Η φονική μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827)

Γερ. Γ. Γερολυμάτος: "Η μάχη του Καματερού", 2001 Τέμπερες σε χαρτόνι

Γερ. Γ. Γερολυμάτος: "Η μάχη του Καματερού", 2001
Τέμπερες σε χαρτόνι

επιμελείται και γράφει
ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος

H μάχη του Καματερού έγινε στις 27 Ιανουαρίου του 1827. Αρχηγοί του στρατεύματος ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Παναγιώτης Νοταράς και ο Διονύσιος Βούρβαχης, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο στρατό του Ναπολέοντα φτάνοντας στο βαθμό του συνταγματάρχη. Οι τρείς αυτοί αρχηγοί ήταν ισότιμοι και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλά το μειονέκτημα της πολυαρχίας είχε οδυνηρά αποτελέσματα, όπως πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε.

Τη νύχτα της 21ης Ιανουαρίου, οι στρατοπεδευμένοι στην Ελευσίνα ξεκίνησαν και έφτασαν στο στρατόπεδο της Χασιάς το οποίο ενισχυμένο σημαντικά από χωρικούς της Αττικής που έφταναν κάθε μέρα εκεί, συγκέντρωσε τότε 3.500 στρατιώτες. Στις 25 Ιανουαρίου το στράτευμα από την Χασιά μετακινείται στο χωριό Καματερό. Οι τρείς αρχηγοί διαφωνούν ως προς την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Ο Νοταράς και ο Μαυροβουνιώτης που είχαν μεγάλη πείρα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ήθελαν να αποφύγουν την μάχη κατά παράταξη στην πεδιάδα εναντίον του Κιουταχή. Γνώριζαν ότι οι Έλληνες συγκροτούσαν κατά βάση άτακτα σώματα που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τακτικό στρατό στην πεδιάδα και ιδιαίτερα, όταν αυτός ενισχύεται από ιππικό. Σωστότερη τακτική θεωρούσαν τη διενέργεια κλεφτοπόλεμου, δηλαδή να γίνονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις ώστε να μην προλάβει ο τακτικός στρατός να οργανωθεί, να του προκαλέσουν φθορές τόσο σε ανθρώπινες ζωές, όσο και σε ζώα και τρόφιμα και να φύγουν γρήγορα χωρίς απώλειες.

Ο Βούρβαχης όμως απ΄την άλλη, άνθρωπος γενναίος και παρορμητικός, χωρίς όμως γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του ελληνοτουρκικού πολέμου, αλλά αντίθετα συνηθισμένος στα ευρωπαϊκά πολεμικά συστήματα, ζητά μάχη κατά παράταξη και το δυνατόν γρηγορότερα. «Τι άλλο ήρθαμε να κάνουμε στον κάμπο;» τους λέει και προειδοποιεί ότι στην ανάγκη, αν αυτοί φοβούνταν, θα πολεμούσε μόνος με τους δικούς του. Μπρός στην αποφασιστικότητά του, ο Νοταράς και ο Μαυροβουνιώτης υποχώρησαν. Ο Μαυροβουνιώτης όμως πρόσθεσε πικρά: «Βούρβαχη, Βούρβαχη, εμείς άνανδροι δεν είμεθα, θα ίδης όμως αν επιζήσεις και επιζήσω, ότι τα μάτια των Τούρκων είναι πράσινα…».

Τελικά ο Βούρβαχης τοποθετήθηκε στα πεδινά, ενώ οι Βάσος και Νοταράς κατέλαβαν θέσεις ψηλότερα, φτιάχνοντας «ένα τυφλό ταμπούρι», όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, δηλαδή μια πρόχειρη οχύρωση, χωρίς πρόβλεψη διαφυγής. Η απόσταση του στρατού των Βάσου και Νοταρά από το σώμα του Βούρβαχη που επέμενε να πολεμήσει στον κάμπο ήταν περίπου 600 μέτρα. Το πρωϊ της 27ης Ιανουαρίου με την ανατολή του ηλίου, ο Κιουταχής επικεφαλής πεζικού 2.000 ανδρών, 600 ιππέων και αρκετού πυροβολικού, επιτίθενται εναντίον των Ελλήνων. Το πυροβολικό χτύπησε εύστοχα τις θέσεις των Βάσου και Νοταρά, οι οποίοι, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν το Βούρβαχη, αλλά είχαν και οι ίδιοι μεγάλες απώλειες. Μάταια προσπαθούσε ο Βούρβαχης να συγκρατήσει την ορμή των Τούρκων, καθώς το τουρκικό πεζικό και ιππικό συνεπλάκησαν σε μάχη σώμα με σώμα με τους Έλληνες.

«Το τάγμα κατεκόπη, 300 έπεσαν νεκροί εκ τούτου και μεταξύ αυτών ήτο και ο ηρωϊκός Βούρβαχης και 4 εκ των φιλελλήνων αξιωματικών που πολέμησαν μαζί του. Εφονεύθησαν επίσης, εκ των Ελλήνων οπλαρχηγών, ο Προκόπης Λέκκας και ο Αναγνώστης Κιουρκακιώτης, ήρως παλαιοτέρων μαχών…», γράφει ο Δ. Κόκκινος.

Ο Νοταράς και ο Μαυροβουνιώτης οπισθοχώρησαν με σημαντικές απώλειες. Λέγεται ότι μετά τη μάχη ο Κιουταχής έκοψε το κεφάλι του Βούρβαχη και το έστειλε πεσκέσι στον σουλτάνο μαζί με το βοημικό σπαθί του. Κάποιος άλλος προσθέτει ότι ο σουλτάνος ενθουσιασμένος απ΄αυτό το τρόπαιο, ζήτησε από τους χρυσικούς του να μεταμορφώσουν το κρανίο σε πολυτελές κύπελλο. Γεγονός ήταν ότι αυτή η οδυνηρή ήττα συγκλόνισε όσους μετείχαν στη μάχη και επέζησαν, ενώ όλα τα σπίτια του Καματερού, του Μενιδίου και της Χασιάς είχαν από κάποιο νεκρό. Θρήνος υψώθηκε σε όλη την περιοχή και το λαϊκό μοιρολόϊ που ακούστηκε εκείνες τις μέρες απεικόνιζε την τραγική έκβαση της μάχης : «Πόστ ντε Καματερό μαν τρίματ σωρό…» που μεταφράζεται από τα αρβανίτικα ως, «Κάτω στο Καματερό πέσανε παλικάρια σωρό..»

Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε την μάχη του Καματερού μέσα στα γενικότερα πλαίσια των συνθηκών εκείνης της στιγμής και ακόμα τον στρατηγικό σχεδιασμό και τη διάταξη των αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων μέσα στο λεκανοπέδιο. Σκοπός του Κιουταχή ήταν η πολιορκία και η άλωση της Ακρόπολης πράγμα που πέτυχε στα μέσα του Μάη του 1827, παρόλες τις ιστορικές μάχες που δόθηκαν προηγουμένως στο Χαϊδάρι, στο Καματερό, στο Κερατσίνι, στον Ανάλατο και τόσες άλλες, όπου έπεσαν ηρωϊκά τόσοι άνδρες. Ο Κιουταχής πέτυχε τον σκοπό του, αφού είχε εξουδετερώσει το ένα από τα δύο σημαντικά σώματα που τον απειλούσαν, μπόρεσε ανενόχλητος να στραφεί εναντίον του δεύτερου ελληνικού στρατοπέδου στην Καστέλλα. Ο Καραϊσκάκης θα γυρίσει εσπευσμένα για να ενισχύσει τις ελληνικές δυνάμεις στον Πειραιά, σκοτώνεται όμως στις 23 Απριλίου 1827 στη μάχη του Αναλάτου. Ο θανατός του θα παγώσει τους Έλληνες και θα αναθαρρήσει τους Τούρκους.

Ο αείμνηστος στρατηγός Μακρυγιάννης καταθέτει τη δική του μαρτυρία για τη μάχη του Καματερού στα απομνημονεύματά του :

« … Είχ΄έρθει κι ένας αξιωματικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος, τον έλεγαν Μπούρμπαχη ήταν Κεφαλονίτης και συγγενής του Μεταξά, ήταν κολονέλος εις την Γαλλίαν. Αφού άκουσε την λευτεριά της πατρίδας του ήρθε ν΄αγωνιστή απαθής, πατριωτικώς, πήγε νάβρή τους συγγενείς και τους πατριώτες του. Ηύρε και τον κόντε Μεταξά και τους συντρόφους του. Τον οδηγούν και πλερώνει εξ ιδίων του και συνάζει χίλιους ανθρώπους, σκυλιά του χασαπιού, ανθρώπους του Αναπλιού, των μπιλιάρδων, της φατρίας τους κωλόπανα. Αφού τον συβούλεψαν αυτήνοι τον αθώον πατριώτη, τον οδηγούν να πάγη εις τον Καραϊσκάκη……Ο Μπούρμπαχης με τους στρατιώτες του βήκε εις το Λουτράκι της Κόρθος. Μ΄έστειλε η Διοίκηση και πήγα και του μίλησα όλα αυτά. Και τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης και πήγε εις τα Μέγαρα, όπου πήγαν και οι άλλοι. Πήγε εκεί κι ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης…..και πήγα κι εγώ στα Μέγαρα.

Τότε κάνομεν ένα σκέδιον να βούμεν συνχρόνως εις τα πόστα της Αθήνας αναντίον των Τούρκων. Ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης και οι Ντερβενοχωρίτες να πάνε να πιάσουνε αποβραδίς την Χασιά, να ταμπουρωθούν - είναι η θέση γερή - να πάγη οχτρός εκεί να τον πολεμήσουν. Ήταν ώς τρείς χιλιάδες ασκέρι…… Την αυγή μας βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους και χαζίρικους. Ο Βάσιος και οι άλλοι όλοι δεν πήγαν εις την Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν του κεφαλιού τους και πήγαν σ΄ενα χωριόν, Καματερόν το λένε, μίαν ώρα από την Αθήνα. Πήγαν και πιάσαν μίαν θέση αδύνατη, κι αυτό το λάθος τόκαμεν ο Βάσιος, ότι αυτός γνώριζε τον τόπον της Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σε αυτά τα μέρη.

Πριν πιάσουν θέσες και να ταμπουρωθούν καλά - κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό - τους πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους και τους χάλασαν, και σκότωσαν περίπου από τριακόσιους πενήντα Έλληνες και τους ρίξαν εις φυγή. Και σκοτώθη κι ο αγαθός Μπούρμπαχης κι άλλοι δυό συναδελφοί του φιλέλληνες. Όλοι διαλύθηκαν κακώς κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις την Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες. Τότε πήρε τα κεφάλια αυτηνών ο Κιτάγιας και τα πήγε εις την Αθήνα και τάδειξε των πολιορκημένων και τους είπε να προσκυνήσουνε δια να σωθούνε αυτοί και να μην πάρουν κι εμάς εις τον λαιμό τους, όπου ήμαστε εις τον Φαληρέα. Τους λένε οι πολιορκημένοι, «Σύρτε κυργέψετε εκείνους εις τον Φαληρέα και τότε υποταζόμαστε κι εμείς, ότι αυτήνοι είναι χωρίς κάστρο. Κι όταν παραδοθούν, παραδίνομεν κι εμείς το κάστρο…».



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :

«Η Ελληνική Επανάστασις», Διονυσίου Κοκκίνου
«Απομνημονεύματα Ι. Μακρυγιάννη» Κεφ 10ο, σελ 92 - 96. Εκδόσεις Μέρμηγκα



Πηγή: ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *