Μὲ ἄθεους, μὲ ἐκκλησιομάχους, μὲ καταδιεφθαρμένους πολιτικοὺς «τὸ ἔθνος δὲν στέκη»

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Θεολόγος
Κιλκίς

Στὸν 2ο τόμο τῶν «Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Κολοκοτρώνη» – (ἔκδ. Γ. Βαλέτα, σελ. 323 )- ἐντόπισα ἕνα πολὺ ὡραῖο καὶ διδακτικὸ ἐπεισόδιο, ποὺ διαδραματίζεται κατὰ τὴν Ἁγιασμένη Ἐπανάσταση τοῦ ᾽21. Τὸ διηγεῖται ὁ Γεώργιος Τερτσέτης -τί σπουδαῖος ἄνθρωπος- σὲ λόγο του στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1855, στὴν τότε Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Τὸ μεταφέρω, ὡς ἔχει: «Κύριοι ἀκροαταί, εἰς τὰ 1822 πολεμιστής, στρατιώτης περίφημος ἐπῆγε εἰς σεβάσμιον πνευματικὸν νὰ ᾽ξομολογηθεῖ, νὰ μεταλάβει.
Ἐξωμολογήθη, ὁ πνευματικός τοῦ εὐχήθη, τὸν ἐχάϊδευσεν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ δώσω μεταλαβιά.
-Διατί;
-Χύνεις αἷμα ἀνθρώπινο…!
Ὠργίσθη ὁ στρατιώτης καὶ ἔτρεξε παραπονούμενος εἰς τὸν ἐπίσκοπον Μεθώνης. Τοῦ εἶπε ὅσα λέγει ὁ πνευματικός,, ὁ στρατιώτης ἦτο θυμώδης. Τὸν ἤκουσεν ὁ ἐπίσκοπος. Τὴν Κυριακή τοῦ λέγει, ἤσου (=νὰ εἶσαι) εἰς τὴν λειτουργίαν, ἤσου πλησίον μου.
Ἦλθε ἡ Κυριακή, ψάλλεται ἡ λειτουργία. Ὁ Δεσπότης εἰς τὴν μεσινὴ θύρα, εἰς τὴν ὥρα τῆς μεταλαβιᾶς, κρατώντας τὸ δισκοπότηρο, φωνάζει τὸν στρατιώτη.
Ἔλα, τοῦ λέγει, πάρε, κράτει τὸ δισκοπότηρο, μετάλαβε μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια, τὰ χέρια σου εἶναι πλέον ἀθῶα, πλέον εὐεργετικὰ εἰς τὴν πατρίδα ἀπὸ τὰ ἐδικά μας. Ἡμεῖς οἱ ἱερεῖς δεόμεθα τὸν Ὕψιστο μὲ τὴ φωνή, ἐσύ, σταίνοντας τὰ στήθη σου, εἰς τὰ βόλια τοῦ ἐχθροῦ».

Κείμενο ποὺ μοσχοβολάει εὐωδία λευτεριᾶς, τὰ ἄνθη τὰ μυρίπνοα τῆς ἀρχοντικῆς Ὀρθοδοξίας μας. Λόγια ὅμως ποὺ διδάσκουν καὶ σήμερα, τὴν γενιὰ τὴν δικιά μας ποὺ εἶναι γιὰ τά… πανηγύρια. (Στὰ μέρη μου, στὴν ἁλίπληκτο Πιερία, λέμε μία «νόστιμη» παροιμία: «Ἡ ψείρα μας στὸν Ἔλυμπο καὶ μεῖς στὰ πανηγύρια». Δηλαδὴ ἡ φτώχεια καὶ ἡ δυστυχία μᾶς ἔχει ἀφανίσει καὶ μεῖς ἀσχολούμαστε μὲ τὶς προστυχιὲς καὶ τὶς παλαβομάρες τῶν «καντιποτένιων», ὅπως τοὺς ὀνόμαζε τοὺς πολιτικάντηδες, ὁ πατριδοφύλακας στρατηγὸς Μακρυγιάννης).

Στὸ ἐπεισόδιο τοῦ «Ἱεροῦ Ἀγῶνος», ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ Τερτσέτης, διαβάζουμε γιὰ τὸ πῶς σώθηκε τὸ δοῦλον Γένος κατὰ τὴν μακραίωνη αἰχμαλωσία στοὺς Σαρακηνούς. (Ἀναζητώντας κάποτε τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως Σαρακηνός, βρῆκα στὸ βιβλίο τοῦ Ν. Βασιλειάδη “Ἰσλὰμ-Ὀρθοδοξία”, σελ. 85 τὸ ἑξῆς ἀξιοσημείωτο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔγραφε ὅτι «Σαρακηνοὺς τοὺς Ἰσμαηλίτας καλοῦσιν, ὡς ἐκ τῆς Σάρρας κενοὺς διὰ τὸ εἰρῆσθαι ὑπὸ τῆς Ἄγαρ τῷ ἀγγέλῳ: Σάρρα κενὴν μὲ ἀπέλυσεν»).

Σκοτάδι ψηλαφητὸ ἔπεσε καὶ σήμερα πάνω στὴν πατρίδα μας, τὰ ἐντάλματα τοῦ Εὐαγγελίου ἀνατρέπονται καὶ ποδοπατοῦνται τὰ παιδιά μας, μέσῳ τῆς ἐλεεινῆς ἐκπαίδευσης, τὰ ξεμυρώνουν καὶ τὰ ξεβαπτίζουν, μᾶς κυβερνοῦν ἄνθρωποι χειρότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ὑπερβολικὸ διαβάζω τὰ λόγια του Παπουλάκου: «Εἶναι ντροπή μας, ἕνα Γένος ποὺ μὲ τὸ αἷμα του πύργωσε τὴ λευτεριά του, ποὺ πορπάτησε τὴ δύσκολη ἀνηφοριά, νὰ παραδεχτεῖ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ πορπατήσει στὸν ἴσιο δρόμο, ἅμα εἰρήνεψε κι ὅτι δὲν ξέρουμε μεῖς νὰ συγυρίσουμε τὸ σπίτι, ποὺ μὲ τὸ αἷμα μας λευτερώσαμε, ἀλλὰ ξέρουν νὰ τὸ συγυρίσουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πολέμησαν, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πίστεψαν στὸν ἀγώνα, ἐκεῖνοι ποὺ πᾶνε νὰ μᾶς ἀποκόψουνε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ πασχίζουνε νὰ μᾶς ρίξουνε στὴ σκλαβιὰ ἄλλων ἀφεντάδων πού ᾽ναι πιὸ διαμονισμένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Γιατί καὶ κεῖνα ποὺ σεβάστηκε ὁ Τοῦρκος, τ’ ἄθεα γράμματα τὰ πετᾶνε καὶ πᾶνε νὰ τὰ ξεριζώσουνε… Τ᾽ ἄθεα γράμματα ὑφαίνουνε τὸ σάβανο τοῦ Γένους. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ γράμματα θὰ μάθουμε στὰ παιδιά μας;» (Κ. Μπαστιᾶ, ὁ Παπουλάκος, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1997, σελ. 145-146).

Ἦρθε ἡ ὥρα, τὰ ἄθεα γράμματα, μᾶς ἔριξαν στὴν σκλαβιὰ ἄλλων ἀφεντάδων πιὸ δαιμονισμένων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ψηφίζονται νόμοι ποὺ μᾶς ἀποκόπτουν ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ ξερριζώνουν ὅσια καὶ ἱερά, ποὺ ὑφαίνουν -φοβεροὶ λόγοι- τὸ σάβανο τοῦ πάλαι ποτὲ Ὀρθόδοξου Γένους τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἀκυρώνουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ᾽21. Διακόσια χρόνια μετὰ βαδίζουμε ὁλοταχῶς γιὰ ἱστορικὴ εὐθανασία… ἐκτὸς ἄν…

Ἐκτὸς ἂν μιμηθοῦμε τοὺς ἠρωϊκοὺς προγόνους μας. Τί μᾶς διδάσκει τὸ κείμενο τοὺ προλόγου μὲ τὸν περίφημο πολεμιστὴ καὶ τὸν ἅγιο Ἐπίσκοπο Μεθώνης;
Ὁ ἀγωνιστὴς εἶχε πνευματικὸ καὶ ἐξομολογεῖτο γιὰ νὰ μεταλάβει.
Ἐν μέσῳ ἐπανάστασης, μὲ τοὺς Τούρκους νὰ θερίζουν, νὰ τηγανίζουν τὸ Ρωμαίικο, μὲ σφαγές, ἁρπαγὲς καὶ γενοκτονίες, ἡ μετάνοια δὲν ἔλειπε.
«Γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν
γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν
γι᾽αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ…».

Πολεμοῦσαν καὶ μετανοοῦσαν, γι’αὐτὸ ἦταν Ἁγιασμένη ἡ Ἐπανάσταση. Τί προκοπὴ νὰ περιμένει κανεὶς σήμερα, ὅταν ἄθεα ἀπολειφάδια νομοθετοῦν καὶ ψηφίζουν, μὲ χέρια καὶ ποδάρια, νόμους ποὺ μόνο σὲ πολιτεῖες Σοδόμων καὶ Γομμόρων ἁρμόζουν;

Μετὰ τὴν νίκη στὸ Βαλτέτσι ὁ μεγάλος Κολοκοτρώνης, θὰ πεῖ στὰ παλλικάρια του: (Ἦταν Παρασκευὴ 13 Μαΐου 1821). «Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας καὶ νὰ δοξάζεται αἰῶνας αἰώνων ἕως οὗ στέκη τὸ ἔθνος, διότι ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος». Τέτοιοι ἄνθρωποι ποὺ μοσχοβολοῦν σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο μᾶς ἔσωσαν. Μὲ ἄθεους, μασόνους, μὲ καταδιεφθαρμένους πολιτικοὺς «τὸ ἔθνος δὲν στέκη». «Ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπ᾽ αὐτῶν…». (Γέν. 6,13).

Τί σπουδαία μορφὴ καὶ ὁ Ἐπίσκοπος!! “Ἠμεῖς οἱ ἱερεῖς δεόμεθα τὸν Ὕψιστο μὲ τὴν φωνή”. Καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἦταν ἀνάγκη ἔπιαναν τὰ στουρναροντούφεκα καὶ γίνονταν καπετάνιοι. Οἱ ἱερεῖς, ὁ κλῆρος εἶναι ἡ τελευταία γραμμὴ ἄμυνας τοῦ ἔθνους. Ἂν ὑποταχθεῖ στὰ θηρία, ἡ Ἑλλάδα τελείωσε. Τὸ σχολεῖο πλέον ἁλώθηκε, δὲν θὰ μείνει τίποτε ὄρθιο “ἀπὸ τὰ παλιά, δικά μας πλούτη”. (Παλαμᾶς). Εἴμαστε σὲ δουλεία, σὲ ὕπουλη σκλαβιὰ χειρότερη κι ἀπ᾽ τῶν Τούρκων καὶ ἀπ’ τῶν Φράγκων. Τὸ ράσο εἶναι ἡ ἀφανὴς ἐθνικὴ σημαία τοῦ Γένους. Νὰ θυμηθεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅτι πάντοτε εἶναι ἑλληνοσώτειρα. Ὣς πότε μία χούφτα ἀφεντάδων πιὸ δαιμονισμένων ἀπὸ τοὺς Τούρκους θὰ μᾶς καταστρέφουν;

Νὰ κλείσω μὲ κάτι ποὺ διάβασα στὸ βιβλίο “Μονοτονικὸ , ἐμπειρία 24 ἐτῶν”, ἔκδοση τῆς Ι. Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διαβάζουμε γιὰ ἕνα γεγονὸς ποὺ τὸ ἄκουσε καὶ τὸ εἶδε ὁ Κ. Βάρναλης. Μιλᾶ γιὰ τὸν Ψυχάρη, ποὺ ἤθελε νὰ διαλύσει τὴν γλώσσα μας μὲ τὶς ἰδεοληψίες του.
«Ὁ Ψυχάρης ἦρθε στὴν Ἑλλάδα πολλὲς φορές. Στὰ 1925 ἦρθε γιὰ τελευταία φορά. Ἔδωσε στὸ θέατρο «Ἀπόλλων» πολλὲς διαλέξεις. Κανένας δὲν φανταζόταν πόσος κόσμος θὰ γέμιζε ἀσφυκτικὰ τὴν πλατεία καὶ τοὺς ἐξῶστες. Ὁ Ψυχάρης βγῆκε στὴ σκηνὴ μὲ φράκο καὶ γεμάτος παράσημα. Ἔρριξε μία ματιὰ στὸ ἀκροατήριο κι ἄρχισε τὴν διάλεξή του μ’αὐτὴν τὴν κουβέντα: “Βλέπω δασκάλους, βλέπω φοιτητές, βλέπω κυρίες, βλέπω ἀξιωματικούς, μὰ δὲν βλέπω κανέναν παπά. Δεῖχτε μου ἕνα παπὰ νὰ κατεβῶ νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι”. Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν δημοκοπία. Πραγματικὰ ὁ Ψυχάρης πίστευε πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κερδίσει τὸ ἔθνος, ἂν δὲν κέρδιζε πρῶτο τὸ σχολειὸ καὶ ὕστερα τὴν ἐκκλησία».

Τὸ σχολεῖο τὸ κέρδισαν…Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μᾶς κανοναρχεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη vικᾶ. Ἐπιβουλευομένη περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν. Κλυδωνίζεται ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει. Παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ’ οὐ νικᾶται”.



Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *