρεπε στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ Δερβίσης νὰ πατήσῃ, Καὶ τὸ Σταυρό της τ' ἄπιστο φεγγάρι νὰ γκρεμίσῃ, Γιὰ νὰ χαροῦνε στὴ Φραγκιὰ κ' ἡ Δύσις νὰ γιορτάσῃ, Ὁποῦ νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς ποτὲ νὰ μὴ γελάσῃ! Ἄχ, γιὰ τὴ Δύσ' ἡ Λύρα μου ἀνίσως καὶ γογγύζῃ, Ἂν ἔχῃ δίκαιο, ὁ Θεὸς καὶ ἡ Πατρὶς γνωρίζει· Ἔχομε τόσα ἀπ' αὐτὴ τὴ γέννα παθημένα· Βρυσιαὶς, φαρμάκια, δάκρυα μᾶς ἔχει ποτισμένα, Αὐτὴ σὲ κάθε συμφορὰ σὲ κάθε σταύρωμά μας Ἔφτιανε μόνη τὰ καρφιὰ ποῦ σχίζαν τὴν καρδιά μας. Αὐτῆς ἡ ἔχθρα ἡ τυφλὴ, ἡ προδοσιαὶς, οἱ δόλοι, Στὸ Τοῦρκο δρόμο ἄνοιξαν κ' ἐφέρανε στὴν Πόλι. Καὶ στὴ στιγμὴ ποῦ σβήναμε κι' ὁ Τοῦρκος μᾶς σφαλοῦσε, Τὴν Πίστι μας ἡ ἄσπλαχνη, τὴν Πίστι μας ζητοῦσε, Γιὰ νὰ μᾶς δώσ' ἐπίβουλη Ἑλληνοποῦλα Λύρα Γιὰ τὴν ἀχάριστη φυλὴ πικρὰ νὰ μὴ γογγύσῃ, Καὶ δὲν μπορεῖ Ἀνατολὴ ἡ Δύσις ν' ἀγαπήσῃ· Πρέπει ὁ ἥλιος εἰς ἐμᾶς ἐδῶ νὰ δύσῃ πρῶτα, Γιὰ ν' ἀνατείλῃ καὶ σ' αὐτὴ, γιὰ νἄχῃ κι' αὐτὴ φῶτα.

Η΄

Στὰ τείχη Μοῦσα! Ἔφοδο ὁ Μουχαμέτης κάνει· Γιὰ κύτταξε τὸ στράτευμα τοῦ σκύλου ὡς ποῦ φθάνει! Ὁ ἴσκιος του σκοτείνιασε, συννέφιασε τὴν Πόλι, Καὶ ἀρμενίζουν στὴ ξηρὰ οἱ φοβεροί του στόλοι. Βρυσιαὶς, ἀντάραις, βλασφημιαὶς τὸν ἄνεμο ξεσχίζουν, Καὶ Γενιτσάροι ἄγριοι καὶ Χότζιδες γαυγίζουν· Γιὰ δὲς πεζοῦρα, κύτταξε ταὶς ἄμετραις κ α β ά λ α ι ς! Ἄχ, εἰς τὰ τείχη βάζουνε οἱ ἄπιστοι καὶ σκάλαις, Καὶ ἀνεβαίνουν εἰς αὐτὰ, καὶ ἀνεβαίνουν ὅλοι· ―Θεέ μου, σῶσε, φύλαξε τὴ δύστυχη τὴν Πόλι!― Ἡ σκάλαις πέφτουν, καὶ μ' αὐταὶς χιλιάδες σκοτωμένοι Καὶ ἄλλοι ἀνεβαίνουνε· ὁ χάρος τοὺς πληθαίνει· Δὲν τοὺς κρατοῦν πέτραις, σπαθιὰ καὶ ἀναμμένη πίσσα, Τοὺς δίνει ἡ καταστροφὴ κι' ὁ χαλασμός τους λύσσα. Σὲ τόσο πλῆθος ἄμετρο, ποιὸς εἶναι; ποιὸς ἐκεῖνος, Ὁποῦ μπορεῖ ν' ἀντισταθῇ στιγμή; ―ὁ Κωσταντῖνος!― Κύττα τον, Μοῦσα, κύττα τον στὴ φλόγα τοῦ πολέμου, Πῶς ἀνεμίζει τὸ σπαθὶ καὶ πῶς χτυπᾷ, Θεέ μου! Πῶς τρέχ' ἐδῶ, πῶς τρέχ' ἐκεῖ μὲ φλογισμένο 'μάτι, Σὰν ἅγιος Γιώργης φαίνεται στὸ ἄσπρο του τὸ ἄ τ ι! Σὲ μιὰ μεριὰ δὲν πολεμᾷ· χιλιάζεται ἐκεῖνος· Χωρὶς τῆς Μοίρας τὴ βουλὴ νικᾷ ὁ Κωσταντῖνος! Μαζῆ μὲ τὸ Θεόφιλο Παλαιολόγο τρέχει, Τὸν Κατακουζηνὸ μαζῆ καὶ τὸ Δαλμάτα ἔχει, Καὶ μὲ τ' ἀνδρειωμένο του καὶ λίγο στράτευμά του, Θερίζει, καὶ σωροὺς, σωροὺς τοὺς Τούρκου ῥίχνει κάτου. Νεκροὶ τῆς Σπάρτης ἥρωες· τριακόσιοι, σηκωθῆτε, Ἀδέλφια στὴ παλληκαριὰ καὶ στὸ σπαθὶ νὰ ἰδῆτε! Τὸν Βασιλέα κύτταξε στὰ τείχη, Λεωνίδα· Ὡσὰν ἐσένα πολεμᾷ αὐτός, χωρὶς ἀσπίδα!... Αὐτ' εἶναι οἱ Βυζαντινοί; αὐτ' εἶναι οἱ Γραικύλοι, Καθὼς μᾶς λέγαν καὶ μᾶς λὲν τῶν φίλων μας τὰ χείλη;...

Θ΄

Σώπασε, Μοῦσα, σώπασε καὶ φέρε με καὶ πάλι Εἰς τοῦ πολέμου τὴ φωτιὰ καὶ τὴν ἀνεμοζάλη. Ποιὸς εἶν' ἐκεῖνος ποῦ κρατεῖ στὸ χέρι γ ι α τ α γ ά ν ι; Ὁ Μουχαμέτης· μὲ θυμὸ τὰ χείλη του δαγκάνει, Τὴν πόλι δείχνει, κι' ἄγριος μὲ τὰ στρατεύματά του Στὰ τείχη πέφτει σὰν φωτιὰ μὲ χαλασμὸ θανάτου. Μιὰ πυραμίδ' ἀνθρώπινη μὲ τὰ κορμιά τους κάνουν· Τὸ τεῖχος μὲ τὰ νύχια τους καὶ μὲ τὰ δόντια πιάνουν, Καὶ πέφτουν κάτω, σφάζονται, γκρεμίζονται οἱ σκύλοι. Καὶ σπρώχνουνε καὶ σπρώχνουνται στοῦ Ῥ ω μ α ν οῦ τ ὴ ν Π ύ λ η! Ὁ Γιουστινιάννης πολεμᾷ ἐκεῖ κ' οἱ Βενετοί του. Μὰ μιὰ σαΐτα τὸν χτυπᾷ κ' ἐδείλιασ' ἡ ψυχή του. Δειλιάζουνε κ' οἱ Βενετοὶ κ' οἱ Τοῦρκοι πλημμυροῦνε, Καὶ μέσ' στὴν Πόλι τὰ σκυλιὰ ἐμπήκανε, θὰ μποῦνε!

Ι΄

Ἄχ, ἕνα ῥωμῃογύρισμα, ἄχ, ἕνας Γενίτσαρος, Χασάνης τώρα, ῥίχνεται μέσ' στὴ φωτιὰ σὰ χάρος· Ψηλὸς σὰν λεύκα, γίγαντας, στὸ χέρι σκάλα πιάνει, Χτυπᾷ δεξιὰ, χτυπᾷ ζερβιὰ κι' ἀπάνω, ἀπάνω φθάνει· Τὸ σκύλο· δὲν τόνε κρατοῦν πέτραις, σπαθιὰ, κοντάρια· Τοῦ δίνουν τὰ χτυπήματα φτερὰ καὶ τὰ λιθάρια. Καὶ τρέχει, τρέχει πάντα μπρὸς, καὶ πουθενὰ δὲ στέκει. ―Θεέ μου, ἕνα καὶ γι' αὐτὸν δὲν εἶν' ἀστροπελέκι;― Τί κρῖμα, τέτοιος ἥρωας καὶ τέτοιος στρατιώτης, Νὰ ᾖναι τῆς Πατρίδος του καὶ τοῦ Χριστοῦ προδότης Ἄχ, χριστιανὸς ἦτο γραφτὸ τὴν Πόλι νὰ μᾶς πάρῃ, Καὶ χέρι, χέρι ἑλληνικὸ νὰ στήσῃ τὸ φεγγάρι! Ναὶ, τὤστησε· μὰ ἑκατὸ κομμάτια πέφτει κάτου· Τὸ ὄνομά του θέλετε; ζητᾶτε τὄνομά του, Ἀνάθεμα νὰ ῥίχνετε κάθε αὐγὴ καὶ βράδυ; Ἡ ἱστορία τὤγραψε μὲ φλόγες ἀπ' τὸν ᾄδη, Καὶ κράζει τὄνομα αὐτὸ μὲ φρίκη, σὰν κηρύττῃ: «Κατάρα καὶ ἀνάθεμα στὸ σκύλο Λουπαδίτη!»

ΙΑ΄

Μὴ, Μοῦσα, εἰς τὴν ἄ λ ω σ ι μὲ φέρνεις· τὴν Πατρίδα Νεκρὴ δὲ θέλω νὰ τὴν δῶ ἀπάνω στὴν ἀσπίδα· Μὴ τὴν ἀκοίμητη πληγὴ καὶ πάλι μᾶς ἀνοίξῃς· Τὸν Κωσταντῖνο μου νεκρὸ δὲν θέλω νὰ μοῦ δείξῃς! Ῥίξε τὸ εὐμορφότερο ἀπάνω τους λουλοῦδι, Ἰτιὰ καὶ δάφνη καὶ δροσιὰ, καὶ πάψε τὸ τραγούδι· Ἄλλαξε, Μοῦσα, τὸ σκοπὸ καὶ σ' ἄλλα χρόνια ἔλα, 'Σ τοῦ Καραΐσκου τοὺς καιροὺς, 'ς τοῦ Φλέσσα, 'ς τοῦ Τζαβέλλα Ἄλλαξε, Μοῦσα, τὴν πικρὴ τοῦ τάφου ψαλμῳδία, Καὶ σ' ἂλλη ἔλα Ἐκκλησιὰ, καὶ σ' ἂλλη Λειτουργία!

ΙΒ΄

Ἄνοιξις εἶναι· λυώσανε εἰς τὰ βουνὰ τὰ χιόνια, Κ' ἐλυώσανε τὰ σκοτεινὰ τὰ τετρακόσια χρόνια. Τοῦ οὐρανοῦ τὰ γαλανὰ χαμογελᾶνε χείλη, Καὶ ῥίχνει τὰ διαμάντια του στὸ πράσινο τριφύλλι· Στοῦ Μάρτη ψάλλουν τὸ φιλὶ ὁλόχαρα τ' ἀηδόνια, Καὶ πότ' ἐκεῖνα τραγουδοῦν καὶ πότε τὰ μηλιώνια.

ΙΓ΄

Χίλια καντήλ' ἀνάβουνε στὴ Λ α ύ ρ α τὴν Ἁ γ ί α, Καὶ σ' ἕνα λειτουργοῦν βωμὸ Θεὸ κ' ἐλευθερία. Παπάδες καὶ ἁρματωλοὶ ψαίλνουν μαζῆ· καπνίζει Ἐδω τουφέκι, παρεκεῖ λιβάνι θυμιατίζει. Ἔχουν γιορτὴ ἡ Παναγιὰ καὶ ἡ Ἑλλὰς μεγάλη· Ἡ μιὰ τὸν Κ ρ ί ν ο δέχεται, δάφνης κλαδὶ ἡ ἄλλη. «Χαῖρε, Μαρία, ἀπ' ἐδῶ ἀκοῦς, χαριτωμένη·» Καὶ «καλῶς ἦλθες, ἀπ' ἐκεῖ θεὰ ξενητεμμένη.» Ὅμως καμπάνα δὲν ἀκοῦς κἀμμιὰ αὐτὴ τὴν ὥρα· Τὸ καρυοφύλλι τοὺς πιστοὺς ξυπνᾷ καὶ φέρνει τώρα. Ἄχ, τί γλυκὰ ᾑ ψαλμῳδιαὶς στοὺς θόλους ἀντηχοῦνε· Χείλη θαῤῥεῖς ἀγγελικὰ ἐκεῖ πῶς τραγουδοῦνε, Καὶ πῶς οἱ μυστικοὶ ψαλμοὶ π' ἀναιβοκατεβαίνουν, Τὴν κόρη ὅπου πέθανε ξυπνοῦνε κι' ἀνασταίνουν, Κι' ἀπ' τὴ χαρὰ δακρύζουνε ἄνδρες, γυναῖκες, ὅλοι, Εἰς τῆς Πατρίδος τὴ Γιορτὴ, στῆς Παναγιᾶς τὴ σχόλη

ΙΔ΄

Χίλια καντήλ' ἀνάβουνε στὴ Λαύρα τὴν Ἁγία, Καὶ μέσα σ' ἄνθη καὶ μυρτιαὶς ἀστράφτ' ἡ Παναγία. Λάμπουν Σταυρὸς καὶ ἅρματα, κι' ἀγέρας ἀνεμίζει Τὴ φουστανέλλα τὴ λευκὴ, τὸ ῥάσο ποῦ μαυρίζει. Μὰ σὲ λιγάκι καὶ τὰ δυὼ θὰ πάρουν ἄλλο χρῶμα, Στοῦ Παπᾶ-Φλέσσα τὸ κορμὶ, στοῦ Μπότσαρη τὸ σῶμα... Σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἐκκλησιὰ, σ' αὐτὴ τὴ Λειτουργία Δὲ βλέπεις φόβου καταχνιὰ, καὶ πίκρας ἀγωνία. Τὰ π ά θ η πᾶνε, πέρασαν, ἀπ' τὴ θλιμμένη χώρα, Καὶ Πασχαλιὰ κι' Ἀνάστασι διπλῆ μυρίζει τώρα. Χαρὰ σ' ἐκείνους πὤτυχαν στὴ Λειτουργιὰ ἐκείνη! Ἀστράφτουνε τὰ μέτωπα, τὸ 'μάτι λάμψι χύνει, Χαμογελᾷ ἡ εὐμορφιὰ, «κι' ὡς πότε παλληκάρια,» Ψαίλνουν τοῦ Δράκου τὰ παιδιὰ, τοῦ Φλέσσα τὰ λιοντάρια. Μὴ, Μοῦσ' ἀφίνῃς γλήγορα αὐτὴ τὴ Λειτουργία· Τὸ μέτωπό σου δρόσισε στὴν Αὖρα τὴν ἁγία, Προσκύνησε σὰν Χριστιανὴ καὶ σὰν Ἑλληνοποῦλα, Καὶ στεφανώσου μὲ μυρτιὰ καὶ μὲ νωπὴ δαφνοῦλα. Ἂχ, πάλι χρόνια ταπεινὰ μᾶς ηὗραν κι' ὠργισμένα· Γύρισ' ὀπίσω, γύρισε σὲ χρόνι' ἀνδρειωμένα, Νὰ ἰδοῦμε εἰς τοῦ Γερμανοῦ τὸ 'μάτι τὴν Πατρίδα, Εἰς τοῦ Μιαούλη τὸ κορμὶ, στοῦ Γέρου τὴ λεπίδα. Ἂχ, τί κορμιὰ, τί ἅρματα, τί λεβεντιὰ καὶ νειάτα· Τὰ παλληκάρια μέτρησε καὶ τὰ καπετανάτα, Κύτταξε ὄψεις λιονταριῶν καὶ στήθια δασωμένα, Ἄσπρα κι' ὁλόμαυρα μαλλιὰ σὰν χαίταις ἁπλωμένα. Δὲς τὴν Ἑλλάδα δές τηνε στὴν ἀναγέννησί της, Πριχοῦ νὰ βάλῃ τὰ στενᾲ, πρὶν βγάλῃ τὸ σπαθί της!

ΙΕ΄

Ποιὸς εἶν' ἐκεῖνος ὁ Παπᾶς ποῦ μ' ὄψι ἀναμμένη, Σὰν φῶς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησιᾶς τὸ ἱερὸ προβαίνει; Πὲς σὺ, Τουρκιὰ, τοῦ Γερμανοῦ τὸ ὄνομα! Ἀστράφτει Σταυρὸς στὰ μαῦρα στήθια του, τὸ 'μάτι του ἀνάφτει, Καὶ μέσα σ' ἅρματα, κεριὰ κι' ὁλόχρυσα τ σ α π ρ ά ζ ι α, Ἄσπρη σὰν κύκνου φτερωσιὰ, σὰν οὐρανὸ γαλάζια, Σημαία ἀνυψόνει, Καὶ ἀνοιγμέν' εἰς τὰ φιλιὰ τῆς αὔρας τὴν ἁπλόνει· Ἡ Ἐκκλησιὰ τὴν ἔκρυβε στὸν κόλπο τόσα χρόνια, Ὡς ποῦ ν' ἀλλάξουν οἱ καιροὶ κ' ἐλθοῦν τὰ χελιδόνια... Ὁ ἥλιος σκύβει καὶ φιλεῖ τὸν ἀργυρὸ σταυρό της· Ὁ οὐρανὸς ἀπάνω της σκορπᾷ μαργαριτάρια, Ἡ Παναγιὰ χαμογελᾷ στὸν ἀνθηρό βωμό της, Κ' ἐμπρός της γονατίζουνε χιλιάδες παλληκάρια· Ἄ, τί στιγμὴ χαρούμενη, τί ὥρα, τί ἡμέρα· Δάκρυα χαρᾶς στὰ μάρμαρα τῆς Λαύρας ψηλαχίζουν, Σμίγουν φιλιὰ καὶ στεναγμοὶ ἀγάπης στὸν ἀγέρα, Καὶ ἀνυπόμονα σπαθιὰ σταὶς θήκαις μέσα τρίζουν! Καὶ «καλῶς ἦλθες, κράζουνε, στὰ ἔρημα παιδιά σου· »Καλῶς μᾶς ἦλθες, μάνα μας, γλυκιὰ γαλανομμάτα, »Καλῶς μᾶς ἦλθες, οὐρανὲ, μὲ τ' ἄσπρα σύννεφά σου» Καὶ προσκυνοῦν Ἁρματωλοὶ καὶ Κλέφταις καὶ πρωτάτα.

ΙΣΤ΄

Τοῦ Γερμανοῦ σαλεύουνε ἀμίλητα τὰ χείλη· Τὸ ῥάσο κ' ἡ σημαία του ἀντάμα κυματίζει, Καὶ κράζει ἔξαφνα μπροστὰ εἰς τὴν Ὡ ρ α ί α Π ύ λ η· »Ποιὸς θέλει τὴ σημαία μου; ποιὸ χέρι τὴν ἀξίζει! Τὸ χέρι ἁπλόνει ὁ Μοριᾶς, ἡ Ῥούμελη τὴν πιάνει· Ὕδρα καὶ Σπέτζαις καὶ Ψαρὰ ἐπάνω της ξαπλόνουν· Τὸ Σοῦλι τὴν ἀναζητᾷ, τήνε ζηλεύ' ἡ Μάνη, Σπαθιὰ καὶ Λύραις μονομιᾶς καὶ ῥάσα τὴν κυκλόνουν. Κι' ὁ Ὑψηλάντης ἄρρωστος ἀπὸ τὴ φυλακή του, Ἀπὸ μακρυὰ τὴν εὐλογεῖ καὶ βγαίνει ἡ ψυχή του. Καὶ νά! Βογκᾷ ἡ θάλασσα καὶ ἡ Στερηὰ σαλεύει, Καὶ ἡ σημαία στὰ φτερὰ τῆς Νίκης ταξειδεύει· Στένετ' ἐδῶ, στένετ' ἐκεῖ· τὰ τείχη ἀναβαίνει, Στὰ κύματα δροσίζεται, σταὶς χώραις μέσα μπαίνει· Τὴ νίκη ἔχει συντροφιὰ, πετοῦνε πλάϊ, πλάϊ, Κι' ὅλα τὰ κάνει γαλανὰ στὸ δρόνο ποῦ περνάει· Ταξείδευε, ταξείδευε, Ἑλληνοποῦλα, πάλι, Ὅλος ὁ κόσμος νὰ ἰδῇ τὰ γαλανά σου κάλλη· Λαγκάδια πέρνα καὶ βουνὰ μὲ τὸν Καραϊσκάκη· Ἁρμένιζε, ἁρμένιζε, τοῦ Οὐρανοῦ πανάκι, Στὴ βάρκα τοῦ Κανάρη σου ὁποῦ τὸ κῦμ' ἀνάβει, Καὶ τοῦ Μιαούλη φτέρονε τ' ὁλόμαυρο καράβι.

ΙΖ΄

Πρωτομαγιὰ ἔχ' ἡ Ἑλλὰς, καὶ κόκκινα λουλούδια Τὰ χέρια της τὰ δυνατὰ στὸν πόλεμο θερίζουν· Τὰ καρυοφύλλια τραγουδοῦν τοῦ Ῥήγα τὰ τραγούδια, Καὶ τὸ μπαροῦτι κ' οἱ ἀνθοὶ ἀνάμιχτα μυρίζουν. Σὰν τοῦ χειμάῤῥου τὰ νερὰ ποῦ οἱ καιροὶ σφαλοῦνε, Μὲ πέτραις καὶ μὲ χώματα καὶ μὲ δεντρῶν κουφάρια, Κ' ἔξαφνα μιὰ καλὴ αὐγὴ τὰ φράξιμο πηδοῦνε, Κι' ἀπάν' ἀπὸ τὰ χώματα κυλοῦν καὶ τὰ λιθάρια, Ἔτσι πετιέται κ' ἡ Ἑλλάς· ὡσὰν ἀστροπελέκι Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύννεφο, καὶ σὰν ἀνεμοζάλη· Ὅλο τὸν κόσμο ξύπνησε τὸ μαῦρο της τουφέκι· Πάλι τὰ μαθημένα της θὰ ξανακάνῃ, πάλι! Καὶ νά· εἰς τὴν Τριπολιτσὰ, σφιχτὰ τὸ κάστρο ζώνει Ὁ Ὑψηλάντης, καὶ στὴ γῆ τὸ ῥίχνει, τὸ σωρεύει· Στὸ Παλαμῆδι τὸ σταυρὸ ὁ Στάϊκος ὑψόνει, Καὶ μὲ τὸν Ὀδυσσέα της εἰς τὴν Γραβιὰ χορεύει. Καὶ δέκα κάστρα σκύβουνε μὲ τὸ χλωμὸ φεγγάρι, Στοὺς ζευγηλάταις τοῦ Μοριᾶ, στοῦ Γ έ ρ ο υ τὸ ποδάρι! Ἐδῶ καπνίζ' ἡ Κλείσοβα, ἐκεῖ ἀστράφτ' ἡ Μάνη· Στὰ Δερβενάκια φτερωτὸς ὁ Τουρκοφάγος τρέχει, Ἀντιλαλοῦνε τὰ Νησιὰ, βογκᾷ τὸ Δραγατσάνι, Φωτιὰ καὶ Τούρκικα κορμιὰ τὸ Μεσολόγγι βρέχει. Μὲ τὸν Καραϊσκάκη της πετᾷ στὸ Κερατζίνι· Μεζῆ του στὴν Ἀράχοβα Ἀρβανιτιὰ θερίζει, Ἡ Ἀμπλιανὴ Ἀράπιδες καὶ Γάλλους καταπίνει, Καὶ στοὺς Σκορδιάνους τὸ σπαθὶ τοῦ Μάρκου ἀνεμίζει. Ὕδρα καὶ Σπέτσαις καὶ Ψαρὰ ἁρμάδες κυνηγοῦνε, Καὶ μέσ' ςὴν Πόλι τὴν Τουρκιὰ μ' ὀλίγαις βάρκαις κλειοῦνε. Εἰς τὸ Βαλτέτσι ἥρωες ὀλίγοι πολεμᾶνε, Καὶ μὲ τοῦ Μπέη τὸ παιδὶ θερίζουν καὶ νικᾶνε. Χαρὰ σ' ἐκείνους πὤτυχαν στὴν ἐποχὴ ἐκείνη! Σταὶς Θερμοπύλαις, δεύτερος, μὲ ῥάσο Λεωνίδας, Τὸ αἷμα του τ' ἀτίμητο ὁ Διάκος ὅλο χύνει. Μ' ἕνα κομμάτι πολεμᾷ μονάχος του λεπίδας. Καὶ ἄλλο ῥάσο καὶ Παπᾶς, ὁ Φλέσσας στὸ Μανιάκι, Μαῦρο βουνὸ ἀπὸ κορμιὰ ἀράπιδων ὑψόνει· Καὶ τοῦ Κιουτάγια τ' ἄλογο καὶ τοῦ Καραϊσκάκη Ἕνα τὸ ἄλλο ἀλύπητα στὸ Φάληρο δαγκόνει... Αὐτ' εἶναι οἱ δειλοὶ Γραικοί; αὐτ' εἶναι οἱ Γραικύλοι; Καθὼς μᾶς λέγαν καὶ μᾶς λὲν καταραμένα χείλη!

ΙΘ΄

Γιατί νὰ φύγουν ἀπὸ μᾶς, γιατί τὰ χρόνια κεῖνα; Πῶς δὲν ἀνάβει ταῖς ψυχαὶς τῆς Λαύρας μιὰ ἀκτῖνα; Ἀκόμα δὲν ἐτέλειωσεν ἡ Λειτουργιὰ ἐκείνη· Μισοκαϋμένο τὸ κερὶ στὴ Λαύρα μέσα σβύνει. Κι' ὁ Μάρτης πάει κ' ἔρχεται· στὴν ἐκκλησιά του στέκει, Μὰ δὲν ἀκούει νὰ βροντᾷ σὰν μιὰ φορὰ τουφέκι! Ἄχ, πότε, πότ' ἡ Λειτουργιὰ, Θεὲ μου, θὰ τελειώσῃ; Ποιὸς τὴ σημαία Γερμανὸς καὶ πάλι θὰ σηκώσῃ;...



Πηγή: Αἱ δύω λειτουργίαι: Ποίημα ἀπαγγελθὲν κατὴ τὴν 25 Μαρτίου ἐν τῷ Φιλολογικῷ Συλλόγῳ "Ὁ Παρνασσὸς" ὑπὸ Ἀχιλλέως Παράσχου.

Ἑλλήνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *