ΜΗΝΙΝ ΑΕΙΔΩ

Τὼρα ποὺ πόλεμο ἔταξαν βουλὲς τοῦ Δωδωναίου
καὶ μὲ ὀρεσίβιους Ἰλλυριοὺς τὰ δυτικὰ φουσᾶτα
τὸν ὀξυνούστατον Ἀχαιὸ μάχονται στὶς κλεισοῦρες,
κάθησα ἐδῶ καὶ ἀνασκοπῶ χρησμὸν ἀνανεωμένο
ποὺ βρίσκει πλήρωσι βραδεῖα στὸ γύρισμα τοῦ κύκλου.

Στὰ μύχια καὶ στ' ἀπώτατα καὶ στοὺς μυχοὺς τοῦ Ἰλίου
ψαρεύεται ἡ ἀντίθεσι καὶ ἡ ἐχθρότη τῶν προγόνων.
Αὐτοὶ τους ὅλοι οἱ ἡλιόλουστοι, μὲ τὰ θαλασσινά τους
καμώματα, δὲν μοιάζουνε καθόλου νἄναι ἀδέρφια.
Πάτερ Ἀγχίσης ποὺ ἔφευγε, καβάλησε τὸ γιό του
καὶ τράβηξαν πολὺ μακρυὰ τὸ Λάτιο ν' ἀποικήσουν.
Θαλάσσια περιπλάνεσι τοὺς ἔφερε καὶ τότες
στὴν Ἤπειρο καὶ στὰ βουνά· κ' ἐκεῖθεν ἡ Σιβύλλα
τοὺς ἔδειξε τὴν Ἰταλίαν ἀντίκρυ, πῶς νὰ πᾶνε.
Τραβᾶν λοιπὸν οἱ εὐσεβεῖς καὶ τὰ εἰκονίσματά τους
βάρβαροι σὲ βαρβάρων γῆ, μὰ ὁ πλοῦς τοὺς σακατεύει
στῆς Σικελίας τὸ Δρέπανο, ποὺ ὁ Ἀγχίσης τὰ τινάζει.
Μὰ ἂν τούτου δὲν βοδώθηκε τὸ καβαλλίκεμά του,
ὅμως τὴ Δύσι πάτησε πρόσφυγας ὁ Αἰνείας
καὶ δέθηκε μὲ κουμπαριὰ στῆς λύκαινας τὰ στήθη
ὁποῦθε φαίνεται ἡ γενιά του ἔχει ἔκτοτε ἀντλήσει
συνήθειες καὶ καμώματα εἰς ἄκρον θηριώσεις.
Κλαρὶ τῶν Τρώων ποὺ βάλθηκε στὴ Δύσι νὰ φυτρώση
τί ἄλλο παρὰ ἐχθρὸς τῆς Τροίας καὶ γένος τοῦ Πριάμου,
κλαρὶ ἐκεῖνων ποὺ τὴν Ἐστία θυσίασαν στοὺς Ἐρώτους
κλαρὶ ἐκεῖνων ποὺ κλέψανε τὴν ὄμορφην Ἐλένη,
μὴν ἔχοντας γιὰ ταῖρι της λάμψι οὐδαμοῦ τοῦ κόσμου.
Καὶ ὠς δὲν ἐκαρποβόλησε τὸ πάλαι ἡ ἁρπαγή τους
ἀλλὰ ρημάδια πλέχανε τὶς θάλασσες, προσφύγοι,
καὶ σήμερα βουλήθηκαν τὴν Ἀθηνᾶ Σοφία
νὰ ζαλωθοῦν, αὐτοὶ ποὺ ὁ Ζεὺς τοὺς μώρανε γιὰ πάντα.
Διάλεξαν γιὰ Ἀγαμέμνονες καὶ γιὰ Ἀχιλλεῖς καὶ Αἰάντους
τοὺς βαρβαρωνυμότατους Βισκόντηδες καὶ Οὐμπάλντους
καὶ Καμπαλλέρους· ἔφθασε καὶ ὁ εὐμελὴς Γκαλεάτσος
καὶ μαύρισε ὁ Μεσαίωνας καὶ οἱ Ἀρβανιταρέοι
ἀπὸ ντροπὲς ποὺ οἱ Ἰλλυριοὶ θὰ ντρέπονταν ν' ἀκούσουν.
Μαύρισε τὸ Ἀρχιπέλαγος ἀπὸ αἴσχη των ἁρπάγων
καὶ ζητιανιὰ σιδερικὰ γύρεψαν τοὺς Τευτόνους,
πῶς νὰ καῆ, νὰ τεφρωθῆ ὁ φθόνος τους, ἡ Ἑλλάδα.
Ἐντούτοις ἀντικρύσανε νὰ λάμπη μὲ γαλήνη,
ν' ἀστράφτη με κυριαρχιὰ τὸ δόρυ τῆς Παλλάδος
καὶ νὰ θαμβῆ τὰ μάτια τους ποὺ τἄθρεφε ἡ κραιπάλη.
Ἡ ὀρθοδοξία τῶν Ὀλυμπίων βάλθηκε τὸν ἀγῶνα,
καθὼς πάλαι ποτὲ ὑψηλὰ στὰ δώματα τοῦ Ὄρους,
νὰ κρίνη. Καὶ σκορπισθήκαν οἱ Ἀθάνατοι τριγύρω,
καθένας μὲ τὰ σύνεργα ποὺ τοὔταξε ὁ βρεμέτης,
φυσούνα Αἰόλου, τὰ φτερὰ τοῦ Ἑρμῆ, τοῦ Ποσειδώνα
ἡ τρίαινα, ἡ φωτιὰ τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κεραυνὸς τοῦ Δία,
καὶ ἀπάνω ἀπ' ὅλα ἡ ἀγαπητὴ μορφή, ἡ γαληνεμένη,
ἡ ἀπαθὴς ἐπίγνωσι τῆς ἄκρατης Σοφίας,
ἡ πάνοπλη, ἡ ἀστραφτερή, ἡ ἀλάθητη, ἡ ὡραία
πλέον ζώπυρη ἀπὸ Ἀπόλλωνα, μὲ ἀσπίδα κατσικίσια,
μὲ πάμφωτο, θαμβωτικὸ τῆς μεγαλοπρεπείας
τὸ Δόρυ ποὺ λαμποκοπᾶ, τὸ Δόρυ τῆς Παρθένου,
τὸ Δόρυ ποὺ παραφυλάει τὸν Ἥλιο τῆς Ἑλλάδας,
μὴν ἀλλοιωθῆ, μὴν σκοτισθῆ, μὴν χάση τὸ παράπαν
οὔτ' ἕνα μόρια τῆς ἀρχαίας, τῆς θεογενοῦς του Οὐσίας.

Τ.Κ.ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ



Πηγή: «Νέα Ἑστία» τχ. 1280, 1980
Φωτογραφία: Ἀθηνὰ Πρόμαχος, ΜΥΘΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Ἑλληνων Φῶς

Σχετικά άρθρα...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *